» 

diccionario analógico

ευκρίνεια; σαφήνεια νοημάτων[Classe]

fluidité du style (fr)[DomainJugement]

comprensibilidad, explicabilidad (es)[Hyper.]

límpido (es) - απόλυτα σαφής, διαυγήσ, ευκρινήσ, ξεκάθαρος, σαφής[Propriété~]

διασαφίζω, διαφωτίζω, διευκρινίζω, ρίχνω φως σε κτ. - αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, επεξηγώ - ξεκάθαρος, σαφής - unclear (en) - clear (en) - bien definido (es) - οξύνουσ - bien definido (es) - δίχως ενοχές, καθαρός - εξηγητόσ, ευκολοδιάβαστος, ευχάριστος στο διάβασμα[Dérivé]

απροσδιοριστία, ασάφεια, περιπλοκότητα, στριφνότητα - unclearness (en)[Ant.]