» 

diccionario analógico

αγώνας, μεγάλη προσπάθεια, πάσχισμαbatalha, grande esforço - dificuldade - least effort, least resistance (en) - ένταση, τέντωμαesforço - άσκηση, προπόνησηexercício, exercício fisico - pull (en) - επίπονη προσπάθεια, επιμέλεια, σκληρή προσπάθειαaplicação, diligência, esforço - overkill (en) - πράξη πέραν του καθήκοντοσsupererrogação - overexertion (en) - fricção[Spéc.]

esforçar-se, penar - αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιδιώκω, επιζητώ, επιχειρώ, προσπαθώexperimentar, experimentar com, procurar, tentar[GenV+comp]

αγωνίζομαι, καταβάλλω προσπάθεια, μοχθώ, πασχίζωesforçar-se, lutar - δουλεύω σαν σκλάβος, δυσκολεύομαι, εργάζομαι σκληρά ως ανειδίκευτος εργάτης, κοπιάζω, μου βγαίνει το λάδι στη δουλειά, πασχίζωesforçar-se, lidar, trabalhar[Dérivé]

castigo (n.m.) • empenho (n.) • esforço (n.m.) • exercício (n.) • pena (n.f.) • άσκηση (n.) • επώδυνη προσπάθεια (n.) • κόπος (n.) • μόχθος (n.) • χρήση (n.)

-