» 

diccionario analógico

κτ. εύκολο, κτ. πανεύκολο, παιχνιδάκιhračka, maličkost - αποκοτιά, τόλμημαdobrodružství, eskapáda, riskantní podnik, výstřelek - plnění úkolu, úkol, úloha - καρπός, παιδίdítě - εγχείρημα, επίπονη προσπάθεια, επιχείρησηakce - trabajo querido (es) - μαραθώνιος - no-brainer (en) - ζήτημα, θέμαproblém - απαιτητικό καθήκον, δύσκολη υπόθεσηtěžký úkol, tvrdý oříšek - εγχείρημα, περιπέτειαdobrodružství, nejistý podnik - έργο, αποστολή, εντεταλμένο έργο, καθήκον, υποχρέωσηúkol, úloha - Manhattan Project (en) - παραγγελίαpověření[Spéc.]

naplánovat, projektovat - attempt, set about, undertake (en) - task (en) - štvát se, tlačit se - δουλεύω σαν σκλάβος, δυσκολεύομαι, εργάζομαι σκληρά ως ανειδίκευτος εργάτης, κοπιάζω, μου βγαίνει το λάδι στη δουλειά, πασχίζωdřít se, hmoždit se, klopotit se, lopotit se, makat, nadělat se, nadřít se, otročit, pracovat, prodírat se[Dérivé]

podnik (n.) • projekt (n.) • έργο (n.) • εγχείρημα (n.) • καθήκον (n.)

-