Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
εξοπλισμός; εξάρτυση; σύνεργα[ClasseHyper.]
aparatos; equipo (es)[ClasseHyper.]
μέσο[Hyper.]
εξοπλίζω, εφοδιάζω με τα απαραίτητα[Dérivé]
ίδρυμα[Desc]
εξοπλισμός, μηχάνημα, συσκευή, σύνεργα - automation (en) - σύστημα ψύξης μηχανής - ηλεκτρικό σύστημα - ηλεκτρονικός εξοπλισμός - σύστημα τροφοδοσίας - εξοπλισμός παιχνιδιού - σύνεργα - life support, life-support system (en) - life support, life-support system (en) - εργαλείο - material de guerra (es) - ναυτικός εξοπλισμός - radiotherapy equipment (en) - διασωστικός εξοπλισμός - robotics equipment (en) - δορυφόρος, τεχνητός δορυφόρος - αθλητικός εξοπλισμός - capital (es) - διδακτικό υλικό - test equipment (en) - οπτικοακουστικό μέσο[Spéc.]
εξοπλίζω, εφοδιάζω με τα απαραίτητα[Dérivé]
εξάρτυση (n.) • εξοπλισμός (n.) • σύνεργα
-