Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
voiture à cheval de voyage (fr)[Classe]
trenó — καροτσάκι για ολίσθηση στο χιόνι; έλκηθρο[ClasseHyper.]
(neve)[termes liés]
veículo, veículos, veívulo, viatura — μέσο, τροχοφόρο, φορέας, όχημα[Hyper.]
andar de trenó — κινούμαι με έλκηθρο, τρέχω με έλκηθρο - ir en trineo (es) - sledge (en)[Dérivé]
Bobsleigh, trenó — έλκηθρο, αγωνιστικό έλκηθρο - bobsled, bobsleigh - dogsled, dog sled, dog sleigh (en) - luge, sled, sledge (en) - pung (en) - tobogã — είδος έλκηθρου[Spéc.]
andar de trenó — κινούμαι με έλκηθρο, τρέχω με έλκηθρο - ir en trineo (es) - sledge (en)[Dérivé]
lâmina — ολισθητήρας, πέλμα ελκήθρου[Desc]
Trenó (n.) • έλκηθρο (n.) • καροτσάκι για ολίσθηση στο χιόνι
-