» 

diccionario analógico

αμφίβιο όχημα - bloodmobile (en) - αμάξι, αυτοκίνητο - doodlebug (en) - tracción en cuatro (es) - coche de carreras de niño, kart (es) - golfcart, golf cart (en) - νεκροφόρα - δίκυκλο, μηχανή, μοτοποδήλατο, μοτοσικλέτα - quitanieves (es) - φορτηγό - μέσο, τροχοφόρο, φορέας, όχημα - τροχοφόρο όχημα[Spéc.]

motorisé (fr)[Dérivé]

freno neumático (es) - αμάξωμα - σύστημα φρένων, φρένα - καμπίνα μηχανοδηγού ή οδηγού φορτηγού κτλ. - τροχός - σασί - σύστημα ψύξης μηχανής - σύστημα μετάδοσης κίνησης - ηλεκτρικό σύστημα - σύστημα τροφοδοσίας - μοχλός ταχυτήτων - μηχανή εσωτερικής καύσης - χιλιομετρητής, χιλιομετρικόσ δείκτησ - πεντάλ, πετάλι - segunda, segundo (es) - κοντέρ, ταχύμετρο - σύστημα ανάρτησης - αλεξήνεμον, παρμπρίζ - υαλοκαθαριστήρας, υαλοκαθαριστής - μηχανή - χειρόφρενο - power brake (en)[Desc]

undercoated, undersealed (en) - κατευθυντήριο σύστημα, μηχανισμός κατεύθυνσης - οδική καταλλότητα - συντριβή, σύγκρουση[Domaine]

αυτοκινούμενο όχημα (n.)

-