» 

diccionario analógico

AarhusΏρχους - competência jurisdicionalαρμοδιότητα των δικαστηρίων - condição socioeconómicaκοινωνικοοικονομικές συνθήκες - Conselho de Cooperação Culturalσυμβούλιο πολιτιστικής συνεργασίας - CRESTCREST - Agência Europeia para a ProdutividadeΕυρωπαϊκός Οργανισμός Παραγωγικότητας - Agência para a Energia NuclearΟργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας - documento audiovisualοπτικοακουστικό τεκμήριο - DubaiΝτουμπάι - plano de desenvolvimento agrícolaπρόγραμμα γεωργικής ανάπτυξης - impressoraεκτυπωτής - água salgadaαλμυρό νερό - água subterrâneaυπόγεια ύδατα - água residualλύματα - equipamento socioculturalκοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις - pesca comunitáriaκοινοτική αλιεία - Agência Internacional de EnergiaΔιεθνής Οργανισμός Ενέργειας - queijo de cabraτυρί αίγειο - queijo de vacaτυρί αγελαδινό - FujeirahΦούτζερα - governo no exílioεξόριστη κυβέρνηση - indústria audiovisualβιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων - jurisprudênciaνομολογία - jurisprudência CEνομολογία ΕΚ - Estado federadoομόσπονδο κράτος - habitação insalubreανθυγιεινές κατοικίες - microeconomiaμικροοικονομία - migração interurbanaδιαστική διακίνηση - migração intra-urbanaενδοαστική διακίνηση - Leste de StorebæltΟστ φορ Στόρμπαιλτ - organigramaοργανόγραμμα - carne de caçaκρέας θηραμάτων - análise qualitativaποιοτική ανάλυση - combatividade, competitividadeανταγωνιστικότητα - Macedónia, Macedônia - incineração de resíduosκαύση των αποβλήτων - trabalho atípicoάτυπη μορφή εργασίας - crustáceo, crustáceosκαρκινοειδή, μαλακόστρακο, οστρακόδερμο - descrição de funçõesπεριγραφή καθηκόντων εργασίας - direito dos Estadosδικαίωμα των κρατών - direito dos estrangeirosδικαιώματα των αλλοδαπών - direitos das minoriasδικαιώματα των μειονοτήτων - direito das sociedades comerciaisεταιρικό δίκαιο - direito dos transportesδίκαιο των μεταφορών - direito da habitaçãoστεγαστικό δίκαιο - direito do trabalhoεργατικό δίκαιο - direito eleitoralεκλογικό δίκαιο - agricultura a tempo parcialμερική απασχόληση στη γεωργία - regulamentação financeiraχρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις - direito fiscalφορολογικό δίκαιο - direito fiscal internacionalδιεθνές φορολογικό δίκαιο - legislação florestalδασική νομοθεσία - direito humanitário internacionalδιεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο - direito internacionalδιεθνές δίκαιο - direito internacional privadoιδιωτικό διεθνές δίκαιο - direito internacional públicoδημόσιο διεθνές δίκαιο - direito matrimonialδίκαιο γαμικών σχέσεων - direito nacionalεθνικό δίκαιο - direito nuclearδίκαιο της πυρηνικής ενέργειας - direito penalποινικό δίκαιο - delito económicoοικονομικό έγκλημα - direito penal internacionalδιεθνές ποινικό δίκαιο - direito privadoιδιωτικό δίκαιο - agricultura comercialγεωργία για εμπορικούς σκοπούς - direito públicoδημόσιο δίκαιο - direito ruralαγροτικό δίκαιο - direito socialκοινωνικό δίκαιο - direito territorialδικαίωμα εδαφικού χαρακτήρα - direita políticaΔεξιά - direitos cívicosδικαιώματα του πολίτη - direitos do Homemδικαιώματα του ανθρώπου - direitos da mulherδικαιώματα της γυναίκας - agricultura contratualκαλλιέργεια με σύμβαση - Direitos Especiais de Saqueειδικά τραβηκτικά δικαιώματα - dumpingντάμπινγκ - esperança de vidaπροσδόκιμο επιβίωσης - duração dos estudosδιάρκεια σπουδών - duração do arrendamentoδιάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου - duração do trabalhoδιάρκεια της εργασίας - duração legal do trabalhoνόμιμη διάρκεια της εργασίας - países EAMAχώρες της EAMA - agricultura de grupoομαδική καλλιέργεια - East AngliaΉστ Άνγκλια - águas comunitáriasκοινοτικά ύδατα - água de infiltraçãoνερό φυσικής διήθησης - água termalνερό κολύμβησης - águas interioresεσωτερικά ύδατα - agricultura de montanhaορεινή γεωργία - mar altoδιεθνή ύδατα - água salgadaαλμυρό νερό - água superficialεπιφανειακά ύδατα - mar territorialχωρικά ύδατα - água residualλύματα - trocas agrícolasγεωργικές συναλλαγές - trocas comerciaisεμπορικές συναλλαγές - permuta de informaçãoανταλλαγή πληροφοριών - permuta de publicaçõesανταλλαγή δημοσιεύσεων - comércio extracomunitárioεξωκοινοτικές συναλλαγές - comércio intracomunitárioενδοκοινοτικές συναλλαγές - comércio por grupos de paísesσυναλλαγές κατά ομάδα χωρών - comércio por paísσυναλλαγές κατά χώρα - comércio por produtosσυναλλαγές κατά προϊόν - agricultura extensivaεκτατική γεωργία - escala de saláriosμισθολογική κλίμακα - escola no estrangeiroσχολείο εξωτερικού - escola europeiaΕυρωπαϊκά Σχολεία - escola internacionalδιεθνές σχολείο - escola nacionalεθνικό σχολείο - econometriaοικονομετρία - acesso ao mercadoπρόσβαση στην αγορά - agricultura intensivaεντατική γεωργία - economiaοικονομία - economia agrícolaγεωργική οικονομία - economia colectivaσυλλογική οικονομία - economia concertadaοικονομία συντονισμού - economia de escalaοικονομία κλίμακας - economia de energiaεξοικονόμηση ενεργείας - ajustamento estruturalδιαρθρωτική προσαρμογή - economia de guerraοικονομία πολέμου - economia da empresaοικονομικά της επιχείρησης - regiões da Áustriaπεριφέρειες της Αυστρίας - agricultura mediterrânicaμεσογειακή γεωργία - economia de subsistênciaοικονομία συντήρησης - economia dos transportesοικονομική των μεταφορών - economia orientadaδιευθυνόμενη οικονομία - economia familiarοικιακή οικονομία - economia florestalδασική οικονομία - economia industrialβιομηχανική οικονομία - economia internacionalδιεθνής οικονομία - economia mistaμικτή οικονομία - economia nacionalεθνική οικονομία - agroalimentarαγροδιατροφικός τομέας - economia pós-industrialμεταβιομηχανική οικονομία - economia públicaοικονομία του δημόσιου τομέα - economia regionalπεριφερειακή οικονομία - economia paralelaπαραοικονομία - economia urbanaοικονομία της πόλης - Escocia, EscóciaΣκωτία - ecossistemaοικοσύστημα - agro-indústriaβιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων - educação ao domicílioεκπαίδευση κατ' οίκον - educação artísticaκαλλιτεχνική εκπαίδευση - educação comparadaσυγκριτική εκπαίδευση - educação de baseβασική εκπαίδευση - educação de massasμαζική εκπαίδευση - educação de adultosεκπαίδευση ενηλίκων - educação de estrangeirosεκπαίδευση για αλλοδαπούς - educação informalεκπαίδευση εκτός σχολικού συστήματος - educação permanenteδιαρκής εκπαίδευση - educação físicaσωματική αγωγή - educação pré-escolarπροσχολική αγωγή - educação sanitáriaυγειονομική αγωγή - educação sexualσεξουαλική αγωγή, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση - ensino especialειδική εκπαίδευση - efectivo escolarσχολικός πληθυσμός - agronomiaγεωπονική - efluente radiactivoραδιενεργά απόβλητα - igualdade das remuneraçõesισότητα αποδοχών - igualdade de tratamentoίση μεταχείριση - igualdade perante a leiισότητα έναντι του νόμου - Egipto, Egito, República Árabe do Egipto, República Árabe do Egito, República Árabe UnidaΑίγυπτος - El SalvadorΕλ Σαλβαδόρ - alargamento do mercadoδιεύρυνση της αγοράς - citrinoεσπεριδοειδές - eleitor inscritoεγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους - eleiçãoεκλογές - eleição antecipadaπρόωρες εκλογές - eleição europeiaευρωπαϊκές εκλογές - eleição indirectaέμμεση εκλογή - eleição localτοπικές εκλογές - eleição nacionalεθνικές εκλογές - eleição parlamentarβουλευτικές εκλογές - eleição parcialαναπληρωματικές εκλογές - AIDIDA - eleição primáriaπροκριματικές εκλογές - eleitoradoεκλογικό σώμα - electroquímicaηλεκτροχημεία - electrometalurgiaηλεκτρομεταλλουργία - electrónicaηλεκτρονική - electrotecniaηλεκτροτεχνία - apoio económicoοικονομική υποστήριξη - criação animal em pastoríciaκτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή - cultura de crustáceosεκτροφή μαλακοστράκων - criação animal intensivaεντατική κτηνοτροφία - eliminação de resíduosδιάθεση αποβλήτων - embalagemσυσκευασία - pastagem de engordaπάχυνση με βοσκή - ajuda ao empregoενισχύσεις για την απασχόληση - emigraçãoαποδημία - Emília-RomanaΑιμιλία-Ρωμανία - territórios dos Emiratos Árabes Unidosχώρες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων - emissão de títulosέκδοση αξιών - emissão de moedaέκδοση χρήματος - acidente de transporteατύχημα κατά τη μεταφορά - emprego reservadoδεσμευμένη θέση εργασίας - empregado de escritórioυπάλληλος γραφείου - empregadorεργοδότης - ajuda ao estrangeiroεξωτερική βοήθεια - empréstimo comunitário contraídoσύναψη κοινοτικού δανείου - empréstimo internacionalδιεθνές δάνειο - empréstimo públicoδημόσιο δάνειο - emulsionante alimentarγαλακτωματοποιητής τροφίμων - endividamentoχρέος - energia das ondasενέργεια των κυμάτων - energia não poluenteήπιες μορφές ενέργειας - ajuda à exportaçãoενίσχυση των εξαγωγών - energia poluenteμη ήπιες μορφές ενέργειας - energia eléctricaηλεκτρική ενέργεια - energia eólicaαιολική ενέργεια - energia geotérmicaγεωθερμική ενέργεια - energia hidroeléctricaυδροηλεκτρική ενέργεια - energia maremotrizενέργεια από την παλίρροια - ajuda por hectareενίσχυση ανά εκτάριο - Energia solarηλιακή ενέργεια - energia térmicaθερμική ενέργεια - criança abandonadaεγκαταλελειμμένο τέκνο - filho de migranteπαιδί μετανάστη - filho naturalτέκνο άγαμων γονέων - filho únicoμοναχοπαίδι - afectação de despesasανάληψη δαπανών - fertilizanteλίπασμα - ajuda ao investimentoενισχύσεις για επενδύσεις - fertilizante orgânicoοργανικό λίπασμα - engordaπάχυνση - rapto políticoπολιτική απαγωγή - inquérito económicoοικονομική έρευνα - inquérito ao consumoέρευνα κατανάλωσης - inquérito socialκοινωνική έρευνα - registo de dadosκαταχώρηση δεδομένων - registo de documentosβιβλιογραφική καταχώριση - ajuda à construçãoενισχύσεις κατασκευής κτιριακών έργων - enriquecimento de combustívelεμπλουτισμός καυσίμου - professorεκπαιδευτικός - ensino à distânciaδιδασκαλία εξ αποστάσεως - ensino agrícolaγεωργική εκπαίδευση - ensino informatizadoαυτοματοποιημένη διδασκαλία - ensino confessionalεκκλησιαστική εκπαίδευση - ensino de línguasδιδασκαλία ξένων γλωσσών - ensino geralγενική εκπαίδευση - ensino gratuitoδωρεάν παιδεία - ajuda à modernizaçãoενισχύσεις για εκσυγχρονισμό - ensino secularμη εκκλησιαστική εκπαίδευση - ensino médicoιατρική εκπαίδευση - ensino obrigatórioυποχρεωτική εκπαίδευση - ensino paramédicoπαραϊατρική εκπαίδευση - ensino pluridisciplinarδιεπιστημονική εκπαίδευση - ensino pós-universitárioμεταπτυχιακές σπουδές - ensino primárioπρωτοβάθμια εκπαίδευση - ensino privadoιδιωτική εκπαίδευση - ensino profissionalεπαγγελματική εκπαίδευση - ensino oficialδημόσια εκπαίδευση - ajuda à produçãoενισχύσεις για την παραγωγή - ensino na área de ciênciasεκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης - ensino secundárioδευτεροβάθμια εκπαίδευση - ensino superiorανώτατη εκπαίδευση - ensino técnicoτεχνική εκπαίδευση - acordo horizontalοριζόντια σύμπραξη - acordos e práticas concertadas internacionaisδιεθνής σύμπραξη - acordo verticalκάθετη σύμπραξη - ajuda alimentarεπισιτιστική βοήθεια - mutualidade agrícolaαγροτική αλληλοβοήθεια - entrave não pautalμη δασμολογικό εμπόδιο - entrave pautalδασμολογικό εμπόδιο - entrave técnicoτεχνικό εμπόδιο - entreposto aduaneiroτελωνειακή αποταμίευση - empresaεπιχείρηση - empresa artesanalβιοτεχνική επιχείρηση - empresa comercialεμπορική επιχείρηση - empresa comumκοινή επιχείρηση - empresa de arrendamentoεπιχείρηση μίσθωσης - empresa estrangeiraαλλοδαπή επιχείρηση - empresa europeiaευρωπαϊκή επιχείρηση - empresa familiarοικογενειακή επιχείρηση - empresa fiduciáriaεπιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών - empresa imobiliáriaεπιχείρηση ακινήτων - empresa individualατομική επιχείρηση - ajuda aos desfavorecidosενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων - empresa multinacionalπολυεθνική επιχείρηση - manutenção de equipamentosσυντήρηση - manutenção das culturasσυντήρηση των καλλιεργειών - ambiente físicoφυσικό περιβάλλον - poupançaαποταμίευση - ajuda às empresasενίσχυση επιχειρήσεων - poupança forçadaαναγκαστική αποταμίευση - epidemiologiaεπιδημιολογία - EpiroΉπειρος - esgotamento dos recursosεξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - EquadorΙσημερινός - equinoιππίδες - equilíbrio orçamentalισοσκέλιση του προϋπολογισμού - equilíbrio ecológicoοικολογική ισορροπία - ajuda bilateralδιμερής βοήθεια - equipamento agrícolaγεωργικός εξοπλισμός - equipamento colectivoκοινόχρηστες εγκαταστάσεις - equipamento do veículoεξοπλισμός αυτοκινήτου - equipamento electrónicoηλεκτρονικός εξοπλισμός - equipamento socioculturalκοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις - auxílio CECAενισχύσεις ΕΚΑΧ - equipamento desportivoαθλητικές εγκαταστάσεις - equivalência de diplomasισοτιμία τίτλων σπουδών - ergonomiaεργονομία - escravaturaδουλεία - desconto bancárioπροεξόφληση - espaço judiciário europeuευρωπαϊκός δικαστικός χώρος - área verdeχώρος πρασίνου - ajuda comunitáriaκοινοτική ενίσχυση - regiões de Espanhaπεριφέρειες της Ισπανίας - espécie protegidaπροστατευόμενο είδος - espionagem industrialβιομηχανική κατασκοπεία - ensaioδοκιμή - experiência nuclearπυρηνικές δοκιμές - Estremadura espanholaΕστρεμαδούρα - ajuda complementar aos produtosσυμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα - instituição especial de créditoιδιότυπο πιστωτικό ίδρυμα - estabelecimento de ensinoεκπαιδευτικό ίδρυμα - organismo de utilidade públicaοργανισμός κοινής ωφελείας - elaboração do orçamentoκατάρτιση του προϋπολογισμού - estabelecimento hospitalarνοσηλευτικό ίδρυμα - estabelecimento prisionalσωφρονιστικό ίδρυμα - organismo públicoδημόσιος οργανισμός - estanho, lataκασσίτερος, τενεκές - padrão de câmbio-ouroκανόνας συναλλάγματος-χρυσού - ajuda de emergênciaεπείγουσα βοήθεια - estado de excepçãoπροσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων - Estado-providênciaκράτος προνοίας - auxílio estatalκρατικές ενισχύσεις - etanolαιθανόλη - EtiópiaΑιθιοπία - etnologiaεθνολογία - rotulagemεπισήμανση - estudo de viabilidadeμελέτη σκοπιμότητας - estudo de mercadoέρευνα αγοράς - estudo do trabalhoμελέτη της εργασίας - estudante estrangeiroαλλοδαπός φοιτητής - ajuda económicaοικονομική βοήθεια - eurocréditoευρωπίστωση - eurodivisaευρωνόμισμα - eurodólarευρωδολάριο - euro-emissãoευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο - euromercadoευρωπαϊκή χρηματαγορά - eurocomunismoευρωκομμουνισμός - EurocontrolEurocontrol - eurodireitaΕυρωπαϊκή Δεξιά - Eurogrupoευρωομάδα - ajuda em génerosβοήθεια εις είδος - Europa do NorteΒόρεια Ευρώπη - Europa MeridionalΝότια Ευρώπη - Europa OcidentalΔυτική Ευρώπη - europescaευρωαλιεία - interactividadeδιαδραστικότητα - eutrofizaçãoευτροφισμός - avaliação orçamentalδημοσιονομική αξιολόγηση - avaliação de projectoαξιολόγηση σχεδίου - avaliação de recursosαξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - acidente nuclearπυρηνικό ατύχημα - avaliação tecnológicaτεχνολογική αξιολόγηση - evasão fiscalφοροαποφυγή - exameεξετάσεις - excedente agrícolaγεωργικό πλεόνασμα - exclusão do tratamento CEαποκλεισμός από προτιμησιακή μεταχείριση ΕΚ - execução de projectoεκτέλεση σχεδίου - execução do orçamentoεκτέλεση του προϋπολογισμού - execução de sentençaεκτέλεση της απόφασης - isenção de autorização de acordos e práticas concertadasεξαίρεση από έγκριση σύμπραξης - isenção pautalδασμολογική απαλλαγή - exercício orçamentalοικονομικό έτος - fuga de cérebrosδιαρροή επιστημονικού δυναμικού - exploração agrícolaγεωργική εκμετάλλευση - exploração agrícola estatalκρατική γεωργική εκμετάλλευση - exploração agrícola mistaμικτή γεωργική εκμετάλλευση - exploração marítimaεκμετάλλευση της θάλασσας - exploração dos recursosεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - exploração agrícola familiarοικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση - exploração florestalδασική εκμετάλλευση - exploração leiteiraεκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής - explosivoεκρηκτικές ύλες - exportaçãoεξαγωγές - exportação de capitaisεξαγωγή κεφαλαίων - expropriaçãoαπαλλοτρίωση - ajuda multilateralπολυμερής βοήθεια - expulsãoαπέλαση - exterritorialidadeετεροδικία - extracção mineiraεξόρυξη - extradiçãoέκδοση - extrema-esquerdaΆκρα Αριστερά - facturaçãoτιμολόγηση - ajuda não reembolsávelδωρεάν βοήθεια - rendimento baixoχαμηλό εισόδημα - falênciaπτώχευση - regime de exploração agrícolaσύστημα εκμετάλλευσης - exploração por conta própriaιδιοκαλλιέργεια - exploração mistaμικτό σύστημα εκμετάλλευσης - família numerosaπολυμελής οικογένεια - família por afinidadeοικογένεια εξ αγχιστείας - FAOFAO - ajuda privadaιδιωτική βοήθεια - farinha de cereaisαλεύρι σιτηρών - faunaπανίδα - FECOMFECOM - domésticaοικοκυρά - ajuda regionalπεριφερειακές ενισχύσεις - mulher migranteμετανάστις - FEOGAΕΓΤΠΕ - FEOGA garantiaΕΓΤΠΕ-τμήμα εγγυήσεων - FEOGA orientaçãoΕΓΤΠΕ-τμήμα προσανατολισμού - Ferroσίδερο, σίδηρος, σιδερένιος - arrendamento ruralαγρομίσθωση - exploração agrícola colectivaαγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης - exploração-pilotoπρότυπο αγρόκτημα - ferry-boatπορθμείο - ajuda sanitáriaυγειονομική βοήθεια - FIABFIAB - fibra de madeiraίνες ξύλου - fibra de vidroίνες υάλου - fibra têxtilυφάνσιμες ίνες - FIDFID - FIDAIFAD - Fidji, Fiji, República das Ilhas FidjiΔημοκρατία των Φίτζι, Φίτζι - febre aftosaαφθώδης πυρετός - ajuda sectorialενίσχυση κατά τομέα - fioσύρμα - rede de pescaαλιευτικό δίχτυ - filial comumκοινή θυγατρική εταιρία - financiamentoχρηματοδότηση - financiamento a curto prazoβραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση - financiamento a longo prazoμακροπρόθεσμη χρηματοδότηση - financiamento a médio prazoμεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση - financiamento comunitárioκοινοτική χρηματοδότηση - financiamento compensatórioσυμψηφιστική χρηματοδότηση - financiamento complementarσυμπληρωματική χρηματοδότηση - financiamento da ajudaχρηματοδότηση της βοήθειας - financiamento industrialχρηματοδότηση της βιομηχανίας - financiamento das exportaçõesχρηματοδότηση των εξαγωγών - financiamento dos partidosχρηματοδότηση των κομμάτων - financiamento do orçamentoχρηματοδότηση του προϋπολογισμού - financiamento eleitoralεκλογική χρηματοδότηση - financiamento nacionalεθνική χρηματοδότηση - finanças internacionaisδιεθνή δημοσιονομικά - finanças locaisδημόσια οικονομικά τοπικής αυτοδιοίκησης - finanças públicasδημόσια οικονομικά - FinlândiaΦινλανδία - FióniaΦιονία - fiscalidadeφορολογία - UnicefUnicef - ΔΟΕ ΟΟΣΑ - fixação de preçosκαθορισμός των τιμών - fixação de salárioκαθορισμός μισθών - Província da Flandres Ocidentalεπαρχία Δυτικής Φλάνδρας - Província da Flandres Orientalεπαρχία Ανατολικής Φλάνδρας - flocos de cereaisνιφάδα σιτηρών - floraχλωρίδα - floriculturaανθοκομία - transporte por flutuaçãoμεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως - frota aéreaεναέριος στόλος - AIEAIAEA - frota de pescaαλιευτικός στόλος - frota fluvialποτάμιος στόλος - frota mercanteεμπορικός στόλος - flutuação conjunturalκυκλικές διακυμάνσεις - flutuação de preçosδιακύμανση των τιμών - flutuação económicaοικονομικές διακυμάνσεις - flutuação estruturalδιαρθρωτικές διακυμάνσεις - flúorφθόριο - FMIΔΝΤ - AISSAISS - FNUMPUNFPA - funcionário europeuμόνιμος κοινοτικός υπάλληλος - fundo costeiroπαράκτιος βυθός - fundaçãoίδρυμα - fundos CEΤαμεία ΕΚ - AjmanΑϊμάν - fundo comumκοινό ταμείο - fundo de comércioάυλο κεφάλαιο - FEDERΕΤΠΑ - fundo de maneioκεφάλαιο κίνησης - Fundo Monetário EuropeuΕυρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο - ferro fundidoχυτοσίδηρος - perfuraçãoγεώτρηση - perfuração no marυποθαλάσσια γεώτρηση - reserva florestalδιατηρητέο δάσος - floresta de alto fusteσπερμοφυές δάσος - mataπρεμνοφυές δάσος - floresta naturalφυσικό δάσος - floresta plantadaφυτευμένο δάσος - formalidade aduaneiraτελωνειακή διατύπωση - formação para a gestãoσπουδές διοίκησης επιχειρήσεων - formação de professoresσπουδές εκπαιδευτικών - formação de preçosδιαμόρφωση τιμών - formação em serviçoκατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία - formação profissionalεπαγγελματική κατάρτιση - ajustamento monetárioνομισματική προσαρμογή - fornecedorπρομηθευτής - fornecimento de documentosδιάθεση εγγράφου - despesas judiciaisδικαστικά έξοδα - despesas de escolaridadeδίδακτρα - despesas eleitoraisεκλογικές δαπάνες - despesas farmacêuticasέξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης - DU francesesγαλλικά ΥΔ - PTU francesesγαλλικές ΥΧΕ - regiões de Françaπεριφέρειες της Γαλλίας - franchisingδικαιόχρηση - franquia aduaneiraτελωνειακή ατέλεια - ALACLALADI - fraude fiscalφοροδιαφυγή - FrederiksbergΦρεντέρικσμπεργκ - FrederiksborgΦρεντέρικσμποργκ - frequência escolarσχολική φοίτηση - Friuli-Venezia-GiuliaΦρίουλι-Ιουλιανή Βενετία - FrísiaΦρεισία - queijoτυρί - queijo de pasta semiduraημίσκληρο τυρί - queijo de pasta duraσκληρό τυρί - países ALACLχώρες του ALADI - queijo de pasta moleμαλακό τυρί - queijo curado com fungosτυρί με στίγματα στη μάζα - queijo de ovelhaτυρί πρόβειο - queijo de cabraτυρί αίγειο - queijo de vacaτυρί αγελαδινό - queijo fundido, queijo processadoτετηγμένο τυρί - queijo frescoνωπό τυρί - indústria queijeiraτυροκομία - fronteiraσύνορα - fruto de sementeγιγαρτόκαρπο - fruto frescoνωπός καρπός - fruto tropicalτροπικός καρπός - FujeirahΦούτζερα - fusão de empresasσυγχώνευση επιχειρήσεων - Albania, Albânia, Línguas da Albânia, República da AlbâniaΑλβανία - GalápagosΓκαλαπάγκος - GalizaΓαλικία - GâmbiaΓκάμπια - garantiaεγγύηση - garantia de créditoεγγύηση πίστωσης - garantia de rendimentoεγγυημένο εισόδημα - garantia do investimentoεγγύηση των επενδύσεων - guarda de criançasφύλαξη παιδιών - GATTΓΣΔΕ - esquerda políticaΑριστερά - esquerdismoαριστερισμός - gás de combustãoκαυσαέριο - gasodutoαεριαγωγός - álcool químicoαλκοόλη - suspensão de cultivoπάγωμα των γαιών - engenharia civilέργα πολιτικού μηχανικού - vitelaδαμαλίδα - geoquímicaγεωχημεία - geografia económicaοικονομική γεωγραφία - geografia políticaπολιτική γεωγραφία - geofísicaγεωφυσική - gerontologiaγεροντολογία - gestãoδιαχείριση - gestão contabilísticaλογιστική διαχείριση - gestão de empresasδιοίκηση επιχειρήσεων - gestão do espaçoδιαχείριση του χώρου - gestão de resíduosδιαχείριση των αποβλήτων - gestão das pescasδιαχείριση αλιευτικών πόρων - gestão dos recursosδιαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - gestão do materialδιαχείριση υλικού - alcoolismoαλκοολισμός - administração do pessoalδιοίκηση προσωπικού - gestão financeiraχρηματοοικονομική διαχείριση - gestão previsionalδιαχείριση βάσει προβλέψεων - GibraltarΓιβραλτάρ - geloπάγος - glucoseγλυκόζη - golfoκόλπος - governoκυβέρνηση - governo no exílioεξόριστη κυβέρνηση - governo insurreccionalεπαναστατική κυβέρνηση - gordura alimentarεδώδιμο λίπος - gordura industrialβιομηχανικό λίπος - AlentejoΑλεντέζου - grande empresaμεγάλη επιχείρηση - grande exploração agrícolaμεγάλη γεωργική εκμετάλλευση - Grandes AntilhasΜεγάλες Αντίλλες - cuidados médicos gratuitosδωρεάν περίθαλψη - GréciaΕλλάδα, Ελλάς - Grécia CentralΣτερεά Ελλάδα - regiões da Gréciaπεριφέρειες της Ελλάδας - GranadaΓρενάδα - AlgarveΑλγκάρβε - Groenlândia, Groênlandia, GronelandiaΓροιλανδία - GroningenΓκρόνινγκεν - Pacto AndinoΟμάδα των Άνδεων - países do Pacto Andinoχώρες της Ομάδας των Άνδεων - grupo de interessesομάδα συμφερόντων - grupo de empresasόμιλος εταιριών - Grupo dos DezΟμάδα των Δέκα - Acordo ADRσυμφωνία ADR - ArgéliaΑλγερία - grupo políticoπολιτική ομάδα - movimento de defesa dos direitos do homemκίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου - associação de compradoresόμιλος αγορών - grupo de interesse económicoόμιλος οικονομικού σκοπού - agrupamento de produtoresομάδες παραγωγών - grupo étnicoεθνότητα - algaφύκος - grupo linguísticoγλωσσική ομάδα - sêmeaπλιγούρι - GuadalupeΓουαδελούπη - GuatemalaΓουατεμάλα - GelderlandΓκέλντρια - guerra civilεμφύλιος πόλεμος - guerra de independênciaπόλεμος ανεξαρτησίας - guerra de fronteiraπόλεμος συνόρων - guerra nuclearπυρηνικός πόλεμος - GuinéΓουινέα - Guiné-BissauΓουινέα-Μπισσάου - Guiné EquatorialΙσημερινή Γουινέα - GuianaΓουιάνα - Guiana FrancesaΓαλλική Γουιάνα - habitatενδιαίτημα - meio ruralαγροτική κατοικία - meio urbanoαστική κατοικία - alimento para gadoζωοτροφές - hábito de compraαγοραστικές συνήθειες - Província do Hainautεπαρχία Αινώ - HaitiΑϊτή - Hamburg, HamburgoΑμβούργο - harmonização alfandegáriaτελωνειακή εναρμόνιση - alimento industrialβιομηχανικές ζωοτροφές - harmonização fiscalεναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων - Alta Normandiaνω Νορμανδία - Burkina FasoΜπουρκίνα Φάσο - HawaiiΧαβάη - HesseΈσση - alimento para criançasπαιδικές τροφές - hora de Verãoθερινή ώρα - período de perguntasώρα των ερωτήσεων - hora extraordináriaυπερωρία - Históriaιστορία - histologiaιστολογία - holdingχόλντινγκ - Holanda MeridionalΝότια Ολλανδία - Holanda SetentrionalΒόρεια Ολλανδία - alimento preparadoπαρασκευασμένα τρόφιμα - homicídioανθρωποκτονία - homologaçãoέγκριση - HondurasΟνδούρα - HungriaΟυγγαρία - estabelecimento psiquiátricoψυχιατρείο - horário de trabalhoωράριο εργασίας - alimento transformadoμεταποιημένα τρόφιμα - horário flexívelελαστικό ωράριο - jardinagemκηποκομία - óleo animalζωικό λάδι - óleo de amendoimαραχιδέλαιο - azeiteελαιόλαδο - óleo de peixeιχθυέλαιο - óleo pesadoβαρέα κλάσματα πετρελαίου - óleo mineralορυκτέλαια - nutriçãoθρέψη - óleo usadoχρησιμοποιημένα ορυκτέλαια - óleos vegetais, óleo vegetalφυτικό έλαιο, φυτικό λάδι - fábrica de óleosελαιουργία - oficial de diligênciasδικαστικός επιμελητής - humanização do trabalhoεξανθρωπισμός της εργασίας - hidrogénioυδρογόνο - hidrogeologiaυδρογεωλογία - alimentação animalδιατροφή των ζώων - hidrologiaυδρολογία - higiene alimentarυγιεινή τροφίμων - saúde e higiene no trabalhoυγεία κατά την εργασία - hipotecaυποθήκη - ideologia políticaπολιτική ιδεολογία - Acordo AETRσυμφωνία AETR - alimentação humanaανθρώπινη διατροφή - inhameίγναμο - IIPEIIEP - console, ilha, Ilhasνήσος, νησί - Île-de-FranceΙλ-ντε-Φράνς - Ilha de GuamΓκουάμ - Ilhas Anglo-NormandasΑγγλονορμανδικές νήσοι - Ilhas Caimão, Ilhas Cayman, Ilhas CaymansΝησιά Καϊμάν - Ilhas CarolinasΚαρολίνες - Ilhas do BarlaventoΠροσήνεμοι Νήσοι - Ilhas FaroéΝήσοι Φερόες - Ilhas JónicasΝήσοι Ιονίου Πελάγους - Ilhas MarianasΝήσοι Μαριάννες - Ilhas do SotaventoΥπήνεμοι Νήσοι - Ilhas Turcas e CaicosΝήσοι Τερκς και Κάικος - ilhas VirgensΠαρθένοι Νήσοι - redução da dívidaελάφρυνση του χρέους - registo de sociedadeεγγραφή εταιρίας στα μητρώα - imunidade parlamentarβουλευτική ασυλία - imunologiaανοσολογία - impacto publicitárioδιαφημιστική απήχηση - implantação de actividadeεγκατάσταση δραστηριότητας - Alemanha RDΓερμανία ΛΔ - importaçãoεισαγωγές - impostoφόρος - imposto comunitárioκοινοτικός φόρος - imposto sobre o rendimento das pessoas singularesφόρος φυσικών προσώπων - imposto directoάμεσος φόρος - contribuição predialέγγειος φόρος - imposto forfetárioκατ' αποκοπή φόρος - imposto indirectoέμμεσος φόρος - imposto localδημοτικοί φόροι - imposto nacionalεθνικός φόρος - imposto realπραγματικός φόρος - imposto sobre o consumoφόρος κατανάλωσης - imposto sobre a fortunaφόρος στην περιουσία - imposto de mais-valiaφόρος υπεραξίας - imposto sucessórioφόρος μεταβίβασης - imposto de capitaisφορολογία κεφαλαίου - imposto sobre os rendimentosφόρος εισοδήματος - imposto sobre os lucrosφόρος επί των κερδών - imposto sobre o rendimento de capitaisφόρος επί της αποδόσεως κεφαλαίου - regiões da Alemanhaπεριφέρειες της Γερμανίας - imposto sobre os rendimentos do trabalhoφόρος μισθών και ημερομισθίων - imposto sobre as sociedadesφόρος εταιριών - impressão gráficaτυπογραφία - imputação contabilísticaλογιστική καταχώριση - incapacidade para o trabalhoανικανότητα προς εργασία - incêndioπυρκαγιά - incompatibilidadeτο ασυμβίβαστο - IncotermsΔιεθνείς Εμπορικοί Όροι - ÍndiaΙνδία - indemnizaçãoαποκατάσταση της ζημίας - indemnização de seguroασφαλιστική αποζημίωση - subsídio de instalaçãoαποζημίωση εγκατάστασης γεωργών - indemnização por despedimentoαποζημίωση λόγω απόλυσης - subsídio e abono parlamentaresβουλευτική αποζημίωση - independência económicaοικονομική ανεξαρτησία - independência nacionalεθνική ανεξαρτησία - independência tecnológicaτεχνολογική ανεξαρτησία - indexação de preçosτιμαριθμική αναπροσαρμογή - indexação salarialτιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών - indexação de documentosευρετηρίαση τεκμηρίων - indicador de divergênciaδείκτης απόκλισης - indicador económicoοικονομικός δείκτης - indicador socialκοινωνικός δείκτης - índice de preçosδείκτης τιμών - IndonésiaΙνδονησία - indústria aeronáuticaαεροναυπηγική βιομηχανία - indústria aeroespacialαεροδιαστημική βιομηχανία - coligação eleitoralεκλογικός συνασπισμός - indústria alimentarβιομηχανία τροφίμων - indústria automóvelαυτοκινητοβιομηχανία - indústria químicaχημική βιομηχανία - cinematografia, Indústria cinematográficaβιομηχανία παραγωγής ταινιών, βιομηχανία του κινηματογράφου, κινηματογράφος, κινηματογραφία - indústria culturalβιομηχανία του πολιτιστικού τομέα - indústria de armamentoβιομηχανία όπλων - indústria audiovisualβιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων - indústria da informaçãoβιομηχανία των πληροφοριών - abono complementarεπικουρικό επίδομα - indústria da comunicaçãoτομέας της επικοινωνίας - indústria de máquinas-ferramentasβιομηχανία εργαλειομηχανών - indústria pesqueiraτομέας της αλιείας - indústria de carneκρεατοβιομηχανία - indústria da celulose e do papelβιομηχανία χαρτόμαζας και χαρτιού - indústria de pontaβιομηχανία αιχμής - indústria transformadoraμεταποιητική βιομηχανία - indústria de bebidasποτοποιία - acordo-quadroσυμφωνία-πλαίσιο - subsídio de estudosεπίδομα σπουδών - indústria de corantesβιομηχανία χρωστικών ουσιών - indústria de adubosβιομηχανία λιπασμάτων - indústria de plásticosβιομηχανία πλαστικών - indústria de serviçosδραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών - indústria das telecomunicaçõesβιομηχανία τηλεπικοινωνιών - indústria da madeiraβιομηχανία ξύλου - indústria da borrachaβιομηχανία ελαστικού - indústria do couroβυρσοδεψία - subsídio por morteεπίδομα λόγω θανάτου - indústria do frioβιομηχανία του ψύχους - indústria de brinquedosβιομηχανία παιχνιδιών - indústria do livroβιομηχανία βιβλίου - indústria do mobiliárioβιομηχανία επίπλου - indústria do açúcarβιομηχανία ζάχαρης - indústria vidreiraυαλουργία - indústria do vestuárioβιομηχανία ιματισμού - indústria do vácuoβιομηχανία κενού - subsídio de maternidadeεπίδομα μητρότητας - indústria electrónicaβιομηχανία ηλεκτρονικών - indústria electrotécnicaβιομηχανία ηλεκτρικών ειδών - indústria para exportaçãoεξαγωγική βιομηχανία - indústria relojoeiraωρολογοποιία - indústria hoteleiraξενοδοχειακός τομέας - indústria informáticaβιομηχανία πληροφορικής - indústria de lacticíniosγαλακτοβιομηχανία - indústria ligeiraελαφρά βιομηχανία - afectação de recursosδιάθεση πόρων - indústria mecânicaμηχανουργία - indústria mineiraεξορυκτική βιομηχανία - indústria nuclearπυρηνική βιομηχανία - indústria ópticaβιομηχανία οπτικών ειδών - indústria farmacêuticaφαρμακοβιομηχανία - indústria fotográficaβιομηχανία φωτογραφικών ειδών - indústria siderúrgicaχαλυβουργία - desigualdade socialκοινωνική ανισότητα - inflaçãoπληθωρισμός - informaçãoπληροφόρηση - informação comercialεμπορική πληροφόρηση - informação dos trabalhadoresπληροφόρηση των εργαζομένων - informação do consumidorπληροφόρηση του καταναλωτή - informática de gestãoμηχανοργάνωση - informática documentalπληροφορική της τεκμηρίωσης - informática industrialβιομηχανικές εφαρμογές της πληροφορικής - AlsáciaΑλσατία - informática médicaιατρικές εφαρμογές της πληροφορικής - infracçãoπαράβαση - infra-estrutura industrialβιομηχανική υποδομή - engenheiroμηχανικός - ingerênciaεπέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας - alternância políticaπολιτική εναλλαγή - iniciativa legislativaνομοθετική πρωτοβουλία - inovaçãoκαινοτομία - insubmissãoανυποταξία - inspecção de alimentosεποπτεία των τροφίμων - inspecção escolarσχολική επιθεώρηση - inspecção veterináriaκτηνιατρική επιθεώρηση - alumínioαλουμίνιο - instalação portuáriaλιμενικές εγκαταστάσεις - instância de controloελεγκτικό όργανο - Instituto Sindical EuropeuISE - instituição ACP-CEEόργανο ΑΚΕ-ΕΚ - instituição comunitáriaθεσμικό κοινοτικό όργανο - instituição financeiraχρηματοπιστωτικός οργανισμός - instituição políticaπολιτικοί θεσμοί - instituição religiosaθρησκευτικό ίδρυμα - instituição especializada da ONUΕιδική Οργάνωση του ΟΗΕ - melhoria do habitatβελτίωση της κατοικίας - instrução judicialανάκριση - instrumento musicalμουσικά όργανα - instrumento financeiro comunitárioκοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα - INTALINTAL - integração de migrantesκοινωνική ένταξη των μεταναστών - integração económicaοικονομική ολοκλήρωση - integração europeiaευρωπαϊκή ολοκλήρωση - melhoria da produçãoβελτίωση της παραγωγής - integração monetáriaνομισματική ολοκλήρωση - integração políticaπολιτική ολοκλήρωση - integração regionalπεριφερειακή ολοκλήρωση - integração socialκοινωνική ενσωμάτωση - intenção de votoεκλογικές προθέσεις - interdependência económicaοικονομική αλληλεξάρτηση - interdição profissionalαπαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος - acordo CEσυμφωνία ΕΚ - melhoramento de plantasβελτίωση φυτών - juroτόκος - intermediário comercialεμπορικός μεσάζων - Internacional OperáriaΕργατική Διεθνής - Internacional SocialistaΣοσιαλιστική Διεθνής - internamento psiquiátricoεισαγωγή σε ψυχιατρείο - interpelação parlamentarεπερώτηση - melhoramento do soloβελτίωση του εδάφους - interpretação do direitoερμηνεία του δικαίου - intervenção financeiraχρηματοδοτική παρέμβαση - intervenção no mercadoπαρέμβαση στην αγορά - invençãoεφεύρεση - investimento no estrangeiroεπένδυση στο εξωτερικό - investimento comunitárioκοινοτική επένδυση - investimento directoάμεση επένδυση - investimento estrangeiroξένη επένδυση - investimento industrialβιομηχανική επένδυση - investimento internacionalδιεθνής επένδυση - investimento privadoιδιωτική επένδυση - investimento públicoδημόσια επένδυση - investimento regionalεπένδυση σε περιφερειακό επίπεδο - inviolabilidade do domicílioαπαραβίαστο της κατοικίας - iodoιώδιο - IraqueΙράκ - IrãoΙράν - Irian JayaΙριάν Τζάγια - organização do tempo de trabalhoδιευθέτηση του χρόνου εργασίας - IrlandaΙρλανδία - Irlanda do NorteΒόρεια Ιρλανδία - regiões da Irlandaπεριφέρειες της Ιρλανδίας - IINUUNRISD - Islândia, República da IslândiaΙσλανδία - ISOISO - isoglucoseισογλυκόζη - isolanteμονωτικό - ordenamento florestalδιαρρύθμιση δασών - isolamento de edifíciosμόνωση κτιρίου - isolamento acústicoηχομόνωση - isolamento térmicoθερμομόνωση - isolacionismoαπομονωτισμός - IsraelΙσραήλ - ItáliaΙταλία - regiões de Itáliaπεριφέρειες της Ιταλίας - terra em pousioαγρανάπαυση - JamaicaΙαμαϊκή - ordenamento hídricoυδραυλικά έργα - horta familiarπεριβόλι - JavaΙάβα - jogo de azarτυχερά παιχνίδια - jovemνέος - jovem trabalhadorνέος εργαζόμενος - jogos olímpicosΟλυμπιακοί Αγώνες - Joint European TorusJET - JordâniaΙορδανία - jornal oficialΕπίσημη Εφημερίδα - ordenamento hidroagrícolaυδρογεωργική χωροταξία - jornada contínuaσυνεχές ωράριο - judaísmoιουδαϊσμός - juizδικαστής - julgamentoαπόφαση δικαστηρίου - jurisdição administrativaδιοικητική δικαστική αρχή - jurisdição civilπολιτικό δικαστήριο - jurisdição de excepçãoέκτακτο δικαστήριο - desenvolvimento ruralαγροτική ανάπτυξη - jurisdição comumτακτικό δικαστήριο - jurisdição militarστρατοδικείο - jurisdição penalποινικό δικαστήριο - jurisdição de menoresδικαστήριο ανηλίκων - jurisdição socialδικαστήριο κοινωνικών διαφορών - jurisdição superiorανώτατο δικαστήριο - multaπρόστιμο - jurisprudênciaνομολογία - jurisprudência CEνομολογία ΕΚ - sumo de frutaχυμός φρούτων - sumo de legumeχυμός λαχανικών - CambojaΚαμπότζη - sumaúmaκαπόκ - QuéniaΚένυα - emendaτροπολογία - KiribatiΚιριμπάτι - KoweitΚουβέιτ - ReuniãoΡεϋνιόν - certificado de qualidadeσήμα ποιότητας - lactoseλακτόζη - leiteγάλα - leite-bebidaγάλα-ρόφημα - leite cruνωπό γάλα - leite desnatadoαποκορυφωμένο γάλα - leite gordoπλήρες γάλα - leite fermentadoγάλα που έχει υποστεί ζύμωση - leite homogeneizadoομογενοποιημένο γάλα - leite pasteurizadoπαστεριωμένο γάλα - leite esterilizadoαποστειρωμένο γάλα - correcção do soloβελτιωτικά του εδάφους - lançamento de um produtoδιάθεση νέου προϊόντος στην αγορά - Estado federadoομόσπονδο κράτος - língua maternaμητρική γλώσσα - LaosΛάος - coelhoκουνέλι - LácioΛάτιο - AméricaΑμερική - legalidadeνομιμότητα - legislaçãoνομοθεσία - legislação alimentarνομοθεσία για τα είδη διατροφής - legislação antidumpingνομοθεσία αντιντάμπινγκ - legislação antitrustνομοθεσία αντιτράστ - autorização legislativaνομοθετική εξουσιοδότηση - legislação farmacêuticaνομοθεσία φαρμάκων - legislação fitossanitáriaφυτοϋγειονομική νομοθεσία - legislação sanitáriaυγειονομική νομοθεσία - legislação escolarσχολική νομοθεσία - legislação veterináriaκτηνιατρική νομοθεσία - legislaturaβουλευτική περίοδος - legume de bolboβολβώδες λαχανικό - legume de folhaφυλλώδες λαχανικό - legume de frutoκαρποφόρο λαχανικό - América CentralΚεντρική Αμερική - legume de raizλαχανικό με βρώσιμη ρίζα - legume frescoνωπό λαχανικό - LeinsterΛένστερ - LesotoΛεσόθο - leucose animalλεύκωση ζώων - LíbanoΛίβανος - liberalização do comércioαπελευθέρωση των συναλλαγών - LibériaΛιβερία - liberdade de associaçãoδικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι - liberdade de opiniãoελευθερία έκφρασης γνώμης - liberdade da informaçãoελευθερία πληροφόρησης - liberdade de imprensaελευθερία του Τύπου - liberdade de navegaçãoελευθερία ναυσιπλοΐας - liberdade de reuniãoδικαίωμα του συνέρχεσθαι - liberdade de comércioελευθερία των εμπορικών συναλλαγών - liberdade religiosaανεξιθρησκεία - livrariaβιβλιοπωλείο - livre circulação de capitaisελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - livre circulação de mercadoriasελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - livre circulação de pessoasελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - livre circulação de trabalhadoresελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - livre-concorrênciaελεύθερος ανταγωνισμός - liberdade de dispor de si mesmoελευθερία αυτοδιάθεσης - livre-práticaελεύθερη κυκλοφορία - livre prestação de serviçosελεύθερη παροχή υπηρεσιών - LíbiaΛιβύη - licença de patenteάδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας - licença comercialάδεια εμπορίας - licença de exportaçãoάδεια εξαγωγής - amiantoαμίαντος - licença de importaçãoάδεια εισαγωγής - licença de transporteάδεια μεταφοράς - despedimentoαπόλυση - despedimento colectivoομαδική απόλυση - despedimento por motivos económicosαπόλυση για οικονομικούς λόγους - Liechtenstein, Listenstaine, Principado do LiechtensteinΛιχτενστάιν, Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν - cortiçaφελλός - província de Liègeεπαρχία Λιέγης - local de pescaτόπος αλιείας - local de trabalhoτόπος εργασίας - amidoάμυλο - linha de transporteδρομολόγια μεταφοράς - ligniteλιγνίτης - Liga ÁrabeΑραβικός Σύνδεσμος - países da Liga Árabeχώρες του Αραβικού Συνδέσμου - LigúriaΛιγυρία - LimburgoΛιμβούργο - Província do Limburgoβελγική επαρχία Λιμβούργου - limitação de comercializaçãoπεριορισμός εμπορίας - acordo de associaçãoσυμφωνία συνδέσεως - refrigeranteαεριούχο ποτό - LimousinΛιμουζέν - linhoλίνο - linho oleaginosoελαιούχο λίνο - lingoteπλίνθωμα - linguísticaγλωσσολογία - licorηδύποτο - liquidação de sociedade comercialεκκαθάριση εταιρίας - amortizaçãoαπόσβεση - liquidação dos bensεκκαθάριση της περιουσίας - liquidação das despesasεκκαθάριση δαπανών - liquidez monetáriaνομισματική ρευστότητα - liquidez internacionalδιεθνής ρευστότητα - lista fechadaψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης - literaturaλογοτεχνία - documentação cinzentaεκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας - amortização da dívidaαπόσβεση του χρέους - entregaπαράδοση - localização das fontes de energiaγεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών - localização da produçãoτόπος παραγωγής - arrendamentoενοικίαση ακινήτου - leasingαγορά με δόσεις - lockoutανταπεργία - habitação colectivaσυλλογική κατοικία - habitação individualανεξάρτητη κατοικία - habitação insalubreανθυγιεινές κατοικίες - habitação socialεργατικές κατοικίες - softwareλογισμικό - leiνόμος - lei-quadroνόμος-πλαίσιο - tempos livresαναψυχή - LombardiaΛομβαρδία - Lorena, LorraineΛωρραίνη - renda regulamentadaχαμηλό ενοίκιο - lubrificanteλιπαντικό - ludotecaπαιγνιοθήκη - prevenção de incêndiosκαταπολέμηση των πυρκαγιών - luta contra a poluiçãoκαταπολέμηση της ρύπανσης - combate ao crimeκαταπολέμηση του εγκλήματος - luta contra o desperdícioορθολογική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - luta de classesπάλη των τάξεων - análise de custos-benefíciosανάλυση κόστους-ωφέλειας - Grão-Ducado do Luxemburgo, LuxemburgoΛουξεμβούργο - Província do Luxemburgoβελγική επαρχία Λουξεμβούργου - luzernaμηδική - liofilizaçãoλυοφίλιση - máquinaμηχάνημα - maquinaria agrícolaγεωργικό μηχάνημα - máquina de escritórioμηχανή γραφείου - análise de custo-eficáciaανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας - máquina de colheitaμηχανή συγκομιδής - máquina hidráulicaυδραυλικό μηχάνημα - máquina pneumáticaμηχάνημα πεπιεσμένου αέρα - máquina têxtilμηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας - MacherequeΜασρέκ - macroeconomiaμακροοικονομία - MadeiraΜαδέρα - análise de entradas-saídasανάλυση εισροών-εκροών - grande superfícieμεγάλο πολυκατάστημα - armazém de revendaκατάστημα εκπτώσεων - MagrebeΜαγκρέμπ - magnésioμαγνήσιο - mão-de-obra agrícolaγεωργικό εργατικό δυναμικό - mão-de-obra familiarοικογενειακό εργατικό δυναμικό - análise da águaανάλυση του νερού - manutenção do empregoδιατήρηση της απασχόλησης - manutenção da pazδιατήρηση της ειρήνης - maioria absolutaαπόλυτη πλειοψηφία - maioridadeενηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο - maioria de votoπλειοψηφία - maioria políticaκόμματα της πλειοψηφίας - maioria qualificadaειδική πλειοψηφία - maioria silenciosaσιωπηρή πλειοψηφία - análise da informaçãoανάλυση πληροφοριών - maioria relativaσχετική πλειοψηφία - doença animalζωική ασθένεια - doença das vias respiratóriasασθένεια του αναπνευστικού συστήματος - doença do coraçãoκαρδιαγγειακή πάθηση - doença endémicaενδημική νόσος - doença infecciosaλοιμώδης νόσος - doença profissionalεπαγγελματική νόσος - doença tropicalτροπική νόσος - doença vegetalφυτική νόσος - descontentamento da juventudeδυσφορία της νεολαίας - península da MalásiaΜαλαισιανή Χερσόνησος - MalawiΜαλάουι - MalásiaΜαλαισία - MaldivasΜαλδίβες - MaliΜαλί - Ilhas FalklandΝήσοι Φόκλαντ - malteβύνη - análise demográficaδημογραφική ανάλυση - MaltaΜάλτα - mamífero marinhoθαλάσσιο θηλαστικό - Canal da ManchaΜάγχη - mandato electivoαιρετό αξίωμα - manganésioμαγγάνιο - manifestação culturalπολιτιστική εκδήλωση - análise de balançosανάλυση των ισολογισμών - serventeανειδίκευτος εργάτης - manual escolarσχολικό εγχειρίδιο - maoísmoμαοϊσμός - mercado a prazoπροθεσμιακή αγορά - mercado agrícolaαγορά γεωργικών προϊόντων - mercado agrícola comunitárioκοινοτική αγορά γεωργικών προϊόντων - mercado a pronto pagamentoαγορά spot - análise de custosανάλυση κόστους - mercado comumΚοινή Αγορά - Mercado Comum ÁrabeΑραβική Κοινή Αγορά - países do Mercado Comum Árabeχώρες της Αραβικής Κοινής Αγοράς - mercado comunitárioκοινοτική αγορά - contrato de fornecimentosσύμβαση προμηθειών - ajuste directoσύμβαση κατ' ανάθεση - contrato de obrasσύμβαση έργων - mercado cambialαγορά συναλλάγματος - análise económicaοικονομική ανάλυση - mercado de produtos de baseαγορά βασικών προϊόντων - mercado do trabalhoαγορά της εργασίας - mercado externoεξωτερική αγορά - mercado fundiárioκτηματική αγορά - mercado internoεσωτερική αγορά - mercado internacionalδιεθνής αγορά - mercado livreελεύθερη αγορά - mercado monetárioχρηματαγορά - contrato públicoδημόσιες συμβάσεις - análise financeiraδημοσιονομική ανάλυση - mercado regulamentadoεπίσημη αγορά - margarinaμαργαρίνη - margem de flutuaçãoπεριθώριο διακύμανσης - exclusão socialκοινωνικός αποκλεισμός - casamentoγάμος - MarrocosΜαρόκο - análise socialκοινωνική ανάλυση - MartinicaΜαρτινίκα - marxismoμαρξισμός - massa orçamentalσύνολο του προϋπολογισμού - massa monetáriaπροσφορά χρήματος - materiais refractáriosπυρίμαχα υλικά - material de iluminaçãoυλικό φωτισμού - equipamento de construçãoκατασκευαστικά μέσα - equipamento de perfuraçãoεξοπλισμός γεώτρησης - equipamento de elevaçãoανυψωτικό μηχάνημα - material eléctricoηλεκτρολογικό υλικό - material mecânicoμηχανικά υλικά - matemáticaμαθηματικά - gordura do leiteλιπαρές ουσίες του γάλακτος - matéria plásticaπλαστικές ύλες - ASEANASEAN - matéria-primaπρώτη ύλη - matéria radioactivaραδιενεργό υλικό - Mauricia, Maurícia, Maurícias, MaurícioΜαυρίκιος - Mauritania, MauritâniaΙσλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας, Μαυριτανία - MayotteΜαγιότ - países MCACχώρες της MCAC - mecânica de precisãoμηχάνημα ακριβείας - mecânica geralγενική μηχανολογία - países ASEANχώρες του ASEAN - mecanizaçãoεκμηχάνιση - mecanização agrícolaεκμηχάνιση της γεωργίας - mecanismo de intervenção monetáriaμηχανισμός νομισματικής παρέμβασης - mecanismo de apoioμηχανισμός στήριξης - medicina do trabalhoιατρική της εργασίας - prevenção das doençasπρόληψη των ασθενειών - medicina escolarσχολίατροι - medicina veterináriaκτηνιατρική - abate de animaisσφαγή ζώων - acordo de Bretton Woodsσυμφωνίες Μπρέτον Γούντς - anatomiaανατομία - MelanésiaΜελανησία - melaçoμελάσσα - agregado familiar agrícolaαγροτικό νοικοκυριό - mensalidadeμηνιαία καταβολή μισθού - marcenariaξυλουργία - marcenaria metálicaκατασκευή μεταλλικών κουφωμάτων - Mar BálticoΒαλτική Θάλασσα - Mar da IrlandaΙρλανδική Θάλασσα - AndaluziaΑνδαλουσία - AndorraΑνδόρρα - Mar da NoruegaΝορβηγική Θάλασσα - Mar do NorteΒόρεια Θάλασσα - anidridoανυδρίτης - Mar MediterrâneoΜεσόγειος Θάλασσα - mercúrioυδράργυρος - medida de efeito equivalenteμέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος - metalμέταλλα - metal ferrosoσιδηρούχα μέταλλα - metal pesadoβαρέα μέταλλα - metal não ferrosoμη σιδηρούχα μέταλλα - metal preciosoευγενή μέταλλα - metalóideμεταλλοειδή - animal para abateζώο για σφαγή - metalurgia dos pósκονεομεταλλουργία - parceria agrícolaεπίμορτη αγροληψία - trigo e centeioσμιγός - meteorologiaμετεωρολογία - metanolμεθανόλη - método de investigaçãoερευνητική μέθοδος - método estatísticoστατιστική μέθοδος - metrologiaμετρολογία - animal de criaçãoζώο αγροκτήματος - MéxicoΜεξικό - Mezzogiorno - microeconomiaμικροοικονομία - microformaμικροφόρμα - MicronésiaΜικρονησία - East MidlandsΑνατολικά Μίντλαντς - West MidlandsΔυτικά Μίντλαντς - animal de tracçãoζώο γαλακτοπαραγωγής - migraçãoμετανάστευση - migração alternanteπαλινδρομική διακίνηση - migração de regressoπαλιννόστηση - migração familiarοικογενειακή μετανάστευση - migração forçadaαναγκαστική μετανάστευση - migração fronteiriçaμεθοριακή διακίνηση - migração ilegalπαράνομη μετανάστευση - migração internaεσωτερική μετανάστευση - migração interurbanaδιαστική διακίνηση - acordo de compensaçãoαντισταθμιστική συμφωνία - animal domésticoοικόσιτο ζώο - migração intra-urbanaενδοαστική διακίνηση - migração comunitáriaκοινοτική μετανάστευση - migração profissionalεπαγγελματική μετανάστευση - migração ruralαγροτική μετανάστευση - migração rural urbanaμετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις - migração sazonalεποχική μετανάστευση - ambiente de trabalhoεργασιακό περιβάλλον - meio escolarσχολικό περιβάλλον - militante políticoμέλος πολιτικής οργάνωσης - animal reprodutorζώο αναπαραγωγής - militarização do espaçoστρατιωτικοποίηση του διαστήματος - militarismoστρατοκρατία - milho-painçoκεχρί - minério de ferroσιδηρομετάλλευμα - minério não ferrosoμη σιδηρούχο μετάλλευμα - minério não metálicoμη μεταλλικό ορυκτό - mineralogiaορυκτολογία - gado vivoζώντα ζώα - ministério públicoεισαγγελική αρχή - ministroυπουργός - menoridadeανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο - minoria nacionalεθνική μειονότητα - minoria sexualσεξουαλικές μειονότητες - mobiliário metálicoμεταλλική επίπλωση - mobilidade da mão-de-obraκινητικότητα του εργατικού δυναμικού - mobilidade fundiáriaέγγειος κινητικότητα - mobilidade geográficaγεωγραφική κινητικότητα - mobilidade residencialκινητικότητα διαμονής - mobilidade escolarκινητικότητα διδασκομένων - modo de financiamentoτρόπος χρηματοδότησης - modo de escrutínioεκλογικό σύστημα - modo de transporteτρόπος μεταφοράς - modelo económicoοικονομικό υπόδειγμα - modernização da empresaεκσυγχρονισμός επιχείρησης - modernização industrialεκσυγχρονισμός της βιομηχανίας - modernização da exploração agrícolaεκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης - alteração orçamentalτροποποίηση του προϋπολογισμού - MoliseΜολίζε - moluscoμαλάκιο - anuárioεπετηρίδα - MolucasΜολούκες - molibdénioμολυβδαίνιο - monarquia parlamentarκοινοβουλευτική μοναρχία - mundialismoκοσμοπολιτισμός - MongóliaΜογγολία - moeda de reservaαποθεματικό νόμισμα - moeda electrónicaηλεκτρονικό χρήμα - moeda internacionalδιεθνές νόμισμα - moeda nacionalεθνικό νόμισμα - moeda bancáriaλογιστικό χρήμα - assembleia unicamaralκοινοβουλευτικό σύστημα ενός νομοθετικού σώματος - monocraciaμονοκρατορία - monografiaμονογραφία - monopólioμονοπώλιο - monopólio de compraμονοπώλιο αγοράς - monopólio de Estadoκρατικό μονοπώλιο - monopólio de importaçãoμονοπώλιο εισαγωγών - AntárctidaΑνταρκτική - monopólio da informaçãoμονοπώλιο πληροφοριών - monopólio fiscalφορολογικό μονοπώλιο - MonserratΜοντσερράτ - montanhaόρος - montante compensatório monetárioνομισματικά εξισωτικά ποσά - moralidade públicaδημόσια ήθη - mortalidadeθνησιμότητα - mortalidade infantilβρεφική θνησιμότητα - mortalidade profissionalεπαγγελματική θνησιμότητα - motivação do consumidorκαταναλωτικά κίνητρα - antibióticoαντιβιοτικά - motivação políticaπολιτικό κίνητρο - movimento autonomistaαυτονομιστικό κίνημα - movimento contra o racismoκίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων - movimento de opiniãoπολιτικά και κοινωνικά ρεύματα - movimento de capitaisκίνηση κεφαλαίων - movimento de mulheresγυναικείο κίνημα - movimento de jovensκίνημα νεολαίας - movimento de libertação nacionalεθνικοαπελευθερωτικό κίνημα - acordo de complementaridadeσυμφωνία συμπληρωματικότητας - movimento ecologistaοικολογικό κίνημα - movimento europeuευρωπαϊκό κίνημα - movimento campesinoαγροτικό κίνημα - movimento socialκοινωνικό κίνημα - meios de comunicaçãoμέσο επικοινωνίας - meios de comunicação de massasμέσο μαζικής επικοινωνίας - meios de produção agrícolaμέσο γεωργικής παραγωγής - meio de transporteμεταφορικό μέσο - média empresaμεσαία επιχείρηση - média exploração agrícolaγεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους - MoçambiqueΜοζαμβίκη - multipartidarismoπολυκομματικό σύστημα - MunsterΜάνστερ - museuμουσείο - Antilhas InglesasΑγγλικές Αντίλλες - cultura de cogumelosμυκητοκαλλιέργεια - NAFONAFO - NamíbiaΝαμίμπια - província de Namurεπαρχία Ναμύρ - natalidadeγεννητικότητα - nacional-socialismoεθνικοσοσιαλισμός - nacionalizaçãoεθνικοποίηση - Antilhas FrancesasΓαλλικές Αντίλλες - nacionalismoεθνικισμός - nacionalidade de pessoa colectivaιθαγένεια νομικών προσώπων - NauruΝαούρου - NavarraΝαβάρρα - tráfego aéreoεναέρια κυκλοφορία - navegação fluvialποταμοπλοΐα - navegação marítimaθαλάσσια ναυσιπλοΐα - Antilhas HolandesasΟλλανδικές Αντίλλες - navio de cargaφορτηγό πλοίο - navio porta-barcaçasπλοίο για φορτηγίδες - negociação colectivaσυλλογικές διαπραγματεύσεις - Tóquio RoundΓύρος Τόκυο - Dillon RoundΓύρος Ντίλλον - Kennedy RoundΓύρος Κέννεντυ - negociação pautalδασμολογικές διαπραγματεύσεις - anti-semitismoαντισημιτισμός - neutralidadeουδετερότητα - NICΝΚΜ - NicaráguaΝικαράγουα - níquelνικέλιο - NígerΝίγηρ - nível de ensinoεπίπεδο εκπαίδευσης - nível de poluiçãoβαθμός ρύπανσης - província de Antuérpiaεπαρχία Αμβέρσας - nível sonoroηχητική στάθμη - coconoteφοινικοκάρυδο - nomadismoνομαδισμός - nomenclatura orçamentalονοματολογία του προϋπολογισμού - nomenclatura dos produtos agrícolasονοματολογία γεωργικών προϊόντων - nomenclatura pautalδασμολογική ονοματολογία - ANZUSANZUS - não-alinhamentoαδέσμευτη πολιτική - não-inscritoμη εγγεγραμμένος - comportamento passivo, falta de violência, nãoviolência, resistência não violenta, Resistência não-violentaάρνηση της χρήσης βίας, μη χρήση βίας, παθητική αντίσταση - Jutlândia do NorteΒόρεια Γιουτλάνδη - normalizaçãoτυποποίηση - normaπρότυπο - norma alimentarκανόνας διατροφής - países ANZUSχώρες του ANZUS - norma biológicaβιολογικό πρότυπο - norma de comercializaçãoκανόνας εμπορίας - norma sobre o trabalhoκανόνας εργασίας - norma socialκοινωνικός κανόνας - apartheidπολιτική φυλετικού διαχωρισμού - nova ordem económicaνέα οικονομική τάξη πραγμάτων - Nova CaledóniaΝέα Καληδονία - Nova ZelândiaΝέα Ζηλανδία - anulação de um acto eleitoralακυρότητα εκλογής - nupcialidadeγαμηλιότητα - OIACICAO - OAPΑΟΠ - acordo de cooperaçãoσυμφωνία συνεργασίας - objecção de consciênciaάρνηση στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως - obrigação alimentarυποχρέωση διατροφής - obrigação de não-concorrênciaυποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού - obstáculo ao desenvolvimentoεμπόδια στην ανάπτυξη - OCAMOCAM - países OCAMχώρες του OCAM - OCDEΟΟΣΑ - países OCDEχώρες του ΟΟΣΑ - Oceano AntárcticoΝότιος Παγωμένος Ωκεανός - Oceano ÁrcticoΒόρειος Παγωμένος Ωκεανός - Oceano AtlânticoΑτλαντικός Ωκεανός - Oceano ÍndicoΙνδικός Ωκεανός - Oceano PacíficoΕιρηνικός Ωκεανός - OceâniaΩκεανία - oceanografiaωκεανογραφία - apiculturaμελισσοκομία - ODECAODECA - países ODECAχώρες του ODECA - OEAOEA - países OEAχώρες του OEA - Leste de StorebæltΟστ φορ Στόρμπαιλτ - obra de arteέργο τέχνης - SEPΟΕΒ - aparelho de gravaçãoσυσκευή εγγραφής - oferta de empregoπροσφορά εργασίας - oferta energéticaπροσφορά ενέργειας - oferta e procuraπροσφορά και ζήτηση - OITILO - oleiculturaελαιοκαλλιέργεια - oligoelementoολιγοστοιχείο - oligopólioολιγοπώλιο - oligopsónioολιγοψώνιο - azeitonaελιά - OLPΟΑΠ - OmãΟμάν - ÚmbriaΟυμβρία - Provedor de Justiça EuropeuΔιαμεσολαβητής ΕΚ - OMIΙΜΟ - OMMWMO - OMPIWIPO - ONUDIUNIDO - OPAEPΟΠΕΑΧ - OPEPΟΠΕΚ - países OPEPχώρες του ΟΠΕΚ - actividade bancáriaτραπεζική δραστηριότητα - operação na bolsaχρηματιστηριακές εργασίες - operação cambialπράξεις συναλλάγματος - opinião, Opinião Públicaκοινή γνώμη - SPOCEΥπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ΕΚ - opositor de opiniãoαντιφρονών - oposição políticaαντιπολίτευση - portariaδιάταξη - aparelho de mediçãoσυσκευή μέτρησης - ordem públicaδημόσια τάξη - órgão comunitárioεπικουρικό κοινοτικό όργανο - organigramaοργανόγραμμα - organização administrativaδιοικητική οργάνωση - organização africanaαφρικανικός οργανισμός - organização afro-asiáticaαφροασιατικός οργανισμός - aparelho de precisãoσυσκευή ακριβείας - organização americanaαμερικανικός οργανισμός - organização árabeαραβικός οργανισμός - organização asiáticaασιατικός οργανισμός - organização comum de mercadoκοινή οργάνωση αγοράς - organização culturalπολιτιστική οργάνωση - organização do ensinoοργάνωση της εκπαίδευσης - aparelho de rádioραδιοφωνική συσκευή - organização da produçãoοργάνωση της παραγωγής - organização profissionalοργάνωση επαγγελματικού κλάδου - Organização das Nações UnidasΟΗΕ - organização dos partidosοργάνωση των κομμάτων - organização dos transportesοργάνωση των μεταφορών - organização do mercadoοργάνωση της αγοράς - Pacto de VarsóviaΟργανισμός του Συμφώνου της Βαρσοβίας - organização do trabalhoοργάνωση της εργασίας - aparelho de televisãoτηλεοπτική συσκευή - organização eleitoralοργάνωση των εκλογών - organização europeiaευρωπαϊκός οργανισμός - organização intergovernamentalδιακυβερνητικός οργανισμός - organização internacionalδιεθνείς οργανισμοί - organização latino-americanaλατινοαμερικανικός οργανισμός - organização não governamentalμη κυβερνητικός οργανισμός - aparelho electrónicoηλεκτρονική συσκευή - cevadaκριθάρι - orientação agrícolaγεωργικός προσανατολισμός - orientação escolarσχολικός προσανατολισμός - EurostatΣτατιστική Υπηρεσία ΕΚ - países NATOχώρες του ΝΑΤΟ - OTASESEATO - União AfricanaΑφρικανική Ένωση - utensílio agrícolaγεωργικό εργαλείο - ferramenta domésticaεργαλεία οικιακής χρήσης - operário qualificadoειδικευμένος εργάτης - OverijsselΟβεράισσελ - ovinoπροβατοειδή - produto à base de ovoωοπροϊόντα - oxigénioοξυγόνο - pagamentoπληρωμή - pagamento adiantadoπροπληρωμή - concurso públicoπρόσκληση υποβολής προσφορών - pagamento internacionalδιεθνείς πληρωμές - pagamento intracomunitárioενδοκοινοτικές πληρωμές - pãoάρτος - PaquistãoΠακιστάν - lista compostaανοικτός συνδυασμός - PanamáΠαναμάς - cabaz de moedasκαλάθι νομισμάτων - panificaçãoαρτοποίηση - aplicabilidade directaάμεση εφαρμογή - carta, Papelχαρτί - Papua-Nova GuinéΠαπουασία-Νέα Γουινέα - parafiscalidadeφόροι υπέρ τρίτων - ParaguaiΠαραγουάη - parasitologiaπαρασιτολογία - parque automóvelσύνολο κυκλοφορούντων αυτοκινήτων - parque ferroviárioσιδηροδρομικό τροχαίο υλικό - parque nacionalεθνικό πάρκο - aplicação da leiεφαρμογή του νόμου - pais solteirosάγαμος γονέας, ανύπαντρος γονέας - paisσυγγένεια - paridade cambialσυναλλαγματική ισοτιμία - paridade do poder de compraισοτιμία αγοραστικής δύναμης - assembleiaκοινοβούλιο - assembleia nacionalεθνικό κοινοβούλιο - assembleia regionalπεριφερειακό κοινοβούλιο - parlamentarβουλευτής - aplicação do direito comunitárioεφαρμογή του κοινοτικού δικαίου - divisão da propriedadeδιανομή της κυριότητας - partido comunistaκομμουνιστικό κόμμα - partido conservadorσυντηρητικό κόμμα - partido democrata-cristãoχριστιανοδημοκρατικό κόμμα - partido ecologistaοικολογικό κόμμα - partido europeuευρωπαϊκό κόμμα - utilização de energia solarεφαρμογή της ηλιακής ενέργειας - partido liberalφιλελεύθερο κόμμα - partido social-democrataσοσιαλδημοκρατικό κόμμα - partido socialistaσοσιαλιστικό κόμμα - partido trabalhistaεργατικό κόμμα - regime de partido únicoμονοκομματισμός - participação das mulheresγυναικεία συμμετοχή - participação dos trabalhadoresσυμμετοχή των εργαζομένων - avaliação do pessoalαξιολόγηση του προσωπικού - participação eleitoralσυμμετοχή στις εκλογές - participação políticaπολιτική συμμετοχή - participação socialκοινωνική συμμετοχή - passaporteδιαβατήριο - passaporte europeuευρωπαϊκό διαβατήριο - pasteurizaçãoπαστερίωση - acordo de comércio livreσυμφωνία ελεύθερων συναλλαγών - património culturalπολιτιστική κληρονομιά - organização patronalοργάνωση εργοδοτών - empobrecimentoοικονομική εξαθλίωση - pobrezaένδεια - pavilhão de navioσημαία πλοίου - pavilhão de conveniênciaσημαία ευκαιρίας - aprendizagem profissionalεπαγγελματική μαθητεία - país associadoσυνδεδεμένη χώρα - Países BaixosΚάτω Χώρες - PTU dos Países BaixosΥΧΕ των Κάτω Χωρών - regiões dos Países Baixosπεριφέρειες των Κάτω Χωρών - País BascoΧώρα των Βάσκων - Pais de Gales, País De GalesΟυαλία, Ουαλλία - Pays de la Loireπεριοχή του Λίγηρα - país dadorδότρια χώρα - país em desenvolvimentoαναπτυσσόμενες χώρες - países e territórios ultramarinosΥπερπόντιες Χώρες και Εδάφη - Estado-membroχώρα μέλος - país menos desenvolvidoλιγότερο ανεπτυγμένες χώρες - país terceiroτρίτες χώρες - abastecimento de armasπρομήθεια όπλων - pesca costeiraπαράκτια αλιεία - pesca de água doceαλιεία σε γλυκά ύδατα - pesca de alto marαλιεία ανοικτής θάλασσας - pesca marítimaθαλάσσια αλιεία - pescado rejeitadoαπορριπτόμενα αλιεύματα - pesca tradicionalπαραδοσιακή αλιεία - aprovisionamento energéticoενεργειακός ανεφοδιασμός - pedagogia modernaνέα παιδαγωγική - pena de morteθανατική ποινή - PeloponesoΠελοπόννησος - barca, barcaça, bateira, batelãoβάρκα, μαούνα, φορτηγίδα - penúria alimentarέλλειψη τροφίμων - perequação financeiraανακατανομή των δημόσιων πόρων - aperfeiçoamento activoενεργητική τελειοποίηση - aperfeiçoamento passivoπαθητική τελειοποίηση - campanha de pescaαλιευτική περίοδος - período de transição CEμεταβατική περίοδος ΕΚ - carta de conduçãoάδεια οδήγησης - carta de condução europeiaευρωπαϊκή άδεια οδήγησης - licença de construçãoάδεια δόμησης - autorização de pescaειδική άδεια αλιείας - licença de trabalhoάδεια εργασίας - PeruΠερού - personalização do poderπροσωποποίηση της εξουσίας - pessoa idosaηλικιωμένος - pessoa divorciadaδιαζευγμένοι - pessoa casadaέγγαμος - Arábia SauditaΣαουδική Αραβία - pessoa separadaσύζυγος εν διαστάσει - pessoa sóμοναχικό άτομο - pessoa viúvaχήρος - pessoal de terraπροσωπικό εδάφους - pessoal CE de categoria Aπροσωπικό ΕΚ κατηγορίας Α - amendoimαραχίδα - pessoal CE de categoria Bπροσωπικό ΕΚ κατηγορίας Β - pessoal CE de categoria Cπροσωπικό ΕΚ κατηγορίας Γ - pessoal CE de categoria Dπροσωπικό ΕΚ κατηγορίας Δ - condutorοδηγοί - pessoal dos transportesπροσωπικό των μεταφορών - tripulaçãoπροσωπικό πληρώματος - pessoal penitenciárioπροσωπικό σωφρονιστικών καταστημάτων - prejuízo financeiroχρηματοοικονομική ζημία - peste animalπανώλης των ζώων - pequena empresaμικρή επιχείρηση - pequenas e médias empresasμικρομεσαίες επιχειρήσεις - pequena exploração agrícolaμικρή γεωργική εκμετάλλευση - vilaκωμόπολη - Pequenas AntilhasΜικρές Αντίλλες - petiçãoαναφορά - petroquímicaπετροχημική βιομηχανία - farmacologiaφαρμακευτική - FilipinasΦιλιππίνες - filosofia políticaπολιτική φιλοσοφία - arbitragem financeiraοικονομική πρόκριση συναλλαγής - fósforoφωσφόρος - fotoquímicaφωτοχημεία - pilha fotovoltaicaφωτοβολταϊκή στήλη - fisiologia do trabalhoφυσιολογία της εργασίας - física nuclearπυρηνική φυσική - PicardiaΠικαρδία - peça avulsaανταλλακτικά - PiemonteΠεδεμόντιο - arbitragem internacionalδιεθνής διαιτησία - pedra preciosaπολύτιμος λίθος - piratariaπειρατεία - pisciculturaιχθυοτροφία - aplicação de capitaisτοποθέτηση κεφαλαίων - máximo tarifárioανώτατο όριο δασμού - arbitragem políticaπολιτική διαιτησία - planícieπεδιάδα - plano anticriseσχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης - plano de urbanizaçãoπολεοδομικό σχέδιο - Plano de ColomboΣχέδιο του Κολόμπο - plano de desenvolvimentoαναπτυξιακό πρόγραμμα - plano de financiamentoσχέδιο χρηματοδότησης - plânctonπλαγκτόν - arboriculturaδενδροκομία - planeamento da educaçãoπρογραμματισμός της εκπαίδευσης - planeamento familiarοικογενειακός προγραμματισμός - planeamento da produçãoσχεδιασμός της παραγωγής - planeamento dos transportesπρογραμματισμός των μεταφορών - planeamento do mercadoσχεδιασμός της αγοράς - planeamento económicoοικονομικός προγραμματισμός - planeamento financeiroχρηματοοικονομικός σχεδιασμός - planeamento industrialβιομηχανικός σχεδιασμός - planeamento nacionalεθνικός προγραμματισμός - planeamento regionalπεριφερειακός προγραμματισμός - planeamento sectorialπρογραμματισμός κατά τομέα - plântulaδενδρύλλιο - planta aquáticaυδρόβιο φυτό - planta forrageiraκτηνοτροφικό φυτό - planta industrialβιομηχανικό φυτό - planta oleaginosaελαιούχο φυτό - coníferaρητινώδη - planta tuberosaσκαλιστικό φυτό - planta têxtilκλωστικό φυτό - planta tropicalτροπικό φυτό - cultura sob plásticoκαλλιέργεια υπό κάλυψη - plastificanteπλαστικοποιητής - pranchaπλατέα - programa políticoπολιτικό πρόγραμμα - plataforma continentalυφαλοκρηπίδα - platinaλευκόχρυσος - gessoγύψος - árvore folhosaφυλλοβόλο - pleno empregoπλήρης απασχόληση - plutónioπλουτώνιο - pneuπνευστό ελαστικό επίσωτρο - PNUDIUNDP - PNUAUNEP - pesos e dimensõesβάρος και διαστάσεις - centros comerciais, comércio, ponto de venda, shopping, shopping centerεμπορικό κατάστημα, πρατήριο - peixeψάρι - peixe de água doceψάρι γλυκού νερού - peixe de água salgadaθαλάσσιο ψάρι - peixe frescoνωπό ψάρι - políciaαστυνομία - polícia judiciáriaυπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος - política agrícolaγεωργική πολιτική - Política Agrícola ComumΚοινή Γεωργική Πολιτική - política agrícola nacionalεθνική γεωργική πολιτική - política agrícola regionalπεριφερειακή γεωργική πολιτική - política alimentarεπισιτιστική πολιτική - política bancáriaτραπεζική πολιτική - política orçamentalδημοσιονομική πολιτική - política comercialεμπορική πολιτική - política comercial comumκοινή εμπορική πολιτική - política comunitáriaκοινοτική πολιτική - acordo de limitaçãoσυμφωνία περιορισμού - Arqueologiaαρχαιολογία - política comunitária do empregoκοινοτική πολιτική απασχόλησης - política comum da pescaΚοινή Αλιευτική Πολιτική - política comum de preçosκοινή πολιτική τιμών - política comum dos transportesκοινή πολιτική μεταφορών - política conjunturalσυγκυριακή πολιτική - política culturalπολιτιστική πολιτική - política de ajudaπολιτική παροχής βοήθειας - política de austeridadeπολιτική λιτότητας - política de intervençãoπαρεμβατική πολιτική - política de investimentoεπενδυτική πολιτική - política de defesaαμυντική πολιτική - política de desenvolvimentoαναπτυξιακή πολιτική - política de financiamentoχρηματοδοτική πολιτική - política da educaçãoεκπαιδευτική πολιτική - política do empregoπολιτική απασχόλησης - política da empresaπολιτική της επιχείρησης - política do ambienteπεριβαλλοντική πολιτική - arquitecturaαρχιτεκτονική - política de informaçãoπολιτική της πληροφόρησης - política da comunicaçãoπολιτική της επικοινωνίας - política da concorrênciaπολιτική του ανταγωνισμού - política da construçãoπολιτική κτιριακών έργων - política da pescaαλιευτική πολιτική - política da produção agrícolaπολιτική γεωργικής παραγωγής - política de investigaçãoπολιτική έρευνας - política de saúdeπολιτική για την υγεία - política de natalidadeπολιτική γεννήσεων - política de produçãoπολιτική της παραγωγής - arquitectura solarηλιακή αρχιτεκτονική - política de apoioπολιτική στήριξης - política demográficaδημογραφική πολιτική - política de blocosπολιτική των συνασπισμών - política cambialσυναλλαγματική πολιτική - política das exportaçõesπολιτική εξαγωγών - política das importaçõesπολιτική εισαγωγών - política de preçosπολιτική τιμών - política salarialμισθολογική πολιτική - arquivoαρχείο - política das estruturas agrícolasπολιτική γεωργικών διαρθρώσεων - política dos transportesπολιτική μεταφορών - política de créditoπιστωτική πολιτική - política da habitaçãoστεγαστική πολιτική - política energéticaενεργειακή πολιτική - política europeia de defesaευρωπαϊκή αμυντική πολιτική - política externaεξωτερική πολιτική - política familiarοικογενειακή πολιτική - política financeiraχρηματοπιστωτική πολιτική - política fiscalφορολογική πολιτική - política florestalδασική πολιτική - política governamentalκυβερνητική πολιτική - política industrialβιομηχανική πολιτική - política internaεσωτερική πολιτική - política migratóriaμεταναστευτική πολιτική - política monetáriaνομισματική πολιτική - política monetária agrícolaγεωργονομισματική πολιτική - política portuáriaλιμενική πολιτική - política portuária comumκοινή λιμενική πολιτική - prataάργυρος - política regionalπεριφερειακή πολιτική - política regional comunitáriaκοινοτική περιφερειακή πολιτική - política socialκοινωνική πολιτική - política estruturalδιαρθρωτική πολιτική - política pautalδασμολογική πολιτική - política pautal comumκοινή δασμολογική πολιτική - poluente atmosféricoατμοσφαιρικοί ρύποι - poluente da águaρύποι του νερού - ArgentinaΑργεντινή - poluição sonoraηχορύπανση - poluição atmosféricaατμοσφαιρική ρύπανση - poluição químicaχημική ρύπανση - poluição de origem telúricaρύπανση χερσαίας προέλευσης - poluição da águaρύπανση των υδάτων - poluição dos alimentosρύπανση των τροφίμων - poluição costeiraρύπανση των ακτών - poluição dos cursos de águaρύπανση των υδάτινων ρευμάτων - poluição do soloρύπανση του εδάφους - poluição marítimaρύπανση της θάλασσας - cultura em zonas áridasξηροκαλλιέργεια - poluição orgânicaρύπανση από οργανικές ουσίες - poluição pela agriculturaρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα - poluição radioactivaραδιενεργός ρύπανση - poluição estratosféricaρύπανση της στρατόσφαιρας - poluição térmicaθερμική ρύπανση - poluição transfronteiriçaδιαμεθοριακή ρύπανση - PolóniaΠολωνία - policulturaπολυκαλλιέργεια - polímeroπολυμερή - PolinésiaΠολυνησία - Polinésia FrancesaΓαλλική Πολυνησία - população activa agrícolaενεργός γεωργικός πληθυσμός - população activa ocupadaαπασχολούμενος οικονομικά ενεργός πληθυσμός - população em idade de trabalharπληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης - população não-activaοικονομικά μη ενεργός πληθυσμός - acordo de pescaσυμφωνία αλιείας - arma químicaχημικά όπλα - população ruralαγροτικός πληθυσμός - população urbanaαστικός πληθυσμός - porto de pescaαλιευτικό λιμάνι - Porto RicoΠόρτο Ρίκο - PortugalΠορτογαλία - regiões de Portugalπεριφέρειες της Πορτογαλίας - posição dominanteδεσπόζουσα θέση - correios e telecomunicaçõesταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες - arma convencionalσυμβατικά όπλα - potássioκάλιο - potencial de desenvolvimentoαναπτυξιακό δυναμικό - PúgliaΑπουλία - sirgagemώθηση φορτηγίδων - poeiraσκόνη - poder políticoπολιτική εξουσία - poder orçamentalαρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού - poder de apreciaçãoεξουσία εκτίμησης - poder de execuçãoεξουσία εκτέλεσης - poder de iniciativaεξουσία πρωτοβουλίας - poder de controloεξουσία ελέγχου - poder de decisãoεξουσία λήψεως αποφάσεων - poder de negociaçãoδιαπραγματευτική εξουσία - poder de ratificaçãoκυρωτική εξουσία - poder discricionárioδιακριτική εξουσία - poder executivoεκτελεστική εξουσία - poder judicialδικαστική εξουσία - poder legislativoνομοθετική εξουσία - poder regulamentarκανονιστική εξουσία - poderes públicosδημόσιες αρχές - pré-embalagemπροσυσκευασία - preferências generalizadasγενικευμένες προτιμήσεις - direito nivelador agrícolaγεωργική εισφορά - direito nivelador CECAεισφορά ΕΚΑΧ - primeiro empregoπρώτη απασχόληση - arma nuclearπυρηνικά όπλα - mobilização do soloπροετοιμασία του εδάφους - prescrição da penaπαραγραφή της ποινής - presidente da assembleiaΠρόεδρος του Κοινοβουλίου - imprensa, jornal, jornalismoΤύπος, τύπος - imprensa políticaπολιτικός Τύπος - pensão de sobrevivênciaπαροχή επιζώντων - prestação de serviçosπαροχή υπηρεσιών - arma nuclear tácticaτακτικά πυρηνικά όπλα - prestação socialκοινωνική παροχή - empréstimo BEIδάνειο ΕΤΕ - empréstimo CECAδάνειο ΕΚΑΧ - empréstimo comunitário concedidoπαροχή κοινοτικού δανείου - empréstimo Euratomδάνειο Ευρατόμ - prevenção da poluiçãoπρόληψη της ρύπανσης - previsão a curto prazoβραχυπρόθεσμη πρόβλεψη - previsão a longo prazoμακροπρόθεσμη πρόβλεψη - previsão a médio prazoμεσοπρόθεσμη πρόβλεψη - estimativa orçamentalδημοσιονομική πρόβλεψη - previsão económicaοικονομική πρόβλεψη - primado do direitoυπεροχή του δικαίου - primado do direito comunitárioυπεροχή του κοινοτικού δικαίου - prémio salarialπροσαυξήσεις μισθού - prémio de abateπριμοδότηση σφαγής - subsídio de arranqueπριμοδότηση εκρίζωσης - prémio de não-comercializaçãoπριμοδότηση μη εμπορίας - prémio de armazenagemπριμοδότηση αποθεματοποίησης - legumes e frutos temporãosπρώιμα οπωροκηπευτικά - princípio do poluidor-pagadorαρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» - prioridade económicaοικονομική προτεραιότητα - forças armadasστρατός - tomada de decisãoλήψη απόφασης - preso políticoπολιτικός κρατούμενος - privação de direitosστέρηση των δικαιωμάτων - preço dentro do intervalo de variaçãoτιμή ψαλίδας - preço à exportaçãoτιμή εξαγωγής - preço à importaçãoτιμή εισαγωγής - preço de consumoτιμή καταναλωτή - forças armadas profissionaisεπαγγελματικός στρατός - preço no produtorτιμή παραγωγού - preço agrícolaγεωργικές τιμές - preço alimentarτιμή τροφίμων - preço CIFτιμή CIF - preço de compraτιμή αγοράς - preço-comportaτιμή ανάσχεσης - preço de intervençãoτιμή παρέμβασης - preço de objectivoτιμή στόχου - acordo de preçosσυμφωνία σε θέματα τιμών - armamentoεξοπλισμοί - preço de ofertaτιμή προσφοράς - preço de orientaçãoτιμή προσανατολισμού - preço de baseτιμή βάσης - preço de desencadeamentoτιμή ενεργοποίησης - preço de retalhoλιανική τιμή - preço por grossoχονδρική τιμή - preço da energiaτιμή ενεργείας - preço da terraτιμή γης - preço de mercadoαγοραία τιμή - preço de referênciaτιμή αναγωγής - aromatizanteαρωματική ουσία - preço de retirada do mercadoτιμή απόσυρσης - preço de custoτιμή κόστους - preço-limiarτιμή κατωφλίου - preço de sustentaçãoτιμή στήριξης - preço de estacionamentoτέλη στάθμευσης - preço de vendaτιμή πώλησης - preço dos produtos de baseτιμή βασικών προϊόντων - preço discriminatórioτιμή που εισάγει διάκριση - preço do arrendamento ruralαγρομίσθωμα - preço no mercado mundialτιμή της διεθνούς αγοράς - preço preestabelecidoπροκαθορισμένη τιμή - preço FOBτιμή «ελεύθερο στο κατάστρωμα» - preço franco-fronteiraτιμή «ελεύθερο στα σύνορα» - preço gatilhoτιμή σκανδάλης - preço garantidoεγγυημένη τιμή - preço fixadoεπιβαλλόμενη τιμή - preço indicativoενδεικτική τιμή - preço de fábricaβιομηχανική τιμή - preço livreελεύθερη τιμή - preço máximoμέγιστη τιμή - irrigaçãoάρδευση - preço mínimoελάχιστη τιμή - preço mínimo garantidoελάχιστη εγγυημένη τιμή - preço médioμέση τιμή - preço preferencialπροτιμησιακή τιμή - preço reduzidoμειωμένη τιμή - preço incluindo portesτιμή παράδοσης - preço representativoαντιπροσωπευτική τιμή - artesτέχνες - preço representativo de mercadoαντιπροσωπευτική αγοραία τιμή - problema socialκοινωνικά προβλήματα - problema urbanoπροβλήματα της πόλης - processo químicoχημικές διεργασίες - processo eléctricoηλεκτρικές διεργασίες - processo físicoφυσικές διεργασίες - processo administrativoδιοικητική δικονομία - processo anti-subvençãoδιαδικασία κατά των επιδοτήσεων - arte popularλαϊκή τέχνη - tramitação orçamentalδιαδικασία του προϋπολογισμού - processo civilπολιτική δικονομία - processo disciplinarπειθαρχική διαδικασία - processo legislativoνομοθετική διαδικασία - processo parlamentarκοινοβουλευτική διαδικασία - processo penalποινική διαδικασία - Médio OrienteΜέση και Εγγύς Ανατολή - artigo para ofertaείδη δώρων - produção em cadeiaπαραγωγή εν σειρά - produção agrícolaγεωργική παραγωγή - produção alimentarπαραγωγή τροφίμων - produção animalζωική παραγωγή - produção artesanalβιοτεχνική παραγωγή - produção comunitáriaκοινοτική παραγωγή - produção contínuaσυνεχής παραγωγή - produção de energiaπαραγωγή ενέργειας - produção de hidrogénioπαραγωγή υδρογόνου - produção pesqueiraαλιεύματα - produção deficitáriaελλειμματική παραγωγή - produção industrialβιομηχανική παραγωγή - produção mundialπαγκόσμια παραγωγή - produção nacionalεθνική παραγωγή - produção vegetalφυτική παραγωγή - produtividade, rendimento (economia)παραγωγικότητα - produtividade agrícolaγεωργική παραγωγικότητα - artigo de decoraçãoείδη διακόσμησης - produtividade da terraπαραγωγικότητα των γαιών - produtividade do trabalhoπαραγωγικότητα της εργασίας - produto à base de cereaisπροϊόν με βάση τα σιτηρά - produto à base de frutosπροϊόν με βάση τα φρούτα - produto à base de legumesπροϊόν με βάση τα λαχανικά - produto à base de peixeπροϊόν με βάση το ψάρι - produto à base de açúcarπροϊόν με βάση τη ζάχαρη - produto alimentar complexoσύνθετο προϊόν διατροφής - produto animalζωικό προϊόν - produto à base de carneπροϊόν κρέατος - produto químico inorgânicoανόργανο χημικό προϊόν - produto concentradoσυμπυκνωμένο προϊόν - produto embaladoτυποποιημένο προϊόν - produto congeladoκατεψυγμένο προϊόν - produto cosméticoκαλλυντικά προϊόντα - artigo desportivoαθλητικά είδη - material de embalagemπροϊόντα συσκευασίας - produto de limpezaπροϊόν συντήρησης - produto de baseπροϊόν βάσεως - produto de confeitariaζαχαροπλαστικό προϊόν - produto de grande consumoπροϊόν ευρείας κατανάλωσης - produto de substituiçãoυποκατάστατο προϊόν - produto desidratadoαφυδατωμένο προϊόν - produto dietéticoδιαιτητικό προϊόν - produto em madeiraπροϊόν ξυλείας - artigo de toucadorείδη υγιεινής - produto a granelπροϊόν χύδην - produto fumadoκαπνιστό προϊόν - produto industrialβιομηχανικό προϊόν - produto inflamávelεύφλεκτο προϊόν - produto instantâneoστιγμιαίο προϊόν - produto irradiadoακτινοβολημένο προϊόν - lacticínioγαλακτοκομικό προϊόν - produto liofilizadoλυοφιλισμένο προϊόν - produto manufacturadoμεταποιημένο προϊόν - produto metálicoμεταλλικό προϊόν - produto mineiroμεταλλευτικό προϊόν - produto nacionalεθνικό προϊόν - produto nacional brutoακαθάριστο εθνικό προϊόν - produto novoνέο προϊόν - produto originárioπροϊόν καταγωγής - produto petrolíferoπροϊόν πετρελαίου - produto farmacêuticoφαρμακευτικό προϊόν - artigo domésticoοικιακά είδη - produto proteicoπρωτεϊνούχο προϊόν - produto reconstituídoανασυσταμένο προϊόν - produto refrigeradoπροϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη - produto regional brutoακαθάριστο περιφερειακό προϊόν - produto salgadoαλίπαστο προϊόν - produto semimanufacturadoημικατεργασμένο προϊόν - produto sensívelευαίσθητο προϊόν - produto ultracongeladoπροϊόν ταχείας κατάψυξης - produto têxtilκλωστοϋφαντουργικό προϊόν - artesãoβιοτέχνης - produto veterinárioκτηνιατρικά προϊόντα - profissão comercialεμπορικά επαγγέλματα - profissão financeiraχρηματιστηριακά επαγγέλματα - profissão médicaεπαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας - profissão paramédicaπαραϊατρικό επάγγελμα - PAMΠΕΠ - programa de acçãoπρόγραμμα δράσης - programa de ajudaπρόγραμμα ενισχύσεων - programa de ensinoπρόγραμμα διδασκαλίας - programa de investigaçãoπρόγραμμα έρευνας - programa eleitoralεκλογικό πρόγραμμα - progresso científicoεπιστημονική πρόοδος - projecto de investimentoεπενδυτικό σχέδιο - projecto de orçamentoσχέδιο προϋπολογισμού - projecto de investigaçãoερευνητικό σχέδιο - projecto industrialβιομηχανικό πρόγραμμα - promoção comercialεμπορική προώθηση - promoção das trocasπροώθηση των συναλλαγών - promoção do investimentoπροώθηση των επενδύσεων - promoção imobiliáriaεργολαβία οικοδομών - promoção profissionalεπαγγελματική εξέλιξη - propaganda eleitoralπροεκλογική προπαγάνδα - proposta CEπρόταση ΕΚ - proposta de leiπρόταση νόμου - propriedade públicaδημόσια περιουσία - propriedade fundiáriaέγγειος ιδιοκτησία - propriedade rústicaέγγειος γεωργική ιδιοκτησία - propriedade imobiliáriaακίνητη περιουσία - propriedade industrialβιομηχανική ιδιοκτησία - propriedade intelectualπνευματική ιδιοκτησία - ArubaΑρούμπα - prospecção mineiraμεταλλευτική έρευνα - prostituiçãoπορνεία - protecção contra o ruídoπροστασία από τους θορύβους - protecção do ambienteπροστασία του περιβάλλοντος - protecção da faunaπροστασία της πανίδας - protecção da floraπροστασία της χλωρίδας - protecção da vida privadaπροστασία της ιδιωτικής ζωής - AEEESA - protecção dos animaisπροστασία των ζώων - protecção dos sóciosπροστασία των εταίρων - protecção das comunicaçõesπροστασία των επικοινωνιών - protecção das liberdadesπροάσπιση των ελευθεριών - protecção das minoriasπροστασία των μειονοτήτων - protecção diplomáticaδιπλωματική προστασία - protecção do consumidorπροστασία του καταναλωτή - acordo de especializaçãoσυμφωνία ειδίκευσης - protecção do mercadoπροστασία της αγοράς - protecção do patrimónioπροστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς - protecção da paisagemπροστασία του τοπίου - protecção do soloπροστασία του εδάφους - protecção materno-infantilπροστασία μητρότητας και παιδιών - proteína animalζωική πρωτεΐνη - proteína do leiteπρωτεΐνη γάλακτος - Ásia do SulΝότια Ασία - proteína vegetalφυτική πρωτεΐνη - protocolo de acordoπρωτόκολλο συμφωνίας - Protocolo do Açúcarπρωτόκολλο ζάχαρης - protótipoπρωτότυπο - psicologia do trabalhoψυχολογία της εργασίας - publicaçãoδημοσιεύσεις - publicação comunitáriaκοινοτικές εκδόσεις - publicação da leiδημοσίευση νόμου - publicidadeδιαφήμιση - publicidade abusivaπαραπλανητική διαφήμιση - publicidade das contasδημοσιότητα των λογαριασμών - publicidade das tarifasανακοίνωση τιμολογίων - QatarΚατάρ - asilo políticoπολιτικό άσυλο - qualificação profissionalεπαγγελματικά προσόντα - qualidade do ambienteποιότητα του περιβάλλοντος - qualidade de vidaποιότητα ζωής - qualidade do produtoποιότητα του προϊόντος - quantidade de pescado desembarcadoεκφορτωθείσα ποσότητα - categoria social desfavorecidaμειονεκτούσα κοινωνική κατηγορία - pergunta escritaγραπτή ερώτηση - pergunta oralπροφορική ερώτηση - pergunta parlamentarκοινοβουλευτική ερώτηση - saneamentoεξυγίανση - quórumαπαρτία - quota de pescaαλιευτικές ποσοστώσεις - quociente eleitoralεκλογικό μέτρο - radiações, radioactividadeραδιενέργεια - radioprotecçãoπροστασία από τη ραδιενέργεια - Assembleia Geral ONUΓενική Συνέλευση του ΟΗΕ - refinação de petróleoδιύλιση πετρελαίου - refinação de açúcarδιύλιση ζάχαρης - uvaσταφύλι - firma comercialεταιρική επωνυμία - repatriação de capitaisεπαναπατρισμός κεφαλαίων - relação agricultura-comércioσχέση γεωργίας-εμπορίου - relação agricultura-indústriaσχέση γεωργίας-βιομηχανίας - relatório de actividadeέκθεση δραστηριοτήτων - relatório de comissão parlamentarέκθεση επιτροπής - relatório de investigaçãoέκθεση έρευνας - aproximação das legislaçõesπροσέγγιση των νομοθεσιών - aproximação de políticasπροσέγγιση των πολιτικών - Ras al KhaimahΡας αλ Καϊμά - matéria colectávelφορολογική βάση - ratificação de acordoκύρωση συμφωνίας - rácioλόγος μεγεθών - reactor nuclearπυρηνικός αντιδραστήρας - reconversão profissionalεπαγγελματική αναπροσαρμογή - rearmamentoεπανεξοπλισμός - resseguroαντασφάλιση - recenseamento da populaçãoαπογραφή του πληθυσμού - assistência em formaçãoεκπαιδευτική βοήθεια - recessão económicaοικονομική ύφεση - receitaέσοδα - receita de exportaçãoέσοδα από εξαγωγές - admissibilidadeπαραδεκτό - investigaçãoέρευνα - investigação agronómicaγεωπονική έρευνα - investigação aplicadaεφαρμοσμένη έρευνα - investigação energéticaενεργειακή έρευνα - pesquisa documentalτεκμηριωτική έρευνα - investigação ecológicaέρευνα για το περιβάλλον - investigação florestalδασική έρευνα - investigação haliêuticaαλιευτική έρευνα - investigação industrialβιομηχανική έρευνα - investigação médicaιατρική έρευνα - investigação científicaεπιστημονική έρευνα - recomendaçãoσύσταση - recomendação comunitáriaκοινοτική σύσταση - acordo económicoοικονομική συμφωνία - mutualidade socialταμείο αλληλοβοήθειας - recomendação CECAσύσταση ΕΚΑΧ - recomendação CEEAσύσταση ΕΚΑΕ - reconhecimento dos diplomasαναγνώριση διπλωμάτων - reconstrução económicaοικονομική ανασυγκρότηση - reconversão para horticulturaμετατροπή στη δενδροκηποκομία - reconversão de gadoμετατροπή αγέλης - reconversão industrialβιομηχανική μετατροπή - reconversão leite-carneμετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή - reconversão da produçãoμετατροπή της παραγωγής - acções e recursosδιοικητική προσφυγή - recurso de anulaçãoπροσφυγή ακυρώσεως - acção por omissãoπροσφυγή επί παραλείψει - acção por incumprimentoπροσφυγή επί παραβάσει - associaçãoένωση - recuperação de energiaανάκτηση ενεργείας - reciclagem de capitaisανακύκλωση κεφαλαίων - reciclagem de resíduosανακύκλωση αποβλήτων - redução de forçasμείωση των στρατιωτικών δυνάμεων - planta medicinalφαρμακευτικό φυτό - óleo de sojaσογιέλαιο - óleo de girassolηλιέλαιο - carne de caçaκρέας θηραμάτων - carne de coelhoκρέας κουνελιού - óleo de milhoαραβοσιτέλαιο - redução pautalδασμολογική μείωση - leite em pó desnatadoαποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη - redescontoαναπροεξόφληση - revalorizaçãoανατίμηση του νομίσματος - reexportaçãoεπανεξαγωγή - produto secoαποξηραμένο προϊόν - agente de texturaβελτιωτικό υφής - procedimento cautelarασφαλιστικά μέτρα - ajuda à agriculturaγεωργικές ενισχύσεις - preferência comunitáriaκοινοτική προτίμηση - reforma administrativaδιοικητική μεταρρύθμιση - reforma da PACμεταρρύθμιση της ΚΓΠ - reforma agráriaαγροτική μεταρρύθμιση - regulamentação da produção agrícolaκανονιστικές ρυθμίσεις της γεωργικής παραγωγής - reforma do ensinoεκπαιδευτική μεταρρύθμιση - quota agrícolaγεωργικές ποσοστώσεις - limiar de garantiaκατώφλι εγγύησης - produção agrícola alternativaεναλλακτική γεωργική παραγωγή - taxa sobre as matérias gordasφόρος λιπαρών ουσιών - reforma fundiáriaεδαφομεταρρύθμιση - zona agrícola desfavorecidaμειονεκτική γεωργική περιοχή - agricultoraαγρότισσα - jovem agricultorνεαρός αγρότης - reforma judiciáriaμεταρρύθμιση οργανισμού των δικαστηρίων - agrupamento de explorações agrícolasομάδες εκμεταλλεύσεων - ficha de exploração agrícolaδελτίο γεωργικής εκμετάλλευσης - raivaλύσσα - produção leiteiraγαλακτοπαραγωγή - substituto cerealíferoυποκατάστατα δημητριακών - refugiado políticoπολιτικός πρόσφυγας - grupo florestalδασικός συνεταιρισμός - recusa de ofertaάρνηση προσφοράς - produção de madeiraπαραγωγή ξυλείας - propriedade florestalδασική ιδιοκτησία - floresta estatalδάση του δημοσίου - floresta privadaιδιωτικά δάση - recusa de vendaάρνηση πώλησης - conquiculturaοστρακοκαλλιέργεια - produção aquícolaπαραγωγή υδατοκαλλιέργειας - licença de pescaάδεια αλιείας - regime autoritárioαυταρχικό καθεστώς - regime de ajudaκαθεστώς ενισχύσεων - cisão de empresasδιάσπαση επιχείρησης - empresa transnacionalδιεθνική επιχείρηση - compra em exclusividadeαποκλειστική αγορά - empresa de interesse públicoεπιχείρηση κοινού συμφέροντος - distribuição selectivaεπιλεκτική διανομή - regime de propriedade do soloκαθεστώς γεωκτησίας - correio electrónicoηλεκτρονικό ταχυδρομείο - fluxo de dados transfronteiriçoδιαμεθοριακή ροή δεδομένων - meios de comunicação comerciaisεμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας - regime económicoοικονομικό σύστημα - meios de comunicação locaisτοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας - meios de comunicação privadosιδιωτικό μέσο μαζικής επικοινωνίας - regime militarστρατιωτικό καθεστώς - rede de transmissãoδίκτυο διαβίβασης - teleconferênciaτηλεδιάσκεψη - televisão europeiaευρωπαϊκή τηλεόραση - regime parlamentarκοινοβουλευτικό πολίτευμα - televisão sujeita a pagamentoτηλεοπτικά τέλη - videotextoβιντεογραφία - informática domésticaοικιακές εφαρμογές της πληροφορικής - memorização de dadosαποθήκευση δεδομένων - regime políticoπολίτευμα - informática aplicadaεφαρμοσμένη πληροφορική - criminalidade informáticaεγκληματικότητα στον τομέα της πληροφορικής - direito da informáticaδίκαιο της πληροφορικής - Jornal Oficial UEΕπίσημη Εφημερίδα των ΕΕ - pirataria informáticaπειρατεία πληροφορικής - região agrícolaγεωργική περιοχή - controlo do escrutínioέλεγχος εκλογών - acumulação de mandatosσυγκέντρωση αξιωμάτων - resultado eleitoralεκλογικό αποτέλεσμα - delegação de poderesεκχώρηση εξουσίας - região de Bruxelas-Capitalπεριφέρεια Βρυξελλών - delegação parlamentarκοινοβουλευτική αντιπροσωπεία - maioridade eleitoralεκλογική ενηλικιότητα - federalismoομοσπονδιακό σύστημα - região litoralπαράκτια περιοχή - plebiscitoδημοψήφισμα εμπιστοσύνης - repartição dos votosκατανομή των ψήφων - poder consultivoσυμβουλευτική εξουσία - região de desenvolvimentoπεριοχή ανάπτυξης - poder de nomeaçãoεξουσία διορισμού - privilégio parlamentarπρονόμιο - partido radicalριζοσπαστικό κόμμα - região montanhosaορεινή περιοχή - região desfavorecidaμειονεκτική περιφέρεια - desaparecimento forçadoεξαφανισθέντες - minoria políticaκόμματα της μειοψηφίας - controlo de políciaαστυνομικοί έλεγχοι - protecção civilπολιτική άμυνα - região económicaοικονομική περιφέρεια - voto por delegaçãoψήφος δι' αντιπροσώπου - joint ventureκοινoπραξία - região flamengaπεριφέρεια Φλάνδρας - executivoόργανα εκτελεστικής εξουσίας - programa de governoκυβερνητικό πρόγραμμα - região fronteiriçaπαραμεθόρια περιοχή - apoio do mercadoστήριξη της αγοράς - reconversão económicaοικονομική μετατροπή - região industrialβιομηχανική περιοχή - ajuda à reconversãoενισχύσεις μετατροπής - ajuda à reestruturaçãoενισχύσεις αναδιάρθρωσης - ajuda ao escoamentoενίσχυση διάθεσης - ajuda à indústriaενισχύσεις στη βιομηχανία - redistribuição do rendimentoαναδιανομή του εισοδήματος - região mediterrânica CEμεσογειακή περιφέρεια ΕΚ - ajuda aos refugiadosβοήθεια στους πρόσφυγες - ajuda aos sinistradosβοήθεια στα θύματα καταστροφών - ajuda ao desenvolvimentoαναπτυξιακή βοήθεια - região prioritáriaπεριφέρεια με προτεραιότητα - região ruralαγροτική περιοχή - novo país industrializadoνέες βιομηχανικές χώρες - região turísticaτουριστική περιοχή - economia socialκοινωνική οικονομία - contabilidade económica agrícolaγεωργικοί λογαριασμοί - região da Valóniaπεριφέρεια Βαλλωνίας - estudo de impactoμελέτη επιπτώσεων - consequências económicasοικονομικές συνέπειες - processo de concertaçãoδιαδικασία συνεννοήσεως - regionalizaçãoπεριφερειοποίηση - veículo pesadoμεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας - transporte espacialδιαστημικές μεταφορές - regionalização das trocasπεριφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών - instalação espacialδορυφορικός σταθμός - aluguer de veículosμίσθωση οχήματος - localização dos transportesγεωγραφικός προσδιορισμός των μεταφορών - regulamentoκανονισμός - licença de navegaçãoάδεια ναυσιπλοΐας - custo do transporteμεταφορικά - regulamento comunitárioκοινοτικός κανονισμός - homologação das tarifasέγκριση τιμολογίων - tráfego portuárioκίνηση λιμένων - regulamento CEEAκανονισμός ΕΚΑΕ - controlo da circulaçãoέλεγχος της κυκλοφορίας - quota de transporteποσοστώσεις μεταφορών - mercado dos transportesαγορά των μεταφορών - matrícula do veículoταξινόμηση οχήματος - documentação do veículoέγγραφα του οχήματος - resolução de diferendosδιευθέτηση των διαφορών - duração do transporteδιάρκεια μεταφοράς - transporte a grande velocidadeμεταφορές μεγάλης ταχύτητας - documento de transporteέγγραφα μεταφοράς - tempo de conduçãoδιάρκεια οδήγησης - controlo técnicoτεχνικός έλεγχος - agência de viagensτουριστικό πρακτορείο - regulamento financeiroδημοσιονομικός κανονισμός - contrato de transporteσύμβαση μεταφοράς - sócioεταίρος - liquidação judicialδικαστικός διακανονισμός - regulamentação comercialκανόνες του εμπορίου - regulamentação urbanísticaπολεοδομικές ρυθμίσεις - linha aéreaαερογραμμή - trânsito por estradaοδική κυκλοφορία - regulamentação da caçaδιατάξεις περί θήρας - política marítimaναυτιλιακή πολιτική - conferência marítimaναυτιλιακή διάσκεψη - regulamentação da circulaçãoκυκλοφοριακές διατάξεις - imersão de resíduosκαταβύθιση αποβλήτων - regulamentação da construçãoοικοδομικός κανονισμός - veículo não poluenteμη ρυπαίνοντα οχήματα - exploração dos fundos marinhosεκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα - substituição dos recursosαναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - impacto ambientalεπίπτωση στο περιβάλλον - vigilância do ambienteεπίβλεψη του περιβάλλοντος - prevenção anti-sísmicaπροληπτικά αντισεισμικά μέτρα - protecção do litoralπροστασία των ακτών - regulamentação da velocidadeκαθορισμός ορίων ταχύτητας - gestão das águasδιαχείριση των υδάτων - regulamentação de acordos e práticas concertadasέλεγχος των συμπράξεων - meio geofísicoγεωφυσικό περιβάλλον - água estagnadaστάσιμα ύδατα - regulamentação do investimentoκανόνες επενδύσεων - espécie marinhaθαλάσσια είδη - vida selvagemείδη άγριας χλωρίδας και πανίδας - seguroασφάλιση - regulamentação de preçosρύθμιση των τιμών - recursos vegetaisφυτικοί πόροι - calamidade agrícolaγεωργική καταστροφή - regulamentação aduaneiraτελωνειακοί κανόνες - erosãoδιάβρωση εδάφους - poluição automóvelρύπανση από τα αυτοκίνητα - regulamentação dos transportesσυγκοινωνιακές διατάξεις - poluição pelos hidrocarbonetosρύπανση από υδρογονάνθρακες - poluição pelos metaisρύπανση από μέταλλα - poluição pelos naviosρύπανση από τα πλοία - poluição industrialβιομηχανική ρύπανση - regularização do mercadoεξομάλυνση της αγοράς - direito nivelador à exportaçãoεισφορά κατά την εξαγωγή - direito nivelador à importaçãoεισφορά κατά την εισαγωγή - controlo da natalidadeέλεγχος των γεννήσεων - tráfico ilícitoπαράνομη διακίνηση - organismo de intervençãoοργανισμός παρέμβασης - NimexeNimexe - controlo de transacçõesρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών - denominação de origemονομασία προέλευσης - regime aduaneiro suspensivoκαθεστώς τελωνειακής αναστολής - reimportaçãoεπανεισαγωγή - reembolso dos direitos aduaneirosεπιστροφή τελωνειακών δασμών - reinserção escolarσχολική επανένταξη - território aduaneiro CEτελωνειακό έδαφος της ΕΚ - reinserção socialκοινωνική επανένταξη - documento únicoενιαίο έγγραφο - simplificação das formalidadesαπλούστευση των διατυπώσεων - rejeição do orçamentoαπόρριψη του προϋπολογισμού - especialização pautalδασμολογική εξειδίκευση - relações comerciaisεμπορικές σχέσεις - acordo financeiroχρηματοπιστωτική συμφωνία - seguro à exportaçãoασφάλιση εξαγωγών - poluente térmicoαποβολή θερμότητας - trocas compensadasσυμψηφισμός συναλλαγών - exportação comunitáriaκοινοτικές εξαγωγές - importação comunitáriaκοινοτικές εισαγωγές - bens e serviçosαγαθά και υπηρεσίες - relançamento económicoαναθέρμανση της οικονομίας - relações bilateraisδιμερείς σχέσεις - bens de equipamentoκεφαλαιουχικό αγαθό - material usadoείδη ευκαιρίας - comércio integradoολοκληρωμένο εμπόριο - relações culturaisπολιτιστικές σχέσεις - consumo industrialβιομηχανική κατανάλωση - consumo mundialπαγκόσμια κατανάλωση - merchandisingμερτσαντάιζινγκ - marketingμάρκετινγκ - relações diplomáticasδιπλωματικές σχέσεις - manifestação comercialεμπορική εκδήλωση - preço sem taxas incluídasτιμή άνευ φόρων - relações do trabalhoεργασιακές σχέσεις - venda com prejuízoπώληση επί ζημία - self-serviceσέλφ-σέρβις - comércio associadoσυνεργαζόμενο εμπόριο - comércio ambulanteπλανόδιο εμπόριο - comércio independenteανεξάρτητο εμπόριο - cadeia de lojasαλυσίδα καταστημάτων - relação escola-indústriaσχέσεις εκπαίδευσης-βιομηχανίας - mercado grossista nacionalκεντρικές αγορές - distribuidor comercialεμπορικός διανομέας - relações económicasοικονομικές σχέσεις - disponibilidade monetáriaχρηματικά διαθέσιμα - relação Igreja-Estadoσχέσεις κράτους-εκκλησίας - seguro de acidentesασφάλιση ατυχημάτων - relações Leste-Oesteσχέσεις Ανατολής-Δύσης - relações interindustriaisδιαβιομηχανικές σχέσεις - crise monetáriaνομισματική κρίση - relações interinstitucionaisδιοργανικές σχέσεις - restrição cambialσυναλλαγματικοί περιορισμοί - relações internacionaisδιεθνείς σχέσεις - crédito gratuitoάτοκη πίστωση - taxa de descontoπροεξοφλητικό επιτόκιο - controlo do créditoπιστωτικός έλεγχος - relações interparlamentaresδιακοινοβουλευτικές σχέσεις - relações intracomunitáriasενδοκοινοτικές σχέσεις - fuga de capitaisδιαφυγή κεφαλαίων - custo de transferênciaπλασματική τιμολόγηση - relação legislativo-executivoσχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας - financiamento a muito curto prazoεξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση - relações monetáriasνομισματική σχέση - financiamento da empresaχρηματοδότηση της επιχείρησης - relações multilateraisπολυμερείς σχέσεις - seguro de bensασφάλιση πραγμάτων - seguro de pessoasασφάλιση προσώπων - co-responsabilidade de seguroσυνασφάλιση - relação cidade-campoσχέση πόλης-υπαίθρου - instituição de créditoπιστωτικό ίδρυμα - banco industrialβιομηχανική τράπεζα - banca electrónicaηλεκτρονική τραπεζική συναλλαγή - seguro de acidente de trabalhoασφάλιση εργατικών ατυχημάτων - relações humanasανθρώπινες σχέσεις - controlo bancárioτραπεζικός έλεγχος - custos bancáriosτραπεζικά έξοδα - crédito orçamentalπιστώσεις προϋπολογισμού - orçamento geral do Estadoγενικός προϋπολογισμός - finanças regionaisδημόσια οικονομικά περιφερειακής αυτοδιοίκησης - religiãoθρησκεία - financiamento do orçamento comunitárioχρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού - contribuição dos Estados-membrosσυνεισφορές των κρατών μελών - remodelação ministerialυπουργικός ανασχηματισμός - convenção fiscalφορολογική σύμβαση - controlo fiscalφορολογικός έλεγχος - reembolsoεξόφληση - imposto extraordinárioέκτακτος φόρος - emparcelamentoαναδασμός - tarifa com margens fixas de variaçãoτιμολόγιο με δύο σκέλη - isenção de imposições nas exportaçõesαπαλλαγή από τέλη εξαγωγής - preço unitárioτιμή μονάδος - tarifa de apoioτιμολόγιο στήριξης - preço mistoμικτή τιμή - substituição das importaçõesαντικατάσταση των εισαγωγών - preços dos produtos agrícolasτιμές γεωργικών προϊόντων - remuneração do trabalhoαπολαβές από την εργασία - seguro agrícolaγεωργική ασφάλιση - rendimento agrícolaγεωργική απόδοση - educação cívicaαγωγή του πολίτη - ensino comercialεμπορική εκπαίδευση - material de ensinoδιδακτικό υλικό - software didácticoεκπαιδευτικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών - relação escola-vida profissionalσχέσεις εκπαίδευσης-επαγγελματικής ζωής - renovação urbanaπολεοδομική ανάπλαση - neurobiologiaνευροβιολογία - rentabilidadeαποδοτικότητα - ginecologiaγυναικολογία - neurologiaνευρολογία - pediatriaπαιδιατρική - medicina dentáriaοδοντιατρική - primeiros socorrosπρώτες βοήθειες - medicina paralelaήπια ιατρική - reorganização industrialαναδιοργάνωση της βιομηχανίας - acústicaακουστική - ópticaοπτική - cibernéticaκυβερνητική - petrologiaπετρολογία - repartição da ajudaκατανομή των ενισχύσεων - seita religiosaθρησκευτική αίρεση - teologiaθεολογία - distribuição da carga fiscalκαταμερισμός των φόρων - mercado únicoενιαία αγορά - distribuição geográfica da populaçãoγεωγραφική κατανομή του πληθυσμού - família monoparentalμονογονεϊκή οικογένεια, μονογονική οικογένεια - criança adoptadaυιοθετημένο τέκνο - seguro automóvelασφάλιση αυτοκινήτων - repartição da produçãoκατανομή της παραγωγής - protecção da famíliaπροστασία της οικογένειας - repartição do mercadoκατανομή της αγοράς - inseminação artificialτεχνητή σπερματέγχυση - distribuição da riquezaκατανομή του πλούτου - mãe portadoraφέρουσα μητέρα - poder paternalγονική μέριμνα - repartição dos mandatosκατανομή των εδρών - filiaçãoέννομη σχέση με τους ανιόντες - apelidoεπώνυμο - responsabilidade paternalευθύνη των γονέων - separação judicialχωρισμός με δικαστική απόφαση - dinâmica da populaçãoπληθυσμιακή δυναμική - distribuição do rendimentoκατανομή του εισοδήματος - distribuição do trabalhoκατανομή της εργασίας - migração de povoamentoπληθυσμιακή διακίνηση - ajuda ao regressoενισχύσεις για παλιννόστηση - envelhecimento demográficoδημογραφική γήρανση - mobilidade profissionalεπαγγελματική κινητικότητα - distribuição geográficaγεωγραφική κατανομή - distribuição etáriaκατανομή κατά ηλικία - produto per capitaκατανομή κατά κεφαλή - distinção honoríficaτιμητική διάκριση - solidariedade socialεθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας - organização de beneficênciaεθελοντική οργάνωση - seguro de desempregoασφάλιση ανεργίας - produto por pessoa activaκατανομή ανά απασχολούμενο άτομο - jogosπαίγνια - estabelecimento de jogosαίθουσες παιγνίων - jogo automáticoαυτόματα παιχνίδια - distribuição por sexosκατανομή κατά φύλο - pesca desportivaψάρεμα - intercâmbio turísticoτουριστικές ανταλλαγές - turismo estrangeiroαλλοδαποί τουρίστες - turismo ruralαγροτικός τουρισμός - repertórioευρετήριο - infra-estrutura turísticaτουριστική υποδομή - orçamento socialκοινωνικός προϋπολογισμός - replantaçãoμεταφύτευση - política social europeiaευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική - combate à delinquênciaκαταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς - criminalidadeεγκληματικότητα - transferência de verbaμεταφορά πιστώσεων - deficiente mental, retardado mental, subnormalάτομο με διανοητική μειονεξία - mutilação sexualγενετήσιος ακρωτηριασμός - descanso semanalεβδομαδιαία ανάπαυση - tráfico de estupefacientesεμπορία ναρκωτικών - clínica geralγενική ιατρική - assistência socialκοινωνική συνδρομή - equipamento socialκοινωνικός εξοπλισμός - direito à segurança socialδίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων - trabalho socialκοινωνική εργασία - ajuda domésticaκατ' οίκον βοήθεια - pensão complementarεπικουρική σύνταξη - representante sindicalσυνδικαλιστικός εκπρόσωπος - cartão sanitárioβιβλιάριο υγείας - despesas de saúdeνοσήλειο - despesas de hospitalizaçãoέξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο - representação diplomáticaδιπλωματική αντιπροσωπεία - internamento hospitalarνοσηλεία - cuidados médicos ao domicílioκατ' οίκον νοσηλεία - direitos do doenteδικαιώματα του ασθενούς - higiene públicaδημόσια υγιεινή - medicina socialκοινωνική ιατρική - seguro de créditoασφάλιση πιστώσεων - representação do pessoalεκπροσώπηση του προσωπικού - medicina privadaιδιωτικοί ιατροί - construção urbanaανέγερση αστικών οικοδομών - infra-estrutura urbanaέργα αστικής υποδομής - mercado imobiliárioαγορά ακινήτων - representação políticaπολιτική εκπροσώπηση - lei das rendasέλεγχος ενοικίων - Ilha de ManΝήσος του Μαν - Castela e LeãoΚαστίλλη και Λεόνη - representação proporcionalαναλογική αντιπροσώπευση - Castela e ManchaΚαστίλλη και Μάντσα - CantábriaΚανταβρία - Ilhas BalearesΒαλεαρίδες Νήσοι - La RiojaΡιόχα - Ceuta e MelilhaΘέουτα και Μελίγια - repressãoκαταστολή - Comunidade de MadridΚοινότητα της Μαδρίτης - Comunidade de ValençaΚοινότητα της Βαλέντσια - Região de MúrciaΠεριφέρεια της Μούρθια - região do NorteΒόρεια Πορτογαλία - Κεντρική Πορτογαλία - Lisboa e vale do TejoΛισσαβώνα και Κοιλάδα του Τάγου - Inglaterra do NorteΒόρεια Αγγλία - Inglaterra do NoroesteΒορειοδυτική Αγγλία - Inglaterra do SudesteΝοτιοανατολική Αγγλία - Inglaterra do SudoesteΝοτιοδυτική Αγγλία - retoma económicaοικονομική ανάκαμψη - Antígua e BarbudaΑντίγκουα και Μπαρμπούντα - AnguilaΑνγκουίλα - São Cristóvão e NevisΆγιος Χριστόφορος και Νέβις - reprografiaαναπαραγωγή - São Vicente e GranadinasΆγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες - Ilhas Virgens americanas - Grande MagrebeΜείζον Μαγκρέμπ - reprodução animalζωική αναπαραγωγή - reprodução vegetalπολλαπλασιασμός των φυτών - Ilhas MarshallΝήσοι Μάρσαλ - seguro de invalidezασφάλιση αναπηρίας - República DominicanaΔομινικανή Δημοκρατία - PitcairnΝήσος Πίτκαιρν - requisição de trabalhadoresεπίταξη των εργαζομένων - arma biológicaβιολογικά όπλα - arma de destruição maciçaόπλα μαζικής καταστροφής - arma nuclear estratégicaστρατηγικά πυρηνικά όπλα - rede de informaçãoδίκτυο πληροφόρησης - rede de informação contabilísticaδίκτυο λογιστικής πληροφόρησης - míssil balísticoβαλλιστικός πύραυλος - míssil guiadoκατευθυνόμενο βλήμα - míssil intercontinentalδιηπειρωτικός πύραυλος - rede de transporteδίκτυο μεταφορών - rede ferroviáriaσιδηροδρομικό δίκτυο - arma espacialδιαστημικά όπλα - arma de laserόπλα ακτίνων λέιζερ - arma de fogo e muniçõesπυροβόλα όπλα και πυρομαχικά - rede de vias navegáveisπλωτό δίκτυο - exércitoΣτρατός Ξηράς - força paramilitarπαραστρατιωτικό σώμα - rede de estradasοδικό δίκτυο - força aéreaΠολεμική Αεροπορία - forças armadas no estrangeiroδυνάμεις στην αλλοδαπή - marinha de guerraΠολεμικό Ναυτικό - reservasαποθεματικά - serviço militar femininoθητεία γυναικών - serviço voluntárioεθελοντική θητεία - reserva contabilísticaλογιστικό αποθεματικό - despesas de defesaαμυντικές δαπάνες - defesa estratégicaστρατηγική άμυνα - reservas cambiaisσυναλλαγματικό απόθεμα - segurança internacionalδιεθνής ασφάλεια - política de armamentoπολιτική εξοπλισμών - política europeia de armamentoευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών - segurança europeiaευρωπαϊκή ασφάλεια - não-proliferação nuclearμη διάδοση των πυρηνικών όπλων - limitação de armamentoπεριορισμός των εξοπλισμών - desnuclearizaçãoαποπυρηνικοποίηση - reserva naturalπεριοχή προστασίας της φύσης - harmonização do armamentoτυποποίηση οπλικών συστημάτων - residênciaκατοικία - acordo internacionalδιεθνής συμφωνία - acordo bilateralδιμερής συμφωνία - acordo multilateralπολυμερής συμφωνία - negociação internacionalδιεθνείς διαπραγματεύσεις - assinatura de acordoυπογραφή συμφωνίας - instrumento internacionalδιεθνή έγγραφα - convenção internacionalδιεθνής σύμβαση - resíduo de pesticidaυπολείμματα παρασιτοκτόνων - resoluçãoψήφισμα - resíduo de madeiraυπολείμματα πρίσεως - convenção europeiaευρωπαϊκή σύμβαση - pacto internacional ONUδιεθνές σύμφωνο ΟΗΕ - política internacionalδιεθνής πολιτική - rescisão de contratoκαταγγελία συμβάσεως - questão internacionalδιεθνή ζητήματα - seguro contra danosασφάλιση ζημιών - resinaρητίνη - relações interalemãsδιαγερμανικές σχέσεις - ajuda internacionalδιεθνής βοήθεια - código de condutaκώδικας δεοντολογίας - sanção internacionalδιεθνείς κυρώσεις - resolução comunitáriaκοινοτικό ψήφισμα - grupo religiosoθρησκευτική ομάδα - grupo socioculturalκοινωνικοπολιτισμικές ομάδες - independência alimentarεπισιτιστική ανεξαρτησία - política de cooperaçãoπολιτική συνεργασίας - resolução ONUψήφισμα ΟΗΕ - cooperação jurídicaνομική συνεργασία - ocupação militarστρατιωτική κατοχή - resolução PEψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - território ocupadoκατεχόμενα εδάφη - força multinacionalπολυεθνική στρατιωτική δύναμη - responsabilidadeευθύνη - prisioneiro de guerraαιχμάλωτος πολέμου - questão arméniaΑρμενικό ζήτημα - questão do CurdistãoΚουρδικό ζήτημα - questão da PalestinaΠαλαιστινιακό ζήτημα - unificação da Alemanhaένωση της Γερμανίας - responsabilidade internacionalδιεθνής ευθύνη - CDEΔΑΕ - euromísseisευρωπαϊκοί πύραυλοι - controlo de armamentoέλεγχος των εξοπλισμών - responsabilidade governamentalευθύνη υπουργών - acordo STARTΣυμφωνία START - Acordo ABMΣυμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων - zona de pazζώνη ειρήνης - seguro de doençaιατροφαρμακευτική περίθαλψη - responsabilidade penalποινική ευθύνη - OSCEΟΑΣΕ - desemprego de longa duraçãoμακροχρόνια ανεργία - reinserção profissionalεπαγγελματική επανένταξη - responsabilidade políticaπολιτική ευθύνη - combate ao desempregoκαταπολέμηση της ανεργίας - planificação da mão-de-obraπρογραμματισμός του εργατικού δυναμικού - trabalho partilhadoεπιμερισμός θέσης εργασίας - cessação de empregoλύση της σχέσεως εργασίας - conversão de empregoμετατροπή της φύσης της απασχόλησης - iniciativa local para o empregoτοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης - trabalho voluntárioμη αμειβόμενη εργασία - cidadão da Comunidade Europeiaυπήκοος κράτους μέλους των ΕΚ - trabalho temporárioέκτακτη εργασία - recursos animaisζωικοί πόροι - trabalho dos jovensεργασία των νέων - trabalho femininoεργασία των γυναικών - recursos marítimosθαλάσσιοι πόροι - reciclagem profissionalεπαγγελματική επανειδίκευση - recurso económicoοικονομικοί πόροι - estágio de formaçãoπερίοδος άσκησης - recursos hídricosυδάτινοι πόροι - recursos do soloεδαφικοί πόροι - estatística do empregoστατιστικές απασχόλησης - recursos energéticosενεργειακοί πόροι - trabalhador auxiliarβοηθητικός εργαζόμενος - trabalhador expatriadoεκπατριζόμενος εργαζόμενος - seguro marítimoναυτασφάλιση - director de empresaδιευθυντής επιχείρησης - recurso haliêuticoαλιευτικοί πόροι - profissão independenteανεξάρτητος επαγγελματίας - recurso mineralορυκτός πλούτος - trabalho extraordinárioεργασία την Κυριακή - recursos naturaisφυσικοί πόροι - cadência do trabalhoρυθμός της εργασίας - recurso renovávelανανεώσιμοι πόροι - teletrabalhoεργασία εξ αποστάσεως - bloqueio dos saláriosπάγωμα των μισθών - recursos adicionaisπρόσθετοι πόροι - redução dos saláriosμισθολογική μείωση - vantagem acessóriaπρόσθετες απολαβές - ajudas de custoαποζημίωση και απόδοση εξόδων - recursos orçamentaisπόροι του προϋπολογισμού - nomeação do pessoalδιορισμοί προσωπικού - recursos própriosίδιοι πόροι - regulamento internoεσωτερικός κανονισμός - período de estágioπερίοδος δοκιμασίας - direitos sindicaisσυνδικαλιστικά δικαιώματα - liberdade sindicalσυνδικαλιστικές ελευθερίες - deontologia profissionalεπαγγελματική δεοντολογία - seguro obrigatórioυποχρεωτική ασφάλιση - restituição à exportaçãoεπιστροφή κατά την εξαγωγή - participação dos trabalhadores nos lucros da empresaπαροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους - restituição à importaçãoεπιστροφή κατά την εισαγωγή - eleição sindicalσυνδικαλιστικές εκλογές - parceiro socialκοινωνικοί εταίροι - sindicato de funcionários públicosδημοσιοϋπαλληλικό σωματείο - associação profissionalεπαγγελματικός σύνδεσμος - sindicatoσυνδικάτο - restituição à produçãoεπιστροφή στην παραγωγή - restrição à exportaçãoπεριορισμοί στις εξαγωγές - profissão diplomáticaδιπλωματικός κλάδος - restrição à importaçãoπεριορισμοί στις εισαγωγές - profissional da comunicaçãoεπαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της επικοινωνίας - restrição de concorrênciaπεριορισμός του ανταγωνισμού - profissão administrativaδιοικητικός κλάδος - pessoal de secretariadoπροσωπικό γραμματείας - restrição ao comércioπεριορισμοί στο εμπόριο - profissional da informaçãoεπαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης - profissão científicaεπιστήμονες - profissão técnicaτεχνικά επαγγέλματα - restrição da liberdadeπεριορισμός ελευθερίας - profissional de segurosασφαλιστικός κλάδος - restrição quantitativaποσοτικός περιορισμός - pequeno comércioμικρό κατάστημα - dentistaοδοντίατρος - médicoιατρός - veterinárioκτηνίατρος - farmacêuticoφαρμακοποιός - parteiraμαία - profissão artísticaκαλλιτεχνικά επαγγέλματα - seguro privadoιδιωτική ασφάλιση - reestruturação industrialαναδιάρθρωση της βιομηχανίας - profissão literáriaλογοτέχνης - resultado de exploraçãoαποτέλεσμα εκμετάλλευσης - vendedoresπροσωπικό πωλήσεων - representante de comércioεμπορικός αντιπρόσωπος - resultado da exploração agrícolaαποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης - sucesso escolarσχολική επίδοση - profissional da informáticaεπαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της πληροφορικής - profissional de turismoτουριστικά επαγγέλματα - profissão hoteleiraξενοδοχειακά επαγγέλματα - pessoal dos serviçosβοηθητικά επαγγέλματα - restabelecimento dos direitos aduaneirosεπαναφορά των δασμών - profissão bancáriaτραπεζικοί υπάλληλοι - desporto profissionalεπαγγελματικός αθλητισμός - trânsitoδιαμετακόμιση - atraso escolarκαθυστέρηση στα μαθήματα - espaço industrial europeuευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος - política industrial comunitáriaκοινοτική βιομηχανική πολιτική - retirada do mercadoαπόσυρση από την αγορά - artesanatoβιοτεχνία - pequena indústriaμικρή βιομηχανία - indústria médiaημιελαφρά βιομηχανία - pequenas e médias indústriasμικρομεσαία βιομηχανία - reformadoσυνταξιούχος - implantação industrialεγκατάσταση βιομηχανιών - zona franca industrialβιομηχανική ελεύθερη ζώνη - reforma antecipadaπρόωρη συνταξιοδότηση - parque tecnológicoτεχνολογικό πάρκο - excedente de produçãoπλεόνασμα παραγωγής - operação de manutençãoμεταφορά και διακίνηση φορτίων - seguro públicoδημόσια ασφάλιση - reprocessamento do combustívelεπανεπεξεργασία καυσίμου - fabrico industrialβιομηχανική κατασκευή - quota de produçãoποσοστώσεις παραγωγής - estatísticas de produçãoστατιστικές παραγωγής - responsabilidade do produtorευθύνη του παραγωγού - nova tecnologiaνέες τεχνολογίες - cimeiraσύνοδος κορυφής - tecnologia limpaκαθαρές τεχνολογίες - tecnologia tradicionalπαραδοσιακές τεχνολογίες - processo tecnológicoτεχνολογικές διεργασίες - regulamentação técnicaτεχνικός κανονισμός - duração de vida do produtoδιάρκεια ζωής του προϊόντος - produto defeituosoελαττωματικό προϊόν - reunião ministerialυπουργική συνάντηση - especificação técnicaτεχνική προδιαγραφή - norma europeiaευρωπαϊκό πρότυπο - norma internacionalδιεθνές πρότυπο - harmonização das normasεναρμόνιση προτύπων - regulamento técnicoτεχνικός κανόνας - reunião internacionalδιεθνής σύνοδος - tecnologia de reciclagemτεχνολογία ανακύκλωσης - orçamento consagrado à investigaçãoπροϋπολογισμός για την έρευνα - ajustamento salarialμισθολογική αύξηση - EurekaEureka - pessoal de investigaçãoερευνητικό προσωπικό - política comunitária da investigaçãoκοινοτική πολιτική έρευνας - relação indústria-investigaçãoσχέσεις επιστήμης-βιομηχανίας - rendimentoεισόδημα - organismo de investigaçãoοργανισμός έρευνας - marca comercialεμπορικό σήμα - marca registadaσήμα κατατεθέν - desenho e modeloσχέδια και υποδείγματα - rendimento complementarπρόσθετο εισόδημα - direito de marcasδίκαιο σημάτων - marca europeiaευρωπαϊκό σήμα - experimentação com animaisπειράματα σε ζώα - experimentação com seres humanosπειράματα στον άνθρωπο - investigação na empresaέρευνα στην επιχείρηση - investigação de baseβασική έρευνα - investigação militarέρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς - investigação universitáriaπανεπιστημιακή έρευνα - seguro de responsabilidade civilασφάλεια αστικής ευθύνης - rendimento do investimentoεισόδημα επένδυσης - Grupo dos 77ομάδα των 77 - Grupo Contadoraομάδα του Συμφώνου Κονταδόρα - território não autónomoμη αυτόνομο έδαφος - movimento de consumidoresκίνηση καταναλωτών - rendimento do agricultorεισόδημα γεωργού - subsídio e abono de secretariadoαποζημίωση γραμματείας - transporte de mercadorias perigosasμεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων - rendimento da exploração agrícolaπρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης - método pedagógicoπαιδαγωγική μέθοδος - rendimento familiarεισόδημα των νοικοκυριών - rendimento tributávelφορολογητέο εισόδημα - rendimento nacionalεθνικό εισόδημα - recursos minerais submarinosυποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος - rendimento não salarialεισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες - novos materiaisυλικά προηγμένης τεχνολογίας - revestimento de superfícieεπίστρωση δαπέδου - liga supercondutoraυπεραγώγιμα κράματα - material compósitoσύνθετα υλικά - cerâmica técnicaκεραμικά υλικά - polímero especialειδικά πολυμερή - material amorfoάμορφα υλικά - partícula ultrafinaσωματίδια υπέρλεπτου διαχωρισμού - biomaterialβιοϋλικά - liga com memóriaκράματα μνημών - revisão da Constituiçãoαναθεώρηση του συντάγματος - Acordo ADNσυμφωνία ADN - planeamento dos períodos de fériasδιακοπές κατά τμήματα - revisão da leiαναθεώρηση νόμου - microcomputadorμικροϋπολογιστής - política de turismoτουριστική πολιτική - seguro de transportesασφάλιση μεταφορών - revolução industrialβιομηχανική επανάσταση - BITΒΙΤ - ECOSOCEcosoc - ACNURUNHCR - Renânia do Norte-VestefáliaΒόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία - BEEΒΕΕ - Renânia-PalatinadoΡηνανία-Παλατινάτο - SEEAEAES - AEENΑΕΕΝ - Fundação Europeia para a Melhoria das Condições de Vida e de TrabalhoΕυρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας - Instituto Europeu de FlorençaΕυρωπαϊκό Ινστιτούτο Φλωρεντίας - RibeΡίμπε - UERUER - riquezaπλούτος - UEMAOΟΝΕΔΑ - seguro de vidaασφάλεια ζωής - rícinoρίκινο - CDAADC - RingkøbingΡινγκκαίμπινγκ - MCCAMCAC - risco cobertoκάλυψη κινδύνου - CADCAD - risco sanitárioκίνδυνος για την υγεία - política nuclearπολιτική πυρηνικής ενέργειας - arrozρύζι - política petrolíferaπετρελαϊκή πολιτική - armazenagem de hidrocarbonetosαποθήκευση υδρογονανθράκων - central desactivadaοριστική παύση λειτουργίας σταθμού - agro-energiaενέργεια γεωργικής προέλευσης - indústria energéticaενεργειακός τομέας - álcool combustívelκαύσιμα αλκοόλης - robóticaρομποτική - produto energéticoενεργειακό προϊόν - indústria carboníferaβιομηχανία εξόρυξης άνθρακα - robotizaçãoαυτοματοποίηση της παραγωγής - política carboníferaπολιτική για τον άνθρακα - tratamento do carvãoκατεργασία του άνθρακα - papel socialκοινωνικός ρόλος - produção mineiraμεταλλευτική παραγωγή - seguro de velhiceασφάλεια γήρατος - RoskildeΡοσκίλντε - exploração de minérioμεταλλευτική εκμετάλλευση - minério metálicoμεταλλικό ορυκτό - bauxiteβωξίτης - material betuminosoασφαλτούχα υλικά - terras e pedrasορυκτά και πετρώματα - salάλατα - rolamentoτριβείς - fosfatoφωσφορικά άλατα - potassaποτάσσα - Roménia, Romênia, RuméniaΡουμανία - exploração petrolíferaέρευνα πετρελαίων - extracção de petróleoάντληση πετρελαίου - instalação marítimaεγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας - produção de petróleoπαραγωγή πετρελαίου - butanoβουτάνιο - Alcanos, parafinaαλκάνιο, παραφίνη - petróleo brutoαργό πετρέλαιο - gasóleoντίζελ - fuelóleoπετρέλαιο εξωτερικής καύσεως - Reino UnidoΗνωμένο Βασίλειο - propanoπροπάνιο - carburante para aviõesκαύσιμο αεροπλάνων - PTU do Reino UnidoΥΧΕ του Ηνωμένου Βασιλείου - petróleo marítimoπετρέλαιο μηχανών - regiões do Reino Unidoπεριφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου - central energéticaσταθμός παραγωγής ενέργειας - indústria eléctricaηλεκτροπαραγωγή - implantação de central energéticaεγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής - planeamento hidroeléctricoυδροηλεκτρικά έργα - SabáΣάμπα - arrefecimento do reactorψύξη του αντιδραστήρα - química nuclearπυρηνική χημεία - astronomiaαστρονομία - Σαμπάχ - combustível irradiadoακτινοβολημένο καύσιμο - sacaroseσακχαρόζη - bioprocessoβιολογικές διεργασίες - bio-indústriaβιολογική βιομηχανία - paraquímicaβιομηχανία βοηθητικών χημικών υλών - Sara OcidentalΔυτική Σαχάρα - produto não planoμη πλατέα προϊόντα - produto planoπλατέα προϊόντα - perfilμορφοχάλυβες - SahelΣαχέλ - chapa finaλεπτό στρώμα - banhaτετηγμένο χοίρειο λίπος - indústria química de baseβασική χημική βιομηχανία - elemento, elemento químicoχημικό στοιχείο - Composto químico, Compostos químicos, substância químicaχημική ένωση - tintas e vernizesχρώματα και βερνίκια - Santo EustáquioΆγιος Ευστάθιος - medicamentoφάρμακα - São MarinhoΆγιος Μαρίνος - hormonaορμόνες - São MartinhoΆγιος Μαρτίνος - produto químico orgânicoοργανικό χημικό προϊόν - indústria metalúrgicaμεταλλουργική βιομηχανία - acordo empresarialδιεπιχειρησιακή συμφωνία - Principado das AstúriasΠριγκιπάτο Αστουριών - São Pedro e MiquelonΆγιος Πέτρος και Μικελόν - produto siderúrgicoπροϊόντα χαλυβουργίας - rebites e parafusosκοχλιοποιία-βλητροποιία - latoaria e cutelariaλευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία - serralhariaσφυρήλατα αντικείμενα - revestimento de metaisεπίστρωση μετάλλων - Santa HelenaΑγία Ελένη - equipamento siderúrgicoμηχανήματα χαλυβουργίας - aços especiaisειδικοί χάλυβες - Santa LúciaΑγία Λουκία - antimónioαντιμόνιο - berílioβηρύλλιο - cádmioκάδμιο - liga de ferroκράματα σιδήρου - tântaloταντάλιο - execução por dívidasκατάσχεση περιουσιακών στοιχείων - velocípedes e motociclosβιομηχανία ποδηλάτων και μοτοσυκλετών - ferramentaεργαλείο - aparelho científicoεπιστημονική συσκευή - salárioμισθός - material médico-cirúrgicoιατρικός εξοπλισμός - salário à peçaαμοιβή επί τη αποδόσει - instalação frigoríficaψυκτική εγκατάσταση - salário horárioωρομίσθιο - robot industrialβιομηχανικά ρομπότ - salário domésticoμισθός οικοκυράς - salário mínimoκατώτατος μισθός - IATAIATA - material audiovisualοπτικοακουστικό μέσο - aparelho reprodutor de somμηχάνημα αναπαραγωγής ήχου - SalomãoΝήσοι Σολομώντος - Línguas de Samoa, SamoaΑνεξάρτητο κράτος των Σαμόα, Σαμόα - material de telecomunicaçõesτηλεπικοινωνιακό υλικό - electrodomésticoοικιακή ηλεκτρική συσκευή - sanção administrativaδιοικητική κύρωση - máquina industrialβιομηχανικό ηλεκτρικό μηχάνημα - máquina eléctricaηλεκτρική μηχανή - material electromagnéticoηλεκτρομαγνητικό υλικό - sanção comunitáriaκοινοτικές κυρώσεις - videodiscoβιντεοδίσκος - videocasseteβιντεοκασέτα - suporte de gravaçãoμέσο εγγραφής - sanção económicaοικονομικές κυρώσεις - discoδίσκος - suporte ópticoοπτικό μέσο - suporte gravadoπροεγγεγραμμένο μέσο εγγραφής - emissor de radiaçõesσυσκευή ακτινοβολιών - telecomunicação sem fiosασύρματη τηλεπικοινωνία - microelectrónicaμικροηλεκτρονική - sanção penalποινική κύρωση - indústria da construção civilοικοδομικός τομέας - painel de construçãoοικοδομικές πλάκες - grandes obrasμεγάλα δημόσια έργα - madeira aglomeradaσυγκολλητό ξύλο - marroquinaria e luvariaβιομηχανία δερμάτινων ειδών - indústria de pelesγουνοποιία - São Tomé e PríncipeΣάο Τομέ και Πρίνσιπε - SarawakΣαραουάκ - retrosariaψιλικά - SardenhaΣαρδηνία - têxtil sintéticoύφασμα από συνθετικά νήματα - têxtil naturalύφασμα από φυσικά νήματα - indústrias diversasεπί μέρους βιομηχανικοί κλάδοι - joalharia e ourivesariaχρυσοχοΐα-αργυροχοΐα - direitos sociaisκοινωνικά δικαιώματα - direitos políticosπολιτικά δικαιώματα - direitos económicosοικονομικά δικαιώματα - Carta dos Direitos do Homemχάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου - SarreΣάαρ - ateísmoαθεϊσμός - satéliteδορυφόρος - liberdade de circulaçãoελευθερία κυκλοφορίας - satisfação no trabalhoικανοποίηση από την εργασία - luta contra a discriminaçãoαγώνας κατά των διακρίσεων - discriminação étnicaδιακρίσεις εθνότητας - liberdade sexualσεξουαλική ελευθερία - xenofobiaξενοφοβία - igualdade homem-mulherισότητα των φύλων - liberdade de ensinoελευθερία εκπαίδευσης - direito ao desenvolvimentoδικαίωμα ανάπτυξης - direitos da criançaδικαιώματα του παιδιού - tratamento cruel e degradanteβάναυση και εξευτελιστική μεταχείριση - Schleswig-HolsteinΣλέσβιχ-Χολστάιν - protecção da infânciaπροστασία του παιδιού - retroactividade da leiαναδρομικότητα του νόμου - direito comparadoσυγκριτικό δίκαιο - ciência administrativaδιοικητική επιστήμη - legislação localνομοθεσία τοπικής αυτοδιοίκησης - ciência da informaçãoεπιστήμη των πληροφοριών - responsabilidade civilαστική ευθύνη - responsabilidade contratualσυμβατική ευθύνη - ciências do comportamentoεπιστήμη της συμπεριφοράς - propriedade de bensιδιοκτησία - ciência dos solosεδαφολογία - privatizaçãoιδιωτικοποίηση - ciência económicaοικονομική επιστήμη - direito sucessórioκληρονομικό δικαίωμα - regime de habitação periódicaχρονομεριστική ιδιοκτησία - servidãoδουλείες - gozo dos direitosάσκηση των δικαιωμάτων - domicílio legalνόμιμη κατοικία - ciências da vidaβιολογικές επιστήμες - solvibilidade financeiraφερεγγυότητα - crime contra as pessoasέγκλημα κατά προσώπων - crime contra os bensέγκλημα κατά της ιδιοκτησίας - sequestro de pessoasπαράνομη κατακράτηση προσώπων - ciências físicasφυσικές επιστήμες - fraude aduaneiraτελωνειακή παράβαση - difamaçãoδυσφήμηση - direito penal fiscalφορολογικό έγκλημα - ciências da Terraγεωλογικές επιστήμες - encarceramentoφυλάκιση - direito penitenciárioσωφρονιστικό δίκαιο - presoκρατούμενος - ciências sociaisκοινωνικές επιστήμες - pena de substituiçãoυποκατάστατο της ποινής - semiliberdadeελευθερία υπό όρους - confisco de bensδήμευση - diminuição de penaμείωση ποινής - transferência de detidosμεταγωγή κρατουμένων - regime penitenciárioκαθεστώς των φυλακών - administração penitenciáriaδιοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων - cisão políticaπολιτική διάσπαση - prescrição de acçãoπαραγραφή της αξιώσεως - audiênciaσυνεδρίαση του δικαστηρίου - assistência judiciáriaευεργέτημα πενίας - capturaσύλληψη - inquérito judiciárioδιεξαγωγή αποδείξεων - perquisiçãoκατ' οίκον έρευνα - direitos da defesaδικαιώματα της υπεράσπισης - escrutínio de duas voltasψηφοφορία σε δύο γύρους - escrutínio de uma voltaψηφοφορία σε ένα γύρο - escrutínio por listasσύστημα ψήφισης συνδυασμών - acção por responsabilidade CEαγωγή αποζημίωσης ΕΚ - recurso do pessoalπροσφυγή υπαλλήλου κατά της διοίκησης - reenvio prejudicial CEπροδικαστική παραπομπή ΕΚ - escrutínio maioritárioπλειοψηφικό σύστημα - escrutínio uninominalσύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών - jurisdição comercialεμποροδικείο - reunião parlamentarκοινοβουλευτική συνεδρίαση - jurisdição de arbitragemδιαιτητικό δικαστήριο - jurisdição internacionalδιεθνές δικαστήριο - jurisdição fiscalφορολογικό δικαστήριο - secaξηρασία - magistrado não profissionalορκωτός δικαστής - espaço marítimoθαλάσσιες εκτάσεις - atentado à segurança do Estadoπροσβολή της ασφάλειας του κράτους - sigilo bancárioτραπεζικό απόρρητο - vigilância marítimaθαλάσσια επιτήρηση - liberdade dos maresελευθερία των θαλασσών - segredo industrialβιομηχανικό απόρρητο - espaço extra-atmosféricoδιάστημα - propriedade do espaçoκυριότητα στο διάστημα - segredo profissionalεπαγγελματικό απόρρητο - utilização do espaçoχρήση του διαστήματος - Secretariado da ONUΓραμματεία του ΟΗΕ - estrangeiroαλλοδαπός - direito de residênciaδικαίωμα παραμονής - entrada de estrangeirosείσοδος αλλοδαπών - sector económicoοικονομικός τομέας - casamento mistoμικτός γάμος - sector primárioπρωτογενής τομέας - direito internacional-direito internoδιεθνές δίκαιο-εσωτερικό δίκαιο - direito internacional económicoδιεθνές οικονομικό δίκαιο - responsabilidade administrativaδιοικητική ευθύνη - direito público económicoΔημόσιο Οικονομικό Δίκαιο - sector quaternárioτεταρτογενής τομέας - decisão CEEαπόφαση ΕΚ - directiva CEοδηγία ΕΚ - sector secundárioδευτερογενής τομέας - ordem jurídica comunitáriaκοινοτική έννομη τάξη - direito derivadoπαράγωγο δίκαιο - directiva CEEAοδηγία ΕΚΑΕ - recomendação CEσύσταση ΕΚ - sector terciárioτριτογενής τομέας - regulamento CEκανονισμός ΕΚ - regulamento de execuçãoκανονισμός εφαρμογής - parecer CEEAγνώμη της ΕΚΑΕ - segurança de abastecimentoασφάλεια εφοδιασμού - parecer CECAγνώμη της ΕΚΑΧ - parecer do Tribunal de Justiça CEγνώμη του Δικαστηρίου ΕΚ - harmonização da segurança socialεναρμόνιση κοινωνικών ασφαλίσεων - segurança do empregoασφάλεια της απασχόλησης - competência externa CEεξωτερική αρμοδιότητα ΕΚ - protocolo CEπρωτόκολλο ΕΚ - Tratado de FusãoΣυνθήκη Συγχωνεύσεως - segurança dos transportesασφάλεια των μεταφορών - Acto Único EuropeuΕνιαία Ευρωπαϊκή Πράξη - Tratado de Adesão CEσυνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ - segurança do produtoασφάλεια του προϊόντος - empresa comum CEEAκοινή επιχείρηση ΕΚΑΕ - segurança no trabalhoασφάλεια στην εργασία - relações da União Europeiaσχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Conselho de Ministros ACP-CEΣυμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ - segurança nuclearπυρηνική ασφάλεια - membro do Tribunal de Justiça CEΜέλος του Δικαστηρίου ΕΚ - comissário europeuΜέλος της Επιτροπής - segurança públicaδημόσια ασφάλεια - AECAEC - acordo de associação CEσυμφωνία συνδέσεως ΕΚ - convenção CEσύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ - segurança socialκοινωνική ασφάλιση - Comité dos Embaixadores ACP-CEΕπιτροπή Πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ - Comité Paritário ACP-CEΙσομερής Επιτροπή ΑΚΕ-ΕΚ - Convenção de Lomé IIIΣύμβαση Λομέ ΙΙΙ - EURESEURES - FEDΕΤΑ - FSEΕΚΤ - alargamento da União Europeiaδιεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης - atribuição de casaχορήγηση κατοικίας - história da Europaιστορία της Ευρώπης - sal químicoχημικό άλας - pertença à União Europeiaιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης - SELASELA - posição comumκοινή θέση - acção comumκοινή δράση - Tratado da União EuropeiaΣυνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση - países SELAχώρες του SELA - cooperação política europeiaευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία - concurso CEδιαγωνισμοί ΕΚ - selecção de alunosεπιλογή μαθητών - mecanismo complementar das trocasσυμπληρωματικός μηχανισμός - prevenção de riscosπρόληψη των κινδύνων - risco naturalφυσικοί κίνδυνοι - risco industrialβιομηχανικός κίνδυνος - liberalismo económicoοικονομικός φιλελευθερισμός - direitos aduaneirosδασμός - controlo aduaneiroτελωνειακός έλεγχος - direitos da pauta aduaneira comumδασμοί ΚΔ - sementeσπόρος για σπορά - pesos e medidasμέτρα και σταθμά - produto em conservaπροϊόν σε κονσέρβα - semimetalημιμέταλλα - irradiação dos alimentosακτινοβόληση - rendimento mínimo de subsistênciaκατώτατο εισόδημα επιβίωσης - arma de uso pessoalπροσωπικό όπλο - sêmolaσιμιγδάλι - mecenatoχορηγία για καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις - concurso administrativoδιαγωνισμός δημοσίου - audição públicaδημόσια ακρόαση - SenegalΣενεγάλη - separação de poderesδιάκριση εξουσιών - sericiculturaσηροτροφία - artes visuaisαναπαραστατικές τέχνες - pluralismo culturalπολιτιστικός πλουραλισμός - usos e costumesέθιμα και παραδόσεις - serviçosυπηρεσία - património arquitectónicoαρχιτεκτονική κληρονομιά - serviço após vendaυπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση - propriedade literária e artísticaλογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία - serviço cívicoπολιτική θητεία - aerodinâmicaαεροδυναμική - termodinâmicaθερμοδυναμική - física do plasmaφυσική πλάσματος - física do laserφυσική των λέιζερ - engenharia genéticaγενετική μηχανική - pinturaζωγραφική - serviço de empregoυπηρεσία απασχόλησης - aumento de capitalαύξηση κεφαλαίου - situação da agriculturaκατάσταση της γεωργίας - serviços financeiros dos correiosχρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων - promulgação da leiέκδοση νόμου - interesses financeiros dos parlamentaresοικονομικά συμφέροντα των μελών - cooperação afro-árabeαραβοαφρικανική συνεργασία - serviço gratuitoδωρεάν υπηρεσία - cooperação euro-árabeευρωαραβική συνεργασία - delegação da Comissãoαντιπροσωπεία της Επιτροπής - controlo comunitárioκοινοτικός έλεγχος - princípio da complementaridadeαρχή της προσθετικότητας - serviço militarστρατιωτική θητεία - região periféricaαπομακρυσμένη περιοχή - região insularνησιωτική περιοχή - nação mais favorecidaμάλλον ευνοούμενο κράτος - serviço remuneradoεπί πληρωμή υπηρεσία - orçamento anexoπροσαρτημένος προϋπολογισμός - serviço postalταχυδρομική υπηρεσία - dicionário multilingueπολύγλωσσο λεξικό - dicionário de abreviaturasλεξικό συντομογραφιών - enciclopédiaεγκυκλοπαίδεια - thesaurusθησαυρός - publicação periódicaπεριοδική επιθεώρηση - serviço secretoμυστική υπηρεσία - lixo domésticoοικιακά απόβλητα - monoculturaμονοκαλλιέργεια - serviço socialκοινωνική υπηρεσία - sésamoσουσάμι - aumento de preçosαύξηση των τιμών - sessão legislativaβουλευτική σύνοδος - SeychellesΣεϋχέλλες - SFIIFC - universidadeπανεπιστήμιο - transporte de animaisμεταφορά ζώων - movimento associativoσύλλογοι και μαζικοί φορείς - SharjahΣάρτζα - SicíliaΣικελία - estacionamento de forçasσταθμεύουσες δυνάμεις - mandato parlamentarβουλευτική έδρα - vacaturaκενή έδρα - AustráliaΑυστραλία - Serra LeoaΣιέρρα Λεόνε - sinalizaçãoσήμανση - alimento para animal de companhiaτροφές οικιακών ζώων συντροφιάς - SingapuraΣιγκαπούρη - chuva ácidaόξινη βροχή - urbanistaπολεοδόμος - instrumento documentalμέσα τεκμηρίωσης - falso têxtilμη υφασμένο ύφασμα - xaropeσιρόπι - arquipélago do mar EgeuΝήσοι Αιγαίου Πελάγους - Ilhas CanáriasΚανάριοι Νήσοι - sisalσιζάλ - Mesa do PEπροεδρείο του ΕΚ - sismologiaσεισμολογία - vice-presidenteΑντιπρόεδρος - vida institucionalθεσμικά θέματα - sede da instituiçãoέδρα θεσμικού οργάνου - reforma institucionalθεσμική μεταρρύθμιση - competência institucionalαρμοδιότητες των οργάνων - situação CEκατάσταση ΕΚ - situação familiarοικογενειακή κατάσταση - política espacialπολιτική του διαστήματος - auto-abastecimentoαυτάρκεια εφοδιασμού - situação financeiraχρηματοοικονομική κατάσταση - sociedadeεταιρία - sociedade civilαστική εταιρία - sociedade civil profissionalαστική επαγγελματική εταιρία - sociedade comercialεμπορική εταιρία - sociedade de economia mistaεταιρία μικτής οικονομίας - sociedade de investimentoεταιρία επενδύσεων - sociedade de capitaisκεφαλαιουχική εταιρία - autocarroλεωφορείο - sociedade de pessoasπροσωπική εταιρία - sociedade em comanditaετερόρρυθμη εταιρία - sociedade em participaçãoσυμμετοχική εταιρία - sociedade europeiaευρωπαϊκή εταιρία - associação sem fins lucrativosσωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα - Jutlândia do SulΝότια Γιουτλάνδη - sedaμετάξι - assistência a inválidosπερίθαλψη αναπήρων - sojaσόγια - solventeδιαλύτης - SomáliaΣομαλία - sondagem de opiniãoδημοσκόπηση - sorgoσόργο - autodeterminaçãoαυτοδιάθεση - SudãoΣουδάν - enxofreθείον - apresentação de propostas a concursoυποβολή προσφορών - origem da ajudaπροέλευση της βοήθειας - fonte do direitoπηγή δικαίου - subprodutoυποπροϊόν - subproduto agrícolaγεωργικό υποπροϊόν - autofinanciamentoαυτοχρηματοδότηση - subproduto do leiteυποπροϊόν του γάλακτος - subproduto metalúrgicoυποπροϊόν μεταλλουργίας - subproletariadoυποπρολεταριάτο - subalimentaçãoυποσιτισμός - subpovoamentoχαμηλή πυκνότητα πληθυσμού - autogestãoαυτοδιαχείριση - amparo da famíliaπροστάτης οικογενείας - manutenção de preçosστήριξη των τιμών - manutenção de preços agrícolasστήριξη των γεωργικών τιμών - apoio monetárioνομισματική στήριξη - soberania nacionalεθνική κυριαρχία - especialização da produçãoεξειδίκευση της παραγωγής - especialização das trocasεξειδίκευση των συναλλαγών - classificação orçamentalταξινόμηση στον προϋπολογισμό - autolimitaçãoαυτοπεριορισμός - especulação imobiliáriaοικοδομική κερδοσκοπία - Espórades SetentrionaisΣποράδες - Sri LankaΣρι Λάνκα - StabexStabex - estabilização de preçosσταθερότητα των τιμών - estabilização de rendimentosσταθεροποίηση των εισοδημάτων - estabilização económicaοικονομική σταθεροποίηση - acordo interprofissionalδιεπαγγελματική συμφωνία - estagnação económicaοικονομική στασιμότητα - estação experimentalπειραματικός σταθμός - estatísticaστατιστική - estatística agrícolaγεωργικές στατιστικές - estatísticas comunitáriasκοινοτικές στατιστικές - estatísticas demográficasδημογραφικές στατιστικές - estatísticas das pescasστατιστικές αλιείας - estatísticas económicasοικονομική στατιστική - estatísticas financeirasχρηματοπιστωτικές στατιστικές - estatísticas industriaisβιομηχανικές στατιστικές - estatísticas internacionaisδιεθνείς στατιστικές - estatísticas nacionaisεθνικές στατιστικές - estatísticas oficiaisεπίσημες στατιστικές - estatísticas regionaisπεριφερειακές στατιστικές - estatuto de Berlimκαθεστώς του Βερολίνου - estatuto de Jerusalémκαθεστώς της Ιερουσαλήμ - estatuto do funcionárioυπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου - autonomiaαυτονομία - estatuto do pessoalυπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού - estatuto jurídicoνομικό καθεστώς - estatuto políticoπολιτικό καθεστώς - estatuto profissionalεπαγγελματική κατάσταση - estatuto socialκοινωνική θέση - esterilizaçãoστείρωση - estímulo fiscalφορολογικό κίνητρο - existênciasαπόθεμα - existências comunitáriasκοινοτικά αποθέματα - autonomia financeiraδημοσιονομική αυτονομία - existências conjunturaisσυγκυριακό απόθεμα - existências de intervençãoαπόθεμα παρέμβασης - existências excedentáriasπλεονασματικό απόθεμα - existências mínimasελάχιστο απόθεμα - existências mundiaisπαγκόσμια αποθέματα - existências privadasιδιωτικό απόθεμα - existências públicasδημόσιο απόθεμα - reservas de estabilizaçãoρυθμιστικό απόθεμα - armazenamento de armasαποθήκευση όπλων - armazenagem de energiaαποθήκευση ενέργειας - armazenagem de alimentosαποθήκευση τροφίμων - armazenagem de documentosεναποθήκευση τεκμηρίων - StorkøbenhavnΣτορκοπεγχάγη - StorstrømΣτορστραίμ - estrutura agrícolaγεωργικές διαρθρώσεις - estrutura do empregoδιάρθρωση της απασχόλησης - estrutura da empresaδομή της επιχείρησης - autorização orçamentalδημοσιονομική έγκριση - estrutura económicaδομή της οικονομίας - estrutura industrialδομή της βιομηχανίας - estrutura institucionalθεσμική δομή - estrutura socialκοινωνική δομή - substância perigosaεπικίνδυνη ουσία - autorização de acordos e práticas concertadasάδεια σύμπραξης - subvenção à exportaçãoεπιδότηση εξαγωγών - sucedâneo de alimentosυποκατάστατο τροφίμου - sucessão da exploração agrícolaδιαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση - açúcarζάχαρη - açúcar brancoλευκή ζάχαρη - açúcar brutoακατέργαστη ζάχαρη - açúcar de beterrabaζάχαρη από τεύτλα - autorização de transporteέγκριση μεταφοράς - açúcar de canaζάχαρη από ζαχαροκάλαμο - voto expressoέγκυρα ψηφοδέλτια - sufrágio universalκαθολική ψηφοφορία - suicídioαυτοκτονία - SuíçaΕλβετία - SulawesiΣουλάβεζι - SumatraΣουμάτρα - superfície agrícola utilizadaχρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση - suplenteαναπληρωτής - suporte de informaçãoμέσο καταγραφής πληροφοριών - suporte magnéticoμέσο μαγνητικής εγγραφής - supressão de posto de trabalhoκατάργηση θέσεων απασχόλησης - supressão dos direitos aduaneirosκατάργηση των δασμών - supranacionalidadeυπερεθνικότητα - sobreexploração dos recursosυπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - superfície arborizadaδασική έκταση - área de exploraçãoεπιφάνεια εκμετάλλευσης - pradoχορτόφυτη έκταση - área agrícola principalκύρια επιφάνεια - ultracongelaçãoταχεία κατάψυξη - SurinameΣουρινάμ - excesso de populaçãoυπερπληθυσμός - acordo monetárioνομισματική συμφωνία - auto-estradaαυτοκινητόδρομος - superproduçãoυπερπαραγωγή - fiscalização do mercadoεποπτεία της αγοράς - suspensão da ajudaαναστολή της βοήθειας - suspensão da execução da penaαναστολή εκτελέσεως της ποινής - suspensão dos direitos aduaneirosαναστολή των δασμών - SuazilândiaΣουαζιλάνδη - silviculturaδασοκομία - ÁustriaΑυστρία - SíriaΣυρία - SysminSysmin - sistema bancárioτραπεζικό σύστημα - sistema de ensinoεκπαιδευτικό σύστημα - sistema de exploração agrícolaσύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης - sistema de informaçãoσύστημα πληροφόρησης - sistema de informação de gestãoσύστημα διοικητικής πληροφόρησης - sistema de comunicaçãoσύστημα επικοινωνίας - sistema contabilísticoλογιστικό σύστημα - sistema de cultivoσύστημα καλλιέργειας - AuvergneΩβέρνη - sistema das Nações Unidasσύστημα των Ηνωμένων Εθνών - sistema documentalσύστημα τεκμηρίωσης - sistema eleitoralεκλογική διαδικασία - sistema eleitoral europeuευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα - Sistema Europeu de ContabilidadeΕυρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα - Sistema Monetário EuropeuΕυρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα - sistema monetário internacionalδιεθνές νομισματικό σύστημα - sistema normalizado de contabilidadeτυποποιημένο λογιστικό σύστημα - TaiwanΤαϊβάν - TanzâniaΤανζανία - tapeteτάπητας - tarifa aéreaτιμολόγιο εναέριων μεταφορών - tarifa de transporteκόμιστρο - pauta aduaneiraδασμολόγιο - Pauta Aduaneira Comumκοινό δασμολόγιο - tarifa ferroviáriaτιμολόγιο σιδηροδρομικών μεταφορών - adiantamento de tesourariaπροκαταβολές - tarifa postalταχυδρομικό τέλος - tarifa preferencialπροτιμησιακό δασμολόγιο - tarifa de passageirosτιμολόγια επιβατικών μεταφορών - taxa de infra-estruturaτέλη υποδομής - taxa de auto-abastecimentoποσοστό αυτάρκειας - taxa de câmbioτιμή συναλλάγματος - anteprojecto de orçamentoπροσχέδιο προϋπολογισμού - taxa do IVAποσοστό ΦΠΑ - taxa flutuanteκυμαινόμενη ισοτιμία - taxa centralκεντρική ισοτιμία - taxa representativaαντιπροσωπευτικός συντελεστής - TawalΤαβάλ - tributação de preçosδιατίμηση - imposto por eixoτέλη ανά άξονα - direitos de exportaçãoεξαγωγικός φόρος - direitos de importaçãoεισαγωγικός φόρος - imposto de seloτέλη χαρτοσήμου - imposto compensatórioαντισταθμιστικό τέλος - encargo de efeito equivalenteφόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος - co-responsabilidade dos produtoresσυνυπευθυνότητα των παραγωγών - taxa de trânsitoτέλη διαμετακόμισης - imposto profissionalφόρος επιτηδεύματος - imposto sobre os combustíveisφόρος καυσίμων - aviação civilπολιτική αεροπορία - imposto sobre veículosφόρος αυτοκινήτων - ChadeΤσαντ - ChecoslováquiaΤσεχοσλοβακία - técnica de culturaκαλλιεργητική τεχνική - técnica de gestãoτεχνική διαχείρισης - técnicas de construçãoτεχνικές εγκαταστάσεις οικοδομής - tecnologiaτεχνολογία - tecnologia alimentarτεχνολογία τροφίμων - aviação militarστρατιωτικό αεροσκάφος - tecnologia de materiaisτεχνολογία υλικών - tecnologia pouco poluenteήπιες μορφές τεχνολογίας - tecnologia energéticaενεργειακή τεχνολογία - tecnologia intermédiaενδιάμεσες τεχνολογίες - tecnologia nuclearπυρηνική τεχνολογία - tecnologia petrolíferaτεχνολογία πετρελαίου - telecomunicaçãoτηλεπικοινωνία - telecópiaτηλεαντιγραφή - teledetecçãoτηλεανίχνευση - aviculturaπτηνοτροφία - teledistribuiçãoκαλωδιακή διανομή - telégrafoτηλέγραφος - telemáticaτηλεπληροφορική - televisão, tevê, tvτηλεόραση - telexτηλέτυπο - tempo de descansoχρόνος ανάπαυσης - tendência políticaπολιτικές τάσεις - Acordo Monetário Europeuευρωπαϊκή νομισματική συμφωνία - stressδιανοητική ένταση - termos comerciaisόροι εμπορίου - terreno para construçãoχώρος ανέγερσης κτιρίου - terreno industrialβιομηχανικά γήπεδα - terra abandonadaεγκαταλειμμένη γη - terra agrícolaγεωργική γη - terras do domínio públicoδημόσια κτήματα - terra incultaακαλλιέργητη γη - terra cultivávelκαλλιεργήσιμη γη - parecerγνώμη - terra recuperadaανακτημένη γη - território ultramarinoυπερπόντια εδάφη - terrorismoτρομοκρατία - TailândiaΤαϊλάνδη - cháτσάι - terapêuticaθεραπευτική - parecer CEγνώμη ΕΚ - TessáliaΘεσσαλία - Trácia OcidentalΔυτική Θράκη - TimorΤιμόρ - República Democrática de Timor-Leste, Timor Leste, Timor-LesteΑνατολικό Τίμορ, Ανατολικό Τιμόρ - titânioτιτάνιο - título de créditoπιστωτικός τίτλος - título de transporteαποδεικτικό καταβολής κομίστρου - TogoΤόγκο - TongaΤόνγκα - torturaβασανιστήρια - ToscanaΤοσκάνη - turismo de massasμαζικός τουρισμός - girassolηλίανθος - parecer PEγνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - toxicologiaτοξικολογία - tractorελκυστήρας - Trade Expansion ActTrade Expansion Act - traduçãoμετάφραση - Tratado CEΣυνθήκη ΕΚ - Tratado CECAΣυνθήκη ΕΚΑΧ - Tratado CEEΣυνθήκη ΕΟΚ - Tratado CEEAΣυνθήκη ΕΚΑΕ - países do Pacto de Varsóviaχώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας - máquina de ordenhaαμελκτική μηχανή - tratamento da águaεπεξεργασία του νερού - tratamento de textoεπεξεργασία κειμένων - processamento de dadosεπεξεργασία δεδομένων - tratamento de minérioκατεργασία του μεταλλεύματος - tratamento fitossanitárioφυτοϋγειονομική αγωγή - transacção financeiraχρηματοοικονομικές συναλλαγές - transferência de empresaμεταφορά επιχείρησης - transferência de capitaisμεταφορά κεφαλαίων - transferência do direito à pensãoμεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος - transferência de populaçãoμεταφορά πληθυσμού - transferência de tecnologiaμεταφορά τεχνολογίας - aveiaβρώμη - transformação de alimentosμεταποίηση τροφίμων - trânsito comunitárioκοινοτική διαμετακόμιση - trânsito aduaneiroτελωνειακή διαμετακόμιση - transmissão de dadosδιαβίβαση δεδομένων - transmissão da propriedadeμεταβίβαση κυριότητας - abortoάμβλωση - transporte aéreoεναέριες μεταφορές - transporte combinadoσυνδυασμένη μεταφορά - transporte de energiaμεταφορά ενέργειας - transporte no hinterlandμεταφορές στην ενδοχώρα - transporte de mercadoriasμεταφορά εμπορευμάτων - transporte de superfícieεπίγειες μεταφορές - transporte de passageirosμεταφορά επιβατών - transporte colectivoδημόσιες συγκοινωνίες - aborto ilegalπαράνομη άμβλωση - transporte ferroviárioσιδηροδρομικές μεταφορές - transporte por via navegávelμεταφορά μέσω πλωτής οδού - transporte individualμεταφορά με ίδια μέσα - transporte intercontinentalδιηπειρωτικές μεταφορές - transporte interiorεσωτερικές μεταφορές - transporte internacionalδιεθνείς μεταφορές - transporte rodoviário internacionalδιεθνείς οδικές μεταφορές - transporte intracomunitárioενδοκοινοτικές μεταφορές - Acordo Multifibrasσυμφωνία πολυϊνών - aborto terapêuticoθεραπευτική άμβλωση - transporte nacionalεθνικές μεταφορές - transporte por caboμεταφορά με συρματόσχοινο - transporte por condutaμεταφορά με αγωγό - transporte por conta de terceirosμεταφορά για λογαριασμό τρίτου - transporte por conta própriaμεταφορά για ίδιο λογαριασμό - transporte públicoδημόσιες μεταφορές - transporte regionalπεριφερειακές μεταφορές - transporte rodoviárioοδικές μεταφορές - transporte escolarμεταφορά μαθητών - transporte semicolectivoημιμαζικά μεταφορικά μέσα - transporte sob controlo aduaneiroμεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο - transporte subterrâneoυπόγεια μεταφορά - transporte suburbanoπροαστιακές συγκοινωνίες - transporte terrestreχερσαία μεταφορά - transporte transfronteiriçoδιαμεθοριακές μεταφορές - transporte urbanoαστικές συγκοινωνίες - transportadorμεταφορέας - trabalhoεργασία - trabalho no domicílioεργασία κατ' οίκον - azotoάζωτο - trabalho em cadeiaεργασία εν σειρά - trabalho a tempo completoεργασία πλήρους απασχόλησης - trabalho a tempo parcialεργασία μερικής απασχόλησης - trabalho de equipaομαδική εργασία - trabalho infantilεργασία ανηλίκων - trabalho por turnosεργασία κατά βάρδιες - trabalhador idosoηλικιωμένος εργαζόμενος - trabalhador clandestinoλαθραία εργαζόμενος - trabalhador comunitárioκοινοτικός εργαζόμενος - trabalhador fronteiriçoμεθοριακός εργαζόμενος - trabalhador deficienteεργαζόμενος με ειδικές ανάγκες - trabalhador manualχειρώνακτες - trabalhador migranteδιακινούμενος εργαζόμενος - trabalhador sazonalεποχικός εργαζόμενος - trabalhador socialκοινωνικός λειτουργός - obras públicasδημόσια έργα - trevoτριφύλλι - BahamasΜπαχάμες - Trentino-Alto AdigeΤρεντίνο-Άνω Αδίγης - tesouroδημόσιο θησαυροφυλάκιο - Trindade e TobagoΤρινιδάδ και Τομπάγκο - triticaleτριτικάλη - BahreinΜπαχρέιν - trustτράστ - bisnaga, cachimbo, canais, canal, chaminés de fábrica, condutas, ducto, pipeline, tubagem, tuboσωλήνας, σωληνάριο, σωληνώσεις - tuberculose animalφυματίωση ζώων - tungsténioβολφράμιο - TunísiaΤυνησία - turbinaαεριοστρόβιλος - TurquiaΤουρκία - bagaραγώδες - TuvaluΤουβαλού - tubagemσωληνώσεις - IVAΦΠΑ - UDEACUDEAC - países UDEACχώρες της UDEAC - UEBLUEBL - União Europeia das AlfândegasUEDE - países UEOχώρες της ΔΕΕ - UITITU - Umm al QuawainΟυμ αλ Κουάβαιν - CNUDRUNCRD - UnescoUnesco - unificação nacionalεθνική ενοποίηση - União Europeia OcidentalΔΕΕ - contrato de arrendamentoμισθωτήριο - UEAUEA - união aduaneiraτελωνειακή ένωση - união económicaοικονομική ένωση - União Económica e MonetáriaΟικονομική και Νομισματική Ένωση - União Europeia de PagamentosΕυρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών - União Interparlamentarδιακοινοβουλευτική ένωση - acordo preferencialπροτιμησιακή συμφωνία - arrendamento comercialεμπορικό μισθωτήριο - país da UEMAOχώρες της ΟΝΕΔΑ - união monetáriaνομισματική ένωση - UNIRUNIR - UnisistUnisist - UnitarUnitar - cabeça de gadoζωική μονάδα - contrato de arrendamento ruralσύμβαση αγρομίσθωσης - UNRWAUNRWA - UPAUPA - UPUUPU - urânioουράνιο - urbanizaçãoαστυφιλία - urbanismoπολεοδομία - URSSΕΣΣΔ - UruguaiΟυρουγουάη - utente dos transportesχρήστης των μεταφορικών μέσων - baixa de preçosπτώση των τιμών - fábrica prontaεργοστάσιο «με το κλειδί στο χέρι» - usufrutoεπικαρπία - utilizador da informaçãoχρήστης της πληροφορίας - utilização da ajudaχρησιμοποίηση της βοήθειας - utilização da águaχρήση του νερού - utilização da energiaχρήση ενέργειας - utilização da terraχρήση των γαιών - utilização pacífica da energiaειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας - Utrecht, UtrequeΟυτρέχτη - balança comercialεμπορικό ισοζύγιο - vacinaεμβόλια - vacinaçãoεμβολιασμός - vaca reprodutoraθηλάζουσα αγελάδα - vaca leiteiraγαλακτοπαραγωγός αγελάδα - vale de AostaΚοιλάδα Αόστης - valor acrescentadoπροστιθέμενη αξία - valores cotados na bolsaχρηματιστηριακή αξία - valor de troca comercialαξία των συναλλαγών - balança deficitáriaελλειμματικό ισοζύγιο - valor aduaneiroδασμολογητέα αξία - vanádioβανάδιο - VanuatuΒανουάτου - VaticanoΒατικανό - novilhoμόσχος - veículo sobre almofada de arαερολισθαίνον όχημα - veículo de duas rodasδίτροχο - veículo motorizadoόχημα με κινητήρα - veículo agrícolaγεωργικό όχημα - veículo eléctricoηλεκτροκίνητο όχημα - veículo sobre carrisόχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές - VejleΒέυλε - VenéciaΒένετο - balança de invisíveisισοζύγιο αδήλων - VenezuelaΒενεζουέλα - vendaπώληση - venda a créditoπώληση επί πιστώσει - venda com descontoπώληση με έκπτωση - venda em hasta públicaπλειστηριασμός - venda directaάμεση πώληση - balança de pagamentosισοζύγιο πληρωμών - venda isenta de impostosαφορολόγητη πώληση - venda à distânciaπώληση εξ αποστάσεως - verificação de contasεξέλεγξη λογαριασμών - Oeste de StorebæltΒεστ φορ Στορμπαίλτ - VestsjællandΒεστγαίλαντ - Bali, BáliΜπάλι, Μπαλί - carneκρέας - carne de vacaβοδινό κρέας - carne de caprinoαίγειο κρέας - carne de cavaloκρέας αλόγου - carne de búfaloκρέας βουβάλου - carne de vitelaμοσχαρίσιο κρέας - carne de aves de capoeiraκρέας πουλερικών - carne limpaαποστεωμένο κρέας - carne verdeνωπό κρέας - BalcãsΒαλκάνια, Βαλκανική Χερσόνησος, Βαλκάνια - carne de ovinoπρόβειο κρέας - carne de suínoχοιρινό κρέας - ViburgoΒίμποργκ - vice-presidente da assembleiaαντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου - vítima civilθύμα άμαχου πληθυσμού - vítima de guerraθύμα πολέμου - emissão de videotextoteletext - videotexto interactivovideotex - inserção profissionalεπαγγελματική ένταξη - segunda voltaεπαναληπτική ψηφοφορία - vida associativaζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων - vida da empresaζωή της επιχείρησης - vida escolarσχολική ζωή - vida socialκοινωνική ζωή - Vietnã, Vietnã; Vietname, VietnameΒιετνάμ, Σοσιλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ - vinhaαμπελώνας - cidade médiaπόλη μετρίου μεγέθους - cidade novaνέα πόλη - cidade-satéliteπόλη δορυφόρος - vinho aromatizadoαρωματισμένος οίνος - vinho brancoλευκός οίνος - vinho regionalτοπικός οίνος - vinho de qualidade superiorοίνος ποιότητας - vinho de mesaεπιτραπέζιος οίνος - vinho engarrafadoεμφιαλωμένος οίνος - vinho reforçadoοίνος αυξημένου οινοπνεύματος - tiraταινία - vinho espumanteαφρώδης οίνος - vinho roséερυθρωπός οίνος - vinho tintoερυθρός οίνος - vinho não espumanteμη αφρώδης οίνος - vinificaçãoοινοποίηση - violência sexualβιασμός - violênciaβία - violência de Estadoκρατική βία - violência políticaπολιτική βία - BangladeshΜπαγκλαντές - viticulturaαμπελουργία - via navegável interiorεσωτερική υδάτινη οδός - via fluvial internacionalδιεθνής υδάτινη οδός - via rápidaοδός ταχείας κυκλοφορίας - via ruralαγροτική οδός - via urbanaαστική οδός - Banco Africano de DesenvolvimentoΑφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης - aves mortasσφαγμένα πουλερικά - aves poedeirasπουλερικά ωοπαραγωγής - aves vivasζώντα πουλερικά - volume de comércioόγκος των συναλλαγών - volume de transacçõesόγκος των χρηματικών συναλλαγών - voto em brancoλευκή ψήφος - caixa agrícolaαγροτική τράπεζα - voto bloqueadoδεσμευμένη ψηφοφορία - votação da leiψήφιση νόμου - voto electrónicoψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα - votação nominalψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως - voto nuloάκυρη ψήφος - voto obrigatórioυποχρεωτική ψήφος - voto antecipadoψήφιση προ της ημέρας των εκλογών - voto por correspondênciaψήφος δι' αλληλογραφίας - voto por procuraçãoψήφος δια πληρεξουσίου - votação parlamentarκοινοβουλευτική ψηφοφορία - banco centralκεντρική τράπεζα - lista abertaψήφος με εκδήλωση προτίμησης - voto públicoφανερή ψηφοφορία - viagem com tudo incluídoοργανωμένο ταξίδι - viagem em grupoομαδικό ταξίδι - vulcanologiaηφαιστειολογία - divulgação agrícolaγεωργικές εφαρμογές - Wallis e FortunaΝήσοι Ουώλις και Φουτούνα - iogurteγιαούρτι - banco comercialεμπορική τράπεζα - IémenΥεμένη - antiga República Democrática e Popular do Iémenπρώην Υεμένη ΛΔ - Yorkshire and HumbersideΓιόρκσαϊρ Χάμπερσαϊντ - República Democrática do CongoΛαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό - ZâmbiaΖάμπια - ZelândiaΖηλανδία - banco cooperativoσυνεταιριστική τράπεζα - zona áridaάνυδρη ζώνη - zona climáticaκλιματική ζώνη - zona habitacionalοικιστική ζώνη - zona de capturaζώνη αλιευμάτων - zona de comércio livreζώνη ελευθέρων συναλλαγών - zona de pescaζώνη αλιείας - zona económica exclusivaαποκλειστική οικονομική ζώνη - zona equatorialισημερινή ζώνη - zona francaελεύθερη ζώνη - Acordo SALTσυμφωνία SALT - banco de investimentoτράπεζα επενδύσεων - zona friaψυχρή ζώνη - zona húmidaυγρή ζώνη - zona monetáriaνομισματική ζώνη - área reservada a peOes, zona para peõesπεζοδρομημένη ζώνη, πεζόδρομος - zona poluídaμολυσμένη ζώνη - zona protegidaπροστατευόμενη ζώνη - zona sinistradaπληγείσα ζώνη - zona subtropicalυποτροπική ζώνη - zona suburbanaπροαστιακή ζώνη - zona tarifáriaδασμολογική ζώνη - banco de desenvolvimentoτράπεζα ανάπτυξης - zona temperadaεύκρατη ζώνη - zona tropicalτροπική ζώνη - zona urbanaαστική ζώνη - zoologiaζωολογία - banco predialφορέας γεωργικής χωροταξίας - banco popularλαϊκή τράπεζα - banco privadoιδιωτική τράπεζα - banco públicoδημόσια τράπεζα - BarbadosΜπαρμπάντος - acordo sectorialτομεακή συμφωνία - tabela de preçosπίνακας τιμών - barraράβδος - salário baixoχαμηλόμισθοι - base de dadosβάση δεδομένων - base militarστρατιωτική βάση - BasilicataΒασιλικάτα - Baixa NormandiaΚάτω Νορμανδία - Baixa Saxónia, Baixa Saxônia, Baixo Saxe, NiedersachsenΚάτω Σαξονία, Κάτω Σαξωνία - barcoπλοίο - acordo relativo aos produtos de baseσυμφωνία για τα προϊόντα βάσεως - barco-cisternaδεξαμενόπλοιο - edifícioκτίριο - embarcação de recreioσκάφος αναψυχής - edifício industrialβιομηχανικά κτίρια - edifício públicoδημόσιο κτίριο - BavieraΒαυαρία - acordo pautalδασμολογική συμφωνία - belas-artesκαλές τέχνες - BEIΕΤΕπ - BélgicaΒέλγιο - regiões e comunidades da Bélgicaπεριφέρειες και κοινότητες του Βελγίου - BelizeΜπελίζ - lucroκέρδος - beneficiário da ajudaδικαιούχος της βοήθειας - BENELUXBenelux, Μπενελούξ, τα κράτη της Μπενελούξ - países Beneluxχώρες της Benelux - BenimΜπενίν - BerlimΒερολίνο - BermudasΒερμούδες - necessidades alimentaresεπισιτιστικές ανάγκες - necessidade de alojamentoστεγαστικές ανάγκες - necessidade de mão-de-obraανάγκη εργατικού δυναμικού - crescimento da populaçãoαύξηση πληθυσμού - necessidade de águaανάγκες σε νερό - forragemχορτονομή - necessidades financeirasχρηματοληπτική ανάγκη - beterraba forrageiraκτηνοτροφικό τεύτλο - beterraba sacarinaζαχαρότευτλο - BEUCBEUC - manteigaβούτυρο - manteiga vegetalφυτικό βούτυρο - ButãoΜπουτάν - aumento de produçãoαύξηση της παραγωγής - bibliografiaβιβλιογραφία - bibliotecaβιβλιοθήκη - biblioteca juvenilβιβλιοθήκη νέων - biblioteca nacionalεθνική βιβλιοθήκη - biblioteca públicaδημόσια βιβλιοθήκη - biblioteca científicaεπιστημονική βιβλιοθήκη - biblioteca universitáriaπανεπιστημιακή βιβλιοθήκη - assembleia bicamaralκοινοβουλευτικό σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων - BIDBID - bairro de lataτενεκεδούπολη - BIEΙΒΕ - baldioκτήματα δήμων και κοινοτήτων - bem culturalπολιτιστικό αγαθό - bens duradourosδιαρκές αγαθό - bens não duradourosμη διαρκές αγαθό - bem-estar socialκοινωνική ευημερία - acusaçãoκατηγορία για αδίκημα - balanço de abastecimentoισοζύγιο εφοδιασμού - balanço energéticoενεργειακό ισοζύγιο - balanço socialκοινωνικός απολογισμός - bioquímicaβιοχημεία - bioconversãoβιολογική μετατροπή - biodegradabilidadeβιοδιασπασιμότητα - bioenergiaβιοενέργεια - biogásβιοαέριο - biografiaβιογραφία - bipartidarismoδικομματικό σύστημα - bipolarizaçãoπόλωση - MyanmarΜιανμάρ - compraπράξη αγοράς - bismutoβισμούθιο - trigo duroσκληρό σιτάρι - trigo moleμαλακό σιτάρι - bloqueio de preçosκαθήλωση των τιμών - madeira para construçãoοικοδομική ξυλεία - compra a créditoαγορά επί πιστώσει - bebida não alcoólicaμη αλκοολούχο ποτό - título do tesouroέντοκο γραμμάτιο του δημοσίου - BonaireΜποναίρ - bonificação de juroεπιδότηση επιτοκίου - malhasπλεκτοβιομηχανία - compra de intervençãoαγορά παρέμβασης - BornholmΜπόρνχολμ - Botanica, Botânicaβοτανική, φυτολογία - BotsuanaΜποτσουάνα - indústria de panificaçãoαρτοποιία - BorgonhaΒουργουνδία - bolsa de mercadoriasχρηματιστήριο εμπορευμάτων - bovinoβοοειδή - Província do Brabante flamengoεπαρχία Φλαμανδικής Βραβάνδης - Brabante SetentrionalΒόρεια Βραβάνδη - Província do Brabante valãoεπαρχία Βαλλωνικής Βραβάνδης - BremaΒρέμη - Brasil, carioca, fluminense, paulista, paulistanoΒραζιλία, Ομόσπονδη Δημοκρατία της Βραζιλίας - patenteδίπλωμα ευρεσιτεχνίας - patente europeiaευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας - BRIBRI - ácido inorgânicoανόργανο οξύ - bromoβρώμιο - bruceloseβρουκέλλωση - BruneiΜπρουνέι - orçamento comunitárioκοινοτικός προϋπολογισμός - orçamento para a defesaπροϋπολογισμός για την άμυνα - orçamento extraordinárioέκτακτος προϋπολογισμός - ácido orgânicoοργανικό οξύ - orçamento familiarοικογενειακός προϋπολογισμός - orçamento operacional CECAεπιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ - orçamento publicitárioπροϋπολογισμός διαφήμισης - orçamento rectificativoδιορθωτικός προϋπολογισμός - Orçamento Social Europeuευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός - orçamento suplementarσυμπληρωματικός προϋπολογισμός - inscrição orçamentalεγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό - BulgáriaΒουλγαρία - boletim de votoψηφοδέλτιο - centro de informaçãoγραφείο πληροφοριών - mesa de votoεκλογικό τμήμα - mesa da assembleiaπροεδρείο του Κοινοβουλίου - formalidade administrativaδιοικητική διατύπωση - buróticaαυτοματοποίηση γραφείου - butteroilβουτυρέλαιο - governo-sombraσκιώδης κυβέρνηση - AbruzosΑβρουζία - AçoresΑζόρες - cabotagem marítimaθαλάσσια ακτοπλοΐα - cacauκακάο - cadastroδημόσιο κτηματολόγιο - quadroστέλεχος - quadro administrativoδιοικητικό στέλεχος - quadro de linguistas CEγλωσσικός κλάδος ΕΚ - países ACPχώρες ΑΚΕ - quadro médioμεσαίο στέλεχος - quadro superiorανώτερο στέλεχος - ComeconΣΑΟΒ - países Comeconχώρες του ΣΑΟΒ - caféκαφές - caixa de depósitosταμιευτήριο - CalábriaΚαλαβρία - cálculo de custosκοστολόγηση - aquisição de propriedadeκτήση κυριότητας - calendário lectivoωρολόγιο πρόγραμμα - CamarõesΚαμερούν - campanha agrícolaκαλλιεργητική περίοδος - CampâniaΚαμπανία - campismoκατασκήνωση - CanadáΚαναδάς - canal do PanamáΔιώρυγα του Παναμά - aquisição de conhecimentosαπόκτηση γνώσεων - cancroκαρκίνος - candidatoυποψήφιος - cana-de-açúcarζαχαροκάλαμο - CAOEAC - Cabo VerdeΠράσινο Ακρωτήριο - aquisição de documentosαπόκτηση τεκμηρίωσης - capacidade de exercícioδικαιοπρακτική ικανότητα - capacidade de cargaικανότητα φόρτωσης - capacidade contratualικανότητα προς σύναψη συμβάσεως - capacidade de gozo dos direitosδυνατότητα άσκησης δικαιώματος - vetoαρνησικυρία - processo de consultaδιαδικασία διαβούλευσης - ministérioυπουργείο - eleito localαιρετός εκπρόσωπος τοπικής αυτοδιοίκησης - região autónomaαυτόνομη κοινότητα - administração regionalπεριφερειακή διοίκηση - intercâmbio científicoεπιστημονικές ανταλλαγές - capacidade de produçãoπαραγωγική ικανότητα - sanção militarστρατιωτικές κυρώσεις - voluntário internacionalδιεθνείς εθελοντές - questão da CisjordâniaΖήτημα της Υπεριορδανίας - direito comunitário-direito nacionalκοινοτικό δίκαιο-εθνικό δίκαιο - delegação PEαντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - parecer CESγνώμη της ΟΚΕ - função pública europeiaδημόσια διοίκηση της Κοινότητας - parecer favorável PEσύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Assembleia Paritária ACP-CEΣυνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ-ΕΚ - presidente PEΠρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - vice-presidente PEΑντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - questor PEΣώμα των Κοσμητόρων - acórdão do Tribunal CEαπόφαση του Δικαστηρίου ΕΚ - movimento contra a Europaαντιευρωπαϊσμός - fundos estruturaisδιαρθρωτικά ταμεία - jurisdição do trabalhoδικαστήριο εργατικών διαφορών - capacidade de armazenamentoδυναμικό αποθήκευσης - arrependidoμεταμεληθείς - zona contíguaπαρακείμενη ζώνη - recurso dos particularesπροσφυγή ιδιωτών - situação económicaοικονομική κατάσταση - factor de produçãoσυντελεστής παραγωγής - pólo de crescimentoπόλος ανάπτυξης - programa de desenvolvimento integradoολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης - PIMΟΜΠ - comércio Norte-Sulεμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου - capacidade de transporteμεταφορική ικανότητα - capital especulativoκερδοσκοπικά κεφάλαια - financiamento públicoδημόσια χρηματοδότηση - harmonização de preçosεναρμόνιση των τιμών - mercado de capitaisκεφαλαιαγορά - capital de riscoκεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου - orçamento geral CEΓενικός Προϋπολογισμός ΕΚ - prémio culturalπολιτιστικό βραβείο - anglicanismoαγγλικανισμός - catolicismoκαθολικισμός - ortodoxiaορθοδοξία - protestantismoπροτεσταντισμός - parque de diversõesχώρος αναψυχής - profissional da indústria de restaurantes e similaresπροσωπικό εστιατορίων - máfiaμαφία - bioéticaβιοηθική - sociedade secretaμυστικές εταιρίες - cultura regionalτοπική πολιτιστική παράδοση - SIDAAIDS - preço do terrenoτιμή της γης - universidade abertaανοικτό πανεπιστήμιο - orçamento para a educaçãoπροϋπολογισμός της εκπαίδευσης - intercâmbio escolarεκπαιδευτικές ανταλλαγές - EurydiceEurydice - reconhecimento dos estudosαναγνώριση σπουδών - empresa jornalísticaεπιχείρηση Τύπου - teletextoteletex - protecção dos dadosπροστασία δεδομένων - rede interactivaαμφίδρομο δίκτυο - produção cinematográficaκινηματογραφική παραγωγή - indústria dos programasβιομηχανία προγραμμάτων - co-produção audiovisualσυμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων - programa audiovisualοπτικοακουστικό πρόγραμμα - produção audiovisualοπτικοακουστική παραγωγή - televisão de grande definiçãoτηλεόραση υψηλής ευκρίνειας - videocomunicaçãoβιντεοεπικοινωνία - política do audiovisualοπτικοακουστική πολιτική - pirataria audiovisualραδιοτηλεπειρατεία - espaço audiovisual europeuευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος - livre circulação de programasελεύθερη διακίνηση προγραμμάτων - tarifa das comunicaçõesεπικοινωνιακά τέλη - direito da informaçãoδίκαιο των πληροφοριών - informática jurídicaνομικές εφαρμογές πληροφορικής - telecarregamentoμεταφόρτωση προγραμμάτων - tradução automáticaαυτόματη μετάφραση - independência energéticaενεργειακή ανεξαρτησία - capital industrialβιομηχανικό κεφάλαιο - processo de cooperaçãoδιαδικασία συνεργασίας - transferência de competênciasμεταφορά αρμοδιότητας - criação de empresasδημιουργία επιχείρησης - sociedade de serviçosεπιχείρηση παροχής υπηρεσιών - empresa de trabalho temporárioεπιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού - trabalho ao ecrãεργασία σε οθόνη - cabotagem rodoviáriaοδικές ενδομεταφορές - barcaçaτομέας ποταμοπλοΐας - canal marítimoθαλάσσια διώρυγα - ligação através do Canal da Manchaζεύξη της Μάγχης - tarifa interiorτιμολόγιο εσωτερικών μεταφορών - tarifa internacionalτιμολόγιο διεθνών μεταφορών - tarifa rodoviáriaτιμολόγιο οδικών μεταφορών - acto administrativoδιοικητική πράξη - capital socialεταιρικό κεφάλαιο - protecção da florestaπροστασία των δασών - Mar TirrenoΤυρρηνική Θάλασσα - Mar AdriáticoΑδριατική Θάλασσα - Mar da LigúriaΛιγυρική Θάλασσα - Mar EgeuΑιγαίο Πέλαγος - Mar JónicoΙόνιο Πέλαγος - luta contra os insectosκαταπολέμηση των εντόμων - ordenamento fundiárioγεωργική χωροταξία - regulamentação da pescaαλιευτικές διατάξεις - controlo da pescaαλιευτικοί έλεγχοι - legume pereneπολυετές λαχανικό - produto frescoνωπό προϊόν - norma de qualidadeποιοτικό πρότυπο - norma de segurançaπρότυπο ασφάλειας - norma técnicaτεχνικό πρότυπο - COSTCOST - investigação e desenvolvimentoέρευνα και ανάπτυξη - investigação espacialδιαστημική έρευνα - técnica espacialδιαστημική τεχνική - capital estrangeiroξένα κεφάλαια - borracha sintéticaσυνθετικό ελαστικό - borracha naturalφυσικό ελαστικό - indústria ferroviáriaσιδηροδρομικές κατασκευές - carvão de madeiraξυλάνθρακας - indústria de produtos de luxoβιομηχανία ειδών πολυτελείας - província autónoma de BolzanoΑυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο - província autónoma de TrentoΑυτόνομη Επαρχία του Τρέντο - CEACTCEPT - OICEINCB - Habitat ONUHabitat OHE - agente CEυπάλληλοι ΕΚ - caprinoαιγοειδή - captura acessóriaδευτερεύοντα αλιεύματα - captura autorizadaεπιτρεπόμενα αλιεύματα - captura de peixeαλιεύματα ιχθύων - captura por espécieαλιεύματα κατ' είδος - captura totalσυνολικά αλιεύματα - acto comunitárioκοινοτική πράξη - CaraíbasΝήσοι Καραϊβικής - carboquímicaχημεία του άνθρακα - carbonoάνθρακας - carburanteκαύσιμο κινητήρων εσωτερικής καύσεως - carcaçaσφάγιο - CaricomCaricom - países Caricomχώρες της Caricom - rede escolarχάρτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων - cartelκαρτέλ - acto de comércioεμπορική πράξη - cartografiaχαρτογραφία - fluxo de tesourariaταμειακή ροή - catalogaçãoκαταλογογράφηση - CatalunhaΚαταλωνία - catálogoκατάλογος - categoria socioprofissionalκοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία - caução eleitoralκαταβολή εγγύησης υποψηφιότητας - acta de reuniãoσυνεδριακές εργασίες - CCPESPC - CDICDI - países UEχώρα ΕΕ - CEACCEAC - CEAECEAE - CEAOCEAO - radiação ionizanteιοντίζουσα ακτινοβολία - sódioνάτριο - trabalho dos metaisκατεργασία μετάλλων - gás raroευγενές αέριο - transplantação de orgãosμεταμόσχευση οργάνων - transfusão de sangueμετάγγιση αίματος - detrito metálicoαπορρίμματα μετάλλων - eixo comunitárioκοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία - intercâmbio de jovensανταλλαγές νέων - partícula elementarστοιχειώδη σωματίδια - química analíticaαναλυτική χημεία - espectrometriaφασματομετρία - países CEAOχώρες της CEAO - citologiaκυτταρολογία - cálcioασβέστιο - diagnóstico médicoιατρική διάγνωση - medicina nuclearπυρηνική ιατρική - membro do Tribunal de Contas CEΜέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΕΚ - segurança dos edifíciosασφάλεια κτιρίων - Agência Europeia para o AmbienteΕυρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος - guia de informaçãoοδηγός - símbolo europeuευρωπαϊκά σύμβολα - língua oficialεπίσημη γλώσσα - acidente domésticoατυχήματα στο σπίτι - programa comunitárioκοινοτικό πρόγραμμα - floresta tropicalτροπικό δάσος - Convenção de Lomé IVΣύμβαση Λομέ IV - perturbação electromagnéticaηλεκτρομαγνητική όχληση - mercenárioμισθοφόρος - comemoraçãoεορτασμός επετείου - ensino da conduçãoμαθήματα οδήγησης - uso de estimulantesντοπάρισμα - Convenção Europeia dos Direitos do HomemΕυρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου - CECAΕΚΑΧ - Tribunal de Primeira Instância CEΠρωτοδικείο ΕΚ - condição de reformaόροι συνταξιοδότησης - fronteira intracomunitáriaενδοκοινοτικά σύνορα - veículo de campismoτροχόσπιτο - medida antidumpingμέτρα αντιντάμπινγκ - impacto da informáticaαντίκτυπος της πληροφορικής - comunicação de dadosκοινοποίηση των δεδομένων - intervenção militarστρατιωτική επέμβαση - exportação de resíduosεξαγωγή αποβλήτων - cooperanteεθελοντές για την ανάπτυξη - radiobiologiaραδιοβιολογία - absentismoσυστηματική απουσία από την εργασία - acto pontifícioπαπικό έγγραφο - CEDEAOCEDEAO - CedefopCedefop - CEEAΕΚΑΕ - pessoa solteiraάγαμος - CEMTCEMT - censuraλογοκρισία - República Centro-AfricanaΚεντροαφρικανική Δημοκρατία - centralização da informaçãoσυγκέντρωση των πληροφοριών - região do CentroΚεντρική Γαλλία - Centro Comum de InvestigaçãoΚοινό Κέντρο Ερευνών ΕΚΑΕ - centro de cálculoκέντρο μηχανοργάνωσης - centro de documentaçãoκέντρο τεκμηρίωσης - centro políticoΚέντρο - centro distribuidor de bases de dadosυπολογιστής κεντρικής υποστήριξης - cereal alimentarδημητριακό διατροφής - acção financeiraμετοχή - cereal forrageiroκτηνοτροφικό σιτηρό - cereal panificávelαρτοποιήσιμο δημητριακό - CERNCERN - CERSESRO - certificado de origemπιστοποιητικό καταγωγής - guia de trânsitoπιστοποιητικό κυκλοφορίας - certificado sanitárioπιστοποιητικό υγείας - Confederação Europeia dos SindicatosCES - acção judicialαξίωση παροχής εννόμου προστασίας - cessação de actividadeπαύση δραστηριότητας - abandono de exploração agrícolaπαύση γεωργικής εκμετάλλευσης - cessação de pagamentosπαύση πληρωμών - câmara de comércio e indústriaεμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο - assembleia directamente eleitaάμεσα εκλεγμένη Βουλή - assembleia federalΟμοσπονδιακή Βουλή - assembleia parlamentarκοινοβουλευτικό σώμα - champanheσαμπάνια - mudança socialκοινωνική αλλαγή - mudança tecnológicaτεχνολογική αλλαγή - chaptalizaçãoπροσθήκη ζάχαρης στο μούστο - extracção de carvãoανθρακωρυχείο - carga por eixoφορτίο ανά άξονα - encargo familiarοικογενειακό βάρος - carga útilωφέλιμο φορτίο - cargaφόρτωση - Carta de HavanaΧάρτης της Αβάνας - Carta das Nações Unidasκαταστατικός χάρτης των Ηνωμένων Εθνών - Carta Social Europeiaευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης - acesso à informação comunitáriaπρόσβαση στην κοινοτική πληροφόρηση - acesso à justiçaπρόσβαση στη δικαιοσύνη - acordo ATPσυμφωνία ATP - acordo comercial CEεμπορική συμφωνία ΕΚ - acordo de cooperação CEσυμφωνία συνεργασίας ΕΚ - Acordo de Schengenσυμφωνία του Σένγκεν - acordo europeu de associaçãoευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης - acordo provisório CEπροσωρινή συμφωνία ΕΚ - acordo interinstitucionalδιοργανική συμφωνία - acordo mistoμικτή συμφωνία - acumulador eléctricoηλεκτρικός συσσωρευτής - acervo comunitárioκοινοτικό κεκτημένο - acção civilαστική αγωγή - acção comunitáriaκοινοτική δράση - acção em matéria civilαγωγή αστικού δικαίου - acção em matéria penalαγωγή ποινικού δικαίου - acção de responsabilidade civilαγωγή αποζημίωσης - acção penalποινική αγωγή - actividade comunitáriaκοινοτική δραστηριότητα - adaptação das perspectivas financeirasπροσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών - adesão a um acordoπροσχώρηση σε συμφωνία - administração da instituiçãoδιοίκηση του οργάνου - África lusófonaΠορτογαλόφωνη Aφρική - África negraΑφρική νοτίως της Σαχάρας - Agência Europeia de Avaliação dos MedicamentosΕυρωπαϊκός οργανισμός αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων - Agência Europeia para a Segurança e a Saúde no TrabalhoΕυρωπαϊκός οργανισμός για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία - agressão físicaσωματική επίθεση - NAFTANAFTA - alergiaαλλεργία - embaixadaπρεσβεία - ordenamento do territórioχωροταξία - ex-RDAπρώην ΛΔΓ - ex-URSSπρώην ΕΣΣΔ - antiguidadeπροϋπηρεσία - antigos países socialistasπρώην σοσιαλιστικές χώρες - aparelho a gásσυσκευή αερίου - informatizaçãoεφαρμογή της πληροφορικής - aprofundamento da União Europeiaεμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Arco AtlânticoΤόξο του Ατλαντικού - arquipélagoαρχιπέλαγος - ArméniaΑρμενία - SAARCASACR - elevadorανελκυστήρας - Ásia CentralΚεντρική Ασία - assembleia parlamentar internacionalκοινοβουλευτική συνέλευση - autonomia administrativaδιοικητική αυτονομία - autorização de vendaάδεια πώλησης - anteprojecto de orçamento das CEπροσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ - avião de combateμαχητικό αεροσκάφος - AzerbaijãoΑζερμπαϊτζάν - base jurídicaνομική βάση - Bacia do Renoλεκάνη του Ρήνου - BielorrússiaΛευκορωσία - beneficiário líquidoκράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει - BERDΕΤΑΑ - produto dualαγαθό διπλής χρήσης - bem-estar dos animaisκαλή μεταχείριση των ζώων - biótopoβιότοπος - lavandariaκαθαριστήριο - madeira tropicalτροπική ξυλεία - Bósnia-HerzegovinaΒοσνία-Ερζεγοβίνη - BrandeburgoΒρανδεβούργο - cabotagem aéreaαεροπορικό καμποτάζ - Quadro Comunitário de Apoioκοινοτικό πλαίσιο στήριξης - cálculo científicoεπιστημονικός υπολογισμός - calendário da UEMχρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ - carreira profissionalεπαγγελματική σταδιοδρομία - placa de extensãoκάρτα επέκτασης - cassete audioκασέτα - CCANΣΒΑΣ - CEIΚΑΚ - círculo de qualidadeομάδα ποιότητας - certificado comunitárioκοινοτική πιστοποίηση - mudança de regime políticoαλλαγή πολιτικού καθεστώτος - Carta Comunitária dos Direitos Sociais Fundamentais dos TrabalhadoresΚοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων - carta europeiaευρωπαϊκός Χάρτης - carta internacionalδιεθνής Χάρτης - cirurgiãoχειρουργός - circunstância agravanteεπιβαρυντική περίσταση - circunstância atenuanteελαφρυντική περίσταση - cidadania europeiaευρωπαϊκή ιθαγένεια - cláusula abusivaκαταχρηστική ρήτρα - cláusula contratualσυμβατική ρήτρα - cláusula de saídaρήτρα απαλλαγής - COCOMCOCOM - Código Penalποινικός κώδικας - codificação do direito comunitárioκωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου - coesão económica e socialοικονομική και κοινωνική συνοχή - cabeleireiro e estéticaκόμμωση και αισθητική περιποίηση - autarquia localοργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης - organismo regionalοργανισμός περιφερειακής διοίκησης - Comité Conjunto EEEκοινή επιτροπή ΕΟΧ - Comité Consultivo Conjunto do EEEκοινή συμβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ - comité de gestão CEεπιτροπή διαχείρισης ΕΚ - comité de regulamentação CEεπιτροπή κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΚ - Comité das RegiõesΕπιτροπή Περιφερειών - comité misto CEμικτή επιτροπή ΕΚ - Comité Parlamentar Misto do EEEκοινή κοινοβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ - comitologiaεπιτροπολογία - comércio de órgãosεμπόριο οργάνων - comércio de arteεμπόριο έργων τέχνης - Comunidade flamengaΦλαμανδική Κοινότητα - Comunidade francófonaΓαλλόφωνη Κοινότητα - Comunidade germanófonaΓερμανόφωνη Κοινότητα - comunidades da Bélgicaκοινότητες του Βελγίου - competência do PEαρμοδιότητα του ΕΚ - competência institucional CEαρμοδιότητες των οργάνων της ΕΚ - concepção assistida por computadorσχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή - confederação patronalεργοδοτική συνομοσπονδία - confederação sindicalσυνδικαλιστική συνομοσπονδία - conferência europeiaευρωπαϊκή διάσκεψη - conferência intergovernamental CEδιακυβερνητική διάσκεψη ΕΚ - conferência internacionalδιεθνής διάσκεψη - Conferência Internacional do TrabalhoΔιεθνής Διάσκεψη Εργασίας - conferência tripartidaτριμερής διάσκεψη - conflito étnicoδιένεξη μεταξύ εθνοτήτων - licença para actividade políticaάδεια για πολιτικούς λόγους - Conselho de Cooperação do GolfoΣυμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Περσικού Κόλπου - Conselho do EEEΣυμβούλιο του ΕΟΧ - consultadoria e aconselhamentoπαροχή συμβουλών και υπηρεσιών εμπειρογνώμονα - consignação de produto poluenteπώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής - consolidação do direito comunitárioσυστατική κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου - consuladoπροξενείο - contrato de direito administrativoδιοικητική σύμβαση - contrapartida de acordoαντιπαροχή συμφωνίας - contribuinte líquidoκράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει - contribuição PNBεισφορά ΑΕΠ - controlo fronteiriçoμεθοριακός έλεγχος - controlo dos auxílios estataisέλεγχος των κρατικών ενισχύσεων - controlo das exportaçõesέλεγχος των εξαγωγών - convenção intergovernamental CEδιακυβερνητική σύμβαση ΕΚ - cooperação no âmbito das questões internasσυνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων - cooperação aduaneiraτελωνειακή συνεργασία - cooperação ambientalπεριβαλλοντική συνεργασία - cooperação intergovernamental UEδιακυβερνητική συνεργασία ΕΕ - cooperação interinstitucional CEδιοργανική συνεργασία ΕΚ - cooperação interparlamentarδιακοινοβουλευτική συνεργασία - cooperação judiciária UEδικαστική συνεργασία ΕΕ - cooperação policialαστυνομική συνεργασία - cooperação policial UEαστυνομική συνεργασία ΕΕ - cooperativa de habitaçãoστεγαστικός συνεταιρισμός - coordenação de financiamentosσυντονισμός των χρηματοδοτήσεων - coordenação das políticas UEMσυντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ - Corno de ÁfricaΚέρας της Αφρικής - EurocorpoΕυρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα - COSACCOSAC - crime organizadoοργανωμένη εγκληματικότητα - critério de elegibilidadeκριτήριο επιλεξιμότητας - critério de convergênciaκριτήριο σύγκλισης - acumulação de rendimentosσώρευση εισοδημάτων - cicloneκυκλώνας - declaração de interesse comunitárioδήλωση κοινοτικού ενδιαφέροντος - prazo de ediçãoπροθεσμία έκδοσης - operações de iniciadosαθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών - delito ambientalπεριβαλλοντικό έγκλημα - delito sexualσεξουαλικό έγκλημα - denominação do produtoονομασία του προϊόντος - denúncia de um acordoκαταγγελία συμφωνίας - despesa agrícolaαγροτική δαπάνη - despesa comunitáriaκοινοτική δαπάνη - despesa de funcionamento CEδαπάνη λειτουργίας ΕΚ - despesa de investigação CEδαπάνη έρευνας ΕΚ - despesa operacional CEεπιχειρησιακή δαπάνη ΕΚ - despesa estruturalδιαρθρωτική δαπάνη - derrogação ao direito comunitárioπαρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο - dívida aduaneiraτελωνειακή οφειλή - segunda fase da UEMδεύτερη φάση της ΟΝΕ - deveres do funcionárioκαθήκοντα του υπαλλήλου - diálogo socialκοινωνικός διάλογος - diálogo social comunitárioκοινοτικός κοινωνικός διάλογος - difusão da informação comunitáriaδιάδοση της κοινοτικής πληροφόρησης - disciplina orçamental CEδημοσιονομική πειθαρχία ΕΚ - disciplina militarστρατιωτική πειθαρχία - discriminação em razão da nacionalidadeδιάκριση λόγω ιθαγένειας - dispositivo antipoluiçãoαντιρρυπαντική διάταξη - dados médicosιατρικά στοιχεία - dados pessoaisπροσωπικά στοιχεία - capacidade processualδικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - direito de asiloδικαίωμα ασύλου - direito de obrigaçõesενοχικό δίκαιο - direito regionalπεριφερειακό δίκαιο - direitos do funcionárioδικαιώματα του υπαλλήλου - ecrãοθόνη - ECU privadoιδιωτικό Ecu - ensino correccionalεκπαίδευση υπό επιτήρηση - accionariato operárioεργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης - efeito de estufaφαινόμενο θερμοκηπίου - elaboração do direito comunitárioκατάρτιση του κοινοτικού δικαίου - eleição regionalπεριφερειακές εκλογές - embrião e fetoέμβρυο - utilização das línguasχρήση γλωσσών - treino militarστρατιωτική εκπαίδευση - equilíbrio institucional CEθεσμική ισορροπία ΕΚ - equipamento de protecçãoπροστατευτικός εξοπλισμός - equipamento informáticoεξοπλισμός πληροφορικής - equipamento de pressãoεξοπλισμός υπό πίεση - equipamento térmicoθερμικός εξοπλισμός - EritreiaΕρυθραία - Espaço Económico EuropeuΕυρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος - elaboração do orçamento comunitárioκατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού - Estado confessionalθρησκευτικό κράτος - Estado de Direitoκράτος δικαίου - Estado federalομοσπονδιακό κράτος - Estado islâmicoισλαμικό κράτος - Estado laicoλαϊκό κράτος - Estado unitárioενιαίο κράτος - estudo comparativoσυγκριτική μελέτη - estudo de casosπεριπτωσιολογική μελέτη - Europa dos cidadãosΕυρώπη των πολιτών - EuropolEuropol - execução da penaεκτέλεση της ποινής - experiência profissionalεπαγγελματική πείρα - peritagem judiciáriaδικαστική πραγματογνωμοσύνη - extremismoαδιαλλαξία, εξτρεμισμός - produção assistida por computadorκατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή - facilidades para deficientesμέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες - FlevolandΦλεβολάνδη - função pública internacionalδιεθνής δημόσια διοίκηση - funcionário internacionalυπάλληλος διεθνούς οργανισμού - funcionamento institucionalλειτουργία των κοινοτικών οργάνων - Fundação Europeia para a FormaçãoΕυρωπαϊκό Ίδρυμα Κατάρτισης - Fundo de CoesãoΤαμείο Συνοχής - fundo do Conselho da EuropaΤαμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης - Fundo Europeu de InvestimentoΕυρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων - material de escritórioείδη γραφείου - franquia fiscalφορολογική ατέλεια - fraude contra a Comunidadeαπάτη εις βάρος της Κοινότητας - fronteira externa da Comunidadeεξωτερικά σύνορα της Κοινότητας - genéticaγενετική - greve de fomeαπεργία πείνας - Grupo de Visegradoομάδα Βίσεγκραντ - Grupo dos 24ομάδα των 24 - associação de autarquiasένωση φορέων τοπικής διοίκησης - Agrupamento Europeu de Interesse Económicoευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού - helicóptero de combateπολεμικό ελικόπτερο - História Antigaαρχαία ιστορία - História Contemporâneaσύγχρονη ιστορία - História Medievalμεσαιωνική ιστορία - História Modernaνεώτερη ιστορία - horário de abertura do comércioώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων - identidade culturalπολιτιστική ταυτότητα - IFOPΧΜΠΑ - imagem de marcaεικόνα-κύρος - imunidade diplomáticaδιπλωματική ασυλία - infra-estrutura económicaοικονομική υποδομή - iniciativa comunitáriaκοινοτική πρωτοβουλία - iniciativa para o crescimento europeuευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία - insectoέντομο - instalação de lançamentoεγκατάσταση εκτόξευσης - instalação sanitáriaεγκατάσταση ειδών υγιεινής - Instituto Europeu de Administração PúblicaΕυρωπαϊκό Ίδρυμα Δημόσιας Διοίκησης - Instituto Monetário EuropeuΕυρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα - instituição comum EEEκοινό όργανο ΕΟΧ - instrumento económico para o ambienteοικονομικό μέσο για το περιβάλλον - intempérieκακοκαιρία - interligação de sistemasδιασύνδεση συστημάτων - interesse colectivoσυλλογικό συμφέρον - interesse em agirέννομο συμφέρον - internato escolarσχολικό οικοτροφείο - InterpolΙντερπόλ - intoxicação alimentarτροφική δηλητηρίαση - judeuεβραίος - jurisdiçãoδικαστήριο - jurisdição constitucionalσυνταγματικό δικαστήριο - CazaquistãoΚαζακστάν - QuirguizistãoΚιργιζία - KosovoΚοσσυφοπέδιο, Κόσοβο - rótulo ecológicoοικολογικό σήμα - lagoλίμνη - leite maternoμητρικό γάλα - lançador espacialδιαστημικός ενισχυτικός κινητήρας - língua europeiaευρωπαϊκή γλώσσα - língua minoritáriaμειονοτική γλώσσα - língua não-europeiaμη ευρωπαϊκή γλώσσα - língua regionalτοπική γλώσσα - leitor de discosαναγνώστης δίσκων - LetóniaΛετονία - liberalização do mercadoαπελευθέρωση της αγοράς - liberdade aéreaελεύθερη αεροπλοΐα - LituâniaΛιθουανία - lei orgânicaοργανικός νόμος - loteamentoοικισμός - antiga República jugoslava da MacedóniaΠρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας - doença congénitaσυγγενής νόσος - doença da nutriçãoασθένεια οφειλόμενη στη διατροφή - doença da peleδερματική πάθηση - doença do sangueασθένεια του αίματος - doença do sistema digestivoασθένεια του πεπτικού συστήματος - doença do sistema nervosoασθένεια του νευρικού συστήματος - doença endócrinaενδοκρινική ασθένεια - doença transmissível sexualmenteσεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια - mamífero selvagemάγριο θηλαστικό - manifestação desportivaαθλητική εκδήλωση - manobras militaresστρατιωτικά γυμνάσια - contrato de prestação de serviçosσύμβαση υπηρεσιών - marca de conformidade CEσήμανση πιστότητας ΕΚ - matéria de origem animalύλη ζωικής προέλευσης - Mecanismo de Taxas de Câmbio do SMEσυναλλαγματικός μηχανισμός ΕΝΣ - Mecklemburg-VorpommernΜεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία - assistência médica convencionadaσυμβεβλημένη ιατρική - medicina legalιατροδικαστική - medicamento de venda livreφάρμακο που πωλείται ελεύθερα - medicamento para uso veterinárioκτηνιατρικό φάρμακο - Mar CáspioΚασπία Θάλασσα - Mar NegroΜαύρη Θάλασσα - Mar VermelhoΕρυθρά Θάλασσα - MercosulMercosur - medida nacional de execuçãoεθνικό μέτρο εκτέλεσης - microrganismoμικροοργανισμός - meio aquáticoυδάτινο περιβάλλον - meio marinhoθαλάσσιο περιβάλλον - missão de inquéritoδιερευνητική αποστολή - modemδιαμορφωτής-αποδιαμορφωτής - MontenegroΜαυροβούνιο - moralidade da vida políticaηθική της πολιτικής ζωής - negociação de um acordo CEδιαπραγμάτευση συμφωνίας ΕΚ - Uruguai Roundδιαπραγμάτευση Ουρουγουάης - nomenclatura combinadaΣυνδυασμένη Ονοματολογία - nomenclatura farmacêuticaφαρμακευτική ονοματολογία - não-proliferação de armamentosμη διάδοση των εξοπλισμών - norma ambientalπεριβαλλοντικό πρότυπο - novas formas de empregoνέα μορφή απασχόλησης - Observatório Europeu da Droga e da ToxicodependênciaΕυρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ναρκωτικών και Τοξικομανίας - Gabinete Comunitário de Marcas RegistadasΚοινοτικό Γραφείο Σημάτων - órgão de cooperação da UEόργανο συνεργασίας ΕΕ - órgão decisorόργανο λήψης αποφάσεων - órgão misto CEμικτό όργανο ΕΚ - organização da saúdeοργάνωση του τομέα της υγείας - Organização Mundial do ComércioΠαγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου - organização desportivaαθλητική οργάνωση - organismo comunitárioκοινοτικός οργανισμός - organismo e agência CEοργανισμός ΕΚ - UsbequistãoΟυζμπεκιστάν - apadrinhamento, patrocínio, patrocíniosχορηγία, χρηματοδότηση - patrocínio comunitárioκοινοτική χορηγία - Parceria para a Pazσύμπραξη για την ειρήνη - países bálticosβαλτικές χώρες - países CEIχώρες της ΚΑΚ - países CCGχώρες του ΣΣΚΠΚ - país do Mercosulχώρες της Mercosur - país não-associadoμη συνδεδεμένη χώρα - países terceiros mediterrânicosμεσογειακές τρίτες χώρες - PECOΧΑΚΕ - autorização de poluir negociávelδιαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης - pessoal civilπολιτικό προσωπικό - pessoal contratualσυμβασιούχοι - pessoal de enfermagemνοσηλευτικό προσωπικό - pessoal militarστρατιωτικό προσωπικό - perspectivas financeirasδημοσιονομικές προοπτικές - PESCΚΕΠΠΑ - filosofia do Direitoφιλοσοφία του δικαίου - queixa à Comissãoυποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή - planta daninhaβλαβερό φυτό - planta vivaζωντανό φυτό - pluralismo dos mediaπολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας - política comunitária do ambienteκοινοτική περιβαλλοντική πολιτική - política cambial únicaενιαία συναλλαγματική πολιτική - política de vistosπολιτική στον τομέα των θεωρήσεων διαβατηρίου - política monetária únicaενιαία νομισματική πολιτική - poluente estratosféricoστρατοσφαιρικός ρύπος - população autóctoneαυτόχθονος πληθυσμός - pornografiaπορνογραφία - porta-aviõesαεροπλανοφόρο - procedimento penalδικαστική δίωξη - Pré-Históriaπροϊστορία - primeira fase da UEMπρώτη φάση της ΟΝΕ - presidência do Conselho da União Europeiaπροεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Presidente da Comissãoπρόεδρος της Επιτροπής - imprensa científicaεπιστημονικός Τύπος - provaαπόδειξη - prevenção de acidentesπρόληψη των ατυχημάτων - princípio de reconhecimento mútuoαρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης - princípio da subsidiariedadeαρχή της επικουρικότητας - princípio geral de Direitoγενική αρχή του δικαίου - processo CE de infracçãoδιαδικασία παράβασης ΕΚ - processo de co-decisãoδιαδικασία συναπόφασης - processo de conciliaçãoδιαδικασία συνδιαλλαγής - processo especialειδική διαδικασία - produto homeopáticoομοιοπαθητικό προϊόν - produto recicladoανακυκλωμένο προϊόν - profissão aduaneiraτελωνειακό επάγγελμα - profissão médica paralelaπαράλληλο ιατρικό επάγγελμα - programa legislativo comunitárioκοινοτικό νομοθετικό πρόγραμμα - programa operacionalεπιχειρησιακό πρόγραμμα - projecto de interesse comunitárioσχέδιο κοινοτικού ενδιαφέροντος - projecto de orçamento CEσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ - promoção da ideia europeiaπροώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας - protocolo financeiroχρηματοδοτικό πρωτόκολλο - publicação assistida por computadorέκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή - publicidade dos debatesδημοσιότητα των συζητήσεων - moção de confiançaαίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης - questão do Tibeteζήτημα του Θιβέτ - questão prejudicialπροδικαστικό ερώτημα - recondução de acordoπαράταση συμφωνίας - recurso ao Provedor de Justiça Europeuπροσφυγή στο διαμεσολαβητή ΕΚ - recurso contencioso administrativoπροσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια - recurso contencioso comunitárioπροσφυγή στην κοινοτική δικαιοσύνη - recurso de anulação CEπροσφυγή ακυρώσεως ΕΚ - recurso de responsabilidade administrativaπροσφυγή διοικητικής ευθύνης - imposto ambientalπεριβαλλοντικό τέλος - reforma económicaοικονομική μεταρρύθμιση - reforma políticaπολιτική μεταρρύθμιση - regime aduaneiro comunitárioκοινοτικό τελωνειακό καθεστώς - regime aduaneiro de exportaçãoτελωνειακό καθεστώς εξαγωγής - regime de financiamento comunitárioκαθεστώς της κοινοτικής χρηματοδότησης - região alpinaπεριφέρεια των Άλπεων - região dependente da pescaπεριφέρεια εξαρτημένη από την αλιεία - região elegívelεπιλέξιμη περιφέρεια - região europeiaευρωπαϊκή περιφέρεια - região industrial em declínioβιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή - registo civilδημοτολόγιο - regimento da assembleiaκανονισμός του Κοινοβουλίου - relação administração-administradoσχέση διοίκησης-διοικουμένου - relações Estado-regiãoσχέση κράτους-περιφέρειας - relações interinstitucionais CEδιοργανικές σχέσεις ΕΚ - divisão de competênciasκατανομή αρμοδιοτήτων - distribuição do financiamento comunitárioκατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης - República da MoldovaΔημοκρατία της Μολδαβίας - República EslovacaΣλοβακική Δημοκρατία - rede energéticaενεργειακό δίκτυο - rede informáticaδίκτυο πληροφορικής - rede localτοπικό δίκτυο - rede transeuropeiaδιευρωπαϊκό δίκτυο - reservaκράτηση θέσης - reserva orçamental CEαποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ - resolução do Parlamentoψήφισμα του Κοινοβουλίου - recursos IVAφόρος ΦΠΑ - retenção na fonteπαρακράτηση στην πηγή - revisão de um acordoαναθεώρηση συμφωνίας - revisão de tratado CEαναθεώρηση της συνθήκης ΕΚ - revisão das perspectivas financeirasαναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών - papel internacional da União Europeiaδιεθνής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης - roedorτρωκτικό - realismoβασιλοφροσύνη - saúde animalυγεία των ζώων - SaxóniaΣαξονία - Sachsen-AnhaltΣαξονία-Άνχαλτ - ciências médicasιατρικές επιστήμες - esculturaγλυπτική - SEBCΕΣΚΤ - segredo de Estadoκρατικό απόρρητο - secretariado da instituiçãoγραμματεία του οργάνου - sector agrícolaγεωργικός τομέας - segurança aéreaασφάλεια της αεροπλοΐας - segurança e vigilânciaασφάλεια και φύλαξη - segurança marítimaθαλάσσια ασφάλεια - sismoσεισμός - sensibilização do públicoευαισθητοποίηση του κοινού - servidor da redeεξυπηρετητής δικτύου - serviço nacional de saúdeεθνικό σύστημα υγείας - local de interesse históricoιστορικός χώρος - situação políticaπολιτική κατάσταση - Eslovenia, Eslovénia, EslovêniaΔημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβενία - cuidados de saúdeυγειονομική μέριμνα - cuidados de enfermagemνοσηλευτική φροντίδα - especialidade médicaιατρική ειδικότητα - espectáculo com animaisθέαμα με ζώα - estabilizador orçamentalσταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού - estatísticas da educaçãoστατιστικές εκπαίδευσης - chefe de exploração agrícolaεπικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης - estatísticas da saúdeστατιστικές υγείας - estatísticas dos transportesστατιστικές μεταφορών - estatísticas do turismoστατιστικές τουρισμού - estatuto jurídico europeuευρωπαϊκό νομικό καθεστώς - estimulanteτονωτικό - armazenamento subterrâneo de resíduosυπόγεια αποθήκευση των απορριμμάτων - estrutura de pescaαλιευτική διάρθρωση - substância psicotrópicaψυχότροπη ουσία - apoio ao utilizadorυποστήριξη προς το χρήστη - controlo dos medicamentosεπιτήρηση των φαρμάκων - supervisão multilateralπολυμερής εποπτεία - associação de municípiosένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης - sistema operativoλειτουργικό σύστημα - sistema de gestão de base de dadosσύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων - sistema de saúdeσύστημα υγείας - sistema judiciárioδικαστικό σύστημα - TajiquistãoΤατζικιστάν - taxa de intervençãoποσοστό παρέμβασης - tecnologia dualτεχνολογία διπλής χρήσης - terminalτερματικό πληροφορικής - territórios autónomos da Palestinaαυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης - territórios da antiga Jugosláviaεδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας - TuríngiaΘουριγγία - tráfico de pessoasλαθρεμπόριο προσώπων - tranquilizanteηρεμιστικό - transformação sob controlo aduaneiroμεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο - transparência administrativaδιοικητική διαφάνεια - transparência do processo de decisãoδιαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων - transporte de doentesμεταφορά ασθενών - traumatismoτραυματισμός - trabalho sazonalεποχιακή εργασία - Troika Comunitáriaκοινοτική τρόικα - terceira fase da UEMτρίτη φάση της ΟΝΕ - TurquemenistãoΤουρκμενιστάν - tutela administrativaδιοικητική εποπτεία - Ulster-DonegalΌλστερ-Ντόνεγκαλ - União Política Europeiaευρωπαϊκή πολιτική ένωση - utilizador informáticoχρήστης της πληροφορικής - utilização alternativa de produtos agrícolasεναλλακτική χρησιμοποίηση γεωργικού προϊόντος - vector de doençasφορέας ασθένειας - veículo de combateπολεμικό όχημα - violação do direito comunitárioπαράβαση του κοινοτικού δικαίου - instância de recursoένδικο μέσο - viajanteεπιβάτης - zona sensívelευαίσθητη ζώνη - líder da oposiçãoαρχηγός της αντιπολίτευσης - chefe de famíliaαρχηγός νοικοκυριού - gadoζωικό κεφάλαιο - ChileΧιλή - química dos alimentosχημεία τροφίμων - química industrialβιομηχανική χημεία - cirurgiaχειρουργική - cloroχλώριο - escolha orçamentalδημοσιονομικές επιλογές - escolha de tecnologiaτεχνολογικές επιλογές - desempregoανεργία, αριθμός των ανέργων, το ποσοστό των ανέργων - desemprego conjunturalσυγκυριακή ανεργία - desemprego disfarçadoλανθάνουσα ανεργία - desemprego de mulheresανεργία των γυναικών - desemprego de jovensανεργία των νέων - desemprego parcialμερική ανεργία - desemprego sazonalεποχική ανεργία - desemprego estruturalδιαρθρωτική ανεργία - desemprego técnicoτεχνική ανεργία - desemprego tecnológicoτεχνολογική ανεργία - abstencionismoαποχή - actividade da empresaδραστηριότητα της επιχείρησης - desempregadoάνεργος - cromoχρώμιο - ChipreΚύπρος - cidraμηλίτης - OIMΔΟΜ - cimentoτσιμέντο - cinemaκινηματογράφος - boletim informativo, circular, newsletterεγκύκλιος, ειδησεογραφικό έντυπο - classe dirigenteάρχουσα τάξη - classe inferiorκατώτερη τάξη - classe médiaμεσαία τάξη - classe operáriaεργατική τάξη - classe ruralαγροτική τάξη - classe altaανώτερη τάξη - classificaçãoταξινόμηση - cláusula compromissóriaρήτρα διαιτησίας - sistema de repartiçãoρήτρα κατανομής - cláusula de protecçãoρήτρα διασφάλισης - actividade não assalariadaαυτοαπασχόληση - cleroκλήρος - climaκλίμα - climatizaçãoκλιματισμός - fecho de contasκλείσιμο των λογαριασμών - grupo de reflexão políticaπολιτική λέσχη - CMAWFC - CNUCEDUNCTAD - coligação políticaπολιτικός συνασπισμός - cobaltoκοβάλτιο - codificaçãoκωδικοποίηση - código da estradaκώδικας οδικής κυκλοφορίας - código de navegaçãoκώδικας ναυσιπλοΐας - código do trabalhoεργατικός κώδικας - código jurídicoκώδικας - coexistência pacíficaειρηνική συνύπαρξη - co-financiamentoσυγχρηματοδότηση - cogestãoσυνδιαχείριση - colaboração orçamentalσυνεργασία επί του προϋπολογισμού - cobrança de impostosείσπραξη φόρου - recolha de dadosσυλλογή δεδομένων - colector solarηλιακός συλλέκτης - colectivismoκολλεκτιβισμός - colectividade ruralαγροτική κοινότητα - colectividade urbanaαστική κοινότητα - adaptação escolarσχολική προσαρμογή - corante alimentarχρωστική ουσία τροφίμων - corante alimentar artificialσυνθετική χρωστική ουσία τροφίμων - corante alimentar naturalφυσική χρωστική ουσία - colzaελαιοκράμβη - carburante, carburantes, Combustíveis, combustível, material com que se aqueceεύφλεκτο υλικό, καύσιμα, καύσιμη ύλη, καύσιμο - combustível de substituiçãoυποκατάστατο καύσιμο - combustível fóssilορυκτά καύσιμα - adaptação socialκοινωνική προσαρμογή - combustível nuclearπυρηνικό καύσιμο - Comité Agrícola CEγεωργικές επιτροπές ΕΚ - Comité CEεπιτροπές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Comité Consultivo CEσυμβουλευτική επιτροπή ΕΚ - comissão de trabalhadoresσυμβούλιο της επιχείρησης - Comité do Conselho da União Europeiaεπιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Comité Económico e Social EuropeuΕυρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή - Comité Monetário CEΝομισματική Επιτροπή ΕΚ - Comité Paritário CEισομερής επιτροπή ΕΚ - Comité Permanente CEμόνιμη επιτροπή ΕΚ - Comité Permanente ONUΜόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ - Comité Científico CEεπιστημονική επιτροπή ΕΚ - Comité Técnico CEτεχνική επιτροπή Ε - arbitragem comercialεμπορική διαιτησία - biblioteca virtualηλεκτρονική βιβλιοθήκη - Centro de Tradução dos Órgãos da União EuropeiaΜεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Instituto Comunitário das Variedades VegetaisΚοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών - Carta Africana dos Direitos do Homem e dos PovosΑφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών - Carta Europeia da EnergiaΕυρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας - cláusula socialκοινωνική ρήτρα - CNUADUNCED - Comité de Empresa Europeuευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης - comércio electrónicoηλεκτρονικό εμπόριο - Instituto Europeu de NormalizaçãoΕυρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης - CENCEN - CENELECCENELEC - ETSIΕTSI - reconhecimento das qualificações profissionaisαναγνώριση επαγγελματικών προσόντων - controlos de qualidade dos produtos agrícolasποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων - Tribunal da AECLΔικαστήριο ΕΖΕΣ - detrito perigosoεπικίνδυνα απόβλητα - depósito legalνομότυπη κατάθεση - dumping socialκοινωνικό ντάμπινγκ - direito adquiridoκεκτημένο δικαίωμα - economia em transiçãoμεταβατική οικονομία - edição electrónicaηλεκτρονική έκδοση - enzimaένζυμο - espaço social europeuευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος - grupo dos países mais industrializadosΟμάδα των πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών - GATSGATS - Grupo do RioΟμάδα του Ρίο - instauração da pazεγκαθίδρυση της ειρήνης - inteligência económicaοικονομική ενημέρωση - jardim zoológicoζωολογικός κήπος - doença dos peixesασθένεια ιχθύων - globalizaçãoπαγκοσμιοποίηση - multimédiaπολυμέσα - Instituto de Harmonização do Mercado InternoΓραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς - Organização Mundial das AlfândegasΠαγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων - Órgão de resolução de litígiosΌργανο Επίλυσης Διαφορών - APECΟΣΑΕ - pedofiliaπαιδεραστία - princípio da proporcionalidadeαρχή της αναλογικότητας - publicidade comparativaσυγκριτική διαφήμιση - regiões da Finlândiaπεριφέρειες της Φινλανδίας - regiões da Suéciaπεριφέρειες της Σουηδίας - regulamentação das telecomunicaçõesκανονισμοί τηλεπικοινωνιών - sociedade da informaçãoκοινωνία των πληροφοριών - Tratado de AmesterdãoΣυνθήκη του Άμστερνταμ - transição económicaοικονομική μετάβαση - TRIMSTRIMS - TRIPSTRIPS - UNICEUNICE - vida profissionalεπαγγελματικός βίος - zona do euroζώνη ευρώ - TaricTARIC - CISLCISL - CEEACΟΚΚΚΑ - EUTELSATEUTELSAT - LECEΕΣΟΣ - clonagemκλωνοποίηση - diferendo comercialεμπορική διαφορά - empresa em dificuldadeπροβληματική επιχείρηση - auto-estrada da informaçãoλεωφόροι των πληροφοριών - intranetδίκτυο intranet - extranetδίκτυο extranet - browser, Navegador, Navegadores WWWλογισμικό πλοήγησης, μπράουζερ, περιηγητής διαδικτύου, σελιδομετρητής, φυλλομετρητής - gestão de documentoδιαχείριση κειμένων - GEDΗΔΔ - OCROCR - digitalizaçãoψηφιοποίηση - NiederösterreichNiederösterreich - OberösterreichOberösterreich - BurgenlandBurgenland - KärntenΚαρινθία - SalzburgoΣάλτσμπουργκ - EstìriaSteiermark - TirolΤιρόλο - VorarlbergΒόραρλμπεργκ - VienaΒιένη - país da APECχώρες της ΟΣΑΕ - CEEPΕΚΔΕ - prazo de pagamentoπροθεσμία πληρωμής - pacto de estabilidadeσύμφωνο σταθερότητας - política da juventudeπολιτική για τη νεότητα - política dos consumidoresπολιτική καταναλωτών - política comunitária-política nacionalκοινοτική πολιτική-εθνική πολιτική - Observatório Europeu do Racismo e da XenofobiaΕυρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας - JAIΔΕΥ - discriminação com base na idadeδιακρίσεις λόγω ηλικίας - discriminação baseada na orientação sexualδιακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού - assistência aos idososπερίθαλψη ηλικιωμένων - despedimento abusivoκαταχρηστική απόλυση - EstocolmoΣτοκχόλμη - Östra MellansverigeÖstra Mellansverige - SydsverigeSydsverige - Norra MellansverigeNorra Mellansverige - Mellersta NorrlandMellersta Norrland - Övre NorrlandÖvre Norrland - Småland med ÖarnaSmåland med öarna - VästsverigeVästsverige - Itä-SuomiItä-Suomi - Väli-SuomiVäli-Suomi - Pohjois-SuomiPohjois-Suomi - UusimaaUusimaa - Etelä-SuomiEtelä-Suomi - AhvenanmaaAhvenanmaa - Acordo Social CEΚοινωνικό Σύμφωνο ΕΚ - discriminação fundada na deficiênciaδιακρίσεις λόγω αναπηρίας - OLAFOLAF - simplificação legislativaαπλούστευση της νομοθεσίας - ADNDNA - imagem de sínteseεικόνα σύνθεσης - método de avaliaçãoμέθοδος αξιολόγησης - observaçãoπαρατήρηση - princípio de comunitarizaçãoαρχή της κοινοτικοποίησης - responsabilidade do Estadoευθύνη κράτους μέλους - simulaçãoπροσομοίωση - fiscalização das importaçõesεποπτεία εισαγωγών - análise comparativaσυγκριτική ανάλυση - análise de causasανάλυση αιτίων - análise quantitativaποσοτική ανάλυση - licença especialειδική άδεια - cooperação reforçadaενισχυμένη συνεργασία - hipermédiaυπερμέσα - hipertextoυπερκείμενο - eutanásiaευθανασία - PalauΠαλάου - Ilha norfolkΝήσος Νόρφοκ, Νήσος Νόρφολκ - NiueΝιούε - TokelauΤοκελάου - CeutaΘέουτα - MelillaΜελίγια - parecer comunitárioκοινοτική γνώμη - parecer do Tribunal de Contasγνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Carta dos Direitos Fundamentais da União Europeiaχάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - défice democráticoδημοκρατικό έλλειμμα - Alto-Representante para a PESCΎπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ - resolução do Conselho da União Europeiaψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - resolução do Conselho Europeuψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - modo de produçãoτρόπος παραγωγής - objectivo de produçãoστόχος της παραγωγής - técnica de produçãoτεχνολογία παραγωγής - animal transgénicoδιαγονιδιακό ζώο - planta transgénicaδιαγονιδιακό φυτό - difusão das inovaçõesδιάδοση των καινοτομιών - norma de produçãoκανόνας απόδοσης - tecnologia obsoletaαπαρχαιωμένη τεχνολογία - prospectiva tecnológicaτεχνολογική πρόβλεψη - organização da investigaçãoοργάνωση της έρευνας - descoberta científicaεπιστημονική ανακάλυψη - princípio da precauçãoαρχή της πρόνοιας - investigação de campoέρευνα πεδίου - resultado da investigaçãoαποτελέσματα της έρευνας - rastreabilidadeιχνηλασιμότητα - agricultura sustentávelβιώσιμη γεωργία - modelo agrícola europeuευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο - plano agro-ambientalγεωργοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα - política agráriaκτηματολογική πολιτική - projecto agrícolaγεωργικά έργα - zona agrícola com condicionantes ambientaisγεωργική έκταση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς - perda de colheitaαπώλεια συγκομιδής - recenseamento agrícolaγεωργική απογραφή - cultivo irrigadoαρδευτική καλλιέργεια - rotação de culturasδιαδοχική καλλιέργεια - siloσιλό - cultura energéticaενεργειακή καλλιέργεια - cultura oleaginosaελαιούχος καλλιέργεια - zootecniaζωοτεχνία - floresta borealβόρειο πολικό δάσος - silvicultura sustentávelβιώσιμη δασοκομία - certificação florestalπιστοποίηση των δασών - política florestal europeiaευρωπαϊκή δασική πολιτική - EFICSEFICS - floresta mediterrânicaμεσογειακό δάσος - floresta temperadaεύκρατο δάσος - estatísticas florestaisδασικές στατιστικές - moeda europeiaευρωπαϊκό νόμισμα - EURIBOREURIBOR - taxa de conversãoτιμή μετατροπής - BADΑΤΑ - BCIEΤΟΟΚΑ - BDCΤΑΚ - crédito agrícolaαγροτική πίστη - programa de estabilidadeπρόγραμμα σταθερότητας - cooperação fiscal europeiaευρωπαϊκή φορολογική συνεργασία - reforma fiscalφορολογική μεταρρύθμιση - desemprego dos trabalhadores migrantesανεργία διακινούμενων εργαζομένων - formação profissional contínuaσυνεχής επαγγελματική κατάρτιση - Comité do Empregoεπιτροπή απασχόλησης ΕΚ - estratégia europeia de empregoευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση - adaptabilidade do trabalhadorπροσαρμοστικότητα εργαζομένου - flexibilidade do trabalhoευελιξία της εργασίας - qualificação obsoletaπαρωχημένο προσόν - escassez de mão-de-obraέλλειψη εργατικού δυναμικού - trabalhador polivalenteεργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες - recrutamento de trabalhadores de empresas concorrentesπρόσληψη μισθωτού ανταγωνιστικής επιχείρησης - retrogradação profissionalιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου - EcofinEcofin - país não participanteμη συμμετέχον κράτος - país participanteσυμμετέχον κράτος - resistência dos materiaisαντοχή υλικών - avaliação comparativaσυγκριτική αξιολόγηση - comércio equitativoθεμιτό εμπόριο - concessão de serviçosπαραχώρηση υπηρεσιών - contrato comercialεμπορική σύμβαση - arbitragem comercial internacionalδιεθνής εμπορική διαιτησία - assinatura electrónicaηλεκτρονική υπογραφή - estatísticas comerciaisεμπορικές στατιστικές - exclusão de uma organização internacionalαποκλεισμός από διεθνή οργανισμό - parceria euro-mediterrânicaευρωμεσογειακή εταιρική σχέση - avaliação da ajudaαξιολόγηση της βοήθειας - prevenção de conflitosπρόληψη των συγκρούσεων - purificação étnicaεθνική εκκαθάριση - arma antipessoalόπλα κατά προσωπικού - espionagemκατασκοπία - segredo militarστρατιωτικό απόρρητο - estatísticas de defesaστατιστικές άμυνας - análise do soloεδαφολογική ανάλυση - ciência do espaçoεπιστήμη του διαστήματος - bioclimatologiaβιοκλιματολογία - química do soloχημεία εδάφους - geografia culturalπολιτιστική γεωγραφία - geografia humanaανθρωπογεωγραφία - geografia regionalπεριφερειακή γεωγραφία - geomorfologiaγεωμορφολογία - sedimentologiaιζηματολογία - tipo de soloείδος εδάφους - etnografiaεθνογραφία - sociologia do trabalhoκοινωνιολογία της εργασίας - economia do ambienteπεριβαλλοντική οικονομία - educação ambientalπεριβαλλοντική εκπαίδευση - protecção das águasπροστασία των υδάτων - redução das emissões de gasesμείωση των εκπομπών αερίων - responsabilidade por danos ambientaisευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες - estatísticas do ambienteστατιστικές περιβάλλοντος - baleiaφάλαινα - ecossistema marinhoθαλάσσιο οικοσύστημα - ecossistema terrestreχερσαίο οικοσύστημα - focaφώκια - acidificaçãoοξίνιση - lama de depuraçãoιλύς καθαρισμού λυμάτων - resíduo químicoχημικά απόβλητα - resíduo electrónicoηλεκτροτεχνικά απόβλητα - resíduo hospitalarνοσοκομειακά απόβλητα - poluição acidentalρύπανση λόγω ατυχήματος - poluição localτοπική ρύπανση - adopção internacionalδιεθνής υιοθεσία - conflito de geraçõesσύγκρουση γενεών, το χάσμα των γενεών - direito de adopçãoδικαίωμα υιοθεσίας - família recompostaεπανασυσταθείσα οικογένεια - poligamiaπολυγαμία - solidariedade familiarοικογενειακή αλληλεγγύη - política migratória comunitáriaευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική - dependência das pessoas idosasεξάρτηση των ηλικιωμένων - previsão demográficaδημογραφική πρόβλεψη - substituição das geraçõesαντικατάσταση των γενεών - cristãoχριστιανός - muçulmanoμουσουλμάνος - associação europeia - autonomia dos deficientesαυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες - comportamento socialκοινωνική συμπεριφορά - integração dos deficientesενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες - pacto socialκοινωνικό σύμφωνο - pornografia infantilπαιδοπορνογραφία - turismo religiosoθρησκευτικός τουρισμός - violência juvenilνεανική βία - violência na escolaβία στα σχολεία - violência domésticaενδοοικογενειακή βία - excepção culturalπολιτιστική εξαίρεση - identidade europeiaευρωπαϊκή ταυτότητα - integrismo religiosoζηλωτισμός - nova religiãoνέα θρησκεία - manifestação cultural europeiaευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση - promoção culturalπολιτιστική προώθηση - cobertura universal de doençaκαθολική ασφαλιστική κάλυψη - direito médicoιατρικό δίκαιο - erro médicoιατρικό σφάλμα - doença crónicaχρόνια νόσος - medicamento genéricoφάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας - segurança dos alimentosασφάλεια των τροφίμων - cuidados paliativosπαρηγορητική αγωγή - auto-regulamentaçãoαυτορρύθμιση - Código Administrativoδιοικητικός κώδικας - História do Direitoιστορία του δικαίου - delito não-intencionalέγκλημα άνευ δόλου - assédio moralψυχολογική παρενόχληση - impunidadeακαταδίωκτο - responsabilidade penal dos menoresποινική ευθύνη των ανηλίκων - turismo sexualσεξουαλικός τουρισμός - processos judiciais em atrasoεκκρεμείς υποθέσεις - revogaçãoκατάργηση - competência extraterritorialεξωεδαφική αρμοδιότητα - independência da justiçaανεξαρτησία της δικαιοσύνης - jurisdição marítimaθαλάσσια δικαιοδοσία - casamento de conveniênciaεικονικός γάμος - Sistema de Informação de Schengenσύστημα πληροφοριών Σένγκεν - conflito religiosoθρησκευτικός πόλεμος - direito à saúdeδικαίωμα στην υγεία - diversificação energéticaενεργειακή διαφοροποίηση - jazigo de gásκοίτασμα φυσικού αερίου - rendimento energéticoενεργειακή απόδοση - reserva estratégicaστρατηγικά αποθέματα - jazigo de petróleoκοίτασμα πετρελαίου - investigação nuclearπυρηνική έρευνα - alargamento de uma organização internacionalδιεύρυνση διεθνούς οργανισμού - integração industrialβιομηχανική ολοκλήρωση - critério de adesãoκριτήριο προσχώρησης - negociação de adesãoδιαπραγματεύσεις προσχωρήσεως - política de defesa comumκοινή πολιτική άμυνας - estratégia de pré-adesãoπροενταξιακή στρατηγική - Agência Europeia de Informação dos Consumidoresευρωπαϊκό κέντρο πληροφόρησης των καταναλωτών - microcréditoμικροπιστώσεις - microfinançaμικροχρηματοδότηση - cindínicaκινδυνική - cosmologiaκοσμολογία - cônjuge auxiliarσυμβοηθών σύζυγος - trabalho ocasionalευκαιριακή εργασία - vibração mecânicaμηχανική δόνηση - guarda-florestalδασοφύλακας - EurojustEurojust - mandado de captura europeuευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης - tratado de adesão à UEσυνθήκη προσχώρησης ΕΕ - Tratado de Niceσυνθήκη της Νίκαιας - ajuda às vítimasαρωγή των θυμάτων - centro educativoαναμορφωτήριο - direito das religiõesεσωτερικό δίκαιο των θρησκειών - direito budistaβουδιστικό δίκαιο - direito canónicoκανονικό δίκαιο - direito eclesiástico protestanteπροτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο - direito hebraicoεβραϊκό δίκαιο - direito hinduινδουιστικό δίκαιο - direito muçulmanoισλαμικό δίκαιο - perdão fiscalδιαγραφή της φορολογικής οφειλής - construção clandestinaαυθαίρετο κτίσμα - criança da ruaπαιδί του δρόμου - holiganismoχουλιγκανισμός - zona urbana desfavorecidaυποβαθμισμένη αστική ζώνη - medicina de urgênciaεπείγουσα ιατρική - vandalismoβανδαλισμός - eugeniaευγονική - trabalhador pobreφτωχός εργαζόμενος - radiação não ionizanteμη ιοντίζουσα ακτινοβολία - crescimento da empresaανάπτυξη επιχείρησης - fusão internacionalσυγχώνευση σε διεθνές επίπεδο - governo das sociedadesεταιρική διακυβέρνηση - rótulo socialκοινωνικό σήμα - aquisição de empresaεξαγορά επιχείρησης - empresa de inserçãoεπιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας - nova empresaνεοσύστατη επιχείρηση - cooperativa europeiaευρωπαϊκός συνεταιρισμός - qualidade do ensinoποιότητα της διδασκαλίας - biblioteca parlamentarκοινοβουλευτική βιβλιοθήκη - comentário da leiνομοθετικός σχολιασμός - documento electrónicoηλεκτρονικό έγγραφο - guia turísticoτουριστικός οδηγός - mediatecaβιβλιοθήκη πολυμέσων - desinformaçãoπαραπληροφόρηση - fornecedor de acessoπαροχέας πρόσβασης - internautaαυτός που αναζητά πληροφορίες στο διαδίκτυο, χρήστης του διαδικτύου - motor de pesquisaμηχανή αναζήτησης - política das telecomunicaçõesπολιτική τηλεπικοινωνιών - videovigilânciaτηλεοπτική παρακολούθηση - Criptoanalise, criptoanálise, Cripto análise, Cripto-análise, criptografiaκρυπτογραφία, κρυπτολογία - vírus informáticoιός υπολογιστών - necessidades fundamentaisθεμελιώδεις ανάγκες - relação regiões-União Europeiaσχέσεις περιφέρειας-Ευρωπαϊκής Ένωσης - sector não comercialμη εμπορικός τομέας - mendicidadeεπαιτεία - transferências sociaisμεταβιβαστικές πληρωμές - gelatinaζελατίνη - complemento alimentarσυμπλήρωμα διατροφής - produto biológicoβιολογικό προϊόν - tijoloτούβλο - pedraπέτρα - metal especialειδικό μέταλλο - motor dieselκινητήρας ντίζελ - serraçãoπριονιστήριο - ajuda à navegaçãoβοήθημα πλοήγησης - circulação urbanaαστική κυκλοφορία - mobilidade sustentávelβιώσιμη κινητικότητα - sistema de transporte inteligenteευφυές σύστημα μεταφορών - navegação por satéliteδορυφορική πλοήγηση - assistência em escalaυπηρεσίες εδάφους - Estado confederadoσυνομοσπονδιακό κράτος - Estado regionalαυτόνομη περιφέρεια - protocoloπρωτόκολλο - símbolos do Estadoσύμβολο του κράτους - partido nacionalistaεθνικιστικό κόμμα - partido autonomistaαυτονομιστικό κόμμα - partido extremistaεξτρεμιστικό κόμμα - reforma eleitoralτροποποίηση του εκλογικού νόμου - inquérito parlamentarκοινοβουλευτική έρευνα - redacção legislativaσύνταξη νομοθετικών κειμένων - estatuto do eleitoκαθεστώς του αιρετού άρχοντα - administração electrónicaηλεκτρονική διοίκηση - declaração do governoδήλωση της κυβέρνησης - governançaδιακυβέρνηση - diplomacia parlamentarκοινοβουλευτική διπλωματία - sanção pecuniária obrigatóriaχρηματική ποινή - despejoέξωση - distribuidor automáticoαυτόματο μηχάνημα πώλησης - capital de arranqueκεφάλαιο αρχικής ώθησης - cirurgia estéticaαισθητική χειρουργική - perícia médicaιατρική πραγματογνωμοσύνη - abandono escolarδιακοπή της σχολικής φοίτησης - antena parabólicaπαραβολική κεραία - vulgarização científicaεπιστημονική εκλαΐκευση - gestão dos conhecimentosδιαχείριση των γνώσεων - administração portuáriaλιμενική αρχή - túnelσήραγγα - externalizaçãoανάθεση σε τρίτους - acidente químicoχημικό ατύχημα - indústria cosméticaβιομηχανία καλλυντικών - técnicas da construçãoμέθοδος κατασκευής - cooperação agrícolaαγροτική συνεργασία - destruição de armasκαταστροφή των όπλων - cooperação em matéria de educaçãoσυνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης - indústria do gásβιομηχανία αερίου - direito internacional do trabalhoδιεθνές εργατικό δίκαιο - direito comercial internacionalδιεθνές εμπορικό δίκαιο - licença por paternidadeάδεια πατρότητας - trabalho do reclusoεργασία του κρατουμένου - mercado regionalπεριφερειακή αγορά - segurança regionalπεριφερειακή ασφάλεια - renaτάρανδος - telemedicinaτηλεϊατρική - contencioso territorialεδαφική διαφορά - Autoridade Europeia para a Segurança dos AlimentosΕυρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων - Constituição Europeiaευρωπαϊκό σύνταγμα - corpus juris comunitárioκοινοτικό corpus juris - direito de sequênciaδικαίωμα παρακολούθησης - peritagem científicaεπιστημονική πραγματογνωμοσύνη - impacto socialκοινωνικός αντίκτυπος - ISPAISPA - obtenção vegetalαπόκτηση φυτικής ποικιλίας - pós-comunismoμετακομμουνισμός - saúde genésicaαναπαραγωγική υγεία - serviço universalκαθολική υπηρεσία - Ειδικό διεθνές ποινικό δικαστήριο - visão da Europaευρωπαϊκό όραμα - acordo institucionalθεσμική συμφωνία - CEFTAΣΕΣΚΕ - CCNRCCNR - cargo públicoδημόσιο αξίωμα - cláusula de consciênciaρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης - coabitação políticaσυγκατοίκηση - composição de uma comissão parlamentarσύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής - condução de reuniõesδιεξαγωγή συνεδρίασης - Tribunal Interamericano dos Direitos do HomemΠαναμερικανικό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων - Tribunal Penal InternacionalΔιεθνές ποινικό δικαστήριο - decisão-quadroαπόφαση πλαίσιο - desenvolvimento pessoalπροσωπική ανέλιξη - Estado multiétnicoπολυεθνικό κράτος - Estados Federados da MicronésiaΗνωμένες Πολιτείες της Μικρονησίας - evacuação da populaçãoεκκένωση πληθυσμού - justiça de proximidadeδικαιοσύνη της γειτονιάς - ética económicaηθική της οικονομικής ζωής - OPAQOPCW - OMTWTO - organismo de representação agrícolaοργανισμός εκπροσώπησης του αγροτικού τομέα - Parlamento AndinoΚοινοβούλιο των Άνδεων - Parlamento Centro-americanoΚοινοβούλιο της Κεντρικής Αμερικής - países da NAFTAχώρες της NAFTA - países do Cáucasoχώρες του Καυκάσου - prática da comunicaçãoτεχνική της επικοινωνίας - prática da negociaçãoτεχνική των διαπραγματεύσεων - Parlamento Latino-americanoΚοινοβούλιο της Λατινικής Αμερικής - prática da redacçãoτεχνική της σύνταξης - resultado da votaçãoαποτέλεσμα της ψηφοφορίας - social-democraciaσοσιαλδημοκρατία - estatuto dos membros do Parlamentoκαθεστώς των βουλευτών - sistema de informação geográficaσύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης - tecnologia digitalψηφιακή τεχνολογία - ALCAΠΖΕΣ - Agência Europeia de ReconstruçãoΕυρωπαϊκή υπηρεσία για την ανασυγκρότηση - Serviço Alimentar e VeterinárioΓραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων - polícia de proximidadeαστυνομία της γειτονιάς - delegação interparlamentarδιακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία - budista [V4.1]βουδιστής [V4.1] - ciência militar [V4.1]στρατιωτική επιστήμη [V4.1] - cantina escolar [V4.1]κυλικείο σχολείου [V4.1] - concílio [V4.1]σύνοδος [V4.1] - congresso de um partido [V4.1]συνέδριο κόμματος [V4.1] - CPLRE [V4.1]ΣΤΠΑΕ [V4.1] - deveres do cidadão [V4.1]υποχρεώσεις του πολίτη [V4.1] - direito à integridade física [V4.1]δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα [V4.1] - direito penal militar [V4.1]στρατιωτικό ποινικό δίκαιο [V4.1] - direito romano [V4.1]ρωμαϊκό δίκαιο [V4.1] - reembolso de imposto [V4.1]επιστροφή φόρων [V4.1] - direito de visita [V4.1]δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα [V4.1] - enclave territorial [V4.1]θύλακος [V4.1] - doença renal [V4.1]νεφρική νόσος [V4.1] - farmácia [V4.1]φαρμακείο [V4.1] - estação de caminho-de-ferro [V4.1]σιδηροδρομικός σταθμός [V4.1] - estação rodoviária [V4.1]σταθμός λεωφορείων [V4.1] - geografia histórica [V4.1]ιστορική γεωγραφία [V4.1] - hinduísta [V4.1]ινδουιστής [V4.1] - história universal [V4.1]παγκόσμια ιστορία [V4.1] - ilustração gráfica [V4.1]εικονογράφηση [V4.1] - incunábulo [V4.1]αρχέτυπο [V4.1] - infracção administrativa [V4.1]διοικητική παράβαση [V4.1] - lei de harmonização [V4.1]νομοθετική πράξη εναρμόνισης [V4.1] - manifesto [V4.1]μανιφέστο [V4.1] - manuscrito [V4.1]χειρόγραφο [V4.1] - metodologia jurídica [V4.1]μεθοδολογία του δικαίου [V4.1] - mitologia [V4.1]μυθολογία [V4.1] - movimento antiglobalização [V4.1]κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης [V4.1] - movimento cultural [V4.1]πολιτιστικό κίνημα [V4.1] - partido charneira [V4.1]κόμμα μπαλαντέρ [V4.1] - partido extraparlamentar [V4.1]εξωκοινοβουλευτικό κόμμα [V4.1] - partido monárquico [V4.1]βασιλικό κόμμα [V4.1] - partido regionalista [V4.1]περιφερειακό κόμμα [V4.1] - plano [V4.1]χάρτης [V4.1] - polícia regional [V4.1]περιφερειακή αστυνομία [V4.1] - polícia local [V4.1]τοπική αστυνομία [V4.1] - prestação não contributiva [V4.1]μη ανταποδοτική παροχή [V4.1] - orçamento local [V4.1]τοπικός προϋπολογισμός [V4.1] - orçamento regional [V4.1]περιφερειακός προϋπολογισμός [V4.1] - propaganda política [V4.1]πολιτική προπαγάνδα [V4.1] - regime presidencial [V4.1]προεδρικό καθεστώς [V4.1] - religião primitiva [V4.1]πρωτόγονη θρησκεία [V4.1] - residência de estudantes [V4.1]φοιτητική εστία [V4.1] - sexualidade [V4.1]σεξουαλικότητα [V4.1] - sociologia do direito [V4.1]κοινωνιολογία του δικαίου [V4.1] - sociologia rural [V4.1]αγροτική κοινωνιολογία [V4.1] - sociologia urbana [V4.1]αστική κοινωνιολογία [V4.1] - sociologia da educação [V4.1]κοινωνιολογία της εκπαίδευσης [V4.1] - sociologia política [V4.1]πολιτική κοινωνιολογία [V4.1] - distribuição de gás [V4.1]διανομή αερίου [V4.1] - testamento vital [V4.1]διαθήκη ζωής [V4.1] - texto sagrado [V4.1]ιερό βιβλίο [V4.1] - videoteca [V4.1]βιντεοθήκη [V4.1] - direito natural [V4.1]φυσικό δίκαιο [V4.1] - biometria [V4.1]βιομετρία [V4.1] - direito à habitação [V4.1]δικαίωμα στέγασης [V4.1] - força de reacção rápida [V4.1]δύναμη ταχείας αντίδρασης [V4.1] - populismo [V4.1]λαϊκισμός [V4.1] - união civil [V4.1]αστική ένωση [V4.1] - Associação dos Estados das Caraíbas [V4.1]Ένωση των κρατών της Καραϊβικής [V4.1] - movimento patriótico [V4.1]πατριωτικό κίνημα [V4.1] - representação permanente junto da União Europeia [V4.1]μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ [V4.1] - grupo socioculturalκοινωνικοπολιτισμικές ομάδες - sindicato de funcionários públicosδημοσιοϋπαλληλικό σωματείο - zona franca industrialβιομηχανική ελεύθερη ζώνη - RingkøbingΡινγκκαίμπινγκ - material audiovisualοπτικοακουστικό μέσο - Associação Europeia para a CooperaçãoΕυρωπαϊκή Ένωση Συνεργασίας - acordo interprofissionalδιεπαγγελματική συμφωνία - StorstrømΣτορστραίμ - Umm al QuawainΟυμ αλ Κουάβαιν - oeste de StorebæltΒεστ φορ Στορμπαίλτ - bonificação de juroεπιδότηση επιτοκίου - co-produção audiovisualσυμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων - programa audiovisualοπτικοακουστικό πρόγραμμα - produção audiovisualοπτικοακουστική παραγωγή - política do audiovisualοπτικοακουστική πολιτική - pirataria audiovisualραδιοτηλεπειρατεία - espaço audiovisual europeuευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος - carcaçaσφάγιο - categoria socioprofissionalκοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία - Estado-Membro UEκράτος μέλος ΕΕ - Centro Comum de InvestigaçãoΚοινό Κέντρο Ερευνών - Agência Europeia de MedicamentosΕυρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων - Bósnia-HerzegovinaΒοσνία-Ερζεγοβίνη - Carta Comunitária dos Direitos Sociais Fundamentais dos TrabalhadoresΚοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων - comunidades da Bélgicaκοινότητες του Βελγίου - controlo das exportaçõesέλεγχος των εξαγωγών - fraude contra a União Europeiaαπάτη εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης - fronteira externa da União Europeiaεξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Observatório Europeu da Droga e da ToxicodependênciaΕυρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας - órgão e agência UEΟργανισμός ή υπηρεσία ΕΕ - EslováquiaΣλοβακία - CENELECCENELEC - Instituto de Harmonização no Mercado InternoΓραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς - TaricTARIC - EUTELSATEUTELSAT - Baixa ÁustriaNiederösterreich - Alta ÁustriaOberösterreich - Centro-Este da SuéciaΚεντροανατολική Σουηδία - Sul da SuéciaΝότια Σουηδία - Centro-Norte da SuéciaΒορειοκεντρική Σουηδία - Norrland CentralΚεντρική Norrland - Alta NorrlandΆνω Norrland - Småland e IlhasSmåland και Νήσοι - Oeste da SuéciaΔυτική Σουηδία - Finlândia OrientalΑνατολική Φινλανδία - LapóniaΛαπωνία - Finlândia MeridionalΝότια Φινλανδία - ilhas ÅlandΝήσοι Ώλαντ - responsabilidade do Estadoευθύνη κράτους μέλους - parecer do Tribunal de Contasγνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου - EURIBOREURIBOR - trabalhador polivalenteεργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες - OMTWTO - budistaβουδιστής - ciência militarστρατιωτική επιστήμη - cantina escolarκυλικείο σχολείου - CPLREΣΤΠΑΕ - deveres do cidadãoυποχρεώσεις του πολίτη - direito à integridade físicaδικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα - direito penal militarποινικό στρατιωτικό δίκαιο - direito romanoρωμαϊκό δίκαιο - reembolso de impostoεπιστροφή φόρων - direito de visitaδικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα - doença renalνεφρική νόσος - farmáciaφαρμακείο - estação de caminho-de-ferroσιδηροδρομικός σταθμός - estação rodoviáriaσταθμός λεωφορείων - geografia históricaιστορική γεωγραφία - hinduístaινδουιστής - história universalπαγκόσμια ιστορία - ilustração gráficaεικονογράφηση - incunábuloαρχέτυπο - infracção administrativaδιοικητική παράβαση - lei de harmonizaçãoνομοθετική πράξη εναρμόνισης - manifestoμανιφέστο - manuscritoχειρόγραφο - metodologia jurídicaμεθοδολογία του δικαίου - mitologiaμυθολογία - movimento antiglobalizaçãoκίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης - movimento culturalπολιτιστικό κίνημα - partido charneiraκόμμα μπαλαντέρ - partido extraparlamentarεξωκοινοβουλευτικό κόμμα - partido monárquicoβασιλικό κόμμα - partido regionalistaπεριφερειακό κόμμα - polícia regionalπεριφερειακή αστυνομία - polícia localτοπική αστυνομία - prestação não contributivaμη ανταποδοτική παροχή - orçamento localτοπικός προϋπολογισμός - orçamento regionalπεριφερειακός προϋπολογισμός - propaganda políticaπολιτική προπαγάνδα - regime presidencialπροεδρικό καθεστώς - religião primitivaπρωτόγονη θρησκεία - residência de estudantesφοιτητική εστία - sexualidadeσεξουαλικότητα - sociologia do direitoκοινωνιολογία του δικαίου - sociologia ruralαγροτική κοινωνιολογία - sociologia urbanaαστική κοινωνιολογία - sociologia da educaçãoκοινωνιολογία της εκπαίδευσης - sociologia políticaπολιτική κοινωνιολογία - distribuição de gásδιανομή αερίου - testamento vitalδιαθήκη ζωής - texto sagradoιερό βιβλίο - videotecaβιντεοθήκη - direito naturalφυσικό δίκαιο - direito à habitaçãoδικαίωμα στέγασης - força de reacção rápidaδύναμη ταχείας αντίδρασης - populismoλαϊκισμός - Associação dos Estados das CaraíbasΈνωση των κρατών της Καραϊβικής - movimento patrióticoπατριωτικό κίνημα - representação permanente junto da União Europeiaμόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ - direito militarστρατιωτικό δίκαιο - método de aprendizagemμέθοδος εκμάθησης - método mnemotécnicoμνημοτεχνική μέθοδος - teste psicométricoψυχομετρικό τεστ - acordo de Cotonuσυμφωνία Κοτονού - regiões da Polóniaπεριφέρειες της Πολωνίας - regiões da Eslovéniaπεριφέρειες της Σλοβενίας - regiões da República Checaπεριφέρειες της Τσεχικής Δημοκρατίας - regiões da Eslováquiaπεριφέρειες της Σλοβακίας - GorenjskaGorenjska - GoriškaGoriška - Eslovénia SudesteΝοτιοανατολική Σλοβενία - KoroškaKoroška - Notranjsko-kraškaNotranjsko-kraška - Obalno-kraškaObalno-kraška - PodravskaPodravska - PomurskaPomurska - SavinjskaSavinjska - SpodnjeposavskaSpodnjeposavska - ZasavskaZasavska - Eslovénia CentralΚεντρική Σλοβενία - região de BratislavaΠεριοχή Μπρατισλάβας - região de TrnavaΠεριοχή της Trnava - região de TrenčínΠεριοχή της Trenčín - região de NitraΠεριοχή της Nitra - região de Banská BystricaΠεριοχή της Banská Bystrica - região de PrešovΠεριοχή της Prešov - região de KošiceΠεριοχή της Košice - Boémia do SulΝότια Βοημία - Hradec KrálovéHradec Králové - Karlovy VaryKarlovy Vary - LiberecLiberec - Morávia do SulΝότια Μοραβία - Morávia-SilésiaΜοραβία-Σιλεσία - OlomoucOlomouc - PardubicePardubice - PilsenPilsen - PragaΠράγα - UstíUstí - VysočinaVysočina - ZlínZlín - Boémia CentralΚεντρική Βοημία - região de ŽilinaΠεριοχή της Žilina - regiões da Estóniaπεριφέρειες της Εσθονίας - Estónia do NorteΒόρεια Εσθονία - Estónia OcidentalΔυτική Εσθονία - Estónia CentralΚεντρική Εσθονία - Estónia NordesteΒόρειοανατολική Εσθονία - Estónia do SulΝότια Εσθονία -