Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
peuple européen (fr)[Classe...]
habitant d'un lieu précis (fr)[Classe...]
ένοικος, κάτοικος — habitante, habitantes, morador, residente, vizinho - άνθρωπος, άτομο, ανθρώπινο ον, θνητός, τύπος — alguém, alma, homem, indivíduo, mortal, pessoa, ser humano[Hyper.]
Eurafrican (en) - euroasiático (es) - senhor em hindi - Κέλτης — Celta, Celtas - Francos - teutón (es) - albanés, albanês, Albaneses - κάτοικος της Ανδόρρας - Αυστριακή, Αυστριακός — austríaca, austríaco, Austríacos - Βάσκος — basco - Βέλγος, Βελγίδα — Belga - Βουλγάρα, Βούλγαρος — búlgara, búlgaro, Búlgaros - Λευκορώσα or Λευκορωσίδα, Λευκορώσος, λευκορωσικά — belorusso, bielorrusso, bielo-russo - Κύπρια, Κύπριος — cipriota - checoslovaco, tcheco, tchecoslovaco - Τσέχα, Τσέχος — Tcheca, Tchecas, Tcheco, Tchecos - Σλοβάκος — Eslovaco, Eslovacos - Δανή or Δανέζα, Δανός or Δανέζος, δανέζικος, δανικός — danês, Dinamarquês, dinamarquesa, Dinamarqueses - Βρεταννός, Βρετανός, Βρεττανή, Εγγλέζος — bretão, britânico - angla, anglo, anglos - saxões - jutos - lombardo, Lombardos - Φινλανδέζα, Φινλανδή, Φινλανδός — filandesa, Finlandês, Finlandeses - letão, letona - lituano - Γάλλος — Francês - Balkan (en) - cretense (es) - Έλληνας, Ελληνίδα — grega, gregas, grego, Gregos - Ολλανδός, ολλανδική, ολλανδικό, ολλανδικός — Holandês, neerlandês - Ουγγαρέζα, Ουγγαρέζος, Ούγγρος or Μαγυάρος — húngara, húngaras, húngaro, húngaros - Ισλανδή or Ισλανδέζα, Ισλανδός — islandês - irlandês - Ιταλίδα, Ιταλός — italiana, italianas, italiano, italianos - Ρωμαίος — romana, romano - lapônio - κάτοικος του Λιχτενστάιν - Λουξεμβουργιανός, Λουξεμβούργιος — luxemburguês - Μακεδόνας — macedônico - Μονεγάσκος — monegasco - Norueguês, norueguesa - Πολωνέζος, Πολωνίδα, Πολωνός — polaco, Polacos, polonês, polonêsa - Πορτογάλος, Πορτογαλέζος, Πορτογαλίδα — português, portuguesa, Portugueses - Ρουμάνος — romena, romeno - κάτοικος του Σαν Μαρίνο - Escandinavo - Σκωτσέζος — escocês, escocesa - Σλοβένος — esloveno - Ισπανός — Espanhol, espanhola - Σουηδή, Σουηδός — sueca, sueco, Suecos - Ουκρανός-ή - galês - Γερμανίδα, Γερμανός — alemão - gibraltareño (es) - Σλοβένος — eslovena, esloveno - Γιουγκοσλάβος — iugoslavo, Jugoslavo - Βοημός — boêmio - Dalmatian (en) - Θρακιώτης - Trácios - Tyrolean (en) - maltês - Grecian (en) - Iberian (en)[Spéc.]
-