Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.843s
Ώρχους — Århus - αρμοδιότητα των δικαστηρίων — competencia jurisdiccional - κοινωνικοοικονομικές συνθήκες — condición socioeconómica - συμβούλιο πολιτιστικής συνεργασίας — Consejo de Cooperación Cultural - CREST — CCIPB - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Παραγωγικότητας — Agencia Europea de Productividad - Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας — Agencia para la Energía Nuclear - οπτικοακουστικό τεκμήριο — documento audiovisual - Ντουμπάι — Dubai - πρόγραμμα γεωργικής ανάπτυξης — plan de desarrollo agrícola - εκτυπωτής — impresora - αλμυρό νερό — agua salada - υπόγεια ύδατα — agua subterránea - λύματα — agua residual - κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις — equipamiento sociocultural - κοινοτική αλιεία — pesca comunitaria - Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας — Agencia Internacional de Energía - τυρί αίγειο — queso de cabra - τυρί αγελαδινό — queso de vaca - Φούτζερα — Fujaira - εξόριστη κυβέρνηση — Gobierno en el exilio - βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων — industria audiovisual - νομολογία — jurisprudencia - νομολογία ΕΚ — jurisprudencia CE - ομόσπονδο κράτος — Estado federado - ανθυγιεινές κατοικίες — vivienda insalubre - μικροοικονομία — microeconomía - διαστική διακίνηση — migración interurbana - ενδοαστική διακίνηση — migración intraurbana - Οστ φορ Στόρμπαιλτ — Oeste de Storebaelt - οργανόγραμμα — organigrama - κρέας θηραμάτων — carne de caza - ποιοτική ανάλυση — análisis cualitativo - ανταγωνιστικότητα — competencia, competitividad, espíritu competitivo - Macedonia - καύση των αποβλήτων — incineración de residuos - άτυπη μορφή εργασίας — trabajo atípico - καρκινοειδή, μαλακόστρακο, οστρακόδερμο — crustáceo, marisco - περιγραφή καθηκόντων εργασίας — descripción de funciones - δικαίωμα των κρατών — Derecho de los Estados - δικαιώματα των αλλοδαπών — Derecho de extranjería - δικαιώματα των μειονοτήτων — derechos de las minorías - εταιρικό δίκαιο — Derecho de sociedades - δίκαιο των μεταφορών — Derecho del transporte - στεγαστικό δίκαιο — Derecho de la vivienda - εργατικό δίκαιο — Derecho del trabajo - εκλογικό δίκαιο — Derecho electoral - μερική απασχόληση στη γεωργία — agricultura a tiempo parcial - χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις — reglamentación financiera - διεθνές φορολογικό δίκαιο — Derecho fiscal internacional - δασική νομοθεσία — legislación forestal - διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο — Derecho humanitario internacional - διεθνές δίκαιο — Derecho internacional - ιδιωτικό διεθνές δίκαιο — Derecho internacional privado - δημόσιο διεθνές δίκαιο — Derecho internacional público - δίκαιο γαμικών σχέσεων — Derecho matrimonial - εθνικό δίκαιο — Derecho nacional - δίκαιο της πυρηνικής ενέργειας — Derecho nuclear - ποινικό δίκαιο — Derecho penal - οικονομικό έγκλημα — delito económico - διεθνές ποινικό δίκαιο — Derecho penal internacional - ιδιωτικό δίκαιο — Derecho privado - γεωργία για εμπορικούς σκοπούς — agricultura comercial - δημόσιο δίκαιο — Derecho público - αγροτικό δίκαιο — Derecho agrario - κοινωνικό δίκαιο — Derecho social - δικαίωμα εδαφικού χαρακτήρα — Derecho territorial - Δεξιά — derecha política - δικαιώματα του πολίτη — derechos cívicos - δικαιώματα του ανθρώπου — derechos humanos - δικαιώματα της γυναίκας — derechos de la mujer - καλλιέργεια με σύμβαση — agricultura contractual - ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα — derechos especiales de giro - ντάμπινγκ — dumping - προσδόκιμο επιβίωσης — esperanza de vida - διάρκεια σπουδών — duración de los estudios - διάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου — duración del contrato de alquiler - διάρκεια της εργασίας — jornada de trabajo - νόμιμη διάρκεια της εργασίας — jornada legal - χώρες της EAMA — países de la EAMA - ομαδική καλλιέργεια — explotación agraria en común - Ήστ Άνγκλια — East Anglia - κοινοτικά ύδατα — aguas comunitarias - νερό φυσικής διήθησης — agua de infiltración - νερό κολύμβησης — agua de baño - εσωτερικά ύδατα — aguas interiores - ορεινή γεωργία — agricultura de montaña - διεθνή ύδατα — aguas internacionales - αλμυρό νερό — agua salada - επιφανειακά ύδατα — agua superficial - χωρικά ύδατα — aguas territoriales - λύματα — agua residual - γεωργικές συναλλαγές — intercambio agrícola - εμπορικές συναλλαγές — intercambio comercial - ανταλλαγή πληροφοριών — intercambio de información - ανταλλαγή δημοσιεύσεων — intercambio de publicaciones - εξωκοινοτικές συναλλαγές — intercambio extracomunitario - ενδοκοινοτικές συναλλαγές — intercambio intracomunitario - συναλλαγές κατά ομάδα χωρών — intercambio por grupos de países - συναλλαγές κατά χώρα — intercambio por países - συναλλαγές κατά προϊόν — intercambio por productos - εκτατική γεωργία — agricultura extensiva - μισθολογική κλίμακα — escala de salarios - σχολείο εξωτερικού — escuela en el extranjero - Ευρωπαϊκά Σχολεία — escuela europea - διεθνές σχολείο — escuela internacional - εθνικό σχολείο — école nationale - πρόσβαση στην αγορά — acceso al mercado - εντατική γεωργία — agricultura intensiva - οικονομία — economía - γεωργική οικονομία — economía agraria - συλλογική οικονομία — economía colectiva - οικονομία συντονισμού — economía concertada - διαρθρωτική προσαρμογή — ajuste estructural - οικονομία πολέμου — economía de guerra - οικονομικά της επιχείρησης — economía de la empresa - περιφέρειες της Αυστρίας — regiones de Austria - μεσογειακή γεωργία — agricultura mediterránea - οικονομία συντήρησης — economía de subsistencia - οικονομική των μεταφορών — economía del transporte - διευθυνόμενη οικονομία — economía dirigida - οικιακή οικονομία — economía doméstica - δασική οικονομία — economía forestal - βιομηχανική οικονομία — economía industrial - διεθνής οικονομία — economía internacional - μικτή οικονομία — economía mixta - εθνική οικονομία — economía nacional - αγροδιατροφικός τομέας — industria agroalimentaria - μεταβιομηχανική οικονομία — economía postindustrial - οικονομία του δημόσιου τομέα — economía pública - περιφερειακή οικονομία — economía regional - παραοικονομία — economía sumergida - οικονομία της πόλης — economía urbana - Σκωτία — Escocia - οικοσύστημα — ecosistema - βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων — industria agraria - εκπαίδευση κατ' οίκον — educación a domicilio - καλλιτεχνική εκπαίδευση — educación artística - συγκριτική εκπαίδευση — educación comparada - βασική εκπαίδευση — educación básica - μαζική εκπαίδευση — educación de masas - εκπαίδευση ενηλίκων — educación de adultos - εκπαίδευση για αλλοδαπούς — educación de extranjeros - εκπαίδευση εκτός σχολικού συστήματος — educación no formal - διαρκής εκπαίδευση — educación permanente - σωματική αγωγή — educación física - προσχολική αγωγή — educación preescolar - υγειονομική αγωγή — educación sanitaria - σεξουαλική αγωγή, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση — educación sexual, la vida los misterios de - ειδική εκπαίδευση — educación especial - σχολικός πληθυσμός — alumnado - γεωπονική — agronomía - ραδιενεργά απόβλητα — efluente radiactivo - ισότητα αποδοχών — igualdad de remuneración - ίση μεταχείριση — igualdad de trato - ισότητα έναντι του νόμου — igualdad ante la ley - Αίγυπτος — Egipto - Ελ Σαλβαδόρ — El Salvador - διεύρυνση της αγοράς — ampliación del mercado - εσπεριδοειδές — agrios - εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους — inscripción electoral - εκλογές — elecciones - πρόωρες εκλογές — elecciones anticipadas - ευρωπαϊκές εκλογές — elecciones europeas - έμμεση εκλογή — sufragio indirecto - τοπικές εκλογές — elecciones locales - εθνικές εκλογές — elecciones nacionales - βουλευτικές εκλογές — elecciones generales - αναπληρωματικές εκλογές — elecciones parciales - IDA — AID - προκριματικές εκλογές — elecciones primarias - εκλογικό σώμα — electorado - ηλεκτροχημεία — electroquímica - ηλεκτρομεταλλουργία — electrometalurgia - ηλεκτρονική — electrónica - ηλεκτροτεχνία — electrotécnica - οικονομική υποστήριξη — apoyo económico - κτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή — cría al aire libre - εκτροφή μαλακοστράκων — cría de crustáceos - εντατική κτηνοτροφία — cría intensiva - διάθεση αποβλήτων — eliminación de residuos - συσκευασία — envasado - πάχυνση με βοσκή — engorde en pastos - ενισχύσεις για την απασχόληση — ayuda al empleo - αποδημία — emigración - Αιμιλία-Ρωμανία — Emilia-Romaña - χώρες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων — países de los Emiratos Árabes Unidos - έκδοση αξιών — emisión de valores - έκδοση χρήματος — emisión de moneda - ατύχημα κατά τη μεταφορά — accidente de transporte - δεσμευμένη θέση εργασίας — empleo reservado - υπάλληλος γραφείου — empleado de oficina - εργοδότης — empleador - εξωτερική βοήθεια — ayuda al exterior - σύναψη κοινοτικού δανείου — empréstito comunitario - διεθνές δάνειο — empréstito internacional - δημόσιο δάνειο — empréstito público - γαλακτωματοποιητής τροφίμων — emulsionante alimentario - χρέος — endeudamiento - ενέργεια των κυμάτων — energía de las olas - ήπιες μορφές ενέργειας — energía blanda - ενίσχυση των εξαγωγών — ayuda a la exportación - μη ήπιες μορφές ενέργειας — energía dura - ηλεκτρική ενέργεια — energía eléctrica - αιολική ενέργεια — energía eólica - γεωθερμική ενέργεια — energía geotérmica - υδροηλεκτρική ενέργεια — energía hidroeléctrica - ενέργεια από την παλίρροια — energía maremotriz - ενίσχυση ανά εκτάριο — ayuda por hectárea - ηλιακή ενέργεια — energía solar - θερμική ενέργεια — energía térmica - εγκαταλελειμμένο τέκνο — hijo abandonado - παιδί μετανάστη — hijo de migrante - τέκνο άγαμων γονέων — hijo natural - μοναχοπαίδι — hijo único - ανάληψη δαπανών — compromiso de los gastos - λίπασμα — abono - ενισχύσεις για επενδύσεις — ayuda a la inversión - οργανικό λίπασμα — abono orgánico - πάχυνση — engorde - πολιτική απαγωγή — secuestro político - οικονομική έρευνα — encuesta económica - έρευνα κατανάλωσης — encuesta de consumo - κοινωνική έρευνα — encuesta social - καταχώρηση δεδομένων — registro de datos - βιβλιογραφική καταχώριση — registro de documentos - ενισχύσεις κατασκευής κτιριακών έργων — ayuda a la construcción - εμπλουτισμός καυσίμου — enriquecimiento del combustible - εκπαιδευτικός — personal docente - διδασκαλία εξ αποστάσεως — enseñanza a distancia - γεωργική εκπαίδευση — enseñanza agrícola - αυτοματοποιημένη διδασκαλία — enseñanza automatizada - εκκλησιαστική εκπαίδευση — enseñanza confesional - διδασκαλία ξένων γλωσσών — enseñanza de idiomas - γενική εκπαίδευση — enseñanza general - δωρεάν παιδεία — enseñanza gratuita - ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό — ayuda a la modernización - μη εκκλησιαστική εκπαίδευση — enseñanza laica - ιατρική εκπαίδευση — enseñanza médica - υποχρεωτική εκπαίδευση — enseñanza obligatoria - παραϊατρική εκπαίδευση — enseñanza paramédica - διεπιστημονική εκπαίδευση — enseñanza multidisciplinar - μεταπτυχιακές σπουδές — enseñanza postuniversitaria - πρωτοβάθμια εκπαίδευση — enseñanza primaria - ιδιωτική εκπαίδευση — enseñanza privada - επαγγελματική εκπαίδευση — enseñanza profesional - δημόσια εκπαίδευση — enseñanza pública - ενισχύσεις για την παραγωγή — ayuda a la producción - εκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης — enseñanza científica - δευτεροβάθμια εκπαίδευση — enseñanza secundaria - ανώτατη εκπαίδευση — enseñanza superior - τεχνική εκπαίδευση — enseñanza técnica - οριζόντια σύμπραξη — entente horizontal - διεθνής σύμπραξη — entente internacional - κάθετη σύμπραξη — entente vertical - επισιτιστική βοήθεια — ayuda alimentaria - αγροτική αλληλοβοήθεια — ayuda mutua entre agricultores - μη δασμολογικό εμπόδιο — obstáculo no arancelario - δασμολογικό εμπόδιο — obstáculo arancelario - τεχνικό εμπόδιο — obstáculo técnico - τελωνειακή αποταμίευση — depósito aduanero - επιχείρηση — empresa - βιοτεχνική επιχείρηση — empresa artesanal - εμπορική επιχείρηση — empresa comercial - κοινή επιχείρηση — empresa común - επιχείρηση μίσθωσης — empresa de alquiler - αλλοδαπή επιχείρηση — empresa extranjera - ευρωπαϊκή επιχείρηση — empresa europea - οικογενειακή επιχείρηση — empresa familiar - επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών — sociedad fiduciaria - επιχείρηση ακινήτων — empresa inmobiliaria - ατομική επιχείρηση — empresa individual - ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων — ayuda a los necesitados - πολυεθνική επιχείρηση — empresa multinacional - συντήρηση — mantenimiento - συντήρηση των καλλιεργειών — mantenimiento de cultivos - φυσικό περιβάλλον — entorno físico - αποταμίευση — ahorro - ενίσχυση επιχειρήσεων — ayuda a las empresas - αναγκαστική αποταμίευση — ahorro forzoso - επιδημιολογία — epidemiología - Ήπειρος — Epiro - εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — agotamiento de recursos - Ισημερινός — Ecuador - ιππίδες — equino - ισοσκέλιση του προϋπολογισμού — equilibrio presupuestario - οικολογική ισορροπία — equilibrio ecológico - διμερής βοήθεια — ayuda bilateral - γεωργικός εξοπλισμός — equipo agrícola - κοινόχρηστες εγκαταστάσεις — equipamiento colectivo - εξοπλισμός αυτοκινήτου — equipo de vehículo - ηλεκτρονικός εξοπλισμός — equipo electrónico - κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις — equipamiento sociocultural - ενισχύσεις ΕΚΑΧ — ayuda CECA - αθλητικές εγκαταστάσεις — instalación deportiva - ισοτιμία τίτλων σπουδών — equivalencia de títulos - εργονομία — ergonomía - προεξόφληση — descuento - ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος — espacio judicial europeo - χώρος πρασίνου — zona verde - κοινοτική ενίσχυση — ayuda comunitaria - περιφέρειες της Ισπανίας — regiones de España - προστατευόμενο είδος — especie protegida - βιομηχανική κατασκοπεία — espionaje industrial - δοκιμή — ensayo - πυρηνικές δοκιμές — prueba nuclear - Εστρεμαδούρα — Extremadura - συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα — subvención complementaria de productos - ιδιότυπο πιστωτικό ίδρυμα — entidad financiera con estatuto especial - εκπαιδευτικό ίδρυμα — centro de enseñanza - οργανισμός κοινής ωφελείας — institución de utilidad pública - κατάρτιση του προϋπολογισμού — elaboración del presupuesto - νοσηλευτικό ίδρυμα — establecimiento hospitalario - σωφρονιστικό ίδρυμα — establecimiento penitenciario - δημόσιος οργανισμός — institución pública - κασσίτερος, τενεκές — estaño, hojalata - κανόνας συναλλάγματος-χρυσού — patrón de cambios-oro - επείγουσα βοήθεια — ayuda de urgencia - προσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων — estado de excepción - κράτος προνοίας — Estado del bienestar - κρατικές ενισχύσεις — ayuda pública - Αιθιοπία — Etiopía - εθνολογία — etnología - επισήμανση — etiquetado - μελέτη σκοπιμότητας — estudio de viabilidad - έρευνα αγοράς — estudio de mercado - μελέτη της εργασίας — estudio del trabajo - αλλοδαπός φοιτητής — estudiante extranjero - οικονομική βοήθεια — ayuda económica - ευρωπίστωση — eurocrédito - ευρωνόμισμα — eurodivisa - ευρωδολάριο — eurodólar - ευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο — euroemisión - ευρωπαϊκή χρηματαγορά — euromercado - ευρωκομμουνισμός — eurocomunismo - Eurocontrol — Eurocontrol - Ευρωπαϊκή Δεξιά — Euroderecha - ευρωομάδα — Eurogrupo - βοήθεια εις είδος — ayuda en especie - Βόρεια Ευρώπη — Europa del Norte - Νότια Ευρώπη — Europa meridional - Δυτική Ευρώπη — Europa occidental - ευρωαλιεία — europesca - διαδραστικότητα — interactividad - ευτροφισμός — eutrofización - δημοσιονομική αξιολόγηση — evaluación presupuestaria - αξιολόγηση σχεδίου — evaluación de proyectos - αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — evaluación de recursos - πυρηνικό ατύχημα — accidente nuclear - τεχνολογική αξιολόγηση — evaluación tecnológica - φοροαποφυγή — evasión fiscal - εξετάσεις — examen - γεωργικό πλεόνασμα — excedente agrario - αποκλεισμός από προτιμησιακή μεταχείριση ΕΚ — exclusión del trato CE - εκτέλεση σχεδίου — ejecución de proyectos - εκτέλεση του προϋπολογισμού — ejecución del presupuesto - εκτέλεση της απόφασης — ejecución de sentencia - εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης — exención de autorización de entente - δασμολογική απαλλαγή — exención arancelaria - οικονομικό έτος — ejercicio presupuestario - διαρροή επιστημονικού δυναμικού — éxodo intelectual - γεωργική εκμετάλλευση — explotación agraria - κρατική γεωργική εκμετάλλευση — explotación agraria estatal - μικτή γεωργική εκμετάλλευση — explotación agraria mixta - εκμετάλλευση της θάλασσας — explotación de los mares - εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — explotación de recursos - οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση — explotación agraria familiar - δασική εκμετάλλευση — explotación forestal - εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής — explotación lechera - εκρηκτικές ύλες — explosivo - εξαγωγές — exportación - εξαγωγή κεφαλαίων — exportación de capitales - απαλλοτρίωση — expropiación - πολυμερής βοήθεια — ayuda multilateral - απέλαση — expulsión - ετεροδικία — extraterritorialidad - εξόρυξη — extracción minera - έκδοση — extradición - Άκρα Αριστερά — extrema izquierda - τιμολόγηση — facturación - δωρεάν βοήθεια — ayuda a fondo perdido - χαμηλό εισόδημα — renta baja - πτώχευση — quiebra - σύστημα εκμετάλλευσης — régimen de explotación - ιδιοκαλλιέργεια — explotación directa - μικτό σύστημα εκμετάλλευσης — explotación mixta - πολυμελής οικογένεια — familia numerosa - οικογένεια εξ αγχιστείας — parentesco de afinidad - FAO — OAA - ιδιωτική βοήθεια — ayuda privada - αλεύρι σιτηρών — harina de cereal - πανίδα — fauna - FECOM — FECOM - οικοκυρά — ama de casa - περιφερειακές ενισχύσεις — ayuda regional - μετανάστις — migración femenina - ΕΓΤΠΕ — FEOGA - ΕΓΤΠΕ-τμήμα εγγυήσεων — FEOGA Garantía - ΕΓΤΠΕ-τμήμα προσανατολισμού — FEOGA Orientación - σίδερο, σίδηρος, σιδερένιος — herradura, hierro - αγρομίσθωση — arrendamiento rústico - αγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης — granja colectiva - πρότυπο αγρόκτημα — granja piloto - πορθμείο — transbordador - υγειονομική βοήθεια — ayuda sanitaria - FIAB — FIAB - ίνες ξύλου — fibra de madera - ίνες υάλου — fibra de vidrio - υφάνσιμες ίνες — fibra textil - FID — FID - IFAD — FIDA - Δημοκρατία των Φίτζι, Φίτζι — Fiji, Fiyi - αφθώδης πυρετός — fiebre aftosa - ενίσχυση κατά τομέα — ayuda sectorial - σύρμα — alambre - αλιευτικό δίχτυ — red de pesca - κοινή θυγατρική εταιρία — filial común - χρηματοδότηση — financiación - βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiación a corto plazo - μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiación a largo plazo - μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiación a medio plazo - κοινοτική χρηματοδότηση — financiación comunitaria - συμψηφιστική χρηματοδότηση — financiación compensatoria - συμπληρωματική χρηματοδότηση — financiación complementaria - χρηματοδότηση της βοήθειας — financiación de la ayuda - χρηματοδότηση της βιομηχανίας — financiación de la industria - χρηματοδότηση των εξαγωγών — financiación de las exportaciones - χρηματοδότηση των κομμάτων — financiación de los partidos - χρηματοδότηση του προϋπολογισμού — financiación del presupuesto - εκλογική χρηματοδότηση — financiación electoral - εθνική χρηματοδότηση — financiación nacional - διεθνή δημοσιονομικά — finanzas internacionales - δημόσια οικονομικά τοπικής αυτοδιοίκησης — hacienda local - δημόσια οικονομικά — hacienda pública - Φινλανδία — Finlandia - Φιονία — Fionia - φορολογία — fiscalidad - Unicef — Unicef - ΔΟΕ ΟΟΣΑ — AIE OCDE - καθορισμός των τιμών — fijación de precios - καθορισμός μισθών — fijación del salario - επαρχία Δυτικής Φλάνδρας — provincia de Flandes Occidental - επαρχία Ανατολικής Φλάνδρας — provincia de Flandes Oriental - νιφάδα σιτηρών — copo de cereal - χλωρίδα — flora - ανθοκομία — floricultura - μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως — transporte de madera flotante - εναέριος στόλος — flota aérea - IAEA — OIEA - αλιευτικός στόλος — flota pesquera - ποτάμιος στόλος — flota fluvial - εμπορικός στόλος — flota mercante - κυκλικές διακυμάνσεις — fluctuación coyuntural - διακύμανση των τιμών — fluctuación de precios - οικονομικές διακυμάνσεις — fluctuación económica - διαρθρωτικές διακυμάνσεις — fluctuación estructural - φθόριο — flúor - ΔΝΤ — FMI - AISS — AISS - UNFPA — FNUAP - μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος — funcionario europeo - παράκτιος βυθός — fondo costero - ίδρυμα — fundación - Ταμεία ΕΚ — fondo CE - Αϊμάν — Ajmán - κοινό ταμείο — fondo común - άυλο κεφάλαιο — fondo de comercio - ΕΤΠΑ — FEDER - κεφάλαιο κίνησης — activo circulante - Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο — Fondo Monetario Europeo - χυτοσίδηρος — fundición - γεώτρηση — perforación - υποθαλάσσια γεώτρηση — perforación en el mar - διατηρητέο δάσος — monte protegido - σπερμοφυές δάσος — monte alto - πρεμνοφυές δάσος — monte bajo - φυσικό δάσος — bosque natural - φυτευμένο δάσος — bosque plantado - τελωνειακή διατύπωση — formalidad aduanera - σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων — formación de gestores - σπουδές εκπαιδευτικών — formación del profesorado - διαμόρφωση τιμών — formación de precios - κατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία — formación en el puesto de trabajo - επαγγελματική κατάρτιση — formación profesional - νομισματική προσαρμογή — ajuste monetario - προμηθευτής — proveedor - διάθεση εγγράφου — suministro de documentos - δικαστικά έξοδα — costas judiciales - δίδακτρα — gastos de escolaridad - εκλογικές δαπάνες — gastos electorales - έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης — gastos farmacéuticos - γαλλικά ΥΔ — DOM franceses - γαλλικές ΥΧΕ — PTU franceses - περιφέρειες της Γαλλίας — regiones de Francia - δικαιόχρηση — franquicia comercial - τελωνειακή ατέλεια — franquicia aduanera - ALADI — ALADI - φοροδιαφυγή — fraude fiscal - Φρεντέρικσμπεργκ — Frederiksberg - Φρεντέρικσμποργκ — Frederiksborg - σχολική φοίτηση — presencia escolar - Φρίουλι-Ιουλιανή Βενετία — Friul-Venecia Julia - Φρεισία — Frisia - τυρί — queso - ημίσκληρο τυρί — queso de pasta semidura - σκληρό τυρί — queso de pasta dura - χώρες του ALADI — países de la ALADI - μαλακό τυρί — queso de pasta blanda - τυρί με στίγματα στη μάζα — queso de pasta azul - τυρί πρόβειο — queso de oveja - τυρί αίγειο — queso de cabra - τυρί αγελαδινό — queso de vaca - τετηγμένο τυρί — queso fundido - νωπό τυρί — queso fresco - τυροκομία — industria quesera - σύνορα — frontera - γιγαρτόκαρπο — fruto de pepita - νωπός καρπός — fruta fresca - τροπικός καρπός — fruto tropical - Φούτζερα — Fujaira - συγχώνευση επιχειρήσεων — fusión de empresas - Γκαλαπάγκος — Galápagos - Γαλικία — Galicia - Γκάμπια — Gambia - εγγύηση — garantía - εγγύηση πίστωσης — garantía de crédito - εγγυημένο εισόδημα — garantía de la renta - εγγύηση των επενδύσεων — garantía de inversiones - φύλαξη παιδιών — guarda de niños - ΓΣΔΕ — GATT - Αριστερά — izquierda política - αριστερισμός — izquierdismo - καυσαέριο — gas de combustión - αεριαγωγός — gasoducto - αλκοόλη — alcohol químico - πάγωμα των γαιών — congelación de tierras - έργα πολιτικού μηχανικού — ingeniería civil - δαμαλίδα — novilla - γεωχημεία — geoquímica - οικονομική γεωγραφία — geografía económica - πολιτική γεωγραφία — geografía política - γεωφυσική — geofísica - γεροντολογία — gerontología - διαχείριση — gestión - λογιστική διαχείριση — gestión contable - διοίκηση επιχειρήσεων — gestión empresarial - διαχείριση του χώρου — gestión del espacio - διαχείριση των αποβλήτων — gestión de residuos - διαχείριση αλιευτικών πόρων — gestión de la pesca - διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — gestión de recursos - διαχείριση υλικού — gestión de materiales - αλκοολισμός — alcoholismo - διοίκηση προσωπικού — administración del personal - χρηματοοικονομική διαχείριση — gestión financiera - διαχείριση βάσει προβλέψεων — gestión de previsión - Γιβραλτάρ — Gibraltar - πάγος — hielo - γλυκόζη — glucosa - κόλπος — golfo - κυβέρνηση — Gobierno - εξόριστη κυβέρνηση — gobierno en el exilio - επαναστατική κυβέρνηση — gobierno insurreccional - εδώδιμο λίπος — grasa alimenticia - βιομηχανικό λίπος — grasa industrial - Αλεντέζου — Alentejo - μεγάλη επιχείρηση — gran empresa - μεγάλη γεωργική εκμετάλλευση — gran explotación - Μεγάλες Αντίλλες — Grandes Antillas - δωρεάν περίθαλψη — gratuidad de la sanidad - Ελλάδα, Ελλάς — Grecia - Στερεά Ελλάδα — Grecia central - περιφέρειες της Ελλάδας — regiones de Grecia - Γρενάδα — Granada - Αλγκάρβε — Algarbe - Γροιλανδία — Groenlandia - Γκρόνινγκεν — Groninga - Ομάδα των Άνδεων — Grupo Andino - χώρες της Ομάδας των Άνδεων — países del Grupo Andino - ομάδα συμφερόντων — grupo de interés - όμιλος εταιριών — grupo de empresas - Ομάδα των Δέκα — Grupo de los Diez - συμφωνία ADR — Acuerdo ADR - Αλγερία — Argelia - πολιτική ομάδα — grupo parlamentario - κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου — movimiento pro derechos humanos - όμιλος αγορών — cooperativa de compra - όμιλος οικονομικού σκοπού — grupo de interés económico - ομάδες παραγωγών — agrupación de productores agrarios - εθνότητα — grupo étnico - φύκος — alga - γλωσσική ομάδα — grupo lingüístico - πλιγούρι — grañón - Γουαδελούπη — Guadalupe - Γουατεμάλα — Guatemala - Γκέλντρια — Gueldres - πόλεμος ανεξαρτησίας — guerra de independencia - πόλεμος συνόρων — guerra fronteriza - πυρηνικός πόλεμος — guerra nuclear - Γουινέα — Guinea - Γουινέα-Μπισσάου — Guinea-Bissau - Ισημερινή Γουινέα — Guinea Ecuatorial - Γουιάνα — Guyana - Γαλλική Γουιάνα — Guyana Francesa - ενδιαίτημα — hábitat - αγροτική κατοικία — hábitat rural - αστική κατοικία — hábitat urbano - ζωοτροφές — alimento para el ganado - αγοραστικές συνήθειες — hábito de compra - επαρχία Αινώ — provincia de Henao - Αϊτή — Haití - Αμβούργο — Hamburgo - τελωνειακή εναρμόνιση — armonización aduanera - βιομηχανικές ζωοτροφές — alimento industrial - εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων — armonización fiscal - νω Νορμανδία — Alta Normandía - Μπουρκίνα Φάσο — Burkina Faso - Χαβάη — Hawai - Έσση — Hesse - παιδικές τροφές — alimento para niños - θερινή ώρα — horario de verano - ώρα των ερωτήσεων — turno de preguntas - υπερωρία — hora extraordinaria - ιστορία — historia - ιστολογία — histología - χόλντινγκ — holding - Νότια Ολλανδία — Holanda meridional - Βόρεια Ολλανδία — Holanda septentrional - παρασκευασμένα τρόφιμα — alimento preparado - ανθρωποκτονία — homicidio - έγκριση — homologación - Ονδούρα — Honduras - Ουγγαρία — Hungría - ψυχιατρείο — establecimiento psiquiátrico - ωράριο εργασίας — horario de trabajo - μεταποιημένα τρόφιμα — alimento transformado - ελαστικό ωράριο — horario flexible - κηποκομία — horticultura - ζωικό λάδι — aceite de origen animal - αραχιδέλαιο — aceite de cacahuete - ελαιόλαδο — aceite de oliva - ιχθυέλαιο — aceite de pescado - βαρέα κλάσματα πετρελαίου — aceite pesado - ορυκτέλαια — aceite mineral - θρέψη — nutrición - χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια — aceite usado - φυτικό έλαιο, φυτικό λάδι — aceite vegetal - ελαιουργία — almazara - δικαστικός επιμελητής — agente judicial - εξανθρωπισμός της εργασίας — humanización del trabajo - υδρογόνο — hidrógeno - υδρογεωλογία — hidrogeología - διατροφή των ζώων — alimentación animal - υδρολογία — hidrología - υγιεινή τροφίμων — higiene alimentaria - υγεία κατά την εργασία — sanidad laboral - υποθήκη — hipoteca - πολιτική ιδεολογία — ideología política - συμφωνία AETR — Acuerdo AETR - ανθρώπινη διατροφή — alimentación humana - ίγναμο — ñame - IIEP — IIPE - νήσος, νησί — isla - Ιλ-ντε-Φράνς — Isla de Francia - Γκουάμ — isla Guam - Αγγλονορμανδικές νήσοι — islas Anglonormandas - Νησιά Καϊμάν — islas Caimanes - Καρολίνες — islas Carolinas - Προσήνεμοι Νήσοι — islas de Barlovento - Νήσοι Φερόες — islas Feroe - Νήσοι Ιονίου Πελάγους — Islas Jónicas - Νήσοι Μαριάννες — islas Marianas - Υπήνεμοι Νήσοι — islas de Sotavento - Νήσοι Τερκς και Κάικος — islas Turcas y Caicos - Παρθένοι Νήσοι — islas Vírgenes - ελάφρυνση του χρέους — reducción de la deuda - εγγραφή εταιρίας στα μητρώα — registro de sociedad mercantil - βουλευτική ασυλία — inmunidad parlamentaria - ανοσολογία — inmunología - διαφημιστική απήχηση — impacto publicitario - εγκατάσταση δραστηριότητας — implantación de actividad - Γερμανία ΛΔ — Alemania RD - εισαγωγές — importación - κοινοτικός φόρος — impuesto comunitario - φόρος φυσικών προσώπων — impuesto sobre la renta de las personas físicas - άμεσος φόρος — impuesto directo - έγγειος φόρος — contribución territorial - κατ' αποκοπή φόρος — impuesto global - έμμεσος φόρος — impuesto indirecto - εθνικός φόρος — impuesto nacional - πραγματικός φόρος — impuesto real - φόρος κατανάλωσης — impuesto sobre el consumo - φόρος στην περιουσία — impuesto sobre el patrimonio - φόρος υπεραξίας — impuesto de plusvalía - φόρος μεταβίβασης — impuesto sobre transmisiones patrimoniales - φορολογία κεφαλαίου — impuesto sobre el capital - φόρος εισοδήματος — impuesto sobre la renta - φόρος επί της αποδόσεως κεφαλαίου — impuesto sobre las rentas del capital - περιφέρειες της Γερμανίας — regiones de Alemania - φόρος μισθών και ημερομισθίων — impuesto sobre los salarios - φόρος εταιριών — impuesto sobre sociedades - τυπογραφία — imprenta - λογιστική καταχώριση — imputación contable - ανικανότητα προς εργασία — incapacidad laboral - πυρκαγιά — incendio - το ασυμβίβαστο — incompatibilidad - Διεθνείς Εμπορικοί Όροι — Incoterms - Ινδία — India - αποκατάσταση της ζημίας — indemnización - ασφαλιστική αποζημίωση — indemnización del seguro - αποζημίωση εγκατάστασης γεωργών — subsidio de instalación - αποζημίωση λόγω απόλυσης — indemnización por despido - βουλευτική αποζημίωση — asignación parlamentaria - οικονομική ανεξαρτησία — independencia económica - εθνική ανεξαρτησία — independencia nacional - τεχνολογική ανεξαρτησία — independencia tecnológica - τιμαριθμική αναπροσαρμογή — indización de precios - τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών — indización de salarios - ευρετηρίαση τεκμηρίων — indización documental - δείκτης απόκλισης — indicador de divergencia - οικονομικός δείκτης — indicador económico - κοινωνικός δείκτης — indicador social - δείκτης τιμών — índice de precios - Ινδονησία — Indonesia - αεροναυπηγική βιομηχανία — industria aeronáutica - αεροδιαστημική βιομηχανία — industria aeroespacial - εκλογικός συνασπισμός — alianza electoral - βιομηχανία τροφίμων — industria alimentaria - αυτοκινητοβιομηχανία — industria del automóvil - χημική βιομηχανία — industria química - βιομηχανία παραγωγής ταινιών, βιομηχανία του κινηματογράφου, κινηματογράφος, κινηματογραφία — Hollywood, industria cinematográfica - βιομηχανία του πολιτιστικού τομέα — industria cultural - βιομηχανία όπλων — industria de armamentos - βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων — industria audiovisual - βιομηχανία των πληροφοριών — industria de la información - επικουρικό επίδομα — prestación complementaria - τομέας της επικοινωνίας — industria de la comunicación - βιομηχανία εργαλειομηχανών — industria de máquinas-herramienta - τομέας της αλιείας — industria pesquera - κρεατοβιομηχανία — industria cárnica - βιομηχανία χαρτόμαζας και χαρτιού — industria de pasta y papel - βιομηχανία αιχμής — industria punta - μεταποιητική βιομηχανία — industria de transformación - ποτοποιία — industria de bebidas - συμφωνία-πλαίσιο — acuerdo marco - επίδομα σπουδών — asignación por estudios - βιομηχανία χρωστικών ουσιών — industria de colorantes - βιομηχανία λιπασμάτων — industria de abonos - βιομηχανία πλαστικών — industria de materias plásticas - δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών — industria de servicios - βιομηχανία τηλεπικοινωνιών — industria de telecomunicaciones - βιομηχανία ξύλου — industria de la madera - βιομηχανία ελαστικού — industria del caucho - βυρσοδεψία — industria del cuero - επίδομα λόγω θανάτου — indemnización por fallecimiento - βιομηχανία του ψύχους — industria del frío - βιομηχανία παιχνιδιών — industria del juguete - βιομηχανία βιβλίου — industria del libro - βιομηχανία επίπλου — industria del mueble - βιομηχανία ζάχαρης — industria azucarera - υαλουργία — industria del vidrio - βιομηχανία ιματισμού — industria de la confección - βιομηχανία κενού — industria del vacío - επίδομα μητρότητας — prestación por maternidad - βιομηχανία ηλεκτρονικών — industria electrónica - βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών — industria electrotécnica - εξαγωγική βιομηχανία — industria exportadora - ωρολογοποιία — industria relojera - ξενοδοχειακός τομέας — industria hotelera - βιομηχανία πληροφορικής — industria informática - γαλακτοβιομηχανία — industria láctea - ελαφρά βιομηχανία — industria ligera - διάθεση πόρων — asignación de recursos - μηχανουργία — industria mecánica - εξορυκτική βιομηχανία — industria minera - πυρηνική βιομηχανία — industria nuclear - βιομηχανία οπτικών ειδών — industria óptica - φαρμακοβιομηχανία — industria farmacéutica - βιομηχανία φωτογραφικών ειδών — industria fotográfica - χαλυβουργία — industria siderúrgica - κοινωνική ανισότητα — desigualdad social - πληθωρισμός — inflación - εμπορική πληροφόρηση — información comercial - πληροφόρηση των εργαζομένων — información de los trabajadores - πληροφόρηση του καταναλωτή — información al consumidor - μηχανοργάνωση — informática de gestión - πληροφορική της τεκμηρίωσης — informática documental - βιομηχανικές εφαρμογές της πληροφορικής — informática industrial - Αλσατία — Alsacia - ιατρικές εφαρμογές της πληροφορικής — informática médica - παράβαση — infracción - βιομηχανική υποδομή — infraestructura industrial - μηχανικός — ingeniero - επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας — injerencia - πολιτική εναλλαγή — alternancia política - νομοθετική πρωτοβουλία — iniciativa legislativa - καινοτομία — innovación - ανυποταξία — insumisión - εποπτεία των τροφίμων — inspección de alimentos - σχολική επιθεώρηση — inspección escolar - κτηνιατρική επιθεώρηση — inspección veterinaria - αλουμίνιο — aluminio - λιμενικές εγκαταστάσεις — instalación portuaria - ελεγκτικό όργανο — instancia de control - ISE — ISE - όργανο ΑΚΕ-ΕΚ — institución ACP-CE - θεσμικό κοινοτικό όργανο — institución comunitaria - χρηματοπιστωτικός οργανισμός — institución financiera - πολιτικοί θεσμοί — institución política - θρησκευτικό ίδρυμα — institución religiosa - Ειδική Οργάνωση του ΟΗΕ — organismo especializado de la ONU - βελτίωση της κατοικίας — mejora del hábitat - ανάκριση — instrucción del sumario - μουσικά όργανα — instrumento de música - κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα — instrumento financiero comunitario - INTAL — INTAL - κοινωνική ένταξη των μεταναστών — integración de los migrantes - οικονομική ολοκλήρωση — integración económica - ευρωπαϊκή ολοκλήρωση — integración europea - βελτίωση της παραγωγής — mejora de la producción - νομισματική ολοκλήρωση — integración monetaria - πολιτική ολοκλήρωση — integración política - περιφερειακή ολοκλήρωση — integración regional - κοινωνική ενσωμάτωση — integración social - εκλογικές προθέσεις — intención de voto - οικονομική αλληλεξάρτηση — interdependencia económica - απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος — prohibición profesional - συμφωνία ΕΚ — acuerdo CE - βελτίωση φυτών — mejora de las plantas - τόκος — interés - εμπορικός μεσάζων — intermediario comercial - Εργατική Διεθνής — Internacional Obrera - Σοσιαλιστική Διεθνής — Internacional Socialista - εισαγωγή σε ψυχιατρείο — internamiento psiquiátrico - επερώτηση — interpelación parlamentaria - βελτίωση του εδάφους — mejora del suelo - ερμηνεία του δικαίου — interpretación del derecho - χρηματοδοτική παρέμβαση — intervención financiera - παρέμβαση στην αγορά — intervención en el mercado - εφεύρεση — invención - επένδυση στο εξωτερικό — inversión en el extranjero - κοινοτική επένδυση — inversión comunitaria - άμεση επένδυση — inversión directa - ξένη επένδυση — inversión extranjera - βιομηχανική επένδυση — inversión industrial - διεθνής επένδυση — inversión internacional - ιδιωτική επένδυση — inversión privada - δημόσια επένδυση — inversión pública - επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο — inversión regional - απαραβίαστο της κατοικίας — inviolabilidad del domicilio - ιώδιο — iodo - Ιράκ — Irak - Ιράν — Irán - Ιριάν Τζάγια — Irian Jaya - διευθέτηση του χρόνου εργασίας — ordenación del horario de trabajo - Βόρεια Ιρλανδία — Irlanda del Norte - περιφέρειες της Ιρλανδίας — regiones de Irlanda - UNRISD — UNRISD - Ισλανδία - ISO — ISO - ισογλυκόζη — isoglucosa - μονωτικό — aislante - διαρρύθμιση δασών — ordenación forestal - μόνωση κτιρίου — aislamiento del edificio - ηχομόνωση — aislamiento acústico - θερμομόνωση — aislamiento térmico - απομονωτισμός — aislacionismo - Ισραήλ — Israel - Ιταλία — Italia - περιφέρειες της Ιταλίας — regiones de Italia - αγρανάπαυση — barbecho - Ιαμαϊκή — Jamaica - υδραυλικά έργα — ordenación hidráulica - περιβόλι — huerto familiar - Ιάβα — Java - τυχερά παιχνίδια — juego de azar - νέος — joven - νέος εργαζόμενος — trabajador joven - Ολυμπιακοί Αγώνες — juegos olímpicos - JET — Joint European Torus - Ιορδανία — Jordania - Επίσημη Εφημερίδα — Boletín Oficial - υδρογεωργική χωροταξία — ordenación hidroagrícola - συνεχές ωράριο — jornada intensiva - ιουδαϊσμός — judaísmo - δικαστής — juez - απόφαση δικαστηρίου — sentencia - διοικητική δικαστική αρχή — jurisdicción contencioso-administrativa - πολιτικό δικαστήριο — jurisdicción civil - έκτακτο δικαστήριο — jurisdicción de excepción - αγροτική ανάπτυξη — desarrollo rural - τακτικό δικαστήριο — jurisdicción judicial - στρατοδικείο — jurisdicción militar - ποινικό δικαστήριο — jurisdicción penal - δικαστήριο ανηλίκων — jurisdicción de menores - δικαστήριο κοινωνικών διαφορών — jurisdicción social - ανώτατο δικαστήριο — jurisdicción superior - πρόστιμο — multa - νομολογία — jurisprudencia - νομολογία ΕΚ — jurisprudencia CE - χυμός φρούτων — zumo de fruta - χυμός λαχανικών — jugo de legumbres y hortalizas - Καμπότζη — Camboya - καπόκ — miraguano - Κένυα — Kenia - τροπολογία — enmienda - Κιριμπάτι — Kiribati - Κουβέιτ — Kuwait - Ρεϋνιόν — La Reunión - σήμα ποιότητας — marca de calidad - λακτόζη — lactosa - γάλα — leche - γάλα-ρόφημα — leche de consumo - νωπό γάλα — leche cruda - αποκορυφωμένο γάλα — leche descremada - πλήρες γάλα — leche entera - γάλα που έχει υποστεί ζύμωση — leche fermentada - ομογενοποιημένο γάλα — leche homogeneizada - παστεριωμένο γάλα — leche pasteurizada - αποστειρωμένο γάλα — leche esterilizada - βελτιωτικά του εδάφους — abono del suelo - διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά — lanzamiento de un producto - ομόσπονδο κράτος — Estado federado - μητρική γλώσσα — lengua materna - Λάος — Laos - κουνέλι — conejo - Λάτιο — Lacio - Αμερική — América - νομιμότητα — legalidad - νομοθεσία — legislación - νομοθεσία για τα είδη διατροφής — legislación alimentaria - νομοθεσία αντιντάμπινγκ — legislación antidumping - νομοθεσία αντιτράστ — legislación antitrust - νομοθετική εξουσιοδότηση — legislación delegada - νομοθεσία φαρμάκων — legislación farmacéutica - φυτοϋγειονομική νομοθεσία — legislación fitosanitaria - υγειονομική νομοθεσία — legislación sanitaria - σχολική νομοθεσία — legislación escolar - κτηνιατρική νομοθεσία — legislación veterinaria - βουλευτική περίοδος — legislatura - βολβώδες λαχανικό — legumbre de bulbo - φυλλώδες λαχανικό — legumbre de hoja - καρποφόρο λαχανικό — legumbre de fruto - Κεντρική Αμερική — América Central - λαχανικό με βρώσιμη ρίζα — legumbre de raíz - νωπό λαχανικό — legumbre fresca - Λένστερ — Leinster - Λεσόθο — Lesotho - λεύκωση ζώων — leucosis animal - Λίβανος — Líbano - απελευθέρωση των συναλλαγών — liberación de los intercambios - Λιβερία — Liberia - δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι — libertad de asociación - ελευθερία έκφρασης γνώμης — libertad de opinión - ελευθερία πληροφόρησης — libertad de información - ελευθερία του Τύπου — libertad de prensa - ελευθερία ναυσιπλοΐας — libertad de navegación - δικαίωμα του συνέρχεσθαι — libertad de reunión - ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών — libertad de comercio - ανεξιθρησκεία — libertad religiosa - βιβλιοπωλείο — librería - ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — libre circulación de capitales - ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — libre circulación de mercancías - ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — libre circulación de personas - ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — libre circulación de trabajadores - ελεύθερος ανταγωνισμός — libre competencia - ελευθερία αυτοδιάθεσης — libre disposición de la propia persona - ελεύθερη κυκλοφορία — libre práctica - ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — libre prestación de servicios - Λιβύη — Libia - άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας — licencia de patente - άδεια εμπορίας — licencia comercial - άδεια εξαγωγής — licencia de exportación - αμίαντος — amianto - άδεια εισαγωγής — licencia de importación - άδεια μεταφοράς — licencia de transporte - απόλυση — despido - ομαδική απόλυση — despido colectivo - απόλυση για οικονομικούς λόγους — despido por causas económicas - Λιχτενστάιν, Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν — Liechtenstein - φελλός — corcho - επαρχία Λιέγης — provincia de Lieja - τόπος αλιείας — lugar de pesca - τόπος εργασίας — lugar de trabajo - άμυλο — almidón - δρομολόγια μεταφοράς — línea de transporte - λιγνίτης — lignito - Αραβικός Σύνδεσμος — Liga Árabe - χώρες του Αραβικού Συνδέσμου — países de la Liga Árabe - Λιγυρία — Liguria - Λιμβούργο — Limburgo - βελγική επαρχία Λιμβούργου — provincia de Limburgo Belga - περιορισμός εμπορίας — limitación de comercialización - συμφωνία συνδέσεως — acuerdo de asociación - αεριούχο ποτό — bebida gaseosa - Λιμουζέν — Lemosín - λίνο — lino - ελαιούχο λίνο — lino oleaginoso - πλίνθωμα — lingote - γλωσσολογία — lingüística - ηδύποτο — licor - εκκαθάριση εταιρίας — liquidación de sociedad mercantil - απόσβεση — amortización - εκκαθάριση της περιουσίας — liquidación de bienes - εκκαθάριση δαπανών — liquidación de gastos - νομισματική ρευστότητα — liquidez - διεθνής ρευστότητα — liquidez internacional - ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης — lista cerrada - λογοτεχνία — literatura - εκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας — literatura gris - απόσβεση του χρέους — amortización de la deuda - παράδοση — entrega - γεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών — localización de la energía - τόπος παραγωγής — localización de la producción - ενοικίαση ακινήτου — arrendamiento inmobiliario - αγορά με δόσεις — arrendamiento financiero - ανταπεργία — cierre patronal - συλλογική κατοικία — vivienda colectiva - ανεξάρτητη κατοικία — vivienda individual - ανθυγιεινές κατοικίες — vivienda insalubre - εργατικές κατοικίες — vivienda social - λογισμικό — software - νόμος — ley - νόμος-πλαίσιο — ley de bases - αναψυχή — ocio - Λομβαρδία — Lombardía - Λωρραίνη — Lorena - χαμηλό ενοίκιο — alquiler moderado - λιπαντικό — lubricante - παιγνιοθήκη — ludoteca - καταπολέμηση των πυρκαγιών — lucha contra incendios - καταπολέμηση της ρύπανσης — lucha contra la contaminación - καταπολέμηση του εγκλήματος — lucha contra el crimen - ορθολογική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — lucha contra el despilfarro - πάλη των τάξεων — lucha de clases - ανάλυση κόστους-ωφέλειας — análisis de coste-beneficio - Λουξεμβούργο - βελγική επαρχία Λουξεμβούργου — provincia de Luxemburgo Belga - μηδική — alfalfa - λυοφίλιση — liofilización - μηχάνημα — máquina - γεωργικό μηχάνημα — máquina agrícola - μηχανή γραφείου — máquina de oficina - ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας — análisis de coste-eficacia - μηχανή συγκομιδής — máquina cosechadora - υδραυλικό μηχάνημα — máquina hidráulica - μηχάνημα πεπιεσμένου αέρα — máquina neumática - μηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας — máquina textil - Μασρέκ — Mashrek - μακροοικονομία — macroeconomía - Μαδέρα — Madeira - ανάλυση εισροών-εκροών — análisis de input-output - μεγάλο πολυκατάστημα — gran superficie comercial - κατάστημα εκπτώσεων — casa de descuento - Μαγκρέμπ — Magreb - μαγνήσιο — magnesio - γεωργικό εργατικό δυναμικό — mano de obra agrícola - οικογενειακό εργατικό δυναμικό — mano de obra familiar - ανάλυση του νερού — análisis del agua - διατήρηση της απασχόλησης — mantenimiento del empleo - διατήρηση της ειρήνης — mantenimiento de la paz - απόλυτη πλειοψηφία — mayoría absoluta - ενηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο — mayoría de edad civil - πλειοψηφία — mayoría de votos - κόμματα της πλειοψηφίας — mayoría política - ειδική πλειοψηφία — mayoría cualificada - σιωπηρή πλειοψηφία — mayoría silenciosa - ανάλυση πληροφοριών — análisis de la información - σχετική πλειοψηφία — mayoría simple - ζωική ασθένεια — enfermedad animal - ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος — enfermedad de las vías respiratorias - καρδιαγγειακή πάθηση — enfermedad cardiovascular - ενδημική νόσος — enfermedad endémica - λοιμώδης νόσος — enfermedad infecciosa - επαγγελματική νόσος — enfermedad profesional - τροπική νόσος — enfermedad tropical - φυτική νόσος — enfermedad vegetal - δυσφορία της νεολαίας — descontento juvenil - Μαλαισιανή Χερσόνησος — Malasia Occidental - Μαλάουι — Malawi - Μαλαισία — Malasia - Μαλδίβες — Maldivas - Μαλί — Mali - Νήσοι Φόκλαντ — Malvinas - βύνη — malta - δημογραφική ανάλυση — análisis demográfico - Μάλτα - Μάγχη — canal de la Mancha - αιρετό αξίωμα — mandato electoral - μαγγάνιο — manganeso - πολιτιστική εκδήλωση — manifestación cultural - ανάλυση των ισολογισμών — análisis de balances - ανειδίκευτος εργάτης — peón - σχολικό εγχειρίδιο — libro escolar - μαοϊσμός — maoísmo - προθεσμιακή αγορά — mercado a plazo - αγορά γεωργικών προϊόντων — mercado agrario - κοινοτική αγορά γεωργικών προϊόντων — mercado agrario comunitario - αγορά spot — mercado al contado - ανάλυση κόστους — análisis de costes - Κοινή Αγορά — mercado común - Αραβική Κοινή Αγορά — Mercado Común Árabe - χώρες της Αραβικής Κοινής Αγοράς — países del Mercado Común Árabe - κοινοτική αγορά — mercado comunitario - σύμβαση προμηθειών — contrato de suministros - σύμβαση κατ' ανάθεση — contratación directa - σύμβαση έργων — contrato de obras - αγορά συναλλάγματος — mercado de divisas - οικονομική ανάλυση — análisis económico - αγορά βασικών προϊόντων — mercado de productos básicos - αγορά της εργασίας — mercado laboral - εξωτερική αγορά — mercado exterior - κτηματική αγορά — mercado de la propiedad rústica y urbana - εσωτερική αγορά — mercado interior - διεθνής αγορά — mercado internacional - ελεύθερη αγορά — mercado libre - χρηματαγορά — mercado monetario - δημόσιες συμβάσεις — contratación administrativa - δημοσιονομική ανάλυση — análisis financiero - επίσημη αγορά — mercado reglamentado - μαργαρίνη — margarina - περιθώριο διακύμανσης — margen de fluctuación - κοινωνικός αποκλεισμός — exclusión social - γάμος — matrimonio - Μαρόκο — Marruecos - κοινωνική ανάλυση — análisis sociológico - Μαρτινίκα — Martinica - μαρξισμός — marxismo - σύνολο του προϋπολογισμού — masa presupuestaria - προσφορά χρήματος — masa monetaria - πυρίμαχα υλικά — material refractario - υλικό φωτισμού — material de alumbrado - κατασκευαστικά μέσα — equipo de construcción - εξοπλισμός γεώτρησης — material de perforación profunda - ανυψωτικό μηχάνημα — material de elevación - ηλεκτρολογικό υλικό — material eléctrico - μηχανικά υλικά — material mecánico - μαθηματικά — matemáticas - λιπαρές ουσίες του γάλακτος — materia grasa de la leche - πλαστικές ύλες — materia plástica - ASEAN — ANASE - πρώτη ύλη — materia prima - ραδιενεργό υλικό — materia radiactiva - Μαυρίκιος — Islas Mauricio, Mauricio - Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας, Μαυριτανία — Mauritania - Μαγιότ — Mayotte - χώρες της MCAC — países del MCCA - μηχάνημα ακριβείας — mecánica de precisión - γενική μηχανολογία — mecánica general - χώρες του ASEAN — países de la ANASE - εκμηχάνιση — mecanización - εκμηχάνιση της γεωργίας — mecanización agraria - μηχανισμός νομισματικής παρέμβασης — mecanismo de intervención monetaria - μηχανισμός στήριξης — mecanismo de apoyo - σχολίατροι — medicina escolar - κτηνιατρική — medicina veterinaria - σφαγή ζώων — sacrificio de animales - συμφωνίες Μπρέτον Γούντς — Acuerdo de Bretton Woods - ανατομία — anatomía - Μελανησία — Melanesia - μελάσσα — melaza - αγροτικό νοικοκυριό — hogar agrícola - μηνιαία καταβολή μισθού — mensualización - ξυλουργία — carpintería - κατασκευή μεταλλικών κουφωμάτων — carpintería metálica - Βαλτική Θάλασσα — mar Báltico - Ιρλανδική Θάλασσα — mar de Irlanda - Ανδαλουσία — Andalucía - Ανδόρρα — Andorra - Νορβηγική Θάλασσα — mar de Noruega - Βόρεια Θάλασσα — mar del Norte - ανυδρίτης — anhídrido - Μεσόγειος Θάλασσα — mar Mediterráneo - υδράργυρος — mercurio - μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος — medida de efecto equivalente - σιδηρούχα μέταλλα — metal ferroso - βαρέα μέταλλα — metal pesado - μη σιδηρούχα μέταλλα — metal no ferroso - ευγενή μέταλλα — metal precioso - μεταλλοειδή — metaloide - ζώο για σφαγή — animal de matanza - κονεομεταλλουργία — pulvimetalurgia - επίμορτη αγροληψία — aparcería - σμιγός — tranquillón - μετεωρολογία — meteorología - ερευνητική μέθοδος — método de investigación - στατιστική μέθοδος — método estadístico - μετρολογία — metrología - ζώο αγροκτήματος — animal de granja - Μεξικό — México - Mezzogiorno - μικροοικονομία — microeconomía - μικροφόρμα — microforma - Μικρονησία — Micronesia - Ανατολικά Μίντλαντς — Midlands del Este - Δυτικά Μίντλαντς — Midlands del Oeste - ζώο γαλακτοπαραγωγής — animal de tiro - μετανάστευση — migración - παλινδρομική διακίνηση — migración pendular - παλιννόστηση — migración de retorno - οικογενειακή μετανάστευση — migración familiar - αναγκαστική μετανάστευση — migración forzosa - μεθοριακή διακίνηση — migración fronteriza - παράνομη μετανάστευση — migración ilegal - εσωτερική μετανάστευση — migración interior - διαστική διακίνηση — migración interurbana - αντισταθμιστική συμφωνία — acuerdo de compensación - οικόσιτο ζώο — animal doméstico - ενδοαστική διακίνηση — migración intraurbana - κοινοτική μετανάστευση — migración comunitaria - επαγγελματική μετανάστευση — migración profesional - αγροτική μετανάστευση — migración rural - μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις — migración rural-urbana - εποχική μετανάστευση — migración de temporada - εργασιακό περιβάλλον — entorno laboral - σχολικό περιβάλλον — medio escolar - μέλος πολιτικής οργάνωσης — militante político - ζώο αναπαραγωγής — animal reproductor - στρατιωτικοποίηση του διαστήματος — militarización del espacio - στρατοκρατία — militarismo - κεχρί — mijo - σιδηρομετάλλευμα — mineral de hierro - μη σιδηρούχο μετάλλευμα — mineral no ferroso - μη μεταλλικό ορυκτό — mineral no metálico - ορυκτολογία — mineralogía - ζώντα ζώα — animal vivo - εισαγγελική αρχή — ministerio fiscal - υπουργός — ministro - ανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο — minoría de edad civil - εθνική μειονότητα — minoría nacional - σεξουαλικές μειονότητες — minoría sexual - μεταλλική επίπλωση — mobiliario metálico - κινητικότητα του εργατικού δυναμικού — movilidad de la mano de obra - έγγειος κινητικότητα — movilidad territorial - γεωγραφική κινητικότητα — movilidad geográfica - κινητικότητα διαμονής — movilidad de residencia - κινητικότητα διδασκομένων — movilidad escolar - τρόπος χρηματοδότησης — modo de financiación - εκλογικό σύστημα — sistema de votación - τρόπος μεταφοράς — forma de transporte - οικονομικό υπόδειγμα — modelo económico - εκσυγχρονισμός επιχείρησης — modernización de la empresa - εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας — modernización industrial - εκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης — modernización de la explotación agraria - τροποποίηση του προϋπολογισμού — modificación presupuestaria - Μολίζε — Molise - μαλάκιο — molusco - επετηρίδα — anuario - Μολούκες — Molucas - μολυβδαίνιο — molibdeno - κοινοβουλευτική μοναρχία — monarquía parlamentaria - κοσμοπολιτισμός — mundialismo - Μογγολία — Mongolia - αποθεματικό νόμισμα — moneda de reserva - ηλεκτρονικό χρήμα — dinero electrónico - διεθνές νόμισμα — moneda internacional - εθνικό νόμισμα — moneda nacional - λογιστικό χρήμα — dinero bancario - κοινοβουλευτικό σύστημα ενός νομοθετικού σώματος — unicameralismo - μονοκρατορία — monocracia - μονογραφία — monografía - μονοπώλιο — monopolio - μονοπώλιο αγοράς — monopolio de compra - κρατικό μονοπώλιο — monopolio del Estado - μονοπώλιο εισαγωγών — monopolio de importación - Ανταρκτική — Antártida - μονοπώλιο πληροφοριών — monopolio de la información - φορολογικό μονοπώλιο — monopolio fiscal - Μοντσερράτ — Montserrat - όρος — montaña - νομισματικά εξισωτικά ποσά — montante compensatorio monetario - δημόσια ήθη — moral pública - θνησιμότητα — mortalidad - βρεφική θνησιμότητα — mortalidad infantil - επαγγελματική θνησιμότητα — mortalidad profesional - καταναλωτικά κίνητρα — motivación del consumidor - αντιβιοτικά — antibiótico - πολιτικό κίνητρο — motivación política - αυτονομιστικό κίνημα — movimiento autonomista - κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων — movimiento contra el racismo - πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα — movimientos de opinión - κίνηση κεφαλαίων — movimiento de capitales - γυναικείο κίνημα — movimiento feminista - κίνημα νεολαίας — movimiento juvenil - εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα — movimiento de liberación nacional - συμφωνία συμπληρωματικότητας — acuerdo de complementariedad - οικολογικό κίνημα — movimiento ecologista - ευρωπαϊκό κίνημα — movimiento europeo - αγροτικό κίνημα — movimiento campesino - κοινωνικό κίνημα — movimiento social - μέσο επικοινωνίας — medio de comunicación - μέσο μαζικής επικοινωνίας — medio de comunicación de masas - μέσο γεωργικής παραγωγής — medio de producción agrícola - μεταφορικό μέσο — medio de transporte - μεσαία επιχείρηση — mediana empresa - γεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους — explotación mediana - Μοζαμβίκη — Mozambique - πολυκομματικό σύστημα — multipartidismo - Μάνστερ — Munster - μουσείο — museo - Αγγλικές Αντίλλες — Antillas Inglesas - μυκητοκαλλιέργεια — cultivo de setas - NAFO — NAFO - Ναμίμπια — Namibia - επαρχία Ναμύρ — provincia de Namur - γεννητικότητα — natalidad - εθνικοσοσιαλισμός — nacionalsocialismo - εθνικοποίηση — nacionalización - Γαλλικές Αντίλλες — Antillas Francesas - εθνικισμός — nacionalismo - ιθαγένεια νομικών προσώπων — nacionalidad de las personas jurídicas - Ναούρου — Nauru - Ναβάρρα — Navarra - εναέρια κυκλοφορία — circulación aérea - ποταμοπλοΐα — navegación fluvial - θαλάσσια ναυσιπλοΐα — navegación marítima - Ολλανδικές Αντίλλες — Antillas Holandesas - φορτηγό πλοίο — carguero - πλοίο για φορτηγίδες — buque portabarcazas - συλλογικές διαπραγματεύσεις — negociación colectiva - Γύρος Τόκυο — Ronda Tokio - Γύρος Ντίλλον — Ronda Dillon - Γύρος Κέννεντυ — Ronda Kennedy - δασμολογικές διαπραγματεύσεις — negociación arancelaria - αντισημιτισμός — antisemitismo - ουδετερότητα — neutralidad - ΝΚΜ — NIC - Νικαράγουα — Nicaragua - νικέλιο — níquel - Νίγηρ — Níger - επίπεδο εκπαίδευσης — nivel de enseñanza - βαθμός ρύπανσης — grado de contaminación - επαρχία Αμβέρσας — provincia de Amberes - ηχητική στάθμη — nivel sonoro - φοινικοκάρυδο — nuez de palma - νομαδισμός — nomadismo - ονοματολογία του προϋπολογισμού — nomenclatura presupuestaria - ονοματολογία γεωργικών προϊόντων — nomenclatura de los productos agrícolas - δασμολογική ονοματολογία — nomenclatura arancelaria - ANZUS — ANZUS - αδέσμευτη πολιτική — no alineamiento - μη εγγεγραμμένος — no agrupado - άρνηση της χρήσης βίας, μη χρήση βίας, παθητική αντίσταση — no violencia - Βόρεια Γιουτλάνδη — Nordjylland - τυποποίηση — normalización - πρότυπο — norma - κανόνας διατροφής — norma alimentaria - χώρες του ANZUS — países del ANZUS - βιολογικό πρότυπο — norma biológica - κανόνας εμπορίας — norma de comercialización - κανόνας εργασίας — norma de trabajo - κοινωνικός κανόνας — norma social - πολιτική φυλετικού διαχωρισμού — apartheid - νέα οικονομική τάξη πραγμάτων — nuevo orden económico - Νέα Καληδονία — Nueva Caledonia - Νέα Ζηλανδία — Nueva Zelanda - ακυρότητα εκλογής — nulidad de la elección - γαμηλιότητα — nupcialidad - ICAO — OIAC - ΑΟΠ — OAP - συμφωνία συνεργασίας — acuerdo de cooperación - άρνηση στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως — objeción de conciencia - υποχρέωση διατροφής — obligación de alimentos - υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού — obligación de no competencia - εμπόδια στην ανάπτυξη — obstáculo al desarrollo - OCAM — OCAM - χώρες του OCAM — países de la OCAM - ΟΟΣΑ — OCDE - χώρες του ΟΟΣΑ — países de la OCDE - Νότιος Παγωμένος Ωκεανός — océano Antártico - Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός — océano Ártico - Ατλαντικός Ωκεανός — océano Atlántico - Ινδικός Ωκεανός — océano Índico - Ειρηνικός Ωκεανός — océano Pacífico - Ωκεανία — Oceanía - ωκεανογραφία — oceanografía - μελισσοκομία — apicultura - ODECA — ODECA - χώρες του ODECA — países de la ODECA - OEA — OEA - χώρες του OEA — países de la OEA - Οστ φορ Στόρμπαιλτ — Oest for Storebaelt - έργο τέχνης — obra de arte - ΟΕΒ — EPO - συσκευή εγγραφής — aparato de grabación - προσφορά εργασίας — oferta de empleo - προσφορά ενέργειας — oferta energética - προσφορά και ζήτηση — oferta y demanda - ILO — OIT - ελαιοκαλλιέργεια — oleicultura - ολιγοστοιχείο — oligoelemento - ολιγοπώλιο — oligopolio - ολιγοψώνιο — oligopsonio - ελιά — aceituna - ΟΑΠ — OLP - Ομάν — Omán - Ουμβρία — Umbría - Διαμεσολαβητής ΕΚ — Defensor del Pueblo CE - ΙΜΟ — OMI - WMO — OMM - WIPO — OMPI - UNIDO — ONUDI - ΟΠΕΑΧ — OPAEP - ΟΠΕΚ — OPEP - χώρες του ΟΠΕΚ — países de la OPEP - τραπεζική δραστηριότητα — actividad bancaria - χρηματιστηριακές εργασίες — operación bursátil - πράξεις συναλλάγματος — operación de cambio - κοινή γνώμη — opinión pública - Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ΕΚ — OPOCE - αντιφρονών — disidente - αντιπολίτευση — oposición política - διάταξη — ordenanza - συσκευή μέτρησης — aparato de medición - δημόσια τάξη — orden público - επικουρικό κοινοτικό όργανο — órgano comunitario - οργανόγραμμα — organigrama - διοικητική οργάνωση — organización administrativa - αφρικανικός οργανισμός — organización africana - αφροασιατικός οργανισμός — organización afroasiática - συσκευή ακριβείας — aparato de precisión - αμερικανικός οργανισμός — organización americana - αραβικός οργανισμός — organización árabe - ασιατικός οργανισμός — organización asiática - κοινή οργάνωση αγοράς — organización común de mercado - πολιτιστική οργάνωση — organización cultural - οργάνωση της εκπαίδευσης — organización de la enseñanza - ραδιοφωνική συσκευή — aparato de radio - οργάνωση της παραγωγής — organización de la producción - οργάνωση επαγγελματικού κλάδου — organización de las profesiones - ΟΗΕ — ONU - οργάνωση των κομμάτων — organización de los partidos - οργάνωση των μεταφορών — organización de los transportes - οργάνωση της αγοράς — organización del mercado - Οργανισμός του Συμφώνου της Βαρσοβίας — Organización del Tratado de Varsovia - οργάνωση της εργασίας — organización del trabajo - τηλεοπτική συσκευή — aparato de televisión - οργάνωση των εκλογών — organización electoral - ευρωπαϊκός οργανισμός — organización europea - διακυβερνητικός οργανισμός — organización intergubernamental - διεθνείς οργανισμοί — organización internacional - λατινοαμερικανικός οργανισμός — organización latinoamericana - μη κυβερνητικός οργανισμός — organización no gubernamental - ηλεκτρονική συσκευή — aparato electrónico - κριθάρι — cebada - γεωργικός προσανατολισμός — orientación agraria - σχολικός προσανατολισμός — orientación escolar - Στατιστική Υπηρεσία ΕΚ — EUROSTAT - χώρες του ΝΑΤΟ — países de la OTAN - SEATO — OTASE - Αφρικανική Ένωση — Unión Africana - γεωργικό εργαλείο — apero de labranza - εργαλεία οικιακής χρήσης — herramienta de bricolaje - ειδικευμένος εργάτης — obrero cualificado - Οβεράισσελ — Overijsel - προβατοειδή — ovino - ωοπροϊόντα — producto derivado del huevo - οξυγόνο — oxígeno - πληρωμή — pago - προπληρωμή — pago por adelantado - πρόσκληση υποβολής προσφορών — licitación - διεθνείς πληρωμές — pago internacional - ενδοκοινοτικές πληρωμές — pago intracomunitario - άρτος — pan - Πακιστάν — Pakistán - ανοικτός συνδυασμός — panachage - Παναμάς — Panamá - καλάθι νομισμάτων — cesta de monedas - αρτοποίηση — panificación - άμεση εφαρμογή — aplicabilidad directa - χαρτί — papel - Παπουασία-Νέα Γουινέα — Papua-Nueva Guinea - φόροι υπέρ τρίτων — parafiscalidad - Παραγουάη — Paraguay - παρασιτολογία — parasitología - σύνολο κυκλοφορούντων αυτοκινήτων — parque móvil - σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό — material móvil ferroviario - εθνικό πάρκο — parque nacional - εφαρμογή του νόμου — aplicación de la ley - άγαμος γονέας, ανύπαντρος γονέας — madre soltera, padre soltero, progenitor no casado - συγγένεια — parentesco - συναλλαγματική ισοτιμία — paridad de cambio - ισοτιμία αγοραστικής δύναμης — paridad de poder adquisitivo - κοινοβούλιο — Parlamento - εθνικό κοινοβούλιο — Parlamento nacional - περιφερειακό κοινοβούλιο — Parlamento regional - βουλευτής — parlamentario - εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου — aplicación del Derecho comunitario - διανομή της κυριότητας — división de la propiedad - κομμουνιστικό κόμμα — partido comunista - συντηρητικό κόμμα — partido conservador - χριστιανοδημοκρατικό κόμμα — partido democristiano - οικολογικό κόμμα — partido ecologista - ευρωπαϊκό κόμμα — partido europeo - εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας — aplicación solar - φιλελεύθερο κόμμα — partido liberal - σοσιαλδημοκρατικό κόμμα — partido socialdemócrata - σοσιαλιστικό κόμμα — partido socialista - εργατικό κόμμα — partido laborista - μονοκομματισμός — régimen de partido único - γυναικεία συμμετοχή — participación de la mujer - συμμετοχή των εργαζομένων — participación de los trabajadores - αξιολόγηση του προσωπικού — calificación del personal - συμμετοχή στις εκλογές — participación electoral - πολιτική συμμετοχή — participación política - κοινωνική συμμετοχή — participación social - διαβατήριο — pasaporte - ευρωπαϊκό διαβατήριο — pasaporte europeo - παστερίωση — pasteurización - συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών — acuerdo de libre comercio - πολιτιστική κληρονομιά — patrimonio cultural - οργάνωση εργοδοτών — organización patronal - οικονομική εξαθλίωση — empobrecimiento - ένδεια — pobreza - σημαία πλοίου — bandera de barco - σημαία ευκαιρίας — bandera de conveniencia - επαγγελματική μαθητεία — aprendizaje profesional - συνδεδεμένη χώρα — país asociado - Κάτω Χώρες — Países Bajos - ΥΧΕ των Κάτω Χωρών — PTU de los Países Bajos - περιφέρειες των Κάτω Χωρών — regiones de los Países Bajos - Χώρα των Βάσκων — País Vasco - Ουαλία, Ουαλλία — Gales, País de Gales - περιοχή του Λίγηρα — País del Loira - δότρια χώρα — país donante - αναπτυσσόμενες χώρες — país en desarrollo - Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη — países y territorios de ultramar - χώρα μέλος — país miembro - λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες — país menos desarrollado - τρίτες χώρες — país tercero - προμήθεια όπλων — suministro de armas - παράκτια αλιεία — pesca de bajura - αλιεία σε γλυκά ύδατα — pesca de agua dulce - αλιεία ανοικτής θάλασσας — pesca de altura - θαλάσσια αλιεία — pesca marítima - απορριπτόμενα αλιεύματα — pesca rechazada - παραδοσιακή αλιεία — pesca tradicional - ενεργειακός ανεφοδιασμός — abastecimiento energético - νέα παιδαγωγική — nueva pedagogía - Πελοπόννησος — Peloponeso - βάρκα, μαούνα, φορτηγίδα — barcaza, bombo, chalana, chata, embarcación de fondo plano, gabarra, garandumba, lancha, lancha a remolque, lanchón - έλλειψη τροφίμων — escasez de alimentos - ανακατανομή των δημόσιων πόρων — compensación financiera - ενεργητική τελειοποίηση — perfeccionamiento activo - παθητική τελειοποίηση — perfeccionamiento pasivo - αλιευτική περίοδος — temporada de pesca - μεταβατική περίοδος ΕΚ — período de transición CE - άδεια οδήγησης — permiso de conducción - ευρωπαϊκή άδεια οδήγησης — permiso de conducción europeo - άδεια δόμησης — permiso de construcción - ειδική άδεια αλιείας — permiso de pesca - άδεια εργασίας — permiso de trabajo - Περού — Perú - προσωποποίηση της εξουσίας — personalización del poder - ηλικιωμένος — tercera edad - διαζευγμένοι — persona divorciada - έγγαμος — persona casada - Σαουδική Αραβία — Arabia Saudita - σύζυγος εν διαστάσει — persona separada - μοναχικό άτομο — persona sola - χήρος — persona viuda - προσωπικό εδάφους — personal de tierra - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Α — personal CE de categoría A - αραχίδα — cacahuete - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Β — personal CE de categoría B - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Γ — personal CE de categoría C - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Δ — personal CE de categoría D - οδηγοί — personal de conducción - προσωπικό των μεταφορών — personal de transporte - προσωπικό σωφρονιστικών καταστημάτων — personal penitenciario - χρηματοοικονομική ζημία — pérdida financiera - πανώλης των ζώων — peste animal - μικρή επιχείρηση — pequeña empresa - μικρομεσαίες επιχειρήσεις — pequeña y mediana empresa - μικρή γεωργική εκμετάλλευση — pequeña explotación - κωμόπολη — ciudad pequeña - Μικρές Αντίλλες — Pequeñas Antillas - αναφορά — petición - πετροχημική βιομηχανία — petroquímica - φαρμακευτική — farmacología - Φιλιππίνες — Filipinas - πολιτική φιλοσοφία — filosofía política - οικονομική πρόκριση συναλλαγής — arbitraje financiero - φωσφόρος — fósforo - φωτοχημεία — fotoquímica - φωτοβολταϊκή στήλη — fotopila - φυσιολογία της εργασίας — fisiología del trabajo - πυρηνική φυσική — física nuclear - Πικαρδία — Picardía - ανταλλακτικά — pieza suelta - Πεδεμόντιο — Piamonte - διεθνής διαιτησία — arbitraje internacional - πολύτιμος λίθος — piedra preciosa - πειρατεία — piratería - ιχθυοτροφία — piscicultura - τοποθέτηση κεφαλαίων — colocación de capitales - ανώτατο όριο δασμού — techo arancelario - πολιτική διαιτησία — arbitraje político - πεδιάδα — llanura - σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης — plan anticrisis - πολεοδομικό σχέδιο — plan de urbanismo - Σχέδιο του Κολόμπο — Plan de Colombo - αναπτυξιακό πρόγραμμα — plan de desarrollo - σχέδιο χρηματοδότησης — plan de financiación - πλαγκτόν — plancton - δενδροκομία — arboricultura - προγραμματισμός της εκπαίδευσης — planificación educativa - οικογενειακός προγραμματισμός — planificación familiar - σχεδιασμός της παραγωγής — planificación de la producción - προγραμματισμός των μεταφορών — planificación de transportes - σχεδιασμός της αγοράς — planificación del mercado - οικονομικός προγραμματισμός — planificación económica - χρηματοοικονομικός σχεδιασμός — planificación financiera - βιομηχανικός σχεδιασμός — planificación industrial - εθνικός προγραμματισμός — planificación nacional - περιφερειακός προγραμματισμός — planificación regional - προγραμματισμός κατά τομέα — planificación sectorial - δενδρύλλιο — vivero - υδρόβιο φυτό — planta acuática - κτηνοτροφικό φυτό — planta forrajera - βιομηχανικό φυτό — planta industrial - ελαιούχο φυτό — planta oleaginosa - ρητινώδη — árbol perennifolio - σκαλιστικό φυτό — tubérculo - κλωστικό φυτό — planta textil - τροπικό φυτό — planta tropical - καλλιέργεια υπό κάλυψη — plasticultivo - πλαστικοποιητής — plastificante - πλατέα — plancha - πολιτικό πρόγραμμα — programa político - υφαλοκρηπίδα — plataforma continental - γύψος — escayola, yeso - φυλλοβόλο — árbol caducifolio - πλήρης απασχόληση — pleno empleo - πλουτώνιο — plutonio - πνευστό ελαστικό επίσωτρο — neumático - UNDP — PNUD - UNEP — PNUMA - βάρος και διαστάσεις — peso y dimensiones - εμπορικό κατάστημα, πρατήριο — comercio, negocio - ψάρι — pescado - ψάρι γλυκού νερού — pescado de agua dulce - θαλάσσιο ψάρι — pescado de mar - νωπό ψάρι — pescado fresco - αστυνομία — policía - υπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος — policía judicial - γεωργική πολιτική — política agraria - Κοινή Γεωργική Πολιτική — política agraria común - εθνική γεωργική πολιτική — política agraria nacional - περιφερειακή γεωργική πολιτική — política agraria regional - επισιτιστική πολιτική — política alimentaria - τραπεζική πολιτική — política bancaria - δημοσιονομική πολιτική — política presupuestaria - εμπορική πολιτική — política comercial - κοινή εμπορική πολιτική — política comercial común - κοινοτική πολιτική — política comunitaria - συμφωνία περιορισμού — acuerdo de limitación - αρχαιολογία — arqueología - κοινοτική πολιτική απασχόλησης — política comunitaria de empleo - Κοινή Αλιευτική Πολιτική — política pesquera común - κοινή πολιτική τιμών — política común de precios - κοινή πολιτική μεταφορών — política común de transportes - συγκυριακή πολιτική — política coyuntural - πολιτιστική πολιτική — política cultural - πολιτική παροχής βοήθειας — política de ayudas - πολιτική λιτότητας — política de austeridad - παρεμβατική πολιτική — política de intervención - επενδυτική πολιτική — política de inversión - αμυντική πολιτική — política de defensa - αναπτυξιακή πολιτική — política de desarrollo - χρηματοδοτική πολιτική — política de financiación - εκπαιδευτική πολιτική — política educativa - πολιτική απασχόλησης — política de empleo - πολιτική της επιχείρησης — política de la empresa - περιβαλλοντική πολιτική — política de medio ambiente - αρχιτεκτονική — arquitectura - πολιτική της πληροφόρησης — política de información - πολιτική της επικοινωνίας — política de comunicación - πολιτική του ανταγωνισμού — política de competencia - πολιτική κτιριακών έργων — política de construcción - αλιευτική πολιτική — política pesquera - πολιτική γεωργικής παραγωγής — política de producción agrícola - πολιτική έρευνας — política de investigación - πολιτική για την υγεία — política sanitaria - πολιτική γεννήσεων — política de natalidad - πολιτική της παραγωγής — política de producción - ηλιακή αρχιτεκτονική — arquitectura solar - πολιτική στήριξης — política de apoyo - δημογραφική πολιτική — política demográfica - πολιτική των συνασπισμών — política de bloques - συναλλαγματική πολιτική — política de cambios - πολιτική εξαγωγών — política de exportación - πολιτική εισαγωγών — política de importación - πολιτική τιμών — política de precios - μισθολογική πολιτική — política salarial - αρχείο — archivo - πολιτική γεωργικών διαρθρώσεων — política de estructuración agraria - πολιτική μεταφορών — política de transportes - πιστωτική πολιτική — política crediticia - στεγαστική πολιτική — política de la vivienda - ενεργειακή πολιτική — política energética - ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική — política europea de defensa - εξωτερική πολιτική — política exterior - οικογενειακή πολιτική — política familiar - χρηματοπιστωτική πολιτική — política financiera - φορολογική πολιτική — política fiscal - δασική πολιτική — política forestal - κυβερνητική πολιτική — política gubernamental - βιομηχανική πολιτική — política industrial - εσωτερική πολιτική — política interior - μεταναστευτική πολιτική — política migratoria - νομισματική πολιτική — política monetaria - γεωργονομισματική πολιτική — política monetaria agrícola - λιμενική πολιτική — política portuaria - κοινή λιμενική πολιτική — política portuaria común - άργυρος — plata - περιφερειακή πολιτική — política regional - κοινοτική περιφερειακή πολιτική — política regional comunitaria - κοινωνική πολιτική — política social - διαρθρωτική πολιτική — política estructural - δασμολογική πολιτική — política arancelaria - κοινή δασμολογική πολιτική — política arancelaria común - ατμοσφαιρικοί ρύποι — contaminante atmosférico - ρύποι του νερού — contaminante del agua - Αργεντινή — Argentina - ηχορύπανση — contaminación acústica - ατμοσφαιρική ρύπανση — contaminación atmosférica - χημική ρύπανση — contaminación química - ρύπανση χερσαίας προέλευσης — contaminación de origen terrestre - ρύπανση των υδάτων — contaminación del agua - ρύπανση των τροφίμων — contaminación de los alimentos - ρύπανση των ακτών — contaminación de las costas - ρύπανση των υδάτινων ρευμάτων — contaminación fluvial - ρύπανση του εδάφους — contaminación del suelo - ρύπανση της θάλασσας — contaminación marina - ξηροκαλλιέργεια — cultivo de secano - ρύπανση από οργανικές ουσίες — contaminación orgánica - ρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα — contaminación de origen agrícola - ραδιενεργός ρύπανση — contaminación radiactiva - ρύπανση της στρατόσφαιρας — contaminación estratosférica - θερμική ρύπανση — contaminación térmica - διαμεθοριακή ρύπανση — contaminación transfronteriza - Πολωνία — Polonia - πολυκαλλιέργεια — policultivo - πολυμερή — polímero - Πολυνησία — Polinesia - Γαλλική Πολυνησία — Polinesia Francesa - ενεργός γεωργικός πληθυσμός — población activa agraria - απασχολούμενος οικονομικά ενεργός πληθυσμός — población activa ocupada - πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης — población en edad laboral - οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός — población no activa - συμφωνία αλιείας — acuerdo pesquero - χημικά όπλα — arma química - αγροτικός πληθυσμός — población rural - αστικός πληθυσμός — población urbana - αλιευτικό λιμάνι — puerto pesquero - Πόρτο Ρίκο — Puerto Rico - Πορτογαλία — Portugal - περιφέρειες της Πορτογαλίας — regiones de Portugal - δεσπόζουσα θέση — posición dominante - ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες — correos y telecomunicaciones - συμβατικά όπλα — arma convencional - κάλιο — potasio - αναπτυξιακό δυναμικό — potencial de desarrollo - Απουλία — Apulia - ώθηση φορτηγίδων — remolque de empuje - σκόνη — polvo - πολιτική εξουσία — poder político - αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού — poder presupuestario - εξουσία εκτίμησης — poder de apreciación - εξουσία εκτέλεσης — poder de ejecución - εξουσία πρωτοβουλίας — poder de iniciativa - εξουσία ελέγχου — poder de control - εξουσία λήψεως αποφάσεων — poder de decisión - διαπραγματευτική εξουσία — poder de negociación - κυρωτική εξουσία — poder de ratificación - διακριτική εξουσία — poder discrecional - εκτελεστική εξουσία — poder ejecutivo - δικαστική εξουσία — poder judicial - νομοθετική εξουσία — poder legislativo - κανονιστική εξουσία — potestad reglamentaria - δημόσιες αρχές — poderes públicos - προσυσκευασία — preacondicionamiento - γενικευμένες προτιμήσεις — preferencias generalizadas - γεωργική εισφορά — exacción agrícola - εισφορά ΕΚΑΧ — exacción CECA - πρώτη απασχόληση — primer empleo - πυρηνικά όπλα — arma nuclear - προετοιμασία του εδάφους — preparación del suelo - παραγραφή της ποινής — prescripción de la pena - Πρόεδρος του Κοινοβουλίου — presidente del Parlamento - Τύπος, τύπος — prensa, prensa pública - πολιτικός Τύπος — prensa política - παροχή επιζώντων — prestación a los supervivientes - παροχή υπηρεσιών — prestación de servicios - τακτικά πυρηνικά όπλα — arma nuclear táctica - κοινωνική παροχή — prestación social - δάνειο ΕΤΕ — préstamo BEI - δάνειο ΕΚΑΧ — préstamo CECA - παροχή κοινοτικού δανείου — préstamo comunitario - δάνειο Ευρατόμ — préstamo Euratom - πρόληψη της ρύπανσης — prevención de la contaminación - βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη — previsión a corto plazo - μακροπρόθεσμη πρόβλεψη — previsión a largo plazo - μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη — previsión a medio plazo - δημοσιονομική πρόβλεψη — previsión presupuestaria - οικονομική πρόβλεψη — previsión económica - υπεροχή του δικαίου — primacía del Derecho - υπεροχή του κοινοτικού δικαίου — primacía del Derecho comunitario - προσαυξήσεις μισθού — prima salarial - πριμοδότηση σφαγής — prima por sacrificio voluntario de reses - πριμοδότηση εκρίζωσης — prima por erradicación - πριμοδότηση μη εμπορίας — prima por no comercialización - πριμοδότηση αποθεματοποίησης — prima por almacenamiento - πρώιμα οπωροκηπευτικά — hortaliza temprana - αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» — principio de quien contamina paga - οικονομική προτεραιότητα — prioridad económica - στρατός — ejército - λήψη απόφασης — toma de decisiones - πολιτικός κρατούμενος — prisionero político - στέρηση των δικαιωμάτων — privación de derechos - τιμή — precios - τιμή ψαλίδας — precio en horquilla - τιμή εξαγωγής — precio de exportación - τιμή εισαγωγής — precio de importación - τιμή καταναλωτή — precio al consumidor - επαγγελματικός στρατός — ejército profesional - τιμή παραγωγού — precio al productor - γεωργικές τιμές — precio agrario - τιμή τροφίμων — precio alimentario - τιμή CIF — precio CIF - τιμή αγοράς — precio de compra - τιμή ανάσχεσης — precio de esclusa - τιμή παρέμβασης — precio de intervención - τιμή στόχου — precio de objetivo - συμφωνία σε θέματα τιμών — acuerdo de precios - εξοπλισμοί — armamento - τιμή προσφοράς — precio de oferta - τιμή προσανατολισμού — precio de orientación - τιμή βάσης — precio de base - τιμή ενεργοποίησης — precio de desencadenamiento - λιανική τιμή — precio al por menor - χονδρική τιμή — precio al por mayor - τιμή ενεργείας — precio de la energía - τιμή γης — precio de la tierra - τιμή αναγωγής — precio de referencia - αρωματική ουσία — aromatizante - τιμή απόσυρσης — precio de retirada - τιμή κόστους — precio de coste - τιμή κατωφλίου — precio umbral - τιμή στήριξης — precio de sostenimiento - τέλη στάθμευσης — precio de estacionamiento - τιμή πώλησης — precio de venta - τιμή βασικών προϊόντων — precio de productos básicos - τιμή που εισάγει διάκριση — precio discriminatorio - αγρομίσθωμα — precio del arrendamiento rústico - τιμή της διεθνούς αγοράς — precio del mercado mundial - προκαθορισμένη τιμή — precio fijado de antemano - τιμή «ελεύθερο στο κατάστρωμα» — precio franco a bordo - τιμή «ελεύθερο στα σύνορα» — precio franco frontera - τιμή σκανδάλης — precio gatillo - εγγυημένη τιμή — precio garantizado - επιβαλλόμενη τιμή — precio autorizado - ενδεικτική τιμή — precio indicativo - βιομηχανική τιμή — precio industrial - ελεύθερη τιμή — precio libre - μέγιστη τιμή — precio máximo - άρδευση — irrigación - ελάχιστη τιμή — precio mínimo - ελάχιστη εγγυημένη τιμή — precio mínimo garantizado - μέση τιμή — precio medio - προτιμησιακή τιμή — precio preferencial - μειωμένη τιμή — precio reducido - τιμή παράδοσης — precio franco - αντιπροσωπευτική τιμή — precio representativo - τέχνες — artes - αντιπροσωπευτική αγοραία τιμή — precio representativo de mercado - κοινωνικά προβλήματα — problema social - προβλήματα της πόλης — problema urbano - χημικές διεργασίες — proceso químico - ηλεκτρικές διεργασίες — proceso eléctrico - φυσικές διεργασίες — proceso físico - διοικητική δικονομία — procedimiento administrativo - διαδικασία κατά των επιδοτήσεων — procedimiento antisubvención - λαϊκή τέχνη — arte popular - διαδικασία του προϋπολογισμού — procedimiento presupuestario - πολιτική δικονομία — procedimiento civil - πειθαρχική διαδικασία — procedimiento disciplinario - νομοθετική διαδικασία — procedimiento legislativo - κοινοβουλευτική διαδικασία — procedimiento parlamentario - ποινική διαδικασία — procedimiento penal - Μέση και Εγγύς Ανατολή — Cercano y Medio Oriente - είδη δώρων — artículo de regalo - παραγωγή εν σειρά — producción en cadena - γεωργική παραγωγή — producción agrícola - παραγωγή τροφίμων — producción alimenticia - ζωική παραγωγή — producción animal - βιοτεχνική παραγωγή — producción artesanal - κοινοτική παραγωγή — producción comunitaria - συνεχής παραγωγή — producción continua - παραγωγή ενέργειας — producción de energía - παραγωγή υδρογόνου — producción de hidrógeno - αλιεύματα — producto pesquero - ελλειμματική παραγωγή — producción deficitaria - βιομηχανική παραγωγή — producción industrial - παγκόσμια παραγωγή — producción mundial - εθνική παραγωγή — producción nacional - φυτική παραγωγή — producción vegetal - παραγωγικότητα — productividad, rendimiento laboral - γεωργική παραγωγικότητα — productividad agrícola - είδη διακόσμησης — artículo de decoración - παραγωγικότητα των γαιών — productividad de las tierras - παραγωγικότητα της εργασίας — productividad del trabajo - προϊόν με βάση τα σιτηρά — producto a base de cereal - προϊόν με βάση τα φρούτα — producto a base de fruta - προϊόν με βάση τα λαχανικά — producto a base de legumbres - προϊόν με βάση το ψάρι — producto a base de pescado - προϊόν με βάση τη ζάχαρη — producto a base de azúcar - σύνθετο προϊόν διατροφής — producto alimenticio complejo - ζωικό προϊόν — producto de origen animal - προϊόν κρέατος — producto cárnico - ανόργανο χημικό προϊόν — producto químico inorgánico - συμπυκνωμένο προϊόν — producto concentrado - τυποποιημένο προϊόν — producto acondicionado - κατεψυγμένο προϊόν — producto congelado - καλλυντικά προϊόντα — producto cosmético - αθλητικά είδη — artículo de deporte - προϊόντα συσκευασίας — producto de envasado - προϊόν συντήρησης — producto de mantenimiento - προϊόν βάσεως — producto básico - ζαχαροπλαστικό προϊόν — producto de confitería - προϊόν ευρείας κατανάλωσης — producto de gran consumo - υποκατάστατο προϊόν — producto sustitutivo - αφυδατωμένο προϊόν — producto deshidratado - διαιτητικό προϊόν — producto dietético - προϊόν ξυλείας — producto de madera - είδη υγιεινής — artículo de tocador - προϊόν χύδην — producto a granel - καπνιστό προϊόν — producto ahumado - βιομηχανικό προϊόν — producto industrial - εύφλεκτο προϊόν — producto inflamable - στιγμιαίο προϊόν — producto instantáneo - ακτινοβολημένο προϊόν — producto irradiado - γαλακτοκομικό προϊόν — producto lácteo - λυοφιλισμένο προϊόν — producto liofilizado - μεταποιημένο προϊόν — producto manufacturado - μεταλλικό προϊόν — producto metálico - μεταλλευτικό προϊόν — producto minero - εθνικό προϊόν — producto nacional - ακαθάριστο εθνικό προϊόν — producto nacional bruto - νέο προϊόν — nuevo producto - προϊόν καταγωγής — producto originario - προϊόν πετρελαίου — producto petrolífero - φαρμακευτικό προϊόν — producto farmacéutico - οικιακά είδη — artículo de menaje - πρωτεϊνούχο προϊόν — producto proteico - ανασυσταμένο προϊόν — producto reconstituido - προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη — producto refrigerado - ακαθάριστο περιφερειακό προϊόν — producto regional bruto - αλίπαστο προϊόν — producto salado - ημικατεργασμένο προϊόν — producto semiacabado - ευαίσθητο προϊόν — producto sensible - προϊόν ταχείας κατάψυξης — producto ultracongelado - κλωστοϋφαντουργικό προϊόν — producto textil - βιοτέχνης — artesano - κτηνιατρικά προϊόντα — producto veterinario - εμπορικά επαγγέλματα — profesión comercial - χρηματιστηριακά επαγγέλματα — profesión financiera - επαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας — profesión sanitaria - παραϊατρικό επάγγελμα — profesión paramédica - ΠΕΠ — PMA - πρόγραμμα δράσης — programa de actuación - πρόγραμμα ενισχύσεων — programa de ayudas - πρόγραμμα διδασκαλίας — programa de enseñanza - πρόγραμμα έρευνας — programa de investigación - εκλογικό πρόγραμμα — programa electoral - επιστημονική πρόοδος — progreso científico - επενδυτικό σχέδιο — proyecto de inversión - σχέδιο προϋπολογισμού — proyecto de presupuesto - ερευνητικό σχέδιο — proyecto de investigación - βιομηχανικό πρόγραμμα — proyecto industrial - εμπορική προώθηση — promoción comercial - προώθηση των συναλλαγών — promoción del comercio - προώθηση των επενδύσεων — promoción de inversiones - εργολαβία οικοδομών — promoción inmobiliaria - επαγγελματική εξέλιξη — promoción profesional - πρόταση ΕΚ — propuesta CE - πρόταση νόμου — proposición de ley - δημόσια περιουσία — propiedad pública - έγγειος ιδιοκτησία — propiedad del suelo - έγγειος γεωργική ιδιοκτησία — propiedad rústica - ακίνητη περιουσία — propiedad inmobiliaria - βιομηχανική ιδιοκτησία — propiedad industrial - πνευματική ιδιοκτησία — propiedad intelectual - Αρούμπα — Aruba - μεταλλευτική έρευνα — prospección minera - πορνεία — alterne, flete, prostitución, putería, puterío, vida - προστασία από τους θορύβους — protección contra el ruido - προστασία του περιβάλλοντος — protección del medio ambiente - προστασία της πανίδας — protección de la fauna - προστασία της χλωρίδας — protección de la flora - προστασία της ιδιωτικής ζωής — protección de la vida privada - ESA — ESA - προστασία των ζώων — protección de los animales - προστασία των εταίρων — protección de los socios - προστασία των επικοινωνιών — protección de las comunicaciones - προάσπιση των ελευθεριών — protección de las libertades - προστασία των μειονοτήτων — protección de las minorías - διπλωματική προστασία — protección diplomática - προστασία του καταναλωτή — protección del consumidor - συμφωνία ειδίκευσης — acuerdo de especialización - προστασία της αγοράς — protección del mercado - προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς — protección del patrimonio - προστασία του τοπίου — protección del paisaje - προστασία του εδάφους — protección del suelo - προστασία μητρότητας και παιδιών — protección maternal e infantil - ζωική πρωτεΐνη — proteína animal - πρωτεΐνη γάλακτος — proteína de la leche - Νότια Ασία — Asia del Sur - φυτική πρωτεΐνη — proteína vegetal - πρωτόκολλο συμφωνίας — protocolo de un tratado - πρωτόκολλο ζάχαρης — Protocolo del azúcar - πρωτότυπο — prototipo - ψυχολογία της εργασίας — psicología del trabajo - δημοσιεύσεις — publicación - κοινοτικές εκδόσεις — publicación comunitaria - δημοσίευση νόμου — publicación de la ley - διαφήμιση — publicidad - παραπλανητική διαφήμιση — publicidad abusiva - δημοσιότητα των λογαριασμών — publicidad de cuentas - ανακοίνωση τιμολογίων — publicidad de las tarifas - Κατάρ — Qatar - πολιτικό άσυλο — asilo político - επαγγελματικά προσόντα — cualificación profesional - ποιότητα του περιβάλλοντος — calidad del medio ambiente - ποιότητα ζωής — calidad de la vida - ποιότητα του προϊόντος — calidad del producto - εκφορτωθείσα ποσότητα — cantidad desembarcada - μειονεκτούσα κοινωνική κατηγορία — cuarto mundo - γραπτή ερώτηση — pregunta escrita - προφορική ερώτηση — pregunta oral - κοινοβουλευτική ερώτηση — pregunta parlamentaria - εξυγίανση — saneamiento - απαρτία — quórum - αλιευτικές ποσοστώσεις — cuota de pesca - εκλογικό μέτρο — cociente electoral - ραδιενέργεια — radiactividad, radioactividad - προστασία από τη ραδιενέργεια — radioprotección - Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ — Asamblea General ONU - διύλιση πετρελαίου — refinado del petróleo - διύλιση ζάχαρης — refinado del azúcar - σταφύλι — uva - εταιρική επωνυμία — razón social - επαναπατρισμός κεφαλαίων — repatriación de capitales - σχέση γεωργίας-εμπορίου — relación agricultura-comercio - σχέση γεωργίας-βιομηχανίας — relación agricultura-industria - έκθεση δραστηριοτήτων — informe de actividad - έκθεση επιτροπής — dictamen de comisión - έκθεση έρευνας — informe de investigación - προσέγγιση των νομοθεσιών — aproximación de legislaciones - προσέγγιση των πολιτικών — aproximación de políticas - Ρας αλ Καϊμά — Ras al-Jaima - φορολογική βάση — base imponible - κύρωση συμφωνίας — ratificación de un acuerdo - λόγος μεγεθών — ratio - πυρηνικός αντιδραστήρας — reactor nuclear - επαγγελματική αναπροσαρμογή — reconversión profesional - επανεξοπλισμός — rearme - αντασφάλιση — reaseguro - απογραφή του πληθυσμού — censo de población - εκπαιδευτική βοήθεια — asistencia educativa - οικονομική ύφεση — recesión económica - έσοδα — ingreso - έσοδα από εξαγωγές — ingreso por exportaciones - παραδεκτό — admisibilidad - έρευνα — investigación - γεωπονική έρευνα — investigación agronómica - εφαρμοσμένη έρευνα — investigación aplicada - ενεργειακή έρευνα — investigación energética - τεκμηριωτική έρευνα — búsqueda documental - έρευνα για το περιβάλλον — investigación sobre el medio ambiente - δασική έρευνα — investigación forestal - αλιευτική έρευνα — investigación pesquera - βιομηχανική έρευνα — investigación industrial - ιατρική έρευνα — investigación médica - επιστημονική έρευνα — investigación científica - σύσταση — recomendación internacional - κοινοτική σύσταση — recomendación CE - οικονομική συμφωνία — acuerdo económico - ταμείο αλληλοβοήθειας — mutualidad social - σύσταση ΕΚΑΧ — recomendación CECA - σύσταση ΕΚΑΕ — recomendación CEEA - αναγνώριση διπλωμάτων — reconocimiento de títulos - οικονομική ανασυγκρότηση — reconstrucción económica - μετατροπή στη δενδροκηποκομία — reconversión hortícola - μετατροπή αγέλης — reconversión ganadera - βιομηχανική μετατροπή — reconversión industrial - μετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή — reconversión leche-carne - μετατροπή της παραγωγής — reconversión productiva - διοικητική προσφυγή — recurso administrativo - προσφυγή ακυρώσεως — recurso de anulación - προσφυγή επί παραλείψει — recurso por omisión - προσφυγή επί παραβάσει — recurso por incumplimiento - ένωση — asociación - ανάκτηση ενεργείας — recuperación de energía - ανακύκλωση κεφαλαίων — reciclaje de capitales - ανακύκλωση αποβλήτων — reciclaje de residuos - μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων — reducción de fuerzas - φαρμακευτικό φυτό — planta medicinal - σογιέλαιο — aceite de soja - ηλιέλαιο — aceite de girasol - κρέας θηραμάτων — carne de caza - κρέας κουνελιού — carne de conejo - αραβοσιτέλαιο — aceite de maíz - δασμολογική μείωση — reducción arancelaria - αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη — leche descremada en polvo - αναπροεξόφληση — redescuento - ανατίμηση του νομίσματος — revaluación - επανεξαγωγή — reexportación - αποξηραμένο προϊόν — producto desecado - βελτιωτικό υφής — agente de textura - ασφαλιστικά μέτρα — procedimiento de urgencia - γεωργικές ενισχύσεις — ayuda a la agricultura - κοινοτική προτίμηση — preferencia comunitaria - διοικητική μεταρρύθμιση — reforma administrativa - μεταρρύθμιση της ΚΓΠ — reforma de la PAC - αγροτική μεταρρύθμιση — reforma agraria - κανονιστικές ρυθμίσεις της γεωργικής παραγωγής — regulación de la producción agrícola - εκπαιδευτική μεταρρύθμιση — reforma de la enseñanza - γεωργικές ποσοστώσεις — cuota agraria - κατώφλι εγγύησης — umbral de garantía - εναλλακτική γεωργική παραγωγή — producción agrícola alternativa - φόρος λιπαρών ουσιών — gravamen sobre las materias grasas - εδαφομεταρρύθμιση — reforma territorial - μειονεκτική γεωργική περιοχή — zona agraria desfavorecida - αγρότισσα — agricultora - νεαρός αγρότης — joven agricultor - μεταρρύθμιση οργανισμού των δικαστηρίων — reforma judicial - ομάδες εκμεταλλεύσεων — agrupación de explotaciones - δελτίο γεωργικής εκμετάλλευσης — ficha de explotación agraria - λύσσα — rabia - γαλακτοπαραγωγή — producción lechera - υποκατάστατα δημητριακών — sucedáneo de cereales - πολιτικός πρόσφυγας — refugiado político - δασικός συνεταιρισμός — agrupación forestal - άρνηση προσφοράς — rechazo de oferta - παραγωγή ξυλείας — producción de madera - δασική ιδιοκτησία — propiedad forestal - δάση του δημοσίου — monte del Estado - ιδιωτικά δάση — monte privado - άρνηση πώλησης — negativa de venta - οστρακοκαλλιέργεια — cría de moluscos - παραγωγή υδατοκαλλιέργειας — producción acuícola - άδεια αλιείας — licencia de pesca - αυταρχικό καθεστώς — régimen autoritario - καθεστώς ενισχύσεων — régimen de ayudas - διάσπαση επιχείρησης — escisión de empresas - διεθνική επιχείρηση — empresa transnacional - αποκλειστική αγορά — compra exclusiva - επιχείρηση κοινού συμφέροντος — empresa de interés colectivo - επιλεκτική διανομή — distribución selectiva - καθεστώς γεωκτησίας — régimen del suelo - ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — correo electrónico - διαμεθοριακή ροή δεδομένων — flujo transfronterizo de datos - εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας — medio de comunicación comercial - οικονομικό σύστημα — régimen económico - τοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας — medio de comunicación local - ιδιωτικό μέσο μαζικής επικοινωνίας — medio de comunicación privado - στρατιωτικό καθεστώς — régimen militar - δίκτυο διαβίβασης — red de transmisión de datos - τηλεδιάσκεψη — teleconferencia - ευρωπαϊκή τηλεόραση — televisión europea - κοινοβουλευτικό πολίτευμα — régimen parlamentario - τηλεοπτικά τέλη — televisión de pago - βιντεογραφία — videotex - οικιακές εφαρμογές της πληροφορικής — informática doméstica - αποθήκευση δεδομένων — memorización de datos - πολίτευμα — régimen político - εφαρμοσμένη πληροφορική — informática aplicada - εγκληματικότητα στον τομέα της πληροφορικής — criminalidad informática - δίκαιο της πληροφορικής — Derecho de la informática - Επίσημη Εφημερίδα των ΕΕ — Diario Oficial UE - πειρατεία πληροφορικής — piratería informática - γεωργική περιοχή — región agraria - έλεγχος εκλογών — verificación del escrutinio - συγκέντρωση αξιωμάτων — acumulación de mandatos - εκλογικό αποτέλεσμα — resultado electoral - εκχώρηση εξουσίας — delegación de poderes - περιφέρεια Βρυξελλών — región de Bruselas-Capital - κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία — delegación parlamentaria - εκλογική ενηλικιότητα — edad electoral - ομοσπονδιακό σύστημα — federalismo - παράκτια περιοχή — región costera - δημοψήφισμα εμπιστοσύνης — plebiscito - κατανομή των ψήφων — distribución de votos - συμβουλευτική εξουσία — poder consultivo - περιοχή ανάπτυξης — región de desarrollo - εξουσία διορισμού — poder de nombramiento - προνόμιο — privilegio parlamentario - ριζοσπαστικό κόμμα — partido radical - ορεινή περιοχή — región de montaña - μειονεκτική περιφέρεια — región desfavorecida - εξαφανισθέντες — desaparición de personas - κόμματα της μειοψηφίας — minoría política - αστυνομικοί έλεγχοι — control policial - πολιτική άμυνα — protección civil - οικονομική περιφέρεια — región económica - ψήφος δι' αντιπροσώπου — voto por delegación - κοινoπραξία — agrupación temporal de empresas - περιφέρεια Φλάνδρας — región Flamenca - όργανα εκτελεστικής εξουσίας — Ejecutivo - κυβερνητικό πρόγραμμα — programa de gobierno - παραμεθόρια περιοχή — región fronteriza - στήριξη της αγοράς — sostenimiento del mercado - οικονομική μετατροπή — reconversión económica - βιομηχανική περιοχή — región industrial - ενισχύσεις μετατροπής — ayuda a la reconversión - ενισχύσεις αναδιάρθρωσης — ayuda a la reestructuración - ενίσχυση διάθεσης — ayuda a la comercialización - ενισχύσεις στη βιομηχανία — ayuda a la industria - αναδιανομή του εισοδήματος — redistribución de la renta - μεσογειακή περιφέρεια ΕΚ — región mediterránea CE - βοήθεια στους πρόσφυγες — ayuda a los refugiados - βοήθεια στα θύματα καταστροφών — ayuda a los siniestrados - αναπτυξιακή βοήθεια — ayuda al desarrollo - περιφέρεια με προτεραιότητα — región prioritaria - αγροτική περιοχή — región rural - νέες βιομηχανικές χώρες — nuevo país industrializado - τουριστική περιοχή — región turística - κοινωνική οικονομία — economía social - γεωργικοί λογαριασμοί — contabilidad económica agrícola - περιφέρεια Βαλλωνίας — región Valona - μελέτη επιπτώσεων — estudio de impacto - οικονομικές συνέπειες — consecuencia económica - διαδικασία συνεννοήσεως — procedimiento de concertación - περιφερειοποίηση — regionalización - μεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας — vehículo para transporte de cargas pesadas - διαστημικές μεταφορές — transporte espacial - περιφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών — regionalización de los intercambios comerciales - δορυφορικός σταθμός — estación orbital - μίσθωση οχήματος — alquiler de vehículos - γεωγραφικός προσδιορισμός των μεταφορών — localización del transporte - κανονισμός — reglamento administrativo - άδεια ναυσιπλοΐας — permiso de navegación - μεταφορικά — precio del transporte - κοινοτικός κανονισμός — reglamento comunitario - έγκριση τιμολογίων — homologación de tarifas - κίνηση λιμένων — tráfico portuario - κανονισμός ΕΚΑΕ — reglamento CEEA - έλεγχος της κυκλοφορίας — control de la circulación - ποσοστώσεις μεταφορών — cuota de transporte - αγορά των μεταφορών — mercado del transporte - ταξινόμηση οχήματος — matriculación del vehículo - έγγραφα του οχήματος — documentación del vehículo - διευθέτηση των διαφορών — solución de conflictos - διάρκεια μεταφοράς — duración del transporte - μεταφορές μεγάλης ταχύτητας — transporte rápido - έγγραφα μεταφοράς — documento de transporte - διάρκεια οδήγησης — duración de la conducción - τεχνικός έλεγχος — inspección técnica - τουριστικό πρακτορείο — agencia de viajes - δημοσιονομικός κανονισμός — Reglamento Financiero - σύμβαση μεταφοράς — contrato de transporte - εταίρος — socio - δικαστικός διακανονισμός — arreglo judicial - κανόνες του εμπορίου — reglamentación comercial - πολεοδομικές ρυθμίσεις — reglamentación urbanística - αερογραμμή — línea aérea - οδική κυκλοφορία — tráfico rodado - διατάξεις περί θήρας — regulación de la caza - ναυτιλιακή πολιτική — política marítima - ναυτιλιακή διάσκεψη — conferencia marítima - κυκλοφοριακές διατάξεις — reglamentación de la circulación - καταβύθιση αποβλήτων — inmersión de residuos - οικοδομικός κανονισμός — reglamentación de la construcción - μη ρυπαίνοντα οχήματα — vehículo no contaminante - εκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα — explotación de los fondos marinos - αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — sustitución de recursos - επίπτωση στο περιβάλλον — impacto ambiental - επίβλεψη του περιβάλλοντος — vigilancia del medio ambiente - προληπτικά αντισεισμικά μέτρα — prevención antisísmica - προστασία των ακτών — protección del litoral - καθορισμός ορίων ταχύτητας — reglamentación de la velocidad - διαχείριση των υδάτων — gestión del agua - έλεγχος των συμπράξεων — reglamentación sobre ententes - γεωφυσικό περιβάλλον — medio geofísico - στάσιμα ύδατα — agua estancada - κανόνες επενδύσεων — reglamentación de inversiones - θαλάσσια είδη — especie marina - είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας — vida silvestre - ασφάλιση — seguro - ρύθμιση των τιμών — regulación de precios - φυτικοί πόροι — recurso vegetal - γεωργική καταστροφή — catástrofe agrícola - τελωνειακοί κανόνες — reglamentación aduanera - διάβρωση εδάφους — erosión - ρύπανση από τα αυτοκίνητα — contaminación por vehículos automotores - συγκοινωνιακές διατάξεις — reglamentación del transporte - ρύπανση από υδρογονάνθρακες — contaminación por hidrocarburos - ρύπανση από μέταλλα — contaminación por metales - ρύπανση από τα πλοία — contaminación por barcos - βιομηχανική ρύπανση — contaminación industrial - εξομάλυνση της αγοράς — regularización del mercado - εισφορά κατά την εξαγωγή — exacción a la exportación - εισφορά κατά την εισαγωγή — exacción a la importación - έλεγχος των γεννήσεων — control de natalidad - παράνομη διακίνηση — tráfico ilícito - οργανισμός παρέμβασης — organismo de intervención - Nimexe — Nimexe - ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών — regulación de transacciones - ονομασία προέλευσης — denominación de origen - καθεστώς τελωνειακής αναστολής — régimen aduanero suspensivo - επανεισαγωγή — reimportación - επιστροφή τελωνειακών δασμών — reembolso de derechos aduaneros - σχολική επανένταξη — reinserción escolar - τελωνειακό έδαφος της ΕΚ — territorio aduanero CE - κοινωνική επανένταξη — reinserción social - ενιαίο έγγραφο — documento único - απλούστευση των διατυπώσεων — simplificación de las formalidades - απόρριψη του προϋπολογισμού — rechazo del presupuesto - δασμολογική εξειδίκευση — especificación arancelaria - εμπορικές σχέσεις — relación comercial - χρηματοπιστωτική συμφωνία — acuerdo financiero - ασφάλιση εξαγωγών — seguro a la exportación - αποβολή θερμότητας — emisión de calor - συμψηφισμός συναλλαγών — comercio de compensación - κοινοτικές εξαγωγές — exportación comunitaria - κοινοτικές εισαγωγές — importación comunitaria - αγαθά και υπηρεσίες — bienes y servicios - διμερείς σχέσεις — relación bilateral - κεφαλαιουχικό αγαθό — bien de equipo - είδη ευκαιρίας — bien de ocasión - ολοκληρωμένο εμπόριο — comercio integrado - πολιτιστικές σχέσεις — relación cultural - βιομηχανική κατανάλωση — consumo industrial - παγκόσμια κατανάλωση — consumo mundial - μερτσαντάιζινγκ — merchandising - μάρκετινγκ — mercadotecnia - διπλωματικές σχέσεις — relación diplomática - εμπορική εκδήλωση — manifestación comercial - τιμή άνευ φόρων — precio sin impuestos - εργασιακές σχέσεις — relación laboral - πώληση επί ζημία — venta con pérdida - σέλφ-σέρβις — autoservicio - συνεργαζόμενο εμπόριο — comercio asociado - πλανόδιο εμπόριο — comercio ambulante - ανεξάρτητο εμπόριο — comercio independiente - αλυσίδα καταστημάτων — cadena comercial - σχέσεις εκπαίδευσης-βιομηχανίας — relación escuela-industria - κεντρικές αγορές — mercado de interés nacional - εμπορικός διανομέας — distribuidor comercial - οικονομικές σχέσεις — relación económica - χρηματικά διαθέσιμα — disponibilidad monetaria - σχέσεις κράτους-εκκλησίας — relación Iglesia-Estado - ασφάλιση ατυχημάτων — seguro de accidentes - σχέσεις Ανατολής-Δύσης — relación Este-Oeste - διαβιομηχανικές σχέσεις — relación interindustrial - νομισματική κρίση — crisis monetaria - διοργανικές σχέσεις — relación interinstitucional - συναλλαγματικοί περιορισμοί — restricción de cambio - διεθνείς σχέσεις — relación internacional - άτοκη πίστωση — crédito sin interés - προεξοφλητικό επιτόκιο — tipo de descuento - πιστωτικός έλεγχος — control del crédito - διακοινοβουλευτικές σχέσεις — relación interparlamentaria - ενδοκοινοτικές σχέσεις — relaciones intracomunitarias - διαφυγή κεφαλαίων — evasión de capitales - πλασματική τιμολόγηση — precio de transferencia - σχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας — relación legislativo-ejecutivo - εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiación a muy corto plazo - νομισματική σχέση — relaciones monetarias - χρηματοδότηση της επιχείρησης — financiación de la empresa - πολυμερείς σχέσεις — relación multilateral - ασφάλιση πραγμάτων — seguro de bienes - ασφάλιση προσώπων — seguro de personas - συνασφάλιση — coaseguro - σχέση πόλης-υπαίθρου — relación campo-ciudad - πιστωτικό ίδρυμα — entidad de crédito - βιομηχανική τράπεζα — banco industrial - ηλεκτρονική τραπεζική συναλλαγή — bancática - ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων — seguro de accidentes de trabajo - ανθρώπινες σχέσεις — relaciones humanas - τραπεζικός έλεγχος — inspección bancaria - τραπεζικά έξοδα — gastos bancarios - πιστώσεις προϋπολογισμού — crédito presupuestario - γενικός προϋπολογισμός — presupuesto general - δημόσια οικονομικά περιφερειακής αυτοδιοίκησης — hacienda regional - θρησκεία — religión - χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού — financiación del presupuesto comunitario - συνεισφορές των κρατών μελών — contribución de los Estados miembros - υπουργικός ανασχηματισμός — reajuste ministerial - φορολογική σύμβαση — convenio fiscal - φορολογικός έλεγχος — control fiscal - εξόφληση — reembolso - έκτακτος φόρος — impuesto extraordinario - αναδασμός — concentración parcelaria - τιμολόγιο με δύο σκέλη — tarifa de horquilla - απαλλαγή από τέλη εξαγωγής — desgravación a la exportación - τιμή μονάδος — precio por unidad - τιμολόγιο στήριξης — tarifa de sostenimiento - μικτή τιμή — precio mixto - αντικατάσταση των εισαγωγών — sustitución de las importaciones - τιμές γεωργικών προϊόντων — precio de los productos agrarios - απολαβές από την εργασία — remuneración del trabajo - γεωργική ασφάλιση — seguro agrícola - γεωργική απόδοση — rendimiento agrícola - αγωγή του πολίτη — educación cívica - εμπορική εκπαίδευση — enseñanza comercial - διδακτικό υλικό — material de enseñanza - εκπαιδευτικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών — software didáctico - σχέσεις εκπαίδευσης-επαγγελματικής ζωής — relación escuela-vida profesional - πολεοδομική ανάπλαση — renovación urbana - νευροβιολογία — neurobiología - αποδοτικότητα — rentabilidad - γυναικολογία — ginecología - νευρολογία — neurología - παιδιατρική — pediatría - οδοντιατρική — odontología - πρώτες βοήθειες — primeros auxilios - ήπια ιατρική — medicina natural - αναδιοργάνωση της βιομηχανίας — reorganización industrial - ακουστική — acústica - οπτική — óptica - κυβερνητική — cibernética - πετρολογία — petrología - κατανομή των ενισχύσεων — distribución de la ayuda - θρησκευτική αίρεση — secta religiosa - θεολογία — teología - καταμερισμός των φόρων — estimación de la base imponible - ενιαία αγορά — mercado único - γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού — distribución geográfica de la población - μονογονεϊκή οικογένεια, μονογονική οικογένεια — familia monoparental - υιοθετημένο τέκνο — hijo adoptivo - ασφάλιση αυτοκινήτων — seguro de automóviles - κατανομή της παραγωγής — reparto de la producción - προστασία της οικογένειας — protección de la familia - κατανομή της αγοράς — reparto del mercado - τεχνητή σπερματέγχυση — inseminación artificial - κατανομή του πλούτου — distribución de la riqueza - φέρουσα μητέρα — madre portadora - γονική μέριμνα — patria potestad - κατανομή των εδρών — reparto de escaños - έννομη σχέση με τους ανιόντες — filiación - επώνυμο — apellido - ευθύνη των γονέων — responsabilidad de los padres - χωρισμός με δικαστική απόφαση — separación judicial - πληθυσμιακή δυναμική — dinámica de la población - κατανομή του εισοδήματος — distribución de la renta - κατανομή της εργασίας — distribución del trabajo - πληθυσμιακή διακίνηση — migración de repoblación - ενισχύσεις για παλιννόστηση — ayuda al retorno - δημογραφική γήρανση — envejecimiento de la población - επαγγελματική κινητικότητα — movilidad profesional - γεωγραφική κατανομή — distribución geográfica - κατανομή κατά ηλικία — distribución por edades - κατανομή κατά κεφαλή — renta per cápita - τιμητική διάκριση — distinción honorífica - εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας — voluntariado social - εθελοντική οργάνωση — organización benéfica - ασφάλιση ανεργίας — seguro de desempleo - κατανομή ανά απασχολούμενο άτομο — renta por persona activa - παίγνια — juego - αίθουσες παιγνίων — establecimiento de juegos - αυτόματα παιχνίδια — juego automático - κατανομή κατά φύλο — distribución por sexos - ψάρεμα — pesca deportiva - τουριστικές ανταλλαγές — intercambio turístico - αλλοδαποί τουρίστες — turismo extranjero - αγροτικός τουρισμός — turismo rural - ευρετήριο — repertorio - τουριστική υποδομή — infraestructura turística - κοινωνικός προϋπολογισμός — presupuesto social - μεταφύτευση — replantación - ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική — política social europea - καταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς — lucha contra la delincuencia - εγκληματικότητα — criminalidad - μεταφορά πιστώσεων — prórroga de crédito - άτομο με διανοητική μειονεξία — deficiente mental, discapacitado psíquico, retrasada mental, retrasado mental, subnormal - γενετήσιος ακρωτηριασμός — mutilación sexual - εβδομαδιαία ανάπαυση — descanso semanal - εμπορία ναρκωτικών — tráfico de estupefacientes - γενική ιατρική — medicina general - κοινωνική συνδρομή — asistencia social - κοινωνικός εξοπλισμός — equipamiento social - δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων — Derecho de la seguridad social - κοινωνική εργασία — trabajo social - κατ' οίκον βοήθεια — ayuda a domicilio - επικουρική σύνταξη — pensión complementaria - συνδικαλιστικός εκπρόσωπος — representante sindical - βιβλιάριο υγείας — cartilla sanitaria - νοσήλειο — gastos de sanidad - έξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο — gastos de hospitalización - διπλωματική αντιπροσωπεία — representación diplomática - νοσηλεία — hospitalización - κατ' οίκον νοσηλεία — asistencia a domicilio - δικαιώματα του ασθενούς — derechos del enfermo - δημόσια υγιεινή — higiene pública - κοινωνική ιατρική — medicina social - ασφάλιση πιστώσεων — seguro de crédito - εκπροσώπηση του προσωπικού — representación del personal - ιδιωτικοί ιατροί — medicina privada - ανέγερση αστικών οικοδομών — construcción urbana - έργα αστικής υποδομής — infraestructura urbana - αγορά ακινήτων — mercado inmobiliario - πολιτική εκπροσώπηση — representación política - έλεγχος ενοικίων — reglamentación de alquileres - Νήσος του Μαν — isla de Man - Καστίλλη και Λεόνη — Castilla y León - αναλογική αντιπροσώπευση — representación proporcional - Καστίλλη και Μάντσα — Castilla-La Mancha - Κανταβρία — Cantabria - Βαλεαρίδες Νήσοι — Islas Baleares - Ριόχα — La Rioja - Θέουτα και Μελίγια — Ceuta y Melilla - καταστολή — represión - Κοινότητα της Μαδρίτης — Comunidad de Madrid - Κοινότητα της Βαλέντσια — Comunidad Valenciana - Περιφέρεια της Μούρθια — Región de Murcia - Βόρεια Πορτογαλία — Portugal del Norte - Κεντρική Πορτογαλία — Portugal del Centro - Λισσαβώνα και Κοιλάδα του Τάγου — Lisboa y Valle del Tajo - Βόρεια Αγγλία — Inglaterra del Norte - Βορειοδυτική Αγγλία — Inglaterra del Noroeste - Νοτιοανατολική Αγγλία — Inglaterra del Sudeste - Νοτιοδυτική Αγγλία — Inglaterra del Sudoeste - οικονομική ανάκαμψη — recuperación económica - Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Antigua y Barbuda - Ανγκουίλα — Anguila - Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — San Cristóbal y Nevis - αναπαραγωγή — reproducción - Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — San Vicente y las Granadinas - US Virgin Islands (en) - Μείζον Μαγκρέμπ — Gran Magreb - ζωική αναπαραγωγή — reproducción animal - πολλαπλασιασμός των φυτών — reproducción vegetal - Νήσοι Μάρσαλ — islas Marshall - ασφάλιση αναπηρίας — seguro de invalidez - Δομινικανή Δημοκρατία — República Dominicana - Νήσος Πίτκαιρν — Pitcairn - επίταξη των εργαζομένων — requisa de trabajadores - βιολογικά όπλα — arma biológica - όπλα μαζικής καταστροφής — arma de destrucción masiva - στρατηγικά πυρηνικά όπλα — arma nuclear estratégica - δίκτυο πληροφόρησης — red de información - δίκτυο λογιστικής πληροφόρησης — red de información contable - βαλλιστικός πύραυλος — misil balístico - κατευθυνόμενο βλήμα — misil teledirigido - διηπειρωτικός πύραυλος — misil intercontinental - δίκτυο μεταφορών — red de transportes - σιδηροδρομικό δίκτυο — red ferroviaria - διαστημικά όπλα — arma del espacio - όπλα ακτίνων λέιζερ — arma láser - πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά — arma de fuego y municiones - πλωτό δίκτυο — red navegable - Στρατός Ξηράς — ejército de tierra - παραστρατιωτικό σώμα — fuerza de naturaleza militar - οδικό δίκτυο — red de carreteras - Πολεμική Αεροπορία — ejército del aire - δυνάμεις στην αλλοδαπή — fuerzas en el exterior - Πολεμικό Ναυτικό — marina de guerra - αποθεματικά — reservas - θητεία γυναικών — servicio militar de la mujer - εθελοντική θητεία — servicio voluntario - λογιστικό αποθεματικό — reserva contable - αμυντικές δαπάνες — gastos de defensa - στρατηγική άμυνα — defensa estratégica - συναλλαγματικό απόθεμα — reserva de divisas - διεθνής ασφάλεια — seguridad internacional - πολιτική εξοπλισμών — política de armamento - ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών — política europea de armamento - ευρωπαϊκή ασφάλεια — seguridad europea - μη διάδοση των πυρηνικών όπλων — no proliferación nuclear - περιορισμός των εξοπλισμών — limitación de armamentos - αποπυρηνικοποίηση — desnuclearización - περιοχή προστασίας της φύσης — reserva natural - τυποποίηση οπλικών συστημάτων — armonización de armamentos - κατοικία — residencia - διεθνής συμφωνία — acuerdo internacional - διμερής συμφωνία — acuerdo bilateral - πολυμερής συμφωνία — acuerdo multilateral - διεθνείς διαπραγματεύσεις — negociación internacional - υπογραφή συμφωνίας — firma de un tratado - διεθνή έγγραφα — instrumento internacional - υπολείμματα παρασιτοκτόνων — residuo de insecticida - ψήφισμα — resolución internacional - υπολείμματα πρίσεως — residuo de la madera - ευρωπαϊκή σύμβαση — convención europea - διεθνές σύμφωνο ΟΗΕ — pacto internacional ONU - διεθνής πολιτική — política internacional - καταγγελία συμβάσεως — rescisión contractual - διεθνή ζητήματα — cuestión internacional - ασφάλιση ζημιών — seguro de daños - ρητίνη — resina - διαγερμανικές σχέσεις — relaciones entre las dos Alemanias - διεθνής βοήθεια — ayuda internacional - κώδικας δεοντολογίας — código de conducta - διεθνείς κυρώσεις — sanción internacional - κοινοτικό ψήφισμα — resolución comunitaria - θρησκευτική ομάδα — grupo religioso - κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες — grupo sociocultural - επισιτιστική ανεξαρτησία — independencia alimentaria - πολιτική συνεργασίας — política de cooperación - ψήφισμα ΟΗΕ — resolución ONU - νομική συνεργασία — cooperación jurídica - στρατιωτική κατοχή — ocupación militar - ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — resolución PE - κατεχόμενα εδάφη — territorio ocupado - πολυεθνική στρατιωτική δύναμη — fuerzas multinacionales - ευθύνη — responsabilidad - αιχμάλωτος πολέμου — prisionero de guerra - Αρμενικό ζήτημα — cuestión armenia - Κουρδικό ζήτημα — cuestión de Kurdistán - Παλαιστινιακό ζήτημα — cuestión de Palestina - ένωση της Γερμανίας — unificación de Alemania - διεθνής ευθύνη — responsabilidad internacional - ΔΑΕ — CDE - ευρωπαϊκοί πύραυλοι — euromisil - έλεγχος των εξοπλισμών — control de armamentos - ευθύνη υπουργών — responsabilidad ministerial - Συμφωνία START — acuerdo START - Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων — Acuerdo ABM - ζώνη ειρήνης — zona de paz - ιατροφαρμακευτική περίθαλψη — seguro de enfermedad - ποινική ευθύνη — responsabilidad criminal - ΟΑΣΕ — OSCE - μακροχρόνια ανεργία — paro de larga duración - επαγγελματική επανένταξη — reinserción profesional - πολιτική ευθύνη — responsabilidad política - καταπολέμηση της ανεργίας — lucha contra el paro - προγραμματισμός του εργατικού δυναμικού — planificación de la mano de obra - επιμερισμός θέσης εργασίας — trabajo compartido - λύση της σχέσεως εργασίας — cese de empleo - μετατροπή της φύσης της απασχόλησης — reconversión del empleo - τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης — iniciativa local de empleo - μη αμειβόμενη εργασία — trabajo no remunerado - υπήκοος κράτους μέλους των ΕΚ — ciudadano comunitario - έκτακτη εργασία — trabajo temporal - ζωικοί πόροι — recurso animal - εργασία των νέων — trabajo de jóvenes - εργασία των γυναικών — trabajo femenino - θαλάσσιοι πόροι — recurso marino - επαγγελματική επανειδίκευση — reciclaje profesional - οικονομικοί πόροι — recurso económico - περίοδος άσκησης — prácticas de formación - υδάτινοι πόροι — recurso hidráulico - εδαφικοί πόροι — recurso del suelo - στατιστικές απασχόλησης — estadística del empleo - ενεργειακοί πόροι — recurso energético - βοηθητικός εργαζόμενος — auxiliar - εκπατριζόμενος εργαζόμενος — trabajador expatriado - ναυτασφάλιση — seguro marítimo - διευθυντής επιχείρησης — director de empresa - αλιευτικοί πόροι — recurso pesquero - ανεξάρτητος επαγγελματίας — profesión independiente - ορυκτός πλούτος — recurso mineral - εργασία την Κυριακή — trabajo dominical - φυσικοί πόροι — recurso natural - ρυθμός της εργασίας — ritmo de trabajo - ανανεώσιμοι πόροι — recurso renovable - εργασία εξ αποστάσεως — trabajo a distancia - πάγωμα των μισθών — congelación salarial - πρόσθετοι πόροι — recursos adicionales - μισθολογική μείωση — reducción de salarios - πρόσθετες απολαβές — remuneración en especie - αποζημίωση και απόδοση εξόδων — dietas y gastos - πόροι του προϋπολογισμού — recursos presupuestarios - διορισμοί προσωπικού — nombramiento de personal - ίδιοι πόροι — recursos propios - εσωτερικός κανονισμός — reglamento interno - περίοδος δοκιμασίας — período de prueba - συνδικαλιστικά δικαιώματα — derechos sindicales - συνδικαλιστικές ελευθερίες — libertad sindical - επαγγελματική δεοντολογία — deontología profesional - υποχρεωτική ασφάλιση — seguro obligatorio - επιστροφή κατά την εξαγωγή — restitución a la exportación - παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους — participación en los beneficios - επιστροφή κατά την εισαγωγή — restitución a la importación - συνδικαλιστικές εκλογές — elecciones sindicales - κοινωνικοί εταίροι — interlocutor social - δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο — sindicato de funcionarios - επαγγελματικός σύνδεσμος — asociación profesional - συνδικάτο — sindicato - επιστροφή στην παραγωγή — restitución a la producción - περιορισμοί στις εξαγωγές — restricción de las exportaciones - διπλωματικός κλάδος — profesión diplomática - περιορισμοί στις εισαγωγές — restricción de las importaciones - επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της επικοινωνίας — profesión de la comunicación - περιορισμός του ανταγωνισμού — restricción de la competencia - διοικητικός κλάδος — profesión administrativa - προσωπικό γραμματείας — personal de secretaría - περιορισμοί στο εμπόριο — restricción de los intercambios - επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης — profesión de la información - επιστήμονες — profesión científica - τεχνικά επαγγέλματα — profesión técnica - περιορισμός ελευθερίας — restricción de libertad - ασφαλιστικός κλάδος — profesión de seguros - ποσοτικός περιορισμός — restricción cuantitativa - μικρό κατάστημα — pequeño comercio - οδοντίατρος — dentista - ιατρός — médico - κτηνίατρος — veterinario - φαρμακοποιός — farmacéutico - μαία — comadrona - καλλιτεχνικά επαγγέλματα — profesión artística - ιδιωτική ασφάλιση — seguro privado - αναδιάρθρωση της βιομηχανίας — reestructuración industrial - λογοτέχνης — profesión literaria - αποτέλεσμα εκμετάλλευσης — resultado de explotación - προσωπικό πωλήσεων — personal de ventas - εμπορικός αντιπρόσωπος — agente comercial - αποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης — resultado de la explotación agraria - σχολική επίδοση — resultado escolar - επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της πληροφορικής — profesión de la informática - τουριστικά επαγγέλματα — profesión del turismo - ξενοδοχειακά επαγγέλματα — profesión hostelera - βοηθητικά επαγγέλματα — personal de servicios - επαναφορά των δασμών — restablecimiento de derechos de aduana - τραπεζικοί υπάλληλοι — profesión bancaria - επαγγελματικός αθλητισμός — deporte profesional - διαμετακόμιση — tránsito - καθυστέρηση στα μαθήματα — retraso escolar - ευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος — espacio industrial europeo - κοινοτική βιομηχανική πολιτική — política industrial comunitaria - απόσυρση από την αγορά — retirada del mercado - βιοτεχνία — artesanado - μικρή βιομηχανία — pequeña industria - ημιελαφρά βιομηχανία — mediana industria - μικρομεσαία βιομηχανία — pequeña y mediana industria - συνταξιούχος — persona jubilada - εγκατάσταση βιομηχανιών — emplazamiento industrial - βιομηχανική ελεύθερη ζώνη — zona franca industrial - πρόωρη συνταξιοδότηση — jubilación anticipada - τεχνολογικό πάρκο — parque tecnológico - πλεόνασμα παραγωγής — excedente de producción - μεταφορά και διακίνηση φορτίων — manipulación - δημόσια ασφάλιση — seguro público - επανεπεξεργασία καυσίμου — reprocesado del combustible - βιομηχανική κατασκευή — fabricación industrial - ποσοστώσεις παραγωγής — cuota de producción - στατιστικές παραγωγής — estadística de producción - ευθύνη του παραγωγού — responsabilidad del fabricante - νέες τεχνολογίες — nueva tecnología - σύνοδος κορυφής — reunión en la cumbre - καθαρές τεχνολογίες — tecnología limpia - παραδοσιακές τεχνολογίες — tecnología tradicional - τεχνολογικές διεργασίες — proceso tecnológico - τεχνικός κανονισμός — reglamentación técnica - διάρκεια ζωής του προϊόντος — duración del producto - ελαττωματικό προϊόν — producto defectuoso - υπουργική συνάντηση — conferencia de ministros - τεχνική προδιαγραφή — especificación técnica - ευρωπαϊκό πρότυπο — norma europea - διεθνές πρότυπο — norma internacional - εναρμόνιση προτύπων — armonización de normas - τεχνικός κανόνας — reglamento técnico - διεθνής σύνοδος — reunión internacional - τεχνολογία ανακύκλωσης — tecnología del reciclaje - προϋπολογισμός για την έρευνα — presupuesto de investigación - μισθολογική αύξηση — aumento salarial - Eureka — Eureka - ερευνητικό προσωπικό — personal de investigación - κοινοτική πολιτική έρευνας — política comunitaria de investigación - σχέσεις επιστήμης-βιομηχανίας — relación industria-investigación - οργανισμός έρευνας — centro de investigación - εμπορικό σήμα — marca comercial - σήμα κατατεθέν — marca registrada - σχέδια και υποδείγματα — diseño y modelo - πρόσθετο εισόδημα — renta complementaria - δίκαιο σημάτων — Derecho de marcas - ευρωπαϊκό σήμα — marca europea - πειράματα σε ζώα — experimentación animal - πειράματα στον άνθρωπο — experimentación humana - έρευνα στην επιχείρηση — investigación en la empresa - βασική έρευνα — investigación básica - έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς — investigación militar - πανεπιστημιακή έρευνα — investigación universitaria - ασφάλεια αστικής ευθύνης — seguro de responsabilidad civil - εισόδημα επένδυσης — renta de inversión - ομάδα των 77 — Grupo de los 77 - ομάδα του Συμφώνου Κονταδόρα — Grupo de Contadora - μη αυτόνομο έδαφος — territorio no autónomo - κίνηση καταναλωτών — movimiento de consumidores - εισόδημα γεωργού — renta del agricultor - αποζημίωση γραμματείας — subsidio de secretariado - μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων — transporte de mercancías peligrosas - πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης — renta de la explotación agraria - παιδαγωγική μέθοδος — método pedagógico - εισόδημα των νοικοκυριών — renta familiar - φορολογητέο εισόδημα — renta imponible - εθνικό εισόδημα — renta nacional - υποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος — recurso mineral submarino - εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες — renta no salarial - υλικά προηγμένης τεχνολογίας — material avanzado - επίστρωση δαπέδου — revestimiento del piso - υπεραγώγιμα κράματα — aleación superconductora - σύνθετα υλικά — material compuesto - κεραμικά υλικά — cerámica técnica - ειδικά πολυμερή — polímero especial - άμορφα υλικά — material amorfo - σωματίδια υπέρλεπτου διαχωρισμού — partícula ultrafina - βιοϋλικά — biomaterial - κράματα μνημών — aleación de memoria - αναθεώρηση του συντάγματος — revisión de la Constitución - συμφωνία ADN — Acuerdo ADN - διακοπές κατά τμήματα — escalonamiento de las vacaciones - αναθεώρηση νόμου — modificación de la ley - μικροϋπολογιστής — microordenador - τουριστική πολιτική — política de turismo - ασφάλιση μεταφορών — seguro de transportes - βιομηχανική επανάσταση — revolución industrial - ΒΙΤ — BIT - Ecosoc — ECOSOC - UNHCR — ACNUR - Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία — Renania del Norte-Westfalia - ΒΕΕ — BEE - Ρηνανία-Παλατινάτο — Renania-Palatinado - EAES — SEEA - ΑΕΕΝ — AEEN - Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας — Fundación europea para la mejora de las condiciones de vida y de trabajo - Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Φλωρεντίας — Instituto Europeo de Florencia - Ρίμπε — Ribe - UER — UER - πλούτος — riqueza - ΟΝΕΔΑ — UEMOA - ασφάλεια ζωής — seguro de vida - ρίκινο — ricino - ADC — ADC - Ρινγκκαίμπινγκ — Ringkoebing - MCAC — MCCA - κάλυψη κινδύνου — riesgo cubierto - CAD — CAD - κίνδυνος για την υγεία — riesgo sanitario - πολιτική πυρηνικής ενέργειας — política nuclear - ρύζι — arroz - πετρελαϊκή πολιτική — política petrolera - αποθήκευση υδρογονανθράκων — almacenamiento de hidrocarburos - οριστική παύση λειτουργίας σταθμού — clausura de central energética - ενέργεια γεωργικής προέλευσης — agroenergía - ενεργειακός τομέας — industria energética - καύσιμα αλκοόλης — combustible de alcohol - ρομποτική — robótica - ενεργειακό προϊόν — producto energético - βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα — industria carbonera - αυτοματοποίηση της παραγωγής — robotización - πολιτική για τον άνθρακα — política carbonera - κατεργασία του άνθρακα — tratamiento del carbón - κοινωνικός ρόλος — rol social - μεταλλευτική παραγωγή — producción minera - ασφάλεια γήρατος — pensión de jubilación - Ροσκίλντε — Roskilde - μεταλλευτική εκμετάλλευση — explotación del mineral - μεταλλικό ορυκτό — mineral metálico - βωξίτης — bauxita - ασφαλτούχα υλικά — materia bituminosa - ορυκτά και πετρώματα — tierras y piedras - τριβείς — rodamiento - φωσφορικά άλατα — fosfato - ποτάσσα — potasa - Ρουμανία — Rumania, Rumanía - έρευνα πετρελαίων — exploración petrolera - άντληση πετρελαίου — extracción de petróleo - εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας — instalación en el mar - παραγωγή πετρελαίου — producción de petróleo - βουτάνιο — butano - αλκάνιο, παραφίνη — parafina - αργό πετρέλαιο — petróleo bruto - ντίζελ — gasóleo - πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως — fueloil - Ηνωμένο Βασίλειο — Reino Unido - προπάνιο — propano - καύσιμο αεροπλάνων — combustible de aviación - ΥΧΕ του Ηνωμένου Βασιλείου — PTU del Reino Unido - πετρέλαιο μηχανών — petróleo marino - περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου — regiones del Reino Unido - σταθμός παραγωγής ενέργειας — planta eléctrica - ηλεκτροπαραγωγή — industria eléctrica - εγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής — emplazamiento de central energética - υδροηλεκτρικά έργα — instalación hidroeléctrica - Σάμπα — Saba - ψύξη του αντιδραστήρα — enfriamiento del reactor - πυρηνική χημεία — química nuclear - αστρονομία — astronomía - Σαμπάχ — Sabah - ακτινοβολημένο καύσιμο — combustible irradiado - σακχαρόζη — sacarosa - βιολογικές διεργασίες — proceso biotecnológico - βιολογική βιομηχανία — bioindustria - βιομηχανία βοηθητικών χημικών υλών — paraquímica - Δυτική Σαχάρα — Sáhara occidental - μη πλατέα προϊόντα — producto no plano - πλατέα προϊόντα — producto plano - μορφοχάλυβες — perfil - Σαχέλ — Sahel - λεπτό στρώμα — hoja fina - τετηγμένο χοίρειο λίπος — manteca de cerdo - βασική χημική βιομηχανία — industria química básica - χημικό στοιχείο — elemento, elemento químico - χρώματα και βερνίκια — pintura y barniz - Άγιος Ευστάθιος — San Eustaquio - φάρμακα — medicamento - Άγιος Μαρίνος — San Marino - ορμόνες — hormona - Άγιος Μαρτίνος — San Martín - οργανικό χημικό προϊόν — producto químico orgánico - μεταλλουργική βιομηχανία — industria metalúrgica - διεπιχειρησιακή συμφωνία — acuerdo interempresarial - Πριγκιπάτο Αστουριών — Principado de Asturias - Άγιος Πέτρος και Μικελόν — San Pedro y Miguelón - προϊόντα χαλυβουργίας — producto siderúrgico - κοχλιοποιία-βλητροποιία — pernos y tornillos - λευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία — hojalatería y cuchillería - σφυρήλατα αντικείμενα — producto de forja - επίστρωση μετάλλων — recubrimiento de metales - Αγία Ελένη — Santa Elena - μηχανήματα χαλυβουργίας — máquina siderúrgica - ειδικοί χάλυβες — aceros especiales - Αγία Λουκία — Santa Lucía - αντιμόνιο — antimonio - βηρύλλιο — berilio - κάδμιο — cadmio - κράματα σιδήρου — ferroaleación - ταντάλιο — tantalio - κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων — embargo de bienes - βιομηχανία ποδηλάτων και μοτοσυκλετών — ciclo y motociclo - εργαλείο — herramientas - επιστημονική συσκευή — aparato científico - μισθός — salario - ιατρικός εξοπλισμός — material médico-quirúrgico - αμοιβή επί τη αποδόσει — salario por rendimiento - ψυκτική εγκατάσταση — instalación frigorífica - ωρομίσθιο — salario por horas - βιομηχανικά ρομπότ — robot industrial - μισθός οικοκυράς — salario por trabajo doméstico - κατώτατος μισθός — salario mínimo - IATA — IATA - οπτικοακουστικό μέσο — material audiovisual - μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου — aparato de reproducción del sonido - Νήσοι Σολομώντος — Salomón - Ανεξάρτητο κράτος των Σαμόα, Σαμόα - τηλεπικοινωνιακό υλικό — material de telecomunicaciones - οικιακή ηλεκτρική συσκευή — electrodoméstico - διοικητική κύρωση — sanción administrativa - βιομηχανικό ηλεκτρικό μηχάνημα — máquina eléctrica industrial - ηλεκτρική μηχανή — máquina eléctrica - ηλεκτρομαγνητικό υλικό — material electromagnético - κοινοτικές κυρώσεις — sanción comunitaria - βιντεοδίσκος — videodisco - βιντεοκασέτα — videocasete - μέσο εγγραφής — soporte de grabación - οικονομικές κυρώσεις — sanción económica - δίσκος — disco - οπτικό μέσο — soporte óptico - προεγγεγραμμένο μέσο εγγραφής — soporte grabado - συσκευή ακτινοβολιών — aparato de radiación - ασύρματη τηλεπικοινωνία — telecomunicación inalámbrica - μικροηλεκτρονική — microelectrónica - ποινική κύρωση — sanción penal - οικοδομικός τομέας — industria de la construcción - οικοδομικές πλάκες — panel de construcción - μεγάλα δημόσια έργα — grandes obras - συγκολλητό ξύλο — madera aglomerada - βιομηχανία δερμάτινων ειδών — marroquinería y guantería - γουνοποιία — peletería - Σάο Τομέ και Πρίνσιπε — Santo Tomé y Príncipe - Σαραουάκ — Sarawak - ψιλικά — mercería - Σαρδηνία — Cerdeña - ύφασμα από συνθετικά νήματα — textil sintético - ύφασμα από φυσικά νήματα — textil natural - επί μέρους βιομηχανικοί κλάδοι — industria diversa - χρυσοχοΐα-αργυροχοΐα — joyería y orfebrería - κοινωνικά δικαιώματα — derechos sociales - πολιτικά δικαιώματα — derechos políticos - οικονομικά δικαιώματα — derechos económicos - χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου — Carta de Derechos Humanos - Σάαρ — Sarre - αθεϊσμός — ateísmo - δορυφόρος — satélite - ελευθερία κυκλοφορίας — libertad de circulación - ικανοποίηση από την εργασία — satisfacción en el trabajo - αγώνας κατά των διακρίσεων — lucha contra la discriminación - διακρίσεις εθνότητας — discriminación étnica - σεξουαλική ελευθερία — libertad sexual - ξενοφοβία — xenofobia - ισότητα των φύλων — igualdad hombre-mujer - ελευθερία εκπαίδευσης — libertad de enseñanza - δικαίωμα ανάπτυξης — derecho al desarrollo - δικαιώματα του παιδιού — derechos del niño - βάναυση και εξευτελιστική μεταχείριση — trato cruel y degradante - Σλέσβιχ-Χολστάιν — Schleswig-Holstein - προστασία του παιδιού — protección de la infancia - αναδρομικότητα του νόμου — retroactividad de la ley - συγκριτικό δίκαιο — Derecho comparado - διοικητική επιστήμη — ciencia administrativa - νομοθεσία τοπικής αυτοδιοίκησης — legislación local - επιστήμη των πληροφοριών — ciencia de la información - αστική ευθύνη — responsabilidad civil - συμβατική ευθύνη — responsabilidad contractual - επιστήμη της συμπεριφοράς — ciencias del comportamiento - ιδιοκτησία — propiedad de bienes - εδαφολογία — ciencia del suelo - ιδιωτικοποίηση — privatización - οικονομική επιστήμη — ciencia económica - κληρονομικό δικαίωμα — derecho sucesorio - χρονομεριστική ιδιοκτησία — multipropiedad - δουλείες — servidumbres - άσκηση των δικαιωμάτων — disfrute de derechos - νόμιμη κατοικία — domicilio legal - βιολογικές επιστήμες — ciencias biológicas - φερεγγυότητα — solvencia - έγκλημα κατά προσώπων — delito contra las personas - έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας — delito contra la propiedad - παράνομη κατακράτηση προσώπων — secuestro de personas - φυσικές επιστήμες — ciencias físicas - τελωνειακή παράβαση — fraude aduanero - δυσφήμηση — difamación - φορολογικό έγκλημα — delito fiscal - γεωλογικές επιστήμες — ciencias de la tierra - φυλάκιση — encarcelamiento - σωφρονιστικό δίκαιο — Derecho penitenciario - κρατούμενος — recluso - κοινωνικές επιστήμες — ciencias sociales - υποκατάστατο της ποινής — pena sustitutoria - ελευθερία υπό όρους — régimen abierto - δήμευση — confiscación de bienes - μείωση ποινής — reducción de la pena - μεταγωγή κρατουμένων — traslado de presos - καθεστώς των φυλακών — régimen penitenciario - διοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων — administración penitenciaria - πολιτική διάσπαση — escisión política - παραγραφή της αξιώσεως — prescripción del delito - συνεδρίαση του δικαστηρίου — juicio - ευεργέτημα πενίας — asistencia judicial - σύλληψη — detención - διεξαγωγή αποδείξεων — investigación judicial - κατ' οίκον έρευνα — registro domiciliario - δικαιώματα της υπεράσπισης — derechos de la defensa - ψηφοφορία σε δύο γύρους — elección a dos vueltas - ψηφοφορία σε ένα γύρο — elección a una vuelta - σύστημα ψήφισης συνδυασμών — elección por listas - αγωγή αποζημίωσης ΕΚ — recurso por responsabilidad CE - προσφυγή υπαλλήλου κατά της διοίκησης — recurso del personal - προδικαστική παραπομπή ΕΚ — petición de decisión prejudicial CE - πλειοψηφικό σύστημα — sistema mayoritario - σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών — elección uninominal - εμποροδικείο — jurisdicción mercantil - κοινοβουλευτική συνεδρίαση — sesión parlamentaria - διαιτητικό δικαστήριο — jurisdicción arbitral - διεθνές δικαστήριο — jurisdicción internacional - φορολογικό δικαστήριο — jurisdicción fiscal - ξηρασία — sequía - ορκωτός δικαστής — juez no profesional - θαλάσσιες εκτάσεις — espacio marítimo - προσβολή της ασφάλειας του κράτους — atentado contra la seguridad del Estado - τραπεζικό απόρρητο — secreto bancario - θαλάσσια επιτήρηση — vigilancia marítima - ελευθερία των θαλασσών — libertad de los mares - βιομηχανικό απόρρητο — secreto industrial - διάστημα — espacio ultraterrestre - κυριότητα στο διάστημα — propiedad del espacio - επαγγελματικό απόρρητο — secreto profesional - χρήση του διαστήματος — utilización del espacio - Γραμματεία του ΟΗΕ — Secretaría de la ONU - αλλοδαπός — extranjero - δικαίωμα παραμονής — derecho de residencia - είσοδος αλλοδαπών — admisión de extranjeros - οικονομικός τομέας — sector económico - μικτός γάμος — matrimonio mixto - πρωτογενής τομέας — sector primario - διεθνές δίκαιο-εσωτερικό δίκαιο — Derecho internacional-Derecho interno - διεθνές οικονομικό δίκαιο — Derecho internacional económico - διοικητική ευθύνη — responsabilidad administrativa - Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο — Derecho público económico - τεταρτογενής τομέας — sector cuaternario - απόφαση ΕΚ — decisión CE - οδηγία ΕΚ — directiva CE - δευτερογενής τομέας — sector secundario - κοινοτική έννομη τάξη — orden jurídico comunitario - παράγωγο δίκαιο — Derecho derivado - οδηγία ΕΚΑΕ — directiva CEEA - σύσταση ΕΚ — recomendación CEE - τριτογενής τομέας — sector terciario - κανονισμός ΕΚ — reglamento CE - κανονισμός εφαρμογής — reglamento de aplicación - γνώμη της ΕΚΑΕ — dictamen CEEA - ασφάλεια εφοδιασμού — seguridad de abastecimiento - γνώμη της ΕΚΑΧ — dictamen CECA - γνώμη του Δικαστηρίου ΕΚ — dictamen del Tribunal de Justicia CE - εναρμόνιση κοινωνικών ασφαλίσεων — armonización de la seguridad social - ασφάλεια της απασχόλησης — seguridad en el empleo - εξωτερική αρμοδιότητα ΕΚ — competencias externas CE - πρωτόκολλο ΕΚ — Protocolo CE - Συνθήκη Συγχωνεύσεως — Tratado de fusión - ασφάλεια των μεταφορών — seguridad del transporte - Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη — Acta Única Europea - συνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ — Tratado de adhesión CE - ασφάλεια του προϊόντος — seguridad del producto - κοινή επιχείρηση ΕΚΑΕ — empresa común CEEA - ασφάλεια στην εργασία — seguridad en el trabajo - σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — relaciones de la Unión Europea - Συμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ — Consejo de Ministros ACP-CE - πυρηνική ασφάλεια — seguridad nuclear - Μέλος του Δικαστηρίου ΕΚ — miembro del Tribunal de Justicia CE - Μέλος της Επιτροπής — comisario europeo - δημόσια ασφάλεια — seguridad pública - AEC — AEC - συμφωνία συνδέσεως ΕΚ — acuerdo de asociación CE - σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ — convenio ACP-CE - κοινωνική ασφάλιση — seguridad social - Επιτροπή Πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ — Comité de Embajadores ACP-CE - Ισομερής Επιτροπή ΑΚΕ-ΕΚ — comité paritario ACP-CE - Σύμβαση Λομέ ΙΙΙ — Convenio de Lomé III - EURES — EURES - ΕΤΑ — FED - ΕΚΤ — FSE - διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης — ampliación de la Unión Europea - χορήγηση κατοικίας — asignación de vivienda - ιστορία της Ευρώπης — historia de Europa - χημικό άλας — sal química - ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης — pertenencia a la Unión Europea - SELA — SELA - κοινή θέση — posición común - κοινή δράση — acción común - Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση — Tratado de la Unión Europea - χώρες του SELA — países del SELA - ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία — cooperación política europea - διαγωνισμοί ΕΚ — concurso-oposición CE - επιλογή μαθητών — selección de alumnos - συμπληρωματικός μηχανισμός — mecanismo complementario de los intercambios - πρόληψη των κινδύνων — prevención de riesgos - φυσικοί κίνδυνοι — riesgo natural - βιομηχανικός κίνδυνος — riesgo industrial - οικονομικός φιλελευθερισμός — liberalismo económico - δασμός — derechos de aduana - τελωνειακός έλεγχος — control de aduana - δασμοί ΚΔ — derechos del AAC - σπόρος για σπορά — semilla - μέτρα και σταθμά — pesas y medidas - προϊόν σε κονσέρβα — producto en conserva - ημιμέταλλα — semimetal - ακτινοβόληση — irradiación - κατώτατο εισόδημα επιβίωσης — ingreso mínimo de subsistencia - προσωπικό όπλο — arma personal - σιμιγδάλι — sémola - χορηγία για καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις — mecenazgo - διαγωνισμός δημοσίου — concurso administrativo - δημόσια ακρόαση — sesión pública - Σενεγάλη — Senegal - διάκριση εξουσιών — separación de poderes - σηροτροφία — sericicultura - αναπαραστατικές τέχνες — artes visuales - πολιτιστικός πλουραλισμός — pluralismo cultural - έθιμα και παραδόσεις — costumbres y tradiciones - υπηρεσία — servicio - αρχιτεκτονική κληρονομιά — patrimonio arquitectónico - υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση — servicio postventa - λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία — propiedad literaria y artística - πολιτική θητεία — servicio civil - αεροδυναμική — aerodinámica - θερμοδυναμική — termodinámica - φυσική πλάσματος — física del plasma - φυσική των λέιζερ — física de los rayos láser - γενετική μηχανική — ingeniería genética - ζωγραφική — pintura - υπηρεσία απασχόλησης — oficina de empleo - αύξηση κεφαλαίου — ampliación de capital - κατάσταση της γεωργίας — situación de la agricultura - χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων — servicios financieros de Correos - έκδοση νόμου — promulgación de la ley - οικονομικά συμφέροντα των μελών — intereses económicos de los parlamentarios - αραβοαφρικανική συνεργασία — cooperación árabe-africana - δωρεάν υπηρεσία — servicio gratuito - ευρωαραβική συνεργασία — cooperación euro-árabe - αντιπροσωπεία της Επιτροπής — delegación de la Comisión - κοινοτικός έλεγχος — control comunitario - αρχή της προσθετικότητας — principio de adicionalidad - στρατιωτική θητεία — servicio militar - απομακρυσμένη περιοχή — región periférica - νησιωτική περιοχή — región insular - μάλλον ευνοούμενο κράτος — nación más favorecida - επί πληρωμή υπηρεσία — servicio remunerado - προσαρτημένος προϋπολογισμός — presupuesto anejo - ταχυδρομική υπηρεσία — servicio postal - πολύγλωσσο λεξικό — diccionario multilingüe - λεξικό συντομογραφιών — diccionario de abreviaturas - εγκυκλοπαίδεια — enciclopedia - θησαυρός — tesauro - περιοδική επιθεώρηση — revista - μυστική υπηρεσία — servicio secreto - οικιακά απόβλητα — residuo doméstico - μονοκαλλιέργεια — monocultivo - κοινωνική υπηρεσία — servicio social - σουσάμι — sésamo - αύξηση των τιμών — subida de precios - βουλευτική σύνοδος — período de sesiones - Σεϋχέλλες — Seychelles - IFC — CFI - πανεπιστήμιο — universidad - μεταφορά ζώων — transporte de animales - σύλλογοι και μαζικοί φορείς — movimiento asociativo - Σάρτζα — Sharjah - Σικελία — Sicilia - σταθμεύουσες δυνάμεις — despliegue de fuerzas - βουλευτική έδρα — escaño parlamentario - κενή έδρα — escaño vacante - Αυστραλία — Australia - Σιέρρα Λεόνε — Sierra Leona - σήμανση — señalización - τροφές οικιακών ζώων συντροφιάς — alimento para animales domésticos - Σιγκαπούρη — Singapur - όξινη βροχή — lluvia ácida - πολεοδόμος — profesión del urbanismo - μέσα τεκμηρίωσης — obra de referencia - μη υφασμένο ύφασμα — textil sin tejer - σιρόπι — jarabe - Νήσοι Αιγαίου Πελάγους — Islas del Egeo - Κανάριοι Νήσοι — Canarias - σιζάλ — sisal - προεδρείο του ΕΚ — Mesa del PE - σεισμολογία — sismología - Αντιπρόεδρος — vicepresidente - θεσμικά θέματα — vida institucional - έδρα θεσμικού οργάνου — sede de la institución - θεσμική μεταρρύθμιση — reforma institucional - αρμοδιότητες των οργάνων — competencia institucional - κατάσταση ΕΚ — situación CE - οικογενειακή κατάσταση — situación familiar - πολιτική του διαστήματος — política espacial - αυτάρκεια εφοδιασμού — autoabastecimiento - χρηματοοικονομική κατάσταση — situación financiera - εταιρία — sociedad - αστική εταιρία — sociedad civil - αστική επαγγελματική εταιρία — sociedad civil profesional - εμπορική εταιρία — sociedad mercantil - εταιρία μικτής οικονομίας — sociedad de economía mixta - εταιρία επενδύσεων — sociedad de inversión - κεφαλαιουχική εταιρία — sociedad de capital - λεωφορείο — autobús - προσωπική εταιρία — sociedad de personas - ετερόρρυθμη εταιρία — sociedad comanditaria - συμμετοχική εταιρία — sociedad en participación - ευρωπαϊκή εταιρία — sociedad europea - σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα — sociedad sin fines de lucro - Νότια Γιουτλάνδη — Jutlandia del Sur - μετάξι — seda - περίθαλψη αναπήρων — ayuda a los discapacitados - σόγια — soja - διαλύτης — disolvente - Σομαλία — Somalia - δημοσκόπηση — sondeo de opinión - σόργο — sorgo - αυτοδιάθεση — autodeterminación - Σουδάν — Sudán - θείον — azufre - υποβολή προσφορών — presentación de ofertas - προέλευση της βοήθειας — fuente de la ayuda - πηγή δικαίου — fuentes del Derecho - υποπροϊόν — subproducto - γεωργικό υποπροϊόν — subproducto agrícola - αυτοχρηματοδότηση — autofinanciación - υποπροϊόν του γάλακτος — subproducto de la leche - υποπροϊόν μεταλλουργίας — subproducto metálico - υποπρολεταριάτο — subproletariado - υποσιτισμός — desnutrición - χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού — subpoblación - αυτοδιαχείριση — autogestión - προστάτης οικογενείας — sostén de la familia - στήριξη των τιμών — sostenimiento de los precios - στήριξη των γεωργικών τιμών — sostenimiento de los precios agrarios - νομισματική στήριξη — apoyo monetario - εθνική κυριαρχία — soberanía nacional - εξειδίκευση της παραγωγής — especialización de la producción - εξειδίκευση των συναλλαγών — especialización de los intercambios comerciales - ταξινόμηση στον προϋπολογισμό — especificación presupuestaria - αυτοπεριορισμός — autolimitación - οικοδομική κερδοσκοπία — especulación inmobiliaria - Σποράδες — Espórades del Norte - Σρι Λάνκα — Sri Lanka - Stabex — Stabex - σταθερότητα των τιμών — estabilidad de precios - σταθεροποίηση των εισοδημάτων — estabilización de la renta - οικονομική σταθεροποίηση — estabilización económica - διεπαγγελματική συμφωνία — acuerdo interprofesional - οικονομική στασιμότητα — estancamiento económico - πειραματικός σταθμός — estación experimental agrícola - στατιστική — estadística - γεωργικές στατιστικές — estadística agraria - κοινοτικές στατιστικές — estadística comunitaria - δημογραφικές στατιστικές — estadística demográfica - στατιστικές αλιείας — estadística pesquera - οικονομική στατιστική — estadística económica - χρηματοπιστωτικές στατιστικές — estadística financiera - βιομηχανικές στατιστικές — estadística industrial - διεθνείς στατιστικές — estadística internacional - εθνικές στατιστικές — estadística nacional - επίσημες στατιστικές — estadística oficial - περιφερειακές στατιστικές — estadística regional - καθεστώς του Βερολίνου — Estatuto de Berlín - καθεστώς της Ιερουσαλήμ — Estatuto de Jerusalén - υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου — estatuto del funcionario - αυτονομία — autonomía - υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού — estatuto del personal - νομικό καθεστώς — estatuto jurídico - πολιτικό καθεστώς — estatuto político - επαγγελματική κατάσταση — categoría profesional - κοινωνική θέση — status social - στείρωση — esterilización - φορολογικό κίνητρο — incentivo fiscal - απόθεμα — stock - κοινοτικά αποθέματα — stock comunitario - δημοσιονομική αυτονομία — autonomía financiera - συγκυριακό απόθεμα — stock coyuntural - απόθεμα παρέμβασης — stock de intervención - πλεονασματικό απόθεμα — stock excedentario - ελάχιστο απόθεμα — stock mínimo - παγκόσμια αποθέματα — stock mundial - ιδιωτικό απόθεμα — stock privado - δημόσιο απόθεμα — stock público - ρυθμιστικό απόθεμα — stock regulador - αποθήκευση όπλων — almacenamiento de armas - αποθήκευση ενέργειας — almacenamiento de la energía - αποθήκευση τροφίμων — almacenamiento de alimentos - εναποθήκευση τεκμηρίων — almacenamiento de documentos - Στορκοπεγχάγη — Storkoebenhavn - Στορστραίμ — Storstroem - γεωργικές διαρθρώσεις — estructura agraria - διάρθρωση της απασχόλησης — estructura del empleo - δομή της επιχείρησης — estructura de la empresa - δημοσιονομική έγκριση — autorización presupuestaria - δομή της οικονομίας — estructura económica - δομή της βιομηχανίας — estructura industrial - θεσμική δομή — estructura institucional - κοινωνική δομή — estructura social - επικίνδυνη ουσία — sustancia peligrosa - άδεια σύμπραξης — autorización de entente - επιδότηση εξαγωγών — subvención a la exportación - υποκατάστατο τροφίμου — sucedáneo de alimento - διαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση — sucesión de la explotación agraria - ζάχαρη — azúcar - λευκή ζάχαρη — azúcar blanco - ακατέργαστη ζάχαρη — azúcar semirrefinado - ζάχαρη από τεύτλα — azúcar de remolacha - έγκριση μεταφοράς — autorización de transporte - ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο — azúcar de caña - έγκυρα ψηφοδέλτια — votos válidos - καθολική ψηφοφορία — sufragio universal - αυτοκτονία — suicidio - Ελβετία — Suiza - Σουλάβεζι — Sulawesi - Σουμάτρα — Sumatra - χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση — superficie agrícola utilizada - αναπληρωτής — sustituto - μέσο καταγραφής πληροφοριών — soporte de información - μέσο μαγνητικής εγγραφής — soporte magnético - κατάργηση θέσεων απασχόλησης — supresión de empleo - κατάργηση των δασμών — supresión de los derechos de aduana - υπερεθνικότητα — supranacionalidad - υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — sobreexplotación de recursos - δασική έκταση — superficie arbolada - επιφάνεια εκμετάλλευσης — superficie de explotación - κύρια επιφάνεια — superficie principal - ταχεία κατάψυξη — ultracongelación - Σουρινάμ — Surinam - υπερπληθυσμός — superpoblación - νομισματική συμφωνία — acuerdo monetario - αυτοκινητόδρομος — autopista - υπερπαραγωγή — sobreproducción - εποπτεία της αγοράς — vigilancia del mercado - αναστολή της βοήθειας — suspensión de la ayuda - αναστολή εκτελέσεως της ποινής — suspensión de la pena - αναστολή των δασμών — suspensión de los derechos de aduana - Σουαζιλάνδη — Swazilandia - δασοκομία — silvicultura - Αυστρία — Austria - Συρία — Siria - Sysmin — Sysmin - τραπεζικό σύστημα — sistema bancario - εκπαιδευτικό σύστημα — sistema de enseñanza - σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης — sistema de explotación agraria - σύστημα πληροφόρησης — sistema de información - σύστημα διοικητικής πληροφόρησης — sistema de información para la gestión - σύστημα επικοινωνίας — sistema de comunicación - λογιστικό σύστημα — sistema de contabilidad - σύστημα καλλιέργειας — sistema de cultivo - Ωβέρνη — Auvernia - σύστημα των Ηνωμένων Εθνών — sistema de las Naciones Unidas - σύστημα τεκμηρίωσης — sistema documental - εκλογική διαδικασία — sistema electoral - ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα — sistema electoral europeo - Ευρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα — Sistema Europeo de Contabilidad - Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα — sistema monetario europeo - διεθνές νομισματικό σύστημα — sistema monetario internacional - τυποποιημένο λογιστικό σύστημα — sistema normalizado de contabilidad - Ταϊβάν — Taiwán - Τανζανία — Tanzania - τάπητας — tapicería - τιμολόγιο εναέριων μεταφορών — tarifa aérea - κόμιστρο — tarifa de transporte - κοινό δασμολόγιο — Arancel Aduanero Común - τιμολόγιο σιδηροδρομικών μεταφορών — tarifa ferroviaria - προκαταβολές — anticipo de tesorería - ταχυδρομικό τέλος — tarifa postal - προτιμησιακό δασμολόγιο — arancel preferencial - τιμολόγια επιβατικών μεταφορών — tarifa de viajeros - τέλη υποδομής — tarificación de la infraestructura - ποσοστό αυτάρκειας — tasa de autoabastecimiento - τιμή συναλλάγματος — tipo de cambio - προσχέδιο προϋπολογισμού — anteproyecto de presupuesto - ποσοστό ΦΠΑ — tipo del IVA - κυμαινόμενη ισοτιμία — tipo de cambio flotante - κεντρική ισοτιμία — tipo de cambio central - αντιπροσωπευτικός συντελεστής — tipo de cambio representativo - Ταβάλ — Tawal - διατίμηση — fijación de precios máximos - τέλη ανά άξονα — tasa por eje - εξαγωγικός φόρος — gravamen sobre las exportaciones - εισαγωγικός φόρος — gravamen sobre las importaciones - τέλη χαρτοσήμου — impuesto del timbre - αντισταθμιστικό τέλος — gravamen compensatorio - φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος — exacción de efecto equivalente - συνυπευθυνότητα των παραγωγών — corresponsabilidad de los productores - τέλη διαμετακόμισης — derecho de tránsito - φόρος επιτηδεύματος — impuesto sobre actividades profesionales - φόρος καυσίμων — impuesto sobre los carburantes - πολιτική αεροπορία — aviación civil - φόρος αυτοκινήτων — impuesto de circulación - Τσαντ — Chad - Τσεχοσλοβακία — Checoslovaquia - καλλιεργητική τεχνική — técnica de cultivo - τεχνική διαχείρισης — técnica de gestión - τεχνικές εγκαταστάσεις οικοδομής — técnica de la construcción - τεχνολογία — tecnología - τεχνολογία τροφίμων — tecnología alimentaria - στρατιωτικό αεροσκάφος — aviación militar - τεχνολογία υλικών — tecnología de materiales - ήπιες μορφές τεχνολογίας — tecnología blanda - ενεργειακή τεχνολογία — tecnología energética - ενδιάμεσες τεχνολογίες — tecnología intermedia - πυρηνική τεχνολογία — tecnología nuclear - τεχνολογία πετρελαίου — tecnología petrolera - τηλεπικοινωνία — telecomunicación - τηλεαντιγραφή — telefax - τηλεανίχνευση — teledetección - πτηνοτροφία — avicultura - καλωδιακή διανομή — teledistribución - τηλέγραφος — telégrafo - τηλεπληροφορική — telemática - τηλεόραση — televisión - τηλέτυπο — télex - χρόνος ανάπαυσης — tiempo de descanso - πολιτικές τάσεις — tendencia política - ευρωπαϊκή νομισματική συμφωνία — Acuerdo Monetario Europeo - διανοητική ένταση — tensión psíquica - όροι εμπορίου — relación real de intercambio - χώρος ανέγερσης κτιρίου — terreno edificable - βιομηχανικά γήπεδα — terreno industrial - εγκαταλειμμένη γη — tierra abandonada - γεωργική γη — tierra agrícola - δημόσια κτήματα — propiedad rústica del Estado - ακαλλιέργητη γη — tierra baldía - καλλιεργήσιμη γη — tierra laborable - γνώμη — dictamen - ανακτημένη γη — tierra recuperada - υπερπόντια εδάφη — territorio de ultramar - τρομοκρατία — terrorismo - Ταϊλάνδη — Tailandia - τσάι — té - θεραπευτική — terapéutica - γνώμη ΕΚ — dictamen CE - Θεσσαλία — Tesalia - Δυτική Θράκη — Tracia Occidental - Τιμόρ — Timor - Ανατολικό Τίμορ, Ανατολικό Τιμόρ — Timor Oriental - τιτάνιο — titanio - πιστωτικός τίτλος — título de crédito - αποδεικτικό καταβολής κομίστρου — título de transporte - Τόγκο — Togo - Τόνγκα — Tonga - βασανιστήρια — tortura - Τοσκάνη — Toscana - μαζικός τουρισμός — turismo de masas - ηλίανθος — girasol - γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — dictamen PE - τοξικολογία — toxicología - ελκυστήρας — tractor - Trade Expansion Act — Ley de Expansión Comercial - μετάφραση — traducción - Συνθήκη ΕΚ — Tratado CE - Συνθήκη ΕΚΑΧ — Tratado CECA - Συνθήκη ΕΟΚ — Tratado CEE - Συνθήκη ΕΚΑΕ — Tratado CEEA - χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας — países del Pacto de Varsovia - αμελκτική μηχανή — máquina de ordeñar - επεξεργασία του νερού — tratamiento del agua - επεξεργασία κειμένων — tratamiento de textos - επεξεργασία δεδομένων — tratamiento de datos - κατεργασία του μεταλλεύματος — tratamiento del mineral - φυτοϋγειονομική αγωγή — tratamiento fitosanitario - χρηματοοικονομικές συναλλαγές — transacción financiera - μεταφορά επιχείρησης — traslado de la empresa - μεταφορά κεφαλαίων — transferencia de capitales - μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος — transferencia de derechos de pensión - μεταφορά πληθυσμού — traslado de población - μεταφορά τεχνολογίας — transferencia de tecnología - βρώμη — avena - μεταποίηση τροφίμων — transformación alimentaria - κοινοτική διαμετακόμιση — tránsito comunitario - τελωνειακή διαμετακόμιση — tránsito aduanero - διαβίβαση δεδομένων — transmisión de datos - μεταβίβαση κυριότητας — transmisión de la propiedad - άμβλωση — aborto - εναέριες μεταφορές — transporte aéreo - συνδυασμένη μεταφορά — transporte combinado - μεταφορά ενέργειας — transporte de energía - μεταφορές στην ενδοχώρα — transporte al hinterland - μεταφορά εμπορευμάτων — transporte de mercancías - επίγειες μεταφορές — transporte de superficie - μεταφορά επιβατών — transporte de viajeros - δημόσιες συγκοινωνίες — transporte colectivo - παράνομη άμβλωση — aborto ilegal - σιδηροδρομικές μεταφορές — transporte ferroviario - μεταφορά μέσω πλωτής οδού — transporte por vía navegable - μεταφορά με ίδια μέσα — transporte individual - διηπειρωτικές μεταφορές — transporte intercontinental - εσωτερικές μεταφορές — transporte interior - διεθνείς μεταφορές — transporte internacional - διεθνείς οδικές μεταφορές — transporte internacional por carretera - ενδοκοινοτικές μεταφορές — transporte intracomunitario - συμφωνία πολυϊνών — Acuerdo Multifibras - θεραπευτική άμβλωση — aborto terapéutico - εθνικές μεταφορές — transporte nacional - μεταφορά με συρματόσχοινο — transporte por cable - μεταφορά με αγωγό — transporte por tubería - μεταφορά για λογαριασμό τρίτου — transporte por cuenta de terceros - μεταφορά για ίδιο λογαριασμό — transporte por cuenta propia - δημόσιες μεταφορές — transporte público - περιφερειακές μεταφορές — transporte regional - οδικές μεταφορές — transporte por carretera - μεταφορά μαθητών — transporte escolar - ημιμαζικά μεταφορικά μέσα — transporte semicolectivo - μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο — transporte bajo precinto aduanero - υπόγεια μεταφορά — transporte subterráneo - προαστιακές συγκοινωνίες — transporte suburbano - χερσαία μεταφορά — transporte terrestre - διαμεθοριακές μεταφορές — transporte transfronterizo - αστικές συγκοινωνίες — transporte urbano - μεταφορέας — transportista - εργασία — trabajo - εργασία κατ' οίκον — trabajo a domicilio - άζωτο — nitrógeno - εργασία εν σειρά — trabajo en cadena - εργασία πλήρους απασχόλησης — trabajo a tiempo completo - εργασία μερικής απασχόλησης — trabajo a tiempo parcial - εργασία ανηλίκων — trabajo de menores - εργασία κατά βάρδιες — trabajo por turnos - ηλικιωμένος εργαζόμενος — trabajador de edad avanzada - λαθραία εργαζόμενος — trabajador clandestino - κοινοτικός εργαζόμενος — trabajador comunitario - μεθοριακός εργαζόμενος — trabajador fronterizo - εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες — trabajador minusválido - χειρώνακτες — trabajador manual - διακινούμενος εργαζόμενος — trabajador migrante - εποχικός εργαζόμενος — trabajador de temporada - κοινωνικός λειτουργός — trabajador social - δημόσια έργα — obras públicas - τριφύλλι — trébol - Μπαχάμες — Bahamas - Τρεντίνο-Άνω Αδίγης — Trentino-Alto Adigio - δημόσιο θησαυροφυλάκιο — Tesoro - Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Trinidad y Tobago - τριτικάλη — tritical - Μπαχρέιν — Bahrein - τράστ — trust - σωλήνας, σωληνάριο, σωληνώσεις — cañería, canuto, conducto, manga, manguera, tubo - φυματίωση ζώων — tuberculosis animal - βολφράμιο — tungsteno - Τυνησία — Túnez - αεριοστρόβιλος — turbina - Τουρκία — Turquía - ραγώδες — fruto en baya - Τουβαλού — Tuvalu - σωληνώσεις — tubería - ΦΠΑ — IVA - UDEAC — UDEAC - χώρες της UDEAC — países de la UDEAC - UEBL — UEBL - UEDE — UED - χώρες της ΔΕΕ — países de la UEO - ITU — UIT - Ουμ αλ Κουάβαιν — Umm al-Qaiwán - UNCRD — Uncred - Unesco — Unesco - εθνική ενοποίηση — unificación nacional - ΔΕΕ — UEO - μισθωτήριο — contrato de alquiler - UEA — UEA - τελωνειακή ένωση — unión aduanera - οικονομική ένωση — unión económica - Οικονομική και Νομισματική Ένωση — Unión Económica y Monetaria - Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών — Unión Europea de Pagos - διακοινοβουλευτική ένωση — unión interparlamentaria - προτιμησιακή συμφωνία — acuerdo preferencial - εμπορικό μισθωτήριο — arrendamiento comercial - χώρες της ΟΝΕΔΑ — país de la UEMOA - νομισματική ένωση — unión monetaria - UNIR — UNIR - Unisist — Unisist - Unitar — Unitar - ζωική μονάδα — cabeza de ganado - σύμβαση αγρομίσθωσης — contrato de arrendamiento rústico - UNRWA — OOPS - UPA — APU - UPU — UPU - ουράνιο — uranio - αστυφιλία — urbanización - πολεοδομία — urbanismo - ΕΣΣΔ — URSS - Ουρουγουάη — Uruguay - χρήστης των μεταφορικών μέσων — usuario de transportes - πτώση των τιμών — baja de precios - εργοστάσιο «με το κλειδί στο χέρι» — fábrica llave en mano - επικαρπία — usufructo - χρήστης της πληροφορίας — usuario de información - χρησιμοποίηση της βοήθειας — utilización de la ayuda - χρήση του νερού — utilización del agua - χρήση ενέργειας — utilización de la energía - χρήση των γαιών — utilización de las tierras - ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας — uso pacífico de la energía - Ουτρέχτη — Utrecht - εμπορικό ισοζύγιο — balanza comercial - εμβόλια — vacuna - εμβολιασμός — vacunación - θηλάζουσα αγελάδα — vaca lactante - γαλακτοπαραγωγός αγελάδα — vaca lechera - Κοιλάδα Αόστης — Valle de Aosta - προστιθέμενη αξία — valor añadido - χρηματιστηριακή αξία — valor bursátil - αξία των συναλλαγών — valor comercial - ελλειμματικό ισοζύγιο — balanza deficitaria - δασμολογητέα αξία — valor en aduana - βανάδιο — vanadio - Βανουάτου — Vanuatu - Βατικανό — Vaticano - μόσχος — ternero - αερολισθαίνον όχημα — vehículo de colchón de aire - δίτροχο — vehículo de dos ruedas - όχημα με κινητήρα — vehículo de motor - γεωργικό όχημα — vehículo agrícola - ηλεκτροκίνητο όχημα — vehículo eléctrico - όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές — vehículo sobre raíles - Βέυλε — Vejle - Βένετο — Venecia - ισοζύγιο αδήλων — balanza de invisibles - Βενεζουέλα — Venezuela - πώληση — venta - πώληση επί πιστώσει — venta a crédito - πώληση με έκπτωση — venta con rebaja - πλειστηριασμός — venta en subasta - άμεση πώληση — venta directa - ισοζύγιο πληρωμών — balanza de pagos - αφορολόγητη πώληση — venta libre de impuestos - πώληση εξ αποστάσεως — venta a distancia - εξέλεγξη λογαριασμών — verificación de cuentas - Βεστ φορ Στορμπαίλτ — Vest for Storebaelt - Βεστγαίλαντ — Sjaelland Occidental - Μπάλι, Μπαλί — Bali - κρέας — carne - βοδινό κρέας — carne bovina - αίγειο κρέας — carne caprina - κρέας αλόγου — carne equina - κρέας βουβάλου — carne de búfalo - μοσχαρίσιο κρέας — carne de ternera - κρέας πουλερικών — carne de ave - αποστεωμένο κρέας — carne deshuesada - νωπό κρέας — carne fresca - Βαλκάνια, Βαλκανική Χερσόνησος, Βαλκάνια — Balcanes - πρόβειο κρέας — carne ovina - χοιρινό κρέας — carne porcina - Βίμποργκ — Viborg - αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου — vicepresidente del Parlamento - θύμα άμαχου πληθυσμού — víctima civil - θύμα πολέμου — víctima de guerra - teletext — teletexto - videotex — videotex interactivo - επαγγελματική ένταξη — inserción profesional - επαναληπτική ψηφοφορία — ballotage - ζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων — vida asociativa - ζωή της επιχείρησης — vida de la empresa - σχολική ζωή — vida escolar - κοινωνική ζωή — vida social - Βιετνάμ, Σοσιλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ — Vietnam - αμπελώνας — viñedo - πόλη μετρίου μεγέθους — ciudad media - νέα πόλη — ciudad nueva - πόλη δορυφόρος — ciudad satélite - αρωματισμένος οίνος — vino aromatizado - λευκός οίνος — vino blanco - τοπικός οίνος — vino del país - οίνος ποιότητας — vino de calidad superior - επιτραπέζιος οίνος — vino de mesa - εμφιαλωμένος οίνος — vino embotellado - οίνος αυξημένου οινοπνεύματος — vino alcoholizado - ταινία — cinta - αφρώδης οίνος — vino espumoso - ερυθρωπός οίνος — vino rosado - ερυθρός οίνος — vino tinto - μη αφρώδης οίνος — vino no espumoso - οινοποίηση — vinificación - βιασμός — violencia sexual - βία — violencia - κρατική βία — violencia de Estado - πολιτική βία — violencia política - Μπαγκλαντές — Bangladesh - αμπελουργία — viticultura - εσωτερική υδάτινη οδός — curso de agua interior - διεθνής υδάτινη οδός — curso de agua internacional - οδός ταχείας κυκλοφορίας — autovía - αγροτική οδός — vía rural - αστική οδός — vía urbana - Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης — Banco Africano de Desarrollo - σφαγμένα πουλερικά — ave de corral muerta - πουλερικά ωοπαραγωγής — ave de corral ponedora - ζώντα πουλερικά — ave de corral viva - όγκος των συναλλαγών — volumen de intercambios - όγκος των χρηματικών συναλλαγών — volumen de transacciones - λευκή ψήφος — voto en blanco - αγροτική τράπεζα — banco agrícola - δεσμευμένη ψηφοφορία — voto en bloque - ψήφιση νόμου — votación de la ley - ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα — votación electrónica - ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως — votación nominal - άκυρη ψήφος — voto nulo - υποχρεωτική ψήφος — voto obligatorio - ψήφιση προ της ημέρας των εκλογών — votación anticipada - ψήφος δι' αλληλογραφίας — voto por correspondencia - ψήφος δια πληρεξουσίου — votación por poderes - κοινοβουλευτική ψηφοφορία — votación parlamentaria - κεντρική τράπεζα — banco central - ψήφος με εκδήλωση προτίμησης — voto preferencial - φανερή ψηφοφορία — votación pública - οργανωμένο ταξίδι — viaje todo incluido - ομαδικό ταξίδι — viaje en grupo - ηφαιστειολογία — vulcanología - γεωργικές εφαρμογές — extensión agraria - Νήσοι Ουώλις και Φουτούνα — Wallis y Futuna - γιαούρτι — yogur - εμπορική τράπεζα — banco comercial - Υεμένη — Yemen - πρώην Υεμένη ΛΔ — antiguo Yemen RDP - Γιόρκσαϊρ Χάμπερσαϊντ — Yorkshire y Humberside - Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό — República Democrática del Congo - Ζάμπια — Zambia - Ζηλανδία — Zelanda - συνεταιριστική τράπεζα — banco cooperativo - άνυδρη ζώνη — zona árida - κλιματική ζώνη — zona climática - οικιστική ζώνη — zona residencial - ζώνη αλιευμάτων — zona de captura - ζώνη ελευθέρων συναλλαγών — zona de libre comercio - ζώνη αλιείας — zona pesquera - αποκλειστική οικονομική ζώνη — zona económica exclusiva - ισημερινή ζώνη — zona ecuatorial - ελεύθερη ζώνη — zona franca - συμφωνία SALT — Acuerdo SALT - τράπεζα επενδύσεων — banco de inversión - ψυχρή ζώνη — zona fría - υγρή ζώνη — zona húmeda - νομισματική ζώνη — zona monetaria - πεζοδρομημένη ζώνη, πεζόδρομος — centro comercial, zona peatonal - μολυσμένη ζώνη — zona contaminada - προστατευόμενη ζώνη — zona protegida - πληγείσα ζώνη — zona catastrófica - υποτροπική ζώνη — zona subtropical - προαστιακή ζώνη — zona suburbana - δασμολογική ζώνη — zona de tarificación - τράπεζα ανάπτυξης — banco de desarrollo - εύκρατη ζώνη — zona templada - τροπική ζώνη — zona tropical - αστική ζώνη — zona urbana - ζωολογία — zoología - φορέας γεωργικής χωροταξίας — SAFER - λαϊκή τράπεζα — banco popular - ιδιωτική τράπεζα — banco privado - δημόσια τράπεζα — banco público - Μπαρμπάντος — Barbados - τομεακή συμφωνία — acuerdo sectorial - πίνακας τιμών — lista de precios - ράβδος — barra - χαμηλόμισθοι — salario bajo - βάση δεδομένων — base de datos - στρατιωτική βάση — base militar - Βασιλικάτα — Basilicata - Κάτω Νορμανδία — Baja Normandía - Κάτω Σαξονία, Κάτω Σαξωνία — Baja Sajonia - πλοίο — buque - συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως — acuerdo sobre productos básicos - δεξαμενόπλοιο — buque cisterna - κτίριο — edificio - σκάφος αναψυχής — embarcación de recreo - βιομηχανικά κτίρια — edificio industrial - δημόσιο κτίριο — edificio público - Βαυαρία — Baviera - δασμολογική συμφωνία — acuerdo arancelario - καλές τέχνες — bellas artes - ΕΤΕπ — BEI - Βέλγιο — Bélgica - περιφέρειες και κοινότητες του Βελγίου — regiones y comunidades de Bélgica - Μπελίζ — Belice - κέρδος — beneficio - δικαιούχος της βοήθειας — beneficiario de ayuda - Benelux, Μπενελούξ, τα κράτη της Μπενελούξ — Benelux - χώρες της Benelux — países del Benelux - Μπενίν — Benin - Βερολίνο — Berlín - Βερμούδες — Bermudas - επισιτιστικές ανάγκες — necesidad alimentaria - στεγαστικές ανάγκες — necesidad de vivienda - ανάγκη εργατικού δυναμικού — necesidad de mano de obra - αύξηση πληθυσμού — crecimiento de la población - ανάγκες σε νερό — necesidades de agua - χορτονομή — forraje - χρηματοληπτική ανάγκη — necesidad financiera - κτηνοτροφικό τεύτλο — remolacha forrajera - ζαχαρότευτλο — remolacha azucarera - BEUC — BEUC - βούτυρο — mantequilla - φυτικό βούτυρο — manteca vegetal - Μπουτάν — Bhután - αύξηση της παραγωγής — crecimiento de la producción - βιβλιογραφία — bibliografía - βιβλιοθήκη — biblioteca - βιβλιοθήκη νέων — biblioteca juvenil - εθνική βιβλιοθήκη — biblioteca nacional - δημόσια βιβλιοθήκη — biblioteca pública - επιστημονική βιβλιοθήκη — biblioteca científica - πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη — biblioteca universitaria - κοινοβουλευτικό σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων — bicameralismo - BID — BID - τενεκεδούπολη — barrio de chabolas - ΙΒΕ — OIE - κτήματα δήμων και κοινοτήτων — bien comunal - πολιτιστικό αγαθό — bien cultural - διαρκές αγαθό — bien duradero - μη διαρκές αγαθό — bien no duradero - κοινωνική ευημερία — bienestar social - κατηγορία για αδίκημα — acusación - ισοζύγιο εφοδιασμού — balance de abastecimiento - ενεργειακό ισοζύγιο — balance energético - κοινωνικός απολογισμός — balance social - βιοχημεία — bioquímica - βιολογική μετατροπή — bioconversión - βιοδιασπασιμότητα — biodegradabilidad - βιοενέργεια — bioenergía - βιογραφία — biografía - δικομματικό σύστημα — bipartidismo - πόλωση — bipolarización - Μιανμάρ — Myanmar - πράξη αγοράς — compra - βισμούθιο — bismuto - σκληρό σιτάρι — trigo duro - μαλακό σιτάρι — trigo blando - καθήλωση των τιμών — congelación de precios - οικοδομική ξυλεία — madera para la construcción - αγορά επί πιστώσει — compra a crédito - μη αλκοολούχο ποτό — bebida no alcohólica - έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου — bono del Tesoro - Μποναίρ — Bonaire - επιδότηση επιτοκίου — bonificación de intereses - πλεκτοβιομηχανία — calcetería - αγορά παρέμβασης — compra de intervención - Μπόρνχολμ — Bornholm - βοτανική, φυτολογία — botánica - Μποτσουάνα — Botswana - αρτοποιία — panadería - Βουργουνδία — Borgoña - χρηματιστήριο εμπορευμάτων — Bolsa de mercancías - βοοειδή — bovino - επαρχία Φλαμανδικής Βραβάνδης — provincia de Brabante Flamenco - Βόρεια Βραβάνδη — Brabante Septentrional - επαρχία Βαλλωνικής Βραβάνδης — provincia de Brabante Valón - Βρέμη — Bremen - Βραζιλία, Ομόσπονδη Δημοκρατία της Βραζιλίας — Brasil - δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — patente - ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — patente europea - BRI — BIP - ανόργανο οξύ — ácido inorgánico - βρώμιο — bromo - βρουκέλλωση — brucelosis - Μπρουνέι — Brunei - κοινοτικός προϋπολογισμός — presupuesto comunitario - προϋπολογισμός για την άμυνα — presupuesto de defensa - έκτακτος προϋπολογισμός — presupuesto extraordinario - οργανικό οξύ — ácido orgánico - οικογενειακός προϋπολογισμός — presupuesto familiar - επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ — presupuesto operativo CECA - προϋπολογισμός διαφήμισης — presupuesto publicitario - διορθωτικός προϋπολογισμός — presupuesto rectificativo - ευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός — presupuesto social europeo - συμπληρωματικός προϋπολογισμός — presupuesto suplementario - εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό — consignación presupuestaria - Βουλγαρία — Bulgaria - ψηφοδέλτιο — papeleta de votación - γραφείο πληροφοριών — oficina de información - εκλογικό τμήμα — mesa electoral - προεδρείο του Κοινοβουλίου — Mesa del Parlamento - διοικητική διατύπωση — formalidad administrativa - αυτοματοποίηση γραφείου — ofimática - βουτυρέλαιο — butteroil - σκιώδης κυβέρνηση — gobierno en la sombra - Αβρουζία — Abruzos - Αζόρες — Azores - θαλάσσια ακτοπλοΐα — cabotaje marítimo - κακάο — cacao - δημόσιο κτηματολόγιο — catastro - στέλεχος — cuadro - διοικητικό στέλεχος — cuadro administrativo - γλωσσικός κλάδος ΕΚ — cuadro lingüístico CE - χώρες ΑΚΕ — países ACP - μεσαίο στέλεχος — cuadro medio - ανώτερο στέλεχος — cuadro superior - ΣΑΟΒ — CAME - χώρες του ΣΑΟΒ — países del CAME - καφές — café - ταμιευτήριο — caja de ahorros - Καλαβρία — Calabria - κοστολόγηση — cálculo de costes - κτήση κυριότητας — adquisición de la propiedad - ωρολόγιο πρόγραμμα — calendario escolar - Καμερούν — Camerún - καλλιεργητική περίοδος — campaña agrícola - Καμπανία — Campania - κατασκήνωση — camping - Καναδάς — Canadá - Διώρυγα του Παναμά — canal de Panamá - απόκτηση γνώσεων — adquisición de conocimientos - καρκίνος — cáncer - υποψήφιος — candidato - ζαχαροκάλαμο — caña de azúcar - EAC — EAC - Πράσινο Ακρωτήριο — Cabo Verde - απόκτηση τεκμηρίωσης — adquisición de documentos - δικαιοπρακτική ικανότητα — capacidad de obrar - ικανότητα φόρτωσης — capacidad de carga - ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως — capacidad de contratar - δυνατότητα άσκησης δικαιώματος — capacidad de disfrute - αρνησικυρία — veto - διαδικασία διαβούλευσης — procedimiento consultivo - υπουργείο — ministerio - αιρετός εκπρόσωπος τοπικής αυτοδιοίκησης — cargo electivo local - αυτόνομη κοινότητα — comunidad autónoma - περιφερειακή διοίκηση — administración regional - επιστημονικές ανταλλαγές — intercambio científico - παραγωγική ικανότητα — capacidad de producción - στρατιωτικές κυρώσεις — sanción militar - διεθνείς εθελοντές — voluntario internacional - Ζήτημα της Υπεριορδανίας — cuestión de Cisjordania - κοινοτικό δίκαιο-εθνικό δίκαιο — Derecho comunitario-Derecho nacional - αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — delegación PE - γνώμη της ΟΚΕ — dictamen CES - δημόσια διοίκηση της Κοινότητας — función pública europea - σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — dictamen favorable PE - Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ-ΕΚ — Asamblea paritaria ACP-CE - Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — presidente PE - Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — vicepresidente PE - Σώμα των Κοσμητόρων — cuestor PE - απόφαση του Δικαστηρίου ΕΚ — sentencia del Tribunal CE - αντιευρωπαϊσμός — movimiento antieuropeísta - διαρθρωτικά ταμεία — fondo estructural - δικαστήριο εργατικών διαφορών — jurisdicción laboral - δυναμικό αποθήκευσης — capacidad de almacenamiento - μεταμεληθείς — arrepentido - παρακείμενη ζώνη — zona adyacente - προσφυγή ιδιωτών — recurso de particulares - οικονομική κατάσταση — situación económica - συντελεστής παραγωγής — factor de producción - πόλος ανάπτυξης — polo de crecimiento - ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης — programa integrado de desarrollo - ΟΜΠ — PIM - εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου — comercio Norte-Sur - μεταφορική ικανότητα — capacidad de transporte - κερδοσκοπικά κεφάλαια — capital especulativo - δημόσια χρηματοδότηση — financiación pública - εναρμόνιση των τιμών — armonización de precios - κεφαλαιαγορά — mercado de capitales - κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου — capital de riesgo - Γενικός Προϋπολογισμός ΕΚ — presupuesto general CE - πολιτιστικό βραβείο — premio cultural - αγγλικανισμός — anglicanismo - καθολικισμός — catolicismo - ορθοδοξία — ortodoxia - προτεσταντισμός — protestantismo - χώρος αναψυχής — zona de recreo - προσωπικό εστιατορίων — profesión gastronómica - μαφία — mafia - βιοηθική — bioética - μυστικές εταιρίες — sociedad secreta - τοπική πολιτιστική παράδοση — cultura regional - AIDS — SIDA - τιμή της γης — precio del terreno - ανοικτό πανεπιστήμιο — enseñanza abierta - προϋπολογισμός της εκπαίδευσης — presupuesto de educación - εκπαιδευτικές ανταλλαγές — intercambio escolar - Eurydice — Eurydice - αναγνώριση σπουδών — reconocimiento de estudios - επιχείρηση Τύπου — empresa periodística - teletex — teletex - προστασία δεδομένων — protección de datos - αμφίδρομο δίκτυο — red de transmisión interactiva - κινηματογραφική παραγωγή — producción cinematográfica - βιομηχανία προγραμμάτων — industria de programas - συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων — coproducción audiovisual - οπτικοακουστικό πρόγραμμα — programa audiovisual - οπτικοακουστική παραγωγή — producción audiovisual - τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας — televisión de alta definición - βιντεοεπικοινωνία — videocomunicación - οπτικοακουστική πολιτική — política audiovisual - ραδιοτηλεπειρατεία — piratería audiovisual - ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος — espacio audiovisual europeo - ελεύθερη διακίνηση προγραμμάτων — libre circulación de programas - επικοινωνιακά τέλη — tarifa de comunicaciones - δίκαιο των πληροφοριών — Derecho de la información - νομικές εφαρμογές πληροφορικής — informática jurídica - μεταφόρτωση προγραμμάτων — telecarga - αυτόματη μετάφραση — traducción automática - ενεργειακή ανεξαρτησία — independencia energética - βιομηχανικό κεφάλαιο — capital industrial - διαδικασία συνεργασίας — procedimiento de cooperación - μεταφορά αρμοδιότητας — traspaso de competencias - δημιουργία επιχείρησης — fundación de la empresa - επιχείρηση παροχής υπηρεσιών — empresa de servicios - επιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού — agencia de empleo temporal - εργασία σε οθόνη — trabajo en pantalla - οδικές ενδομεταφορές — cabotaje de carretera - τομέας ποταμοπλοΐας — transportista fluvial - θαλάσσια διώρυγα — canal marítimo - ζεύξη της Μάγχης — Túnel de la Mancha - τιμολόγιο εσωτερικών μεταφορών — tarifa interior - τιμολόγιο διεθνών μεταφορών — tarifa internacional - τιμολόγιο οδικών μεταφορών — tarifa de transporte por carretera - διοικητική πράξη — acto administrativo - εταιρικό κεφάλαιο — capital social - προστασία των δασών — protección del bosque - Τυρρηνική Θάλασσα — mar Tirreno - Αδριατική Θάλασσα — mar Adriático - Λιγυρική Θάλασσα — mar de Liguria - Αιγαίο Πέλαγος — mar Egeo - Ιόνιο Πέλαγος — mar Jónico - καταπολέμηση των εντόμων — lucha contra los insectos - γεωργική χωροταξία — ordenación de la propiedad rústica - αλιευτικές διατάξεις — regulación de la pesca - αλιευτικοί έλεγχοι — control pesquero - πολυετές λαχανικό — legumbre perenne - νωπό προϊόν — producto fresco - ποιοτικό πρότυπο — norma de calidad - πρότυπο ασφάλειας — norma de seguridad - τεχνικό πρότυπο — norma técnica - COST — COST - έρευνα και ανάπτυξη — investigación y desarrollo - διαστημική έρευνα — investigación espacial - διαστημική τεχνική — técnica espacial - ξένα κεφάλαια — capital extranjero - συνθετικό ελαστικό — caucho sintético - φυσικό ελαστικό — caucho natural - σιδηροδρομικές κατασκευές — industria ferroviaria - ξυλάνθρακας — carbón vegetal - βιομηχανία ειδών πολυτελείας — industria de artículos de lujo - Αυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο — provincia autónoma de Bolzano - Αυτόνομη Επαρχία του Τρέντο — provincia autónoma de Trento - CEPT — CEPT - INCB — JIFE - Habitat OHE — Habitat ONU - υπάλληλοι ΕΚ — agente CE - αιγοειδή — caprino - δευτερεύοντα αλιεύματα — captura accesoria - επιτρεπόμενα αλιεύματα — captura autorizada - αλιεύματα ιχθύων — captura de pescado - αλιεύματα κατ' είδος — captura por especie - συνολικά αλιεύματα — captura total - κοινοτική πράξη — acto comunitario - Νήσοι Καραϊβικής — Caribe - χημεία του άνθρακα — química del carbono - άνθρακας — carbono - καύσιμο κινητήρων εσωτερικής καύσεως — carburante - σφάγιο — pieza en canal - Caricom — Caricom - χώρες της Caricom — países del Caricom - χάρτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων — mapa escolar - καρτέλ — cártel - εμπορική πράξη — acto de comercio - χαρτογραφία — cartografía - ταμειακή ροή — cash flow - καταλογογράφηση — catalogación - Καταλωνία — Cataluña - κατάλογος — catálogo - κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία — categoría socioprofesional - καταβολή εγγύησης υποψηφιότητας — fianza electoral - συνεδριακές εργασίες — acta de congreso - SPC — SPC - CDI — CDI - χώρα ΕΕ — países UE - CEAC — CEAC - CEAE — CEAE - CEAO — CEAO - ιοντίζουσα ακτινοβολία — radiación ionizante - νάτριο — sodio - κατεργασία μετάλλων — trabajo de los metales - ευγενές αέριο — gas raro - μεταμόσχευση οργάνων — trasplante de órganos - μετάγγιση αίματος — transfusión de sangre - απορρίμματα μετάλλων — residuo metálico - κοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία — eje comunitario - ανταλλαγές νέων — intercambio de jóvenes - στοιχειώδη σωματίδια — partícula elemental - αναλυτική χημεία — química analítica - φασματομετρία — espectrometría - χώρες της CEAO — países de la CEAO - κυτταρολογία — citología - ασβέστιο — calcio - ιατρική διάγνωση — diagnóstico médico - πυρηνική ιατρική — medicina nuclear - Μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΕΚ — miembro del Tribunal de Cuentas CE - ασφάλεια κτιρίων — seguridad de los edificios - Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος — Agencia Europea de Medio Ambiente - οδηγός — guía - ευρωπαϊκά σύμβολα — símbolo europeo - επίσημη γλώσσα — lengua oficial - ατυχήματα στο σπίτι — accidente doméstico - κοινοτικό πρόγραμμα — programa comunitario - τροπικό δάσος — bosque tropical - Σύμβαση Λομέ IV — Convenio de Lomé IV - ηλεκτρομαγνητική όχληση — perturbación electromagnética - μισθοφόρος — mercenario - εορτασμός επετείου — conmemoración - μαθήματα οδήγησης — enseñanza de la conducción - ντοπάρισμα — dopaje - Ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου — Convención Europea de Derechos Humanos - ΕΚΑΧ — CECA - Πρωτοδικείο ΕΚ — Tribunal de Primera Instancia CE - όροι συνταξιοδότησης — condición de jubilación - ενδοκοινοτικά σύνορα — frontera intracomunitaria - τροχόσπιτο — vehículo de camping - μέτρα αντιντάμπινγκ — medida antidumping - αντίκτυπος της πληροφορικής — impacto de la informática - κοινοποίηση των δεδομένων — comunicación de datos - στρατιωτική επέμβαση — intervención militar - εξαγωγή αποβλήτων — exportación de residuos - εθελοντές για την ανάπτυξη — cooperante - ραδιοβιολογία — radiobiología - συστηματική απουσία από την εργασία — absentismo - παπικό έγγραφο — acta pontificia - CEDEAO — Cedeao - Cedefop — Cedefop - ΕΚΑΕ — CEEA - άγαμος — célibe - CEMT — CEMT - λογοκρισία — censura - Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — República Centroafricana - συγκέντρωση των πληροφοριών — centralización de la información - Κεντρική Γαλλία — región del Centro - Κοινό Κέντρο Ερευνών ΕΚΑΕ — Centro Común de Investigación CEEA - κέντρο μηχανοργάνωσης — centro de cálculo - κέντρο τεκμηρίωσης — centro de documentación - Κέντρο — centro político - υπολογιστής κεντρικής υποστήριξης — centro distribuidor de bases de datos - δημητριακό διατροφής — cereal alimenticio - μετοχή — valor de renta variable - κτηνοτροφικό σιτηρό — cereal forrajero - αρτοποιήσιμο δημητριακό — cereal panificable - CERN — CERN - ESRO — OEIE - πιστοποιητικό καταγωγής — certificado de origen - πιστοποιητικό κυκλοφορίας — certificado de circulación - πιστοποιητικό υγείας — certificado sanitario - CES — CES - αξίωση παροχής εννόμου προστασίας — acción judicial - παύση δραστηριότητας — cese de actividad - παύση γεωργικής εκμετάλλευσης — cese de actividad agrícola - παύση πληρωμών — suspensión de pagos - εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο — cámara de comercio e industria - άμεσα εκλεγμένη Βουλή — cámara de elección directa - Ομοσπονδιακή Βουλή — cámara federal - κοινοβουλευτικό σώμα — cámara parlamentaria - σαμπάνια — champaña - κοινωνική αλλαγή — cambio social - τεχνολογική αλλαγή — cambio tecnológico - προσθήκη ζάχαρης στο μούστο — edulcoración - ανθρακωρυχείο — minería del carbón - φορτίο ανά άξονα — carga por eje - οικογενειακό βάρος — carga familiar - ωφέλιμο φορτίο — carga útil - φόρτωση — carga - Χάρτης της Αβάνας — Carta de La Habana - καταστατικός χάρτης των Ηνωμένων Εθνών — Carta de las Naciones Unidas - ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης — carta social europea - πρόσβαση στην κοινοτική πληροφόρηση — acceso a la información comunitaria - πρόσβαση στη δικαιοσύνη — acceso a la justicia - συμφωνία ATP — acuerdo ATP - εμπορική συμφωνία ΕΚ — acuerdo comercial CE - συμφωνία συνεργασίας ΕΚ — acuerdo de cooperación CE - συμφωνία του Σένγκεν — Acuerdo de Schengen - ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης — acuerdo europeo de asociación - προσωρινή συμφωνία ΕΚ — acuerdo provisional CE - διοργανική συμφωνία — acuerdo interinstitucional - μικτή συμφωνία — acuerdo mixto - ηλεκτρικός συσσωρευτής — acumulador eléctrico - κοινοτικό κεκτημένο — acervo comunitario - αστική αγωγή — acción por responsabilidad civil - κοινοτική δράση — acción comunitaria - αγωγή αστικού δικαίου — acción civil - αγωγή ποινικού δικαίου — acción penal - αγωγή αποζημίωσης — acción por responsabilidad - ποινική αγωγή — intervención del ministerio fiscal - κοινοτική δραστηριότητα — actividad comunitaria - προσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών — adaptación de las perspectivas financieras - προσχώρηση σε συμφωνία — adhesión a un acuerdo - διοίκηση του οργάνου — administración de la institución - Πορτογαλόφωνη Aφρική — África lusófona - Αφρική νοτίως της Σαχάρας — África subsahariana - Ευρωπαϊκός οργανισμός αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων — Agencia Europea para la Evaluación de Medicamentos - Ευρωπαϊκός οργανισμός για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία — Agencia Europea de Salud y Seguridad en el Trabajo - σωματική επίθεση — agresión física - NAFTA — TLCAN - αλλεργία — alergia - πρεσβεία — embajada - χωροταξία — ordenación del territorio - πρώην ΛΔΓ — antigua RDA - πρώην ΕΣΣΔ — antigua URSS - προϋπηρεσία — antigüedad - πρώην σοσιαλιστικές χώρες — antiguos países socialistas - συσκευή αερίου — aparato de gas - εφαρμογή της πληροφορικής — informatización - εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης — profundización de la Unión Europea - Τόξο του Ατλαντικού — Arco atlántico - αρχιπέλαγος — archipiélago - Αρμενία — Armenia - ASACR — SAARC - ανελκυστήρας — ascensor - Κεντρική Ασία — Asia central - κοινοβουλευτική συνέλευση — asamblea parlamentaria - διοικητική αυτονομία — autonomía administrativa - άδεια πώλησης — autorización de venta - προσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ — anteproyecto de presupuesto CE - μαχητικό αεροσκάφος — avión de combate - Αζερμπαϊτζάν — Azerbaiyán - νομική βάση — base jurídica - λεκάνη του Ρήνου — cuenca renana - Λευκορωσία — Bielorrusia - κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει — beneficiario neto - ΕΤΑΑ — BERD - αγαθό διπλής χρήσης — bien de doble uso - καλή μεταχείριση των ζώων — bienestar de los animales - βιότοπος — biotopo - καθαριστήριο — lavandería - τροπική ξυλεία — madera tropical - Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Bosnia-Herzegovina - Βρανδεβούργο — Brandeburgo - αεροπορικό καμποτάζ — cabotaje aéreo - κοινοτικό πλαίσιο στήριξης — marco comunitario de apoyo - επιστημονικός υπολογισμός — cálculo científico - χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ — calendario de la UEM - επαγγελματική σταδιοδρομία — carrera profesional - κάρτα επέκτασης — tarjeta de ampliación - κασέτα — casete audio - ΣΒΑΣ — CCAN - ΚΑΚ — CEI - ομάδα ποιότητας — círculo de calidad - κοινοτική πιστοποίηση — certificación comunitaria - αλλαγή πολιτικού καθεστώτος — cambio de régimen político - Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων — Carta comunitaria de los derechos sociales fundamentales de los trabajadores - ευρωπαϊκός Χάρτης — carta europea - διεθνής Χάρτης — carta internacional - χειρουργός — cirujano - επιβαρυντική περίσταση — agravante - ελαφρυντική περίσταση — atenuante - ευρωπαϊκή ιθαγένεια — ciudadanía europea - καταχρηστική ρήτρα — cláusula abusiva - συμβατική ρήτρα — cláusula contractual - ρήτρα απαλλαγής — cláusula de exención - COCOM — COCOM - ποινικός κώδικας — Código Penal - κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου — codificación del Derecho comunitario - οικονομική και κοινωνική συνοχή — cohesión económica y social - κόμμωση και αισθητική περιποίηση — peluquería y belleza - οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης — entidad local - οργανισμός περιφερειακής διοίκησης — entidad regional - κοινή επιτροπή ΕΟΧ — Comité Mixto EEE - κοινή συμβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ — Comité Consultivo Mixto EEE - επιτροπή διαχείρισης ΕΚ — comité de gestión CE - επιτροπή κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΚ — comité de reglamentación CE - Επιτροπή Περιφερειών — Comité de las Regiones - μικτή επιτροπή ΕΚ — comité mixto CE - κοινή κοινοβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ — Comité Parlamentario Mixto EEE - επιτροπολογία — comitología - εμπόριο οργάνων — comercio de órganos - εμπόριο έργων τέχνης — comercio de arte - Φλαμανδική Κοινότητα — comunidad flamenca de Bélgica - Γαλλόφωνη Κοινότητα — comunidad francesa de Bélgica - Γερμανόφωνη Κοινότητα — comunidad alemana de Bélgica - κοινότητες του Βελγίου — comunidades de Bélgica - αρμοδιότητα του ΕΚ — competencias del PE - αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΚ — competencia institucional CE - σχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή — diseño asistido por ordenador - εργοδοτική συνομοσπονδία — confederación patronal - συνδικαλιστική συνομοσπονδία — confederación sindical - ευρωπαϊκή διάσκεψη — conferencia europea - διακυβερνητική διάσκεψη ΕΚ — conferencia intergubernamental CE - διεθνής διάσκεψη — conferencia internacional - Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας — Conferencia Internacional del Trabajo - τριμερής διάσκεψη — conferencia tripartita - διένεξη μεταξύ εθνοτήτων — conflicto interétnico - άδεια για πολιτικούς λόγους — permiso por actividad política - Συμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Περσικού Κόλπου — Consejo de Cooperación del Golfo - Συμβούλιο του ΕΟΧ — Consejo del EEE - παροχή συμβουλών και υπηρεσιών εμπειρογνώμονα — asesoramiento y peritaje - πώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής — depósito por producto contaminante - συστατική κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου — consolidación del Derecho comunitario - προξενείο — consulado - διοικητική σύμβαση — contrato administrativo - αντιπαροχή συμφωνίας — contrapartida de un acuerdo - κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει — contribuyente neto - εισφορά ΑΕΠ — contribución PNB - μεθοριακός έλεγχος — control fronterizo - έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων — control de las ayudas públicas - έλεγχος των εξαγωγών — control de las exportaciones - διακυβερνητική σύμβαση ΕΚ — convenio intergubernamental CE - συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων — cooperación en los asuntos internos - τελωνειακή συνεργασία — cooperación aduanera - περιβαλλοντική συνεργασία — cooperación medioambiental - διακυβερνητική συνεργασία ΕΕ — cooperación intergubernamental UE - διοργανική συνεργασία ΕΚ — cooperación interinstitucional CE - διακοινοβουλευτική συνεργασία — cooperación interparlamentaria - δικαστική συνεργασία ΕΕ — cooperación judicial UE - αστυνομική συνεργασία — cooperación policial - αστυνομική συνεργασία ΕΕ — cooperación policial UE - στεγαστικός συνεταιρισμός — cooperativa de viviendas - συντονισμός των χρηματοδοτήσεων — coordinación de financiaciones - συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ — coordinación de políticas UEM - Κέρας της Αφρικής — Cuerno de África - Ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα — Cuerpo de Ejército Europeo - COSAC — COSAC - οργανωμένη εγκληματικότητα — crimen organizado - κριτήριο επιλεξιμότητας — criterio de elegibilidad - κριτήριο σύγκλισης — criterio de convergencia - σώρευση εισοδημάτων — acumulación de rentas - κυκλώνας — ciclón - δήλωση κοινοτικού ενδιαφέροντος — declaración de interés comunitario - προθεσμία έκδοσης — plazo de edición - αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών — abuso de información privilegiada - περιβαλλοντικό έγκλημα — delito ecológico - σεξουαλικό έγκλημα — delito sexual - ονομασία του προϊόντος — denominación del producto - καταγγελία συμφωνίας — denuncia de un acuerdo - αγροτική δαπάνη — gasto agrícola - κοινοτική δαπάνη — gasto comunitario - δαπάνη λειτουργίας ΕΚ — gasto de funcionamiento CE - δαπάνη έρευνας ΕΚ — gasto de investigación CE - επιχειρησιακή δαπάνη ΕΚ — gasto operativo CE - διαρθρωτική δαπάνη — gasto estructural - παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο — excepción del Derecho comunitario - τελωνειακή οφειλή — deuda aduanera - δεύτερη φάση της ΟΝΕ — segunda fase de la UEM - καθήκοντα του υπαλλήλου — deberes del funcionario - κοινωνικός διάλογος — diálogo social - κοινοτικός κοινωνικός διάλογος — diálogo social comunitario - διάδοση της κοινοτικής πληροφόρησης — difusión de la información comunitaria - δημοσιονομική πειθαρχία ΕΚ — disciplina presupuestaria CE - στρατιωτική πειθαρχία — disciplina militar - διάκριση λόγω ιθαγένειας — discriminación por razones de nacionalidad - αντιρρυπαντική διάταξη — dispositivo anticontaminante - ιατρικά στοιχεία — datos médicos - προσωπικά στοιχεία — datos personales - δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας — derecho de litigar - δικαίωμα ασύλου — derecho de asilo - ενοχικό δίκαιο — Derecho de las obligaciones - περιφερειακό δίκαιο — Derecho regional - δικαιώματα του υπαλλήλου — derechos del funcionario - οθόνη — pantalla - ιδιωτικό Ecu — ecu privado - εκπαίδευση υπό επιτήρηση — educación correccional - εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης — accionariado obrero - φαινόμενο θερμοκηπίου — efecto invernadero - κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου — elaboración del Derecho comunitario - περιφερειακές εκλογές — elecciones regionales - έμβρυο — embrión y feto - χρήση γλωσσών — uso de las lenguas - στρατιωτική εκπαίδευση — instrucción militar - θεσμική ισορροπία ΕΚ — equilibrio institucional CE - προστατευτικός εξοπλισμός — equipo de protección - εξοπλισμός πληροφορικής — equipo informático - εξοπλισμός υπό πίεση — equipo de presión - θερμικός εξοπλισμός — equipo térmico - Ερυθραία — Eritrea - Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος — Espacio Económico Europeo - κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού — elaboración del presupuesto comunitario - θρησκευτικό κράτος — Estado confesional - κράτος δικαίου — Estado de derecho - ομοσπονδιακό κράτος — Estado federal - ισλαμικό κράτος — Estado islámico - λαϊκό κράτος — Estado laico - ενιαίο κράτος — Estado unitario - συγκριτική μελέτη — estudio comparativo - περιπτωσιολογική μελέτη — estudio de casos - Ευρώπη των πολιτών — Europa de los ciudadanos - Europol — Europol - εκτέλεση της ποινής — ejecución de la pena - επαγγελματική πείρα — experiencia profesional - δικαστική πραγματογνωμοσύνη — dictamen pericial - αδιαλλαξία, εξτρεμισμός — extremismo - κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή — fabricación asistida por ordenador - μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες — medios para discapacitados - Φλεβολάνδη — Flevoland - διεθνής δημόσια διοίκηση — función pública internacional - υπάλληλος διεθνούς οργανισμού — funcionario internacional - λειτουργία των κοινοτικών οργάνων — funcionamiento institucional - Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Κατάρτισης — Fundación Europea de Formación - Ταμείο Συνοχής — Fondo de Cohesión - Ταμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης — fondo del Consejo de Europa - Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων — Fondo Europeo de Inversiones - είδη γραφείου — material de oficina - φορολογική ατέλεια — franquicia fiscal - απάτη εις βάρος της Κοινότητας — fraude a la Comunidad - εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας — frontera exterior de la Comunidad - γενετική — genética - απεργία πείνας — huelga de hambre - ομάδα Βίσεγκραντ — Grupo de Visegrado - ομάδα των 24 — Grupo de los Veinticuatro - ένωση φορέων τοπικής διοίκησης — asociación de entidades locales - ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού — Agrupación Europea de Interés Económico - πολεμικό ελικόπτερο — helicóptero de combate - αρχαία ιστορία — historia antigua - σύγχρονη ιστορία — historia contemporánea - μεσαιωνική ιστορία — historia medieval - νεώτερη ιστορία — historia moderna - ώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων — horario comercial - πολιτιστική ταυτότητα — identidad cultural - ΧΜΠΑ — IFOP - εικόνα-κύρος — imagen pública - διπλωματική ασυλία — inmunidad diplomática - οικονομική υποδομή — infraestructura económica - κοινοτική πρωτοβουλία — iniciativa comunitaria - ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία — iniciativa de crecimiento europeo - έντομο — insecto - εγκατάσταση εκτόξευσης — instalación de lanzamiento - εγκατάσταση ειδών υγιεινής — instalación sanitaria - Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Δημόσιας Διοίκησης — Instituto Europeo de Administración Pública - Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα — Instituto Monetario Europeo - κοινό όργανο ΕΟΧ — institución común EEE - οικονομικό μέσο για το περιβάλλον — instrumento económico medioambiental - κακοκαιρία — inclemencia atmosférica - διασύνδεση συστημάτων — interconexión de sistemas - συλλογικό συμφέρον — interés colectivo - έννομο συμφέρον — interés legítimo - σχολικό οικοτροφείο — internado escolar - Ιντερπόλ — Interpol - τροφική δηλητηρίαση — intoxicación alimentaria - εβραίος — judío - δικαστήριο — jurisdicción - συνταγματικό δικαστήριο — jurisdicción constitucional - Καζακστάν — Kazajstán - Κιργιζία — Kirguizistán - Κοσσυφοπέδιο, Κόσοβο — Kosovo - οικολογικό σήμα — etiqueta ecológica - λίμνη — lago - μητρικό γάλα — leche materna - διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας — lanzadera espacial - ευρωπαϊκή γλώσσα — lengua europea - μειονοτική γλώσσα — lengua minoritaria - μη ευρωπαϊκή γλώσσα — lengua no europea - τοπική γλώσσα — lengua regional - αναγνώστης δίσκων — lector de discos - Λετονία — Letonia - απελευθέρωση της αγοράς — liberalización del mercado - ελεύθερη αεροπλοΐα — liberalización del transporte aéreo - Λιθουανία — Lituania - οργανικός νόμος — ley orgánica - οικισμός — parcelación - Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας — Antigua República Yugoslava de Macedonia - συγγενής νόσος — enfermedad congénita - ασθένεια οφειλόμενη στη διατροφή — enfermedad de nutrición - δερματική πάθηση — enfermedad de la piel - ασθένεια του αίματος — enfermedad de la sangre - ασθένεια του πεπτικού συστήματος — enfermedad del sistema digestivo - ασθένεια του νευρικού συστήματος — enfermedad del sistema nervioso - ενδοκρινική ασθένεια — enfermedad endocrina - σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια — enfermedad de transmisión sexual - άγριο θηλαστικό — mamífero salvaje - αθλητική εκδήλωση — espectáculo deportivo - στρατιωτικά γυμνάσια — maniobras militares - σύμβαση υπηρεσιών — contrato de servicios - σήμανση πιστότητας ΕΚ — marca de conformidad CE - ύλη ζωικής προέλευσης — materia de origen animal - συναλλαγματικός μηχανισμός ΕΝΣ — mecanismo de cambio SME - Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία — Mecklemburgo-Pomerania Occidental - συμβεβλημένη ιατρική — medicina concertada - ιατροδικαστική — medicina forense - φάρμακο που πωλείται ελεύθερα — medicamento de venta libre - κτηνιατρικό φάρμακο — medicamento veterinario - Κασπία Θάλασσα — mar Caspio - Μαύρη Θάλασσα — mar Negro - Ερυθρά Θάλασσα — mar Rojo - Mercosur — Mercosur - εθνικό μέτρο εκτέλεσης — transposición de la legislación comunitaria - μικροοργανισμός — microorganismo - υδάτινο περιβάλλον — medio acuático - θαλάσσιο περιβάλλον — medio marino - διερευνητική αποστολή — misión de observación - διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής — módem - Μαυροβούνιο — Montenegro - ηθική της πολιτικής ζωής — moralidad de la clase política - διαπραγμάτευση συμφωνίας ΕΚ — negociación de un acuerdo CE - διαπραγμάτευση Ουρουγουάης — Ronda Uruguay - Συνδυασμένη Ονοματολογία — Nomenclatura Combinada - φαρμακευτική ονοματολογία — nomenclatura farmacéutica - μη διάδοση των εξοπλισμών — no proliferación de armamento - περιβαλλοντικό πρότυπο — norma medioambiental - νέα μορφή απασχόλησης — nueva forma de empleo - Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ναρκωτικών και Τοξικομανίας — Observatorio Europeo de la Droga y las Toxicomanías - Κοινοτικό Γραφείο Σημάτων — Oficina Comunitaria de Marcas - όργανο συνεργασίας ΕΕ — órgano de cooperación UE - όργανο λήψης αποφάσεων — órgano de decisión UE - μικτό όργανο ΕΚ — órgano mixto CE - οργάνωση του τομέα της υγείας — organización sanitaria - Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου — Organización Mundial del Comercio - αθλητική οργάνωση — organización deportiva - κοινοτικός οργανισμός — organismo comunitario - οργανισμός ΕΚ — organismo y agencia CE - Ουζμπεκιστάν — Uzbekistán - χορηγία, χρηματοδότηση — apadrinamiento, apoyo, auspicios, aval, esponsorización, garantía, padrinazgo, patrocinazgo, patrocinio, patronato, respaldo - κοινοτική χορηγία — patrocinio comunitario - σύμπραξη για την ειρήνη — Asociación por la Paz - βαλτικές χώρες — países bálticos - χώρες της ΚΑΚ — países de la CEI - χώρες του ΣΣΚΠΚ — países del CCG - χώρες της Mercosur — países del Mercosur - μη συνδεδεμένη χώρα — país no asociado - μεσογειακές τρίτες χώρες — países terceros mediterráneos - ΧΑΚΕ — PECO - διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης — permiso de contaminación negociable - πολιτικό προσωπικό — personal civil - συμβασιούχοι — personal contratado - νοσηλευτικό προσωπικό — personal sanitario - στρατιωτικό προσωπικό — personal militar - δημοσιονομικές προοπτικές — perspectivas financieras - ΚΕΠΠΑ — PESC - φιλοσοφία του δικαίου — filosofía del Derecho - υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή — denuncia ante la Comisión - βλαβερό φυτό — planta nociva - ζωντανό φυτό — planta viva - πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας — pluralismo de los medios de comunicación - κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική — política comunitaria de medio ambiente - ενιαία συναλλαγματική πολιτική — política de cambios única - πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων διαβατηρίου — política de visados - ενιαία νομισματική πολιτική — política monetaria única - στρατοσφαιρικός ρύπος — contaminante estratosférico - αυτόχθονος πληθυσμός — población autóctona - πορνογραφία — pornografía - αεροπλανοφόρο — portaaviones - δικαστική δίωξη — diligencia judicial - προϊστορία — prehistoria - πρώτη φάση της ΟΝΕ — primera fase de la UEM - προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Presidencia del Consejo de la Unión Europea - πρόεδρος της Επιτροπής — presidente de la Comisión - επιστημονικός Τύπος — publicación científica - απόδειξη — prueba - πρόληψη των ατυχημάτων — prevención de accidentes - αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης — principio de reconocimiento mutuo - αρχή της επικουρικότητας — principio de subsidiariedad - γενική αρχή του δικαίου — principio general del Derecho - διαδικασία παράβασης ΕΚ — procedimiento CE por infracción - διαδικασία συναπόφασης — procedimiento de codecisión - διαδικασία συνδιαλλαγής — procedimiento de conciliación - ειδική διαδικασία — procedimiento especial - ομοιοπαθητικό προϊόν — producto homeopático - ανακυκλωμένο προϊόν — producto reciclado - τελωνειακό επάγγελμα — profesión aduanera - παράλληλο ιατρικό επάγγελμα — profesión médica paralela - κοινοτικό νομοθετικό πρόγραμμα — programa legislativo comunitario - επιχειρησιακό πρόγραμμα — programa operativo - σχέδιο κοινοτικού ενδιαφέροντος — proyecto de interés comunitario - σχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ — proyecto de presupuesto CE - προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας — fomento de la idea de Europa - χρηματοδοτικό πρωτόκολλο — protocolo financiero - έκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή — publicación asistida por ordenador - δημοσιότητα των συζητήσεων — publicidad de las sesiones - αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης — cuestión de confianza - ζήτημα του Θιβέτ — cuestión del Tíbet - προδικαστικό ερώτημα — cuestión prejudicial - παράταση συμφωνίας — prórroga de un acuerdo - προσφυγή στο διαμεσολαβητή ΕΚ — reclamación ante el Defensor del Pueblo CE - προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια — recurso contencioso-administrativo - προσφυγή στην κοινοτική δικαιοσύνη — recurso contencioso comunitario - προσφυγή ακυρώσεως ΕΚ — recurso de anulación CE - προσφυγή διοικητικής ευθύνης — recurso por responsabilidad administrativa - περιβαλλοντικό τέλος — impuesto ecológico - οικονομική μεταρρύθμιση — reforma económica - πολιτική μεταρρύθμιση — reforma política - κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς — régimen aduanero comunitario - τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής — régimen aduanero de exportación - καθεστώς της κοινοτικής χρηματοδότησης — régimen comunitario de financiación - περιφέρεια των Άλπεων — región alpina - περιφέρεια εξαρτημένη από την αλιεία — región dependiente de la pesca - επιλέξιμη περιφέρεια — región elegible - ευρωπαϊκή περιφέρεια — región europea - βιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή — región industrial en declive - δημοτολόγιο — Registro Civil - κανονισμός του Κοινοβουλίου — reglamento parlamentario - σχέση διοίκησης-διοικουμένου — relación administración-administrado - σχέση κράτους-περιφέρειας — relación Estado-entidades territoriales - διοργανικές σχέσεις ΕΚ — relación interinstitucional CE - κατανομή αρμοδιοτήτων — reparto de competencias - κατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης — distribución de la financiación comunitaria - Δημοκρατία της Μολδαβίας — República de Moldavia - Σλοβακική Δημοκρατία — República Eslovaca - ενεργειακό δίκτυο — red de energía - δίκτυο πληροφορικής — red informática - τοπικό δίκτυο — red local - διευρωπαϊκό δίκτυο — red transeuropea - κράτηση θέσης — reserva - αποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ — reserva presupuestaria CE - ψήφισμα του Κοινοβουλίου — resolución del Parlamento - φόρος ΦΠΑ — recurso del IVA - παρακράτηση στην πηγή — retención - αναθεώρηση συμφωνίας — revisión de un acuerdo - αναθεώρηση της συνθήκης ΕΚ — revisión de los Tratados CE - αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών — revisión de las perspectivas financieras - διεθνής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης — papel internacional de la Unión Europea - τρωκτικό — roedor - βασιλοφροσύνη — realismo - υγεία των ζώων — sanidad animal - Σαξονία — Sajonia - Σαξονία-Άνχαλτ — Sajonia-Anhalt - ιατρικές επιστήμες — ciencias médicas - γλυπτική — escultura - ΕΣΚΤ — SEBC - κρατικό απόρρητο — secreto de Estado - γραμματεία του οργάνου — secretaría de la institución - γεωργικός τομέας — sector agrario - ασφάλεια της αεροπλοΐας — seguridad aérea - ασφάλεια και φύλαξη — seguridad y vigilancia - θαλάσσια ασφάλεια — seguridad marítima - σεισμός — seísmo - ευαισθητοποίηση του κοινού — campaña de sensibilización - εξυπηρετητής δικτύου — servidor de red - εθνικό σύστημα υγείας — servicio nacional de sanidad - ιστορικός χώρος — lugar histórico - πολιτική κατάσταση — situación política - Δημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβενία — Eslovenia - υγειονομική μέριμνα — cuidado de la salud - νοσηλευτική φροντίδα — cura de enfermería - ιατρική ειδικότητα — especialidad médica - θέαμα με ζώα — espectáculo de animales - σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού — estabilizador presupuestario - στατιστικές εκπαίδευσης — estadística de educación - επικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης — jefe de explotación agraria - στατιστικές υγείας — estadística de sanidad - στατιστικές μεταφορών — estadística de transportes - στατιστικές τουρισμού — estadística de turismo - ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς — estatuto jurídico europeo - τονωτικό — estimulante - υπόγεια αποθήκευση των απορριμμάτων — almacenamiento subterráneo de residuos - αλιευτική διάρθρωση — estructura pesquera - ψυχότροπη ουσία — sustancia psicotrópica - υποστήριξη προς το χρήστη — asistencia al usuario - επιτήρηση των φαρμάκων — farmacovigilancia - πολυμερής εποπτεία — vigilancia multilateral - ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης — asociación de municipios - λειτουργικό σύστημα — sistema operativo - σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων — sistema de gestión de bases de datos - σύστημα υγείας — sistema sanitario - δικαστικό σύστημα — sistema judicial - Τατζικιστάν — Tayikistán - ποσοστό παρέμβασης — cuota de financiación comunitaria - τεχνολογία διπλής χρήσης — tecnología dual - τερματικό πληροφορικής — terminal informático - αυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης — territorios autónomos de Palestina - εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας — territorios de la antigua Yugoslavia - Θουριγγία — Turingia - λαθρεμπόριο προσώπων — tráfico de personas - ηρεμιστικό — tranquilizante - μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο — transformación en aduana - διοικητική διαφάνεια — transparencia administrativa - διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων — transparencia del proceso decisorio - μεταφορά ασθενών — transporte de enfermos - τραυματισμός — traumatismo - εποχιακή εργασία — trabajo estacional - κοινοτική τρόικα — Troica comunitaria - τρίτη φάση της ΟΝΕ — tercera fase de la UEM - Τουρκμενιστάν — Turkmenistán - διοικητική εποπτεία — tutela administrativa - Όλστερ-Ντόνεγκαλ — Ulster-Donegal - ευρωπαϊκή πολιτική ένωση — Unión política europea - χρήστης της πληροφορικής — usuario informático - εναλλακτική χρησιμοποίηση γεωργικού προϊόντος — utilización alternativa de productos agrícolas - φορέας ασθένειας — transmisor de enfermedad - πολεμικό όχημα — vehículo de combate - παράβαση του κοινοτικού δικαίου — incumplimiento del Derecho comunitario - ένδικο μέσο — vía de recurso - επιβάτης — viajero - ευαίσθητη ζώνη — zona sensible - αρχηγός της αντιπολίτευσης — líder de la oposición - αρχηγός νοικοκυριού — cabeza de familia - ζωικό κεφάλαιο — ganado - Χιλή — Chile - χημεία τροφίμων — química alimentaria - βιομηχανική χημεία — química industrial - χειρουργική — cirugía - χλώριο — cloro - δημοσιονομικές επιλογές — opción presupuestaria - τεχνολογικές επιλογές — elección de tecnología - ανεργία, αριθμός των ανέργων, το ποσοστό των ανέργων — desempleo, desocupación, paro, paro forzoso - συγκυριακή ανεργία — paro coyuntural - λανθάνουσα ανεργία — paro encubierto - ανεργία των γυναικών — paro femenino - ανεργία των νέων — paro juvenil - μερική ανεργία — paro parcial - εποχική ανεργία — paro estacional - διαρθρωτική ανεργία — paro estructural - τεχνική ανεργία — paro técnico - τεχνολογική ανεργία — paro tecnológico - αποχή — abstencionismo - δραστηριότητα της επιχείρησης — actividad de la empresa - άνεργος — parado - χρώμιο — cromo - Κύπρος — Chipre - μηλίτης — sidra - ΔΟΜ — OIM - τσιμέντο — cemento - κινηματογράφος — cinematografía - εγκύκλιος, ειδησεογραφικό έντυπο — boletín, boletín informativo, circular, hoja informativa - άρχουσα τάξη — clase dirigente - κατώτερη τάξη — clase baja - μεσαία τάξη — clase media - εργατική τάξη — clase obrera - αγροτική τάξη — clase campesina - ανώτερη τάξη — clase alta - ταξινόμηση — clasificación - ρήτρα διαιτησίας — cláusula compromisoria - ρήτρα κατανομής — cláusula de reparto - ρήτρα διασφάλισης — cláusula de salvaguardia - αυτοαπασχόληση — actividad no asalariada - κλήρος — clero - κλίμα — clima - κλιματισμός — climatización - κλείσιμο των λογαριασμών — cierre de cuentas - πολιτική λέσχη — club político - WFC — CMA - UNCTAD — UNCTAD - πολιτικός συνασπισμός — coalición política - κοβάλτιο — cobalto - κωδικοποίηση — codificación - κώδικας οδικής κυκλοφορίας — Código de la Circulación - κώδικας ναυσιπλοΐας — código de navegación - εργατικός κώδικας — Código del Trabajo - ειρηνική συνύπαρξη — coexistencia pacífica - συγχρηματοδότηση — cofinanciación - συνδιαχείριση — cogestión - συνεργασία επί του προϋπολογισμού — colaboración presupuestaria - είσπραξη φόρου — recaudación de impuestos - συλλογή δεδομένων — recogida de datos - ηλιακός συλλέκτης — colector solar - κολλεκτιβισμός — colectivismo - αγροτική κοινότητα — comunidad rural - αστική κοινότητα — comunidad urbana - σχολική προσαρμογή — adaptación escolar - χρωστική ουσία τροφίμων — colorante alimentario - συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων — colorante alimentario artificial - φυσική χρωστική ουσία — colorante alimentario natural - ελαιοκράμβη — colza - εύφλεκτο υλικό, καύσιμα, καύσιμη ύλη, καύσιμο — carburante, combustible - υποκατάστατο καύσιμο — combustible sustitutivo - ορυκτά καύσιμα — combustible fósil - κοινωνική προσαρμογή — adaptación social - πυρηνικό καύσιμο — combustible nuclear - γεωργικές επιτροπές ΕΚ — comité agrícola CE - επιτροπές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — comité CE - συμβουλευτική επιτροπή ΕΚ — comité consultivo CE - συμβούλιο της επιχείρησης — comité de empresa - επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — comité del Consejo de la Unión Europea - Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Comité Económico y Social Europeo - Νομισματική Επιτροπή ΕΚ — Comité Monetario CE - ισομερής επιτροπή ΕΚ — Comité paritario CE - μόνιμη επιτροπή ΕΚ — comité permanente CE - Μόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ — comité permanente ONU - επιστημονική επιτροπή ΕΚ — comité científico CE - τεχνική επιτροπή Ε — comité técnico CE - εμπορική διαιτησία — arbitraje comercial - ηλεκτρονική βιβλιοθήκη — biblioteca virtual - Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Centro de Traducción de los Órganos de la Unión Europea - Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών — Oficina Comunitaria de Variedades Vegetales - Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών — Carta Africana de los Derechos Humanos y de los Pueblos - Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας — Carta Europea de la Energía - κοινωνική ρήτρα — cláusula social - UNCED — CNUMAD - ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης — Comité de Empresa Europeo - ηλεκτρονικό εμπόριο — comercio electrónico - Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης — organismo europeo de normalización - CEN — CEN - CENELEC — CENELEC - ΕTSI — ETSI - αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων — reconocimiento de las cualificaciones profesionales - ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων — control de la calidad de los productos agrícolas - Δικαστήριο ΕΖΕΣ — Tribunal de Justicia de la AELC - επικίνδυνα απόβλητα — residuos peligrosos - νομότυπη κατάθεση — depósito legal - κοινωνικό ντάμπινγκ — dumping social - κεκτημένο δικαίωμα — derechos adquiridos - μεταβατική οικονομία — economía en transición - ηλεκτρονική έκδοση — edición electrónica - ένζυμο — enzima - ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος — espacio social europeo - Ομάδα των πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών — Grupo de países más industrializados - GATS — GATS - Ομάδα του Ρίο — Grupo de Río - εγκαθίδρυση της ειρήνης — instauración de la paz - οικονομική ενημέρωση — estrategia económica - ζωολογικός κήπος — parque zoológico - ασθένεια ιχθύων — enfermedad de los peces - παγκοσμιοποίηση — globalización - πολυμέσα — multimedios - Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς — Oficina de Armonización del Mercado Interior - Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων — Organización Mundial de las Aduanas - Όργανο Επίλυσης Διαφορών — Órgano de Solución de Diferencias - ΟΣΑΕ — APEC - παιδεραστία — pedofilia - αρχή της αναλογικότητας — principio de proporcionalidad - συγκριτική διαφήμιση — publicidad comparativa - περιφέρειες της Φινλανδίας — regiones de Finlandia - περιφέρειες της Σουηδίας — regiones de Suecia - κανονισμοί τηλεπικοινωνιών — reglamentación de las telecomunicaciones - κοινωνία των πληροφοριών — sociedad de la información - Συνθήκη του Άμστερνταμ — Tratado de Amsterdam - οικονομική μετάβαση — transición económica - TRIMS — TRIMS - TRIPS — APDIC - UNICE — UNICE - επαγγελματικός βίος — vida laboral - ζώνη ευρώ — zona euro - TARIC — TARIC - CISL — CIOSL - ΟΚΚΚΑ — CEEAC - EUTELSAT — EUTELSAT - ΕΣΟΣ — LECE - κλωνοποίηση — clonación - εμπορική διαφορά — disputa comercial - προβληματική επιχείρηση — empresa en crisis - λεωφόροι των πληροφοριών — autopista de la información - δίκτυο intranet — intranet - δίκτυο extranet — extranet - λογισμικό πλοήγησης, μπράουζερ, περιηγητής διαδικτύου, σελιδομετρητής, φυλλομετρητής — buscador, navegador web, programa de navegación - διαχείριση κειμένων — gestión de documentos - ΗΔΔ — GED - OCR — OCR - ψηφιοποίηση — digitalización - Niederösterreich — Niederösterreich - Oberösterreich — Oberösterreich - Burgenland — Burgenland - Καρινθία — Kärnten - Σάλτσμπουργκ — Salzburgo - Steiermark — Stiria - Τιρόλο — Tirol - Βόραρλμπεργκ — Vorarlberg - Βιένη — Viena - χώρες της ΟΣΑΕ — país de la APEC - ΕΚΔΕ — CEEP - προθεσμία πληρωμής — plazo del pago - σύμφωνο σταθερότητας — pacto de estabilidad - πολιτική για τη νεότητα — política de juventud - πολιτική καταναλωτών — política de los consumidores - κοινοτική πολιτική-εθνική πολιτική — política comunitaria-política nacional - Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας — Observatorio Europeo del Racismo y la Xenofobia - ΔΕΥ — JAI - διακρίσεις λόγω ηλικίας — discriminación por motivos de edad - διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού — discriminación basada en la orientación sexual - περίθαλψη ηλικιωμένων — asistencia a las personas de edad avanzada - καταχρηστική απόλυση — despido improcedente - Στοκχόλμη — Estocolmo - Östra Mellansverige — Östra Mellansverige - Sydsverige — Sydsverige - Norra Mellansverige — Norra Mellansverige - Mellersta Norrland — Mellersta Norrland - Övre Norrland — Övre Norrland - Småland med öarna — Småland med Öarna - Västsverige — Västsverige - Itä-Suomi — Itä-Suomi - Väli-Suomi — Väli-Suomi - Pohjois-Suomi — Pohjois-Suomi - Uusimaa — Uusimaa - Etelä-Suomi — Etelä-Suomi - Ahvenanmaa — Ahvenanmaa - Κοινωνικό Σύμφωνο ΕΚ — acuerdo social - διακρίσεις λόγω αναπηρίας — discriminación por motivo de minusvalía - OLAF — OLAF - απλούστευση της νομοθεσίας — simplificación legislativa - DNA — ADN - εικόνα σύνθεσης — imagen de síntesis - μέθοδος αξιολόγησης — método de evaluación - παρατήρηση — observación - αρχή της κοινοτικοποίησης — principio de comunitarización - ευθύνη κράτους μέλους — responsabilidad del Estado - προσομοίωση — simulación - εποπτεία εισαγωγών — vigilancia a la importación - συγκριτική ανάλυση — análisis comparativo - ανάλυση αιτίων — análisis de las causas - ποσοτική ανάλυση — análisis cuantitativo - ειδική άδεια — excedencia especial - ενισχυμένη συνεργασία — cooperación reforzada - υπερμέσα — hipermedios - υπερκείμενο — hipertexto - ευθανασία — eutanasia - Παλάου — Palaos - Νήσος Νόρφοκ, Νήσος Νόρφολκ — Isla Norfolk - Νιούε — Niue - Τοκελάου — Tokelau - Θέουτα — Ceuta - Μελίγια — Melilla - κοινοτική γνώμη — dictamen comunitario - γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου — dictamen Tribunal de Cuentas - χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Carta de los Derechos Fundamentales de la Unión Europea - δημοκρατικό έλλειμμα — déficit democrático - Ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ — Alto Representante para la PESC - ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — resolución del Consejo de la Unión Europea - ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου — resolución del Consejo Europeo - τρόπος παραγωγής — modo de producción - στόχος της παραγωγής — objetivo de producción - τεχνολογία παραγωγής — técnica de producción - διαγονιδιακό ζώο — animal transgénico - διαγονιδιακό φυτό — planta transgénica - διάδοση των καινοτομιών — difusión de las innovaciones - κανόνας απόδοσης — norma de producción - απαρχαιωμένη τεχνολογία — tecnología obsoleta - τεχνολογική πρόβλεψη — prospectiva tecnológica - οργάνωση της έρευνας — organización de la investigación - επιστημονική ανακάλυψη — descubrimiento científico - αρχή της πρόνοιας — principio de precaución - έρευνα πεδίου — investigación de campo - αποτελέσματα της έρευνας — resultado de la investigación - ιχνηλασιμότητα — rastreabilidad - βιώσιμη γεωργία — agricultura sostenible - ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο — modelo agrario europeo - γεωργοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα — plan agroambiental - κτηματολογική πολιτική — política sobre la propiedad agraria - γεωργικά έργα — proyecto agrícola - γεωργική έκταση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς — zona agraria con imperativos medioambientales - απώλεια συγκομιδής — pérdida de la cosecha - γεωργική απογραφή — censo agrario - αρδευτική καλλιέργεια — cultivo de regadío - διαδοχική καλλιέργεια — rotación de cultivos - σιλό — silo - ενεργειακή καλλιέργεια — cultivo energético - ελαιούχος καλλιέργεια — cultivo oleaginoso - ζωοτεχνία — zootecnia - βόρειο πολικό δάσος — bosque boreal - βιώσιμη δασοκομία — silvicultura sostenible - πιστοποίηση των δασών — certificación forestal - ευρωπαϊκή δασική πολιτική — política europea forestal - EFICS — EFICS - μεσογειακό δάσος — bosque mediterráneo - εύκρατο δάσος — bosque templado - δασικές στατιστικές — estadística forestal - ευρωπαϊκό νόμισμα — moneda europea - EURIBOR — Euribor - τιμή μετατροπής — tipo de conversión - ΑΤΑ — BAsD - ΤΟΟΚΑ — BCIE - ΤΑΚ — BDC - αγροτική πίστη — crédito agrícola - πρόγραμμα σταθερότητας — programa de estabilidad - ευρωπαϊκή φορολογική συνεργασία — cooperación fiscal europea - φορολογική μεταρρύθμιση — reforma fiscal - ανεργία διακινούμενων εργαζομένων — desempleo de los trabajadores migrantes - συνεχής επαγγελματική κατάρτιση — formación profesional continua - επιτροπή απασχόλησης ΕΚ - ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση — Estrategia Europea de Empleo - προσαρμοστικότητα εργαζομένου — adaptabilidad del trabajador - ευελιξία της εργασίας — flexibilidad del trabajo - παρωχημένο προσόν — cualificación obsoleta - έλλειψη εργατικού δυναμικού — escasez de mano de obra - εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες — trabajador polivalente - πρόσληψη μισθωτού ανταγωνιστικής επιχείρησης — captación de trabajadores de otra empresa - ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου — descenso de categoría profesional - Ecofin — Ecofin - μη συμμετέχον κράτος — país no participante - συμμετέχον κράτος — país participante - αντοχή υλικών — resistencia de los materiales - συγκριτική αξιολόγηση — evaluación comparativa de resultados - θεμιτό εμπόριο — comercio equitativo - παραχώρηση υπηρεσιών — concesión de servicios - εμπορική σύμβαση — contrato comercial - διεθνής εμπορική διαιτησία — arbitraje comercial internacional - ηλεκτρονική υπογραφή — firma electrónica - εμπορικές στατιστικές — estadística comercial - αποκλεισμός από διεθνή οργανισμό — exclusión de una organización internacional - ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση — Asociación Euromediterránea - αξιολόγηση της βοήθειας — evaluación de la ayuda - πρόληψη των συγκρούσεων — prevención de conflictos - εθνική εκκαθάριση — limpieza étnica - όπλα κατά προσωπικού — arma antipersonas - κατασκοπία — espionaje - στρατιωτικό απόρρητο — secreto militar - στατιστικές άμυνας — estadística de defensa - εδαφολογική ανάλυση — análisis del suelo - επιστήμη του διαστήματος — ciencia del espacio - βιοκλιματολογία — bioclimatología - χημεία εδάφους — química del suelo - πολιτιστική γεωγραφία — geografía cultural - ανθρωπογεωγραφία — geografía humana - περιφερειακή γεωγραφία — geografía regional - γεωμορφολογία — geomorfología - ιζηματολογία — sedimentología - είδος εδάφους — tipo de suelo - εθνογραφία — etnografía - κοινωνιολογία της εργασίας — sociología del trabajo - περιβαλλοντική οικονομία — economía del medio ambiente - περιβαλλοντική εκπαίδευση — educación medioambiental - προστασία των υδάτων — protección de las aguas - μείωση των εκπομπών αερίων — reducción de las emisiones de gas - ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες — responsabilidad por daños al medio ambiente - στατιστικές περιβάλλοντος — estadísticas del medio ambiente - θαλάσσιο οικοσύστημα — ecosistema marino - χερσαίο οικοσύστημα — ecosistema terrestre - οξίνιση — acidificación - ιλύς καθαρισμού λυμάτων — lodos de depuración - χημικά απόβλητα — residuo químico - ηλεκτροτεχνικά απόβλητα — residuo electrónico - νοσοκομειακά απόβλητα — residuo clínico - ρύπανση λόγω ατυχήματος — contaminación accidental - τοπική ρύπανση — contaminación local - διεθνής υιοθεσία — adopción internacional - σύγκρουση γενεών, το χάσμα των γενεών — brecha entre generaciones, conflicto generacional - δικαίωμα υιοθεσίας — derecho de adopción - επανασυσταθείσα οικογένεια — familia recompuesta - πολυγαμία — poligamia - οικογενειακή αλληλεγγύη — solidaridad familiar - ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική — política migratoria comunitaria - εξάρτηση των ηλικιωμένων — dependencia de los ancianos - δημογραφική πρόβλεψη — previsión demográfica - αντικατάσταση των γενεών — reemplazo generacional - χριστιανός — cristiano - μουσουλμάνος — musulmán - asociación europea - αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες — autonomía de los discapacitados - κοινωνική συμπεριφορά — comportamiento social - ενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες — integración de los discapacitados - κοινωνικό σύμφωνο — pacto social - παιδοπορνογραφία — pornografía infantil - θρησκευτικός τουρισμός — turismo religioso - νεανική βία — violencia juvenil - βία στα σχολεία — violencia en la escuela - ενδοοικογενειακή βία — violencia doméstica - πολιτιστική εξαίρεση — excepción cultural - ευρωπαϊκή ταυτότητα — identidad europea - ζηλωτισμός — integrismo religioso - νέα θρησκεία — nueva religión - ευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση — manifestación cultural europea - πολιτιστική προώθηση — promoción cultural - καθολική ασφαλιστική κάλυψη — cobertura universal de enfermedad - ιατρικό δίκαιο — Derecho Médico - ιατρικό σφάλμα — error médico - χρόνια νόσος — enfermedad crónica - φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας — medicamento genérico - ασφάλεια των τροφίμων — seguridad alimentaria - παρηγορητική αγωγή — cuidado paliativo - αυτορρύθμιση — autorregulación - διοικητικός κώδικας — código administrativo - ιστορία του δικαίου — Historia del Derecho - έγκλημα άνευ δόλου — delito no intencionado - ψυχολογική παρενόχληση — acoso moral - ακαταδίωκτο — impunidad - ποινική ευθύνη των ανηλίκων — responsabilidad penal del menor - σεξουαλικός τουρισμός — turismo sexual - εκκρεμείς υποθέσεις — atraso judicial - κατάργηση — derogación - εξωεδαφική αρμοδιότητα — competencia extraterritorial - ανεξαρτησία της δικαιοσύνης — independencia de la justicia - θαλάσσια δικαιοδοσία — jurisdicción marítima - εικονικός γάμος — matrimonio simulado - σύστημα πληροφοριών Σένγκεν — Sistema de Información Schengen - θρησκευτικός πόλεμος — conflicto religioso - δικαίωμα στην υγεία — derecho a la salud - ενεργειακή διαφοροποίηση — diversificación energética - κοίτασμα φυσικού αερίου — yacimiento de gas - ενεργειακή απόδοση — rendimiento energético - στρατηγικά αποθέματα — reserva estratégica - κοίτασμα πετρελαίου — yacimiento de petróleo - πυρηνική έρευνα — investigación nuclear - διεύρυνση διεθνούς οργανισμού — ampliación de una organización internacional - βιομηχανική ολοκλήρωση — integración industrial - κριτήριο προσχώρησης — criterio de adhesión - διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως — negociación de adhesión - κοινή πολιτική άμυνας — política de defensa común - προενταξιακή στρατηγική — estrategia de preadhesión - ευρωπαϊκό κέντρο πληροφόρησης των καταναλωτών — Agencia Europea de Información al Consumidor - μικροπιστώσεις — microcrédito - μικροχρηματοδότηση — microfinanza - κινδυνική — cindínica - κοσμολογία — cosmología - συμβοηθών σύζυγος — cónyuge colaborador - ευκαιριακή εργασία — trabajo ocasional - μηχανική δόνηση — vibración mecánica - δασοφύλακας — guarda forestal - Eurojust — Eurojust - ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης — mandamiento de detención europeo - συνθήκη προσχώρησης ΕΕ — Tratado de Adhesión UE - συνθήκη της Νίκαιας — Tratado de Niza - αρωγή των θυμάτων — ayuda a las víctimas - αναμορφωτήριο — centro de educación vigilada - εσωτερικό δίκαιο των θρησκειών — derecho interno de las religiones - βουδιστικό δίκαιο — derecho búdico - κανονικό δίκαιο — Derecho Canónico - προτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο — Derecho Eclesial protestante - εβραϊκό δίκαιο — derecho hebraico - ινδουιστικό δίκαιο — derecho hindú - ισλαμικό δίκαιο — derecho musulmán - διαγραφή της φορολογικής οφειλής — condonación de la deuda fiscal - αυθαίρετο κτίσμα — construcción ilegal - παιδί του δρόμου — niño de la calle - χουλιγκανισμός — violencia en espectáculos deportivos - υποβαθμισμένη αστική ζώνη — zona urbana desfavorecida - επείγουσα ιατρική — medicina de urgencia - βανδαλισμός — vandalismo - ευγονική — eugenesia - φτωχός εργαζόμενος — trabajador pobre - μη ιοντίζουσα ακτινοβολία — radiación no ionizante - ανάπτυξη επιχείρησης — crecimiento de la empresa - συγχώνευση σε διεθνές επίπεδο — fusión internacional - εταιρική διακυβέρνηση — gobierno de empresa - κοινωνικό σήμα — etiqueta social - εξαγορά επιχείρησης — compra de empresa - επιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας — empresa de inserción - νεοσύστατη επιχείρηση — empresa naciente - ευρωπαϊκός συνεταιρισμός — cooperativa europea - ποιότητα της διδασκαλίας — calidad de la enseñanza - κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη — biblioteca del Parlamento - νομοθετικός σχολιασμός — comentario de ley - ηλεκτρονικό έγγραφο — documento electrónico - τουριστικός οδηγός — guía turística - βιβλιοθήκη πολυμέσων — mediateca - παραπληροφόρηση — desinformación - παροχέας πρόσβασης — proveedor de acceso - αυτός που αναζητά πληροφορίες στο διαδίκτυο, χρήστης του διαδικτύου — internauta, navegador - μηχανή αναζήτησης — motor de búsqueda - πολιτική τηλεπικοινωνιών — política de telecomunicación - τηλεοπτική παρακολούθηση — vigilancia por vídeo - κρυπτογραφία, κρυπτολογία — criptografía - ιός υπολογιστών — virus informático - θεμελιώδεις ανάγκες — necesidades fundamentales - σχέσεις περιφέρειας-Ευρωπαϊκής Ένωσης — relación región-Unión Europea - μη εμπορικός τομέας — sector no comercial - μεταβιβαστικές πληρωμές — transferencias sociales - ζελατίνη — gelatina - συμπλήρωμα διατροφής — complemento alimenticio - βιολογικό προϊόν — producto biológico - τούβλο — ladrillo - πέτρα — piedra - ειδικό μέταλλο — metal especial - κινητήρας ντίζελ — motor diésel - πριονιστήριο — serrería - βοήθημα πλοήγησης — ayuda a la navegación - αστική κυκλοφορία — circulación urbana - βιώσιμη κινητικότητα — movilidad sostenible - ευφυές σύστημα μεταφορών — sistema de transporte inteligente - δορυφορική πλοήγηση — navegación por satélite - υπηρεσίες εδάφους — asistencia en las escalas - συνομοσπονδιακό κράτος — Estado confederal - αυτόνομη περιφέρεια — Estado regional - πρωτόκολλο — protocolo - σύμβολο του κράτους — símbolo del Estado - εθνικιστικό κόμμα — partido nacionalista - αυτονομιστικό κόμμα — partido autonomista - εξτρεμιστικό κόμμα — partido extremista - τροποποίηση του εκλογικού νόμου — reforma electoral - κοινοβουλευτική έρευνα — investigación parlamentaria - σύνταξη νομοθετικών κειμένων — redacción legislativa - καθεστώς του αιρετού άρχοντα — estatus del elegido - ηλεκτρονική διοίκηση — administración electrónica - δήλωση της κυβέρνησης — declaración del Gobierno - διακυβέρνηση — gobernanza - κοινοβουλευτική διπλωματία — diplomacia parlamentaria - χρηματική ποινή — multa coercitiva - έξωση — desahucio - αυτόματο μηχάνημα πώλησης — distribuidor automático - κεφάλαιο αρχικής ώθησης — capital inicial - αισθητική χειρουργική — cirugía estética - ιατρική πραγματογνωμοσύνη — examen médico pericial - διακοπή της σχολικής φοίτησης — abandono escolar - παραβολική κεραία — antena parabólica - επιστημονική εκλαΐκευση — divulgación científica - διαχείριση των γνώσεων — gestión de conocimientos - λιμενική αρχή — administración portuaria - ανάθεση σε τρίτους — subcontratación externa - χημικό ατύχημα — accidente químico - βιομηχανία καλλυντικών — industria cosmética - μέθοδος κατασκευής — técnica de construcción - αγροτική συνεργασία — cooperación agrícola - καταστροφή των όπλων — destrucción de armas - συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης — cooperación en materia de educación - βιομηχανία αερίου — industria del gas - διεθνές εργατικό δίκαιο — Derecho laboral internacional - διεθνές εμπορικό δίκαιο — Derecho comercial internacional - άδεια πατρότητας — licencia parental para los hombres - εργασία του κρατουμένου — trabajo del recluso - περιφερειακή αγορά — mercado regional - περιφερειακή ασφάλεια — seguridad regional - τάρανδος — reno - τηλεϊατρική — telemedicina - εδαφική διαφορά — contencioso territorial - Ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων — Autoridad Europea de Seguridad Alimentaria - ευρωπαϊκό σύνταγμα — Constitución Europea - κοινοτικό corpus juris — Corpus Juris comunitario - δικαίωμα παρακολούθησης — derecho de participación - επιστημονική πραγματογνωμοσύνη — peritaje científico - κοινωνικός αντίκτυπος — impacto social - ISPA — ISPA - απόκτηση φυτικής ποικιλίας — obtención vegetal - μετακομμουνισμός — postcomunismo - αναπαραγωγική υγεία — salud reproductiva - καθολική υπηρεσία — servicio universal - Ειδικό διεθνές ποινικό δικαστήριο — Tribunal Penal Internacional - ευρωπαϊκό όραμα — visión de Europa - θεσμική συμφωνία — acuerdo institucional - ΣΕΣΚΕ — ACLC - CCNR — CCNR - δημόσιο αξίωμα — cargo público - ρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης — cláusula de conciencia - συγκατοίκηση — cohabitación política - σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής — composición de una comisión parlamentaria - διεξαγωγή συνεδρίασης — técnicas de reunión - Παναμερικανικό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων — Corte Interamericana de Derechos Humanos - Διεθνές ποινικό δικαστήριο — Corte Penal Internacional - απόφαση πλαίσιο — Decisión marco - προσωπική ανέλιξη — desarrollo personal - πολυεθνικό κράτος — Estado multiétnico - Ηνωμένες Πολιτείες της Μικρονησίας — Estados Federados de Micronesia - εκκένωση πληθυσμού — evacuación de la población - δικαιοσύνη της γειτονιάς — justicia de proximidad - ηθική της οικονομικής ζωής — moralidad de la vida económica - OPCW — OPAQ - WTO — OMT - οργανισμός εκπροσώπησης του αγροτικού τομέα — órgano de representación agraria - Κοινοβούλιο των Άνδεων — Parlamento Andino - Κοινοβούλιο της Κεντρικής Αμερικής — Parlamento Centroamericano - χώρες της NAFTA — país del TLCAN - χώρες του Καυκάσου — país del Cáucaso - τεχνική της επικοινωνίας — técnicas de comunicación - τεχνική των διαπραγματεύσεων — técnicas de negociación - Κοινοβούλιο της Λατινικής Αμερικής — Parlamento Latinoamericano - τεχνική της σύνταξης — técnicas de redacción - αποτέλεσμα της ψηφοφορίας — resultado del voto - σοσιαλδημοκρατία — socialdemocracia - καθεστώς των βουλευτών — Estatuto de los parlamentarios - σύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης — Sistema de Información Geográfica - ψηφιακή τεχνολογία — tecnología digital - ΠΖΕΣ — ALCA - Ευρωπαϊκή υπηρεσία για την ανασυγκρότηση — Agencia Europea para la Reconstrucción - Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων — Oficina Alimentaria y Veterinaria - αστυνομία της γειτονιάς — policía de proximidad - διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία — delegación interparlamentaria - βουδιστής [V4.1] — budista [V4.1] - στρατιωτική επιστήμη [V4.1] — ciencia militar [V4.1] - κυλικείο σχολείου [V4.1] — comedor escolar [V4.1] - σύνοδος [V4.1] — concilio [V4.1] - συνέδριο κόμματος [V4.1] — congreso de un partido [V4.1] - ΣΤΠΑΕ [V4.1] — CPLRE [V4.1] - υποχρεώσεις του πολίτη [V4.1] — deberes del ciudadano [V4.1] - δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα [V4.1] — derecho a la integridad física [V4.1] - στρατιωτικό ποινικό δίκαιο [V4.1] — derecho penal militar [V4.1] - ρωμαϊκό δίκαιο [V4.1] — derecho romano [V4.1] - επιστροφή φόρων [V4.1] — devolución fiscal [V4.1] - δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα [V4.1] — derecho de visita [V4.1] - θύλακος [V4.1] — enclave territoriale [V4.1] - νεφρική νόσος [V4.1] — enfermedad renal [V4.1] - φαρμακείο [V4.1] — establecimiento farmacéutico [V4.1] - σιδηροδρομικός σταθμός [V4.1] — estación ferroviaria [V4.1] - σταθμός λεωφορείων [V4.1] — estación de autobuses [V4.1] - ιστορική γεωγραφία [V4.1] — geografía histórica [V4.1] - ινδουιστής [V4.1] — hinduista [V4.1] - παγκόσμια ιστορία [V4.1] — historia universal [V4.1] - εικονογράφηση [V4.1] — ilustración gráfica [V4.1] - αρχέτυπο [V4.1] — incunable [V4.1] - διοικητική παράβαση [V4.1] — infracción administrativa [V4.1] - νομοθετική πράξη εναρμόνισης [V4.1] — ley de armonización [V4.1] - μανιφέστο [V4.1] — manifiesto [V4.1] - χειρόγραφο [V4.1] — manuscrito [V4.1] - μεθοδολογία του δικαίου [V4.1] — metodología jurídica [V4.1] - μυθολογία [V4.1] — mitología [V4.1] - κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης [V4.1] — movimiento antiglobalización [V4.1] - πολιτιστικό κίνημα [V4.1] — movimiento cultural [V4.1] - κόμμα μπαλαντέρ [V4.1] — partido bisagra [V4.1] - εξωκοινοβουλευτικό κόμμα [V4.1] — partido extraparlamentario [V4.1] - βασιλικό κόμμα [V4.1] — partido monárquico [V4.1] - περιφερειακό κόμμα [V4.1] — partido regionalista [V4.1] - χάρτης [V4.1] — plano [V4.1] - περιφερειακή αστυνομία [V4.1] — policía autonómica [V4.1] - τοπική αστυνομία [V4.1] — policía local [V4.1] - μη ανταποδοτική παροχή [V4.1] — prestación no contributiva [V4.1] - τοπικός προϋπολογισμός [V4.1] — presupuesto local [V4.1] - περιφερειακός προϋπολογισμός [V4.1] — presupuesto regional [V4.1] - πολιτική προπαγάνδα [V4.1] — propaganda política [V4.1] - προεδρικό καθεστώς [V4.1] — régimen presidencialista [V4.1] - πρωτόγονη θρησκεία [V4.1] — religión primitiva [V4.1] - φοιτητική εστία [V4.1] — residencia de estudiantes [V4.1] - σεξουαλικότητα [V4.1] — sexualidad [V4.1] - κοινωνιολογία του δικαίου [V4.1] — sociología del Derecho [V4.1] - αγροτική κοινωνιολογία [V4.1] — sociología rural [V4.1] - αστική κοινωνιολογία [V4.1] — sociología urbana [V4.1] - κοινωνιολογία της εκπαίδευσης [V4.1] — sociología de la educación [V4.1] - πολιτική κοινωνιολογία [V4.1] — sociología política [V4.1] - διανομή αερίου [V4.1] — suministro de gas [V4.1] - διαθήκη ζωής [V4.1] — testamento vital [V4.1] - ιερό βιβλίο [V4.1] — texto sagrado [V4.1] - βιντεοθήκη [V4.1] — videoteca [V4.1] - φυσικό δίκαιο [V4.1] — derecho natural [V4.1] - βιομετρία [V4.1] — biometría [V4.1] - δικαίωμα στέγασης [V4.1] — derecho a la vivienda [V4.1] - δύναμη ταχείας αντίδρασης [V4.1] — fuerza de reacción rápida [V4.1] - λαϊκισμός [V4.1] — populismo [V4.1] - αστική ένωση [V4.1] — unión civil [V4.1] - Ένωση των κρατών της Καραϊβικής [V4.1] — Asociación de Estados del Caribe [V4.1] - πατριωτικό κίνημα [V4.1] — movimiento patriótico [V4.1] - μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ [V4.1] — Representación Permanente ante la UE [V4.1] - κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες — grupo sociocultural - δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο — sindicato de funcionarios - βιομηχανική ελεύθερη ζώνη — zona franca industrial - Ρινγκκαίμπινγκ — Ringkøbing - οπτικοακουστικό μέσο — material audiovisual - Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεργασίας — Asociación Europea de Cooperación - διεπαγγελματική συμφωνία — acuerdo interprofesional - Στορστραίμ — Storstrøm - Ουμ αλ Κουάβαιν — Umm al-Qaiwain - Βεστ φορ Στορμπαίλτ — Vest for Storebaelt - επιδότηση επιτοκίου — bonificación de intereses - συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων — coproducción audiovisual - οπτικοακουστικό πρόγραμμα — programa audiovisual - οπτικοακουστική παραγωγή — producción audiovisual - οπτικοακουστική πολιτική — política audiovisual - ραδιοτηλεπειρατεία — piratería audiovisual - ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος — espacio audiovisual europeo - σφάγιο — pieza en canal - κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία — categoría socioprofesional - κράτος μέλος ΕΕ — Estado miembro UE - Κοινό Κέντρο Ερευνών — Centro Común de Investigación - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων — Agencia Europea de Medicamentos - Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Bosnia y Herzegovina - Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων — Carta comunitaria de los derechos sociales fundamentales de los trabajadores - κοινότητες του Βελγίου — comunidades de Bélgica - έλεγχος των εξαγωγών — control de las exportaciones - απάτη εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης — fraude a la Unión Europea - εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — frontera exterior de la Unión Europea - Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας — Observatorio Europeo de las Drogas y las Toxicomanías - Οργανισμός ή υπηρεσία ΕΕ — organismo y agencia de la UE - Σλοβακία — Eslovaquia - CENELEC — Cenelec - Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς — Oficina de Armonización del Mercado Interior - TARIC — TARIC - EUTELSAT — Eutelsat - Niederösterreich — Baja Austria - Oberösterreich — Alta Austria - Κεντροανατολική Σουηδία — Suecia centroriental - Νότια Σουηδία — Suecia meridional - Βορειοκεντρική Σουηδία — Suecia centroseptentrional - Κεντρική Norrland — Norrland central - Άνω Norrland — Norrland septentrional - Småland και Νήσοι — Småland e Islas - Δυτική Σουηδία — Suecia occidental - Ανατολική Φινλανδία — Finlandia oriental - Λαπωνία — Laponia - Νότια Φινλανδία — Finlandia meridional - Νήσοι Ώλαντ — Islas Åland - ευθύνη κράτους μέλους — responsabilidad del Estado - γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου — dictamen Tribunal de Cuentas - EURIBOR — Euribor - εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες — trabajador polivalente - WTO — OMT - βουδιστής — budista - στρατιωτική επιστήμη — ciencia militar - κυλικείο σχολείου — comedor escolar - ΣΤΠΑΕ — CPLRE - υποχρεώσεις του πολίτη — deberes del ciudadano - δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα — derecho a la integridad física - ποινικό στρατιωτικό δίκαιο — Derecho penal militar - ρωμαϊκό δίκαιο — Derecho romano - επιστροφή φόρων — devolución fiscal - δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα — derecho de visita - νεφρική νόσος — enfermedad renal - φαρμακείο — establecimiento farmacéutico - σιδηροδρομικός σταθμός — estación ferroviaria - σταθμός λεωφορείων — estación de autobuses - ιστορική γεωγραφία — geografía histórica - ινδουιστής — hinduista - παγκόσμια ιστορία — historia universal - εικονογράφηση — ilustración gráfica - αρχέτυπο — incunable - διοικητική παράβαση — infracción administrativa - νομοθετική πράξη εναρμόνισης — ley de armonización - μανιφέστο — manifiesto - χειρόγραφο — manuscrito - μεθοδολογία του δικαίου — metodología jurídica - μυθολογία — mitología - κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης — movimiento antiglobalización - πολιτιστικό κίνημα — movimiento cultural - κόμμα μπαλαντέρ — partido bisagra - εξωκοινοβουλευτικό κόμμα — partido extraparlamentario - βασιλικό κόμμα — partido monárquico - περιφερειακό κόμμα — partido regionalista - περιφερειακή αστυνομία — policía autonómica - τοπική αστυνομία — policía local - μη ανταποδοτική παροχή — prestación no contributiva - τοπικός προϋπολογισμός — presupuesto local - περιφερειακός προϋπολογισμός — presupuesto regional - πολιτική προπαγάνδα — propaganda política - προεδρικό καθεστώς — régimen presidencialista - πρωτόγονη θρησκεία — religión primitiva - φοιτητική εστία — residencia de estudiantes - σεξουαλικότητα — sexualidad - κοινωνιολογία του δικαίου — sociología del Derecho - αγροτική κοινωνιολογία — sociología rural - αστική κοινωνιολογία — sociología urbana - κοινωνιολογία της εκπαίδευσης — sociología de la educación - πολιτική κοινωνιολογία — sociología política - διανομή αερίου — suministro de gas - διαθήκη ζωής — testamento vital - ιερό βιβλίο — texto sagrado - βιντεοθήκη — videoteca - φυσικό δίκαιο — derecho natural - δικαίωμα στέγασης — derecho a la vivienda - δύναμη ταχείας αντίδρασης — fuerza de reacción rápida - λαϊκισμός — populismo - Ένωση των κρατών της Καραϊβικής — Asociación de Estados del Caribe - πατριωτικό κίνημα — movimiento patriótico - μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ — Representación Permanente ante la UE - στρατιωτικό δίκαιο — Derecho militar - μέθοδος εκμάθησης — método de aprendizaje - μνημοτεχνική μέθοδος — método mnemotécnico - ψυχομετρικό τεστ — test psicométrico - συμφωνία Κοτονού — Acuerdo de Cotonú - περιφέρειες της Πολωνίας — regiones de Polonia - περιφέρειες της Σλοβενίας — regiones de Eslovenia - περιφέρειες της Τσεχικής Δημοκρατίας — regiones de la República Checa - περιφέρειες της Σλοβακίας — regiones de Eslovaquia - Gorenjska — Gorenjska - Goriška — Goriška - Νοτιοανατολική Σλοβενία — Eslovenia sudoriental - Koroška — Koroška - Notranjsko-kraška — Notranjska y Karst - Obalno-kraška — Marítima y Karst - Podravska — Podravska - Pomurska — Pomurska - Savinjska — Savinjska - Spodnjeposavska — Spodnjeposavska - Zasavska — Zasavska - Κεντρική Σλοβενία — Eslovenia central - Περιοχή Μπρατισλάβας — región de Bratislava - Περιοχή της Trnava — región de Trnava - Περιοχή της Trenčín — región de Trenčin - Περιοχή της Nitra — región de Nitra - Περιοχή της Banská Bystrica — región de Banská Bystrica - Περιοχή της Prešov — región de Prešov - Περιοχή της Košice — región de Košice - Νότια Βοημία — Bohemia meridional - Hradec Králové — Hradec Králové - Karlovy Vary — Karlovy Vary - Liberec — Liberec - Νότια Μοραβία — Moravia meridional - Μοραβία-Σιλεσία — Moravia-Silesia - Olomouc — Olomouc - Pardubice — Pardubice - Pilsen — Pilsen - Πράγα — Praga - Ustí — Ústí - Vysočina — Vysočina - Zlín — Zlín - Κεντρική Βοημία — Bohemia central - Περιοχή της Žilina — región de Zlín - περιφέρειες της Εσθονίας — regiones de Estonia - Βόρεια Εσθονία — Estonia septentrional - Δυτική Εσθονία — Estonia occidental - Κεντρική Εσθονία — Estonia central - Βόρειοανατολική Εσθονία — Estonia nororiental - Νότια Εσθονία — Estonia meridional - περιφέρειες της Λετονίας — regiones de Letonia - Latgale — Latgale - Ρίγα — Rīga - Vidzeme — Vidzeme - Kurzeme — Kurzeme - Zemgale — Zemgale - περιφέρειες της Λιθουανίας — regiones de Lituania - Alytus — Alitus - Kaunas — Kaunas - Klaipėda — Klaipeda - Marijampolė — Marijampole - Panevėžys — Panevežis - Šiauliai — Šiauliai - Tauragė — Taurage - Telšiai — Telšiai - Utena — Utena - Βίλνιους — Vilnius - περιφέρειες της Ουγγαρίας — regiones de Hungría - Oulu — Oulu - Δυτική Φινλανδία — Finlandia occidental - Αττική — Ática - Δυτική Ελλάδα — Grecia occidental - Κεντρική Μακεδονία — Macedonia central - Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Macedonia oriental-Tracia - Δυτική Μακεδονία — Macedonia occidental - Βόρειο Αιγαίο — Egeo septentrional - Νότιο Αιγαίο — Egeo meridional - Νότιο Alföld — Llanura meridional - Βόρειο Alföld — Llanura septentrional - Κεντρική Ουγγαρία — Hungría central - Βόρεια Ουγγαρία — Hungría septentrional - Κεντρική Υπερδουναβία — Transdanubio central - Νότια Υπερδουναβία — Transdanubio meridional - Δυτική Υπερδουναβία — Transdanubio occidental - διανοητικό κεφάλαιο — capital intelectual - Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδοµένων — Supervisor Europeo de Protección de Datos - EPSO — EPSO - δικαστικός έλεγχος — control jurisdiccional - ανοικτή μέθοδος συντονισμού — método abierto de coordinación - νανοτεχνολογία — nanotecnología - ευρωπαϊκή πολτική γειτονίας — política europea de vecindad - PNUCID — PNUFID - σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα — asociación sectores público y privado - διπλωματικό πρωτόκολλο — protocolo diplomático - Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα — Agencia Europea de Seguridad Marítima - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας — Agencia Europea de Seguridad Aérea - EΟΑΔΠ — ENISA - ψηφιακό χάσμα — retraso digital - πολιτική σε θέματα γλώσσας — política lingüística - κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης — responsabilidad social de la empresa - μέθοδος ταχείας ανάγνωσης — método de lectura rápida - παράβαση κώδικα οδικής κυκλοφορίας — infracción del Código de la Circulación - παγοθραυστικό — rompehielos - επίδομα μέριμνας — asignación por cuidados - αυτόκλητη ηλεκτρονική διαφήμιση — publicidad electrónica no solicitada - οργανωτικό πνεύμα — cultura organizativa - στήριξη για την επανατοποθέτηση — ayuda a la recolocación - διεύθυνση στο Διαδίκτυο — dirección de Internet - οικονομία της γνώσης — economía del conocimiento - διάσκεψη προέδρων — Conferencia de Presidentes - Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέµατα ασφάλειας — Instituto de Estudios de Seguridad de la Unión Europea - Δορυφορικό Κέντρο της ΕΕ — Centro de Satélites de la Unión Europea - βλαστοκύτταρο — célula madre - μετεγκατάσταση — deslocalización - στρατιωτικό νεκροταφείο — cementerio militar - Mazowieckie — voivodato de Mazovia - Μικρή Πολωνία — voivodato de Pequeña Polonia - Σιλεσία — voivodato de Silesia - Lubelskie — voivodato de Lublin - Κάτω Καρπάθια — voivodato de Podkarpacie - Δυτική Πομερανία — voivodato de Pomerania occidental - Swietokrzyskie — voivodato de Santa Cruz - Lodzkie — voivodato de Lodz - Lubuskie — voivodato de Lubusz - Κάτω Σιλεσία — voivodato de Baja Silesia - Podlachie — voivodato de Podlasie - Μεγάλη Πολωνία — voivodato de Gran Polonia - Πομερανία — voivodato de Pomerania - Opolskie — voivodato de Opole - Kujawsko-Pomorskie — voivodato de Kuyavia-Pomerania - Warminsko-Mazurskie — voivodato de Warmia-Mazuria - οικογενειακό επίδομα — asignación por permiso parental - Eυρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας — Agencia Europea de Defensa - Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων — Centro Europeo para la Prevención y el Control de las Enfermedades - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Ουσιών — Agencia Europea de Sustancias y Preparados Químicos - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων — Agencia Ferroviaria Europea - Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία — Escuela Europea de Policía - απαγορευμένο όπλο — arma prohibida - Västernorrland — Västernorrland - Jämtland — Jämtland - Värmland — Värmland - Dalarna — Dalarna - Gävleborg — Gävleborg - Jönköping — Jönköping - Kronoberg — Kronoberg - Kalmar — Kalmar - Gotland — Gotland - Blekinge — Blekinge - Skåne — Escania - Halland — Halland - Västra Götaland — Västra Götaland - Uppsala — Uppsala - Södermanland — Södermanland - Östergötland — Östergötland - Örebro — Örebro - Västmanland — Västmanland - Västerbotten — Västerbotten - Norrbotten — Norrbotten[Thème]