» 

diccionario analógico

ευκρίνεια, περιεκτικότησ, περιεκτικότητα, σαφήνεια, συνοπτικότηταconcisão[Propriété~]

απεραντολογία, μακρολογίαprolixidade[Dérivé]

επιγραμματικόσepigramático - breve - λακωνικός, μικρός, περιεκτικός, συμπαγής, σύντομοςbem aproveitado, compêndio, sucinto, sumário - απότομος, κοφτός, λακωνικόςbrusco, curto, lacónico, lacônico - αινιγματικός, επίτηδες δυσνόητοςmisterioso - elíptico - μυελώδησ, νευρώδησ, σθεναρόσcheio de significado, enérgico, forte, meduloso, vigoroso - telegraphic (en)[Similaire]

απεραντολόγοσ, πληκτικόσ, σχοινοτενήσdifuso, enfadonho, prolixo, superabundante, tedioso, verboso[Ant.]

conciso  • lacónico (adj.) • lacônico (adj.) • sucinto (adj.) • συνοπτικός (adj.) • συνοπτικός και κατανοητός (adj.)

-