Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.031s
úžas; údiv — θαυμασμός[Classe]
αναστάτωση, αταξία[Hyper.]
atarantado, boquiabierto (es)[Propriété~]
omráčit, zmást — κάνω κπ. να σαστίσει, καταπλήσσω[Nominalisation]
mystifikovat, napálit, poplést — μπερδεύω, ξεγελώ - mást, ohromit, přivést do rozpaků, zmást — εκπλήσσω, μπερδεύω, προκαλώ σύγχυση - oblbnout, ohloupit, ohromit, poplést, uvést do nejistoty, vyvést z míry, zmást — ακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυση - zatemnit — θολώνω, συσκοτίζω - vyvést z míry, zmást — μπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - μπερδεύομαι[Dérivé]
mystifikovat, napálit, poplést — μπερδεύω, ξεγελώ - mást, ohromit, přivést do rozpaků, zmást — εκπλήσσω, μπερδεύω, προκαλώ σύγχυση - oblbnout, ohloupit, ohromit, poplést, uvést do nejistoty, vyvést z míry, zmást — ακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυση - zatemnit — θολώνω, συσκοτίζω - vyvést z míry, zmást — μπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - μπερδεύομαι[Dérivé]
rozčarování (n.) • zatemnění (n.) • zmatek (n.) • αμηχανία (n.) • σάστισμα (n.)
-