» 

diccionario analógico

μυστικό; γρίφος; αίνιγμα; μυστήριοmystère[ClasseHyper.]

chose demandant à être déchiffrée[ClasseParExt.]

obscurité et complication[termes liés]

απορία, μπέρδεμα, περιπλοκή, σύγχυσηperplexité[Hyper.]

μπερδεύω, ξεγελώmystifier - ακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυσηabasourdir, déconcerter, rendre perplexe, scier, scotcher - αινιγματικόςénigmatique, nébuleux, oraculaire - αινιγματικός, δυσεπίλυτοςénigmatique - μυστηριώδης, ορφικόσmystérieux, mystique, occulte, orphique - ανεξερεύνητοσ, ανεξιχνίαστοσcryptique, impénétrable, insondable, mystérieux, vague[Dérivé]