Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
επώδυνη προσπάθεια; κόπος; μόχθος; άσκηση; χρήση — esforço; exercício[ClasseHyper.]
fadiga; cansaço[Classe]
dificuldade[Classe]
trabalho[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
δουλειά, εργασία, κάματος — mão-de-obra[Hyper.]
αγωνίζομαι, καταβάλλω προσπάθεια, μοχθώ, πασχίζω — esforçar-se, lutar - δουλεύω σαν σκλάβος, δυσκολεύομαι, εργάζομαι σκληρά ως ανειδίκευτος εργάτης, κοπιάζω, μου βγαίνει το λάδι στη δουλειά, πασχίζω — esforçar-se, lidar, trabalhar[Dérivé]
αγώνας, μεγάλη προσπάθεια, πάσχισμα — batalha, grande esforço - dificuldade - least effort, least resistance (en) - ένταση, τέντωμα — esforço - άσκηση, προπόνηση — exercício, exercício fisico - pull (en) - επίπονη προσπάθεια, επιμέλεια, σκληρή προσπάθεια — aplicação, diligência, esforço - overkill (en) - πράξη πέραν του καθήκοντοσ — supererrogação - overexertion (en) - fricção[Spéc.]
esforçar-se, penar - αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιδιώκω, επιζητώ, επιχειρώ, προσπαθώ — experimentar, experimentar com, procurar, tentar[GenV+comp]
αγωνίζομαι, καταβάλλω προσπάθεια, μοχθώ, πασχίζω — esforçar-se, lutar - δουλεύω σαν σκλάβος, δυσκολεύομαι, εργάζομαι σκληρά ως ανειδίκευτος εργάτης, κοπιάζω, μου βγαίνει το λάδι στη δουλειά, πασχίζω — esforçar-se, lidar, trabalhar[Dérivé]
castigo (n.m.) • empenho (n.) • esforço (n.m.) • exercício (n.) • pena (n.f.) • άσκηση (n.) • επώδυνη προσπάθεια (n.) • κόπος (n.) • μόχθος (n.) • χρήση (n.)
-