Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
μυστικό; γρίφος; αίνιγμα; μυστήριο — mystère[ClasseHyper.]
chose demandant à être déchiffrée[ClasseParExt.]
obscurité et complication[termes liés]
απορία, μπέρδεμα, περιπλοκή, σύγχυση — perplexité[Hyper.]
μπερδεύω, ξεγελώ — mystifier - ακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυση — abasourdir, déconcerter, rendre perplexe, scier, scotcher - αινιγματικός — énigmatique, nébuleux, oraculaire - αινιγματικός, δυσεπίλυτος — énigmatique - μυστηριώδης, ορφικόσ — mystérieux, mystique, occulte, orphique - ανεξερεύνητοσ, ανεξιχνίαστοσ — cryptique, impénétrable, insondable, mystérieux, vague[Dérivé]
μυστηριώδης, ορφικόσ — mystérieux, mystique, occulte, orphique[Cont.]
μπερδεύω, ξεγελώ — mystifier - ακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυση — abasourdir, déconcerter, rendre perplexe, scier, scotcher[Dérivé]
énigme (n.f.) • mystère (n.m.) • αίνιγμα (n.) • γρίφος (n.) • μυστήριο (n.) • μυστικό (n.)
-