» 

diccionario analógico

úžas; údivθαυμασμός[Classe]

αναστάτωση, αταξία[Hyper.]

atarantado, boquiabierto (es)[Propriété~]

omráčit, zmástκάνω κπ. να σαστίσει, καταπλήσσω[Nominalisation]

mystifikovat, napálit, popléstμπερδεύω, ξεγελώ - mást, ohromit, přivést do rozpaků, zmástεκπλήσσω, μπερδεύω, προκαλώ σύγχυση - oblbnout, ohloupit, ohromit, poplést, uvést do nejistoty, vyvést z míry, zmástακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυση - zatemnitθολώνω, συσκοτίζω - vyvést z míry, zmástμπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - μπερδεύομαι[Dérivé]

mystifikovat, napálit, popléstμπερδεύω, ξεγελώ - mást, ohromit, přivést do rozpaků, zmástεκπλήσσω, μπερδεύω, προκαλώ σύγχυση - oblbnout, ohloupit, ohromit, poplést, uvést do nejistoty, vyvést z míry, zmástακατανόητος, ανεξήγητος, αποσβολώνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, μπερδεύω, προβληματίζω, σαστίζω, φέρνω κπ. σε αμηχανία, φέρνω σε σύγχυση - zatemnitθολώνω, συσκοτίζω - vyvést z míry, zmástμπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - μπερδεύομαι[Dérivé]

rozčarování (n.) • zatemnění (n.) • zmatek (n.) • αμηχανία (n.) • σάστισμα (n.)

-