Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
castigo, empenho, esforço, exercício, pena — άσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση[Hyper.]
struggle (en) - escalar, subir, trepar — σέρνομαι, σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω με τα τέσσερα, σκαρφαλώνω με χέρια και με πόδια - batalhar, guerrear, lidar, lutar, pelejar — αγωνίζομαι, κοπιάζω, μοχθώ[Dérivé]
briga, combate, luta — πάλη[Spéc.]
struggle (en) - escalar, subir, trepar — σέρνομαι, σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω με τα τέσσερα, σκαρφαλώνω με χέρια και με πόδια - batalhar, guerrear, lidar, lutar, pelejar — αγωνίζομαι, κοπιάζω, μοχθώ[Dérivé]
batalha (n.) • grande esforço (n.) • αγώνας (n.) • μεγάλη προσπάθεια (n.) • πάσχισμα (n.)
-