Contenido de sensagent
Publicidad ▼
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.827s
Aarhus — Ώρχους - competência jurisdicional — αρμοδιότητα των δικαστηρίων - condição socioeconómica — κοινωνικοοικονομικές συνθήκες - Conselho de Cooperação Cultural — συμβούλιο πολιτιστικής συνεργασίας - CREST — CREST - Agência Europeia para a Produtividade — Ευρωπαϊκός Οργανισμός Παραγωγικότητας - Agência para a Energia Nuclear — Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας - documento audiovisual — οπτικοακουστικό τεκμήριο - Dubai — Ντουμπάι - plano de desenvolvimento agrícola — πρόγραμμα γεωργικής ανάπτυξης - impressora — εκτυπωτής - água salgada — αλμυρό νερό - água subterrânea — υπόγεια ύδατα - água residual — λύματα - equipamento sociocultural — κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις - pesca comunitária — κοινοτική αλιεία - Agência Internacional de Energia — Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας - queijo de cabra — τυρί αίγειο - queijo de vaca — τυρί αγελαδινό - Fujeirah — Φούτζερα - governo no exílio — εξόριστη κυβέρνηση - indústria audiovisual — βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων - jurisprudência — νομολογία - jurisprudência CE — νομολογία ΕΚ - Estado federado — ομόσπονδο κράτος - habitação insalubre — ανθυγιεινές κατοικίες - microeconomia — μικροοικονομία - migração interurbana — διαστική διακίνηση - migração intra-urbana — ενδοαστική διακίνηση - Leste de Storebælt — Οστ φορ Στόρμπαιλτ - organigrama — οργανόγραμμα - carne de caça — κρέας θηραμάτων - análise qualitativa — ποιοτική ανάλυση - combatividade, competitividade — ανταγωνιστικότητα - Macedónia, Macedônia - incineração de resíduos — καύση των αποβλήτων - trabalho atípico — άτυπη μορφή εργασίας - crustáceo, crustáceos — καρκινοειδή, μαλακόστρακο, οστρακόδερμο - descrição de funções — περιγραφή καθηκόντων εργασίας - direito dos Estados — δικαίωμα των κρατών - direito dos estrangeiros — δικαιώματα των αλλοδαπών - direitos das minorias — δικαιώματα των μειονοτήτων - direito das sociedades comerciais — εταιρικό δίκαιο - direito dos transportes — δίκαιο των μεταφορών - direito da habitação — στεγαστικό δίκαιο - direito do trabalho — εργατικό δίκαιο - direito eleitoral — εκλογικό δίκαιο - agricultura a tempo parcial — μερική απασχόληση στη γεωργία - regulamentação financeira — χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις - direito fiscal — φορολογικό δίκαιο - direito fiscal internacional — διεθνές φορολογικό δίκαιο - legislação florestal — δασική νομοθεσία - direito humanitário internacional — διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο - direito internacional — διεθνές δίκαιο - direito internacional privado — ιδιωτικό διεθνές δίκαιο - direito internacional público — δημόσιο διεθνές δίκαιο - direito matrimonial — δίκαιο γαμικών σχέσεων - direito nacional — εθνικό δίκαιο - direito nuclear — δίκαιο της πυρηνικής ενέργειας - direito penal — ποινικό δίκαιο - delito económico — οικονομικό έγκλημα - direito penal internacional — διεθνές ποινικό δίκαιο - direito privado — ιδιωτικό δίκαιο - agricultura comercial — γεωργία για εμπορικούς σκοπούς - direito público — δημόσιο δίκαιο - direito rural — αγροτικό δίκαιο - direito social — κοινωνικό δίκαιο - direito territorial — δικαίωμα εδαφικού χαρακτήρα - direita política — Δεξιά - direitos cívicos — δικαιώματα του πολίτη - direitos do Homem — δικαιώματα του ανθρώπου - direitos da mulher — δικαιώματα της γυναίκας - agricultura contratual — καλλιέργεια με σύμβαση - Direitos Especiais de Saque — ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα - dumping — ντάμπινγκ - esperança de vida — προσδόκιμο επιβίωσης - duração dos estudos — διάρκεια σπουδών - duração do arrendamento — διάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου - duração do trabalho — διάρκεια της εργασίας - duração legal do trabalho — νόμιμη διάρκεια της εργασίας - países EAMA — χώρες της EAMA - agricultura de grupo — ομαδική καλλιέργεια - East Anglia — Ήστ Άνγκλια - águas comunitárias — κοινοτικά ύδατα - água de infiltração — νερό φυσικής διήθησης - água termal — νερό κολύμβησης - águas interiores — εσωτερικά ύδατα - agricultura de montanha — ορεινή γεωργία - mar alto — διεθνή ύδατα - água salgada — αλμυρό νερό - água superficial — επιφανειακά ύδατα - mar territorial — χωρικά ύδατα - água residual — λύματα - trocas agrícolas — γεωργικές συναλλαγές - trocas comerciais — εμπορικές συναλλαγές - permuta de informação — ανταλλαγή πληροφοριών - permuta de publicações — ανταλλαγή δημοσιεύσεων - comércio extracomunitário — εξωκοινοτικές συναλλαγές - comércio intracomunitário — ενδοκοινοτικές συναλλαγές - comércio por grupos de países — συναλλαγές κατά ομάδα χωρών - comércio por país — συναλλαγές κατά χώρα - comércio por produtos — συναλλαγές κατά προϊόν - agricultura extensiva — εκτατική γεωργία - escala de salários — μισθολογική κλίμακα - escola no estrangeiro — σχολείο εξωτερικού - escola europeia — Ευρωπαϊκά Σχολεία - escola internacional — διεθνές σχολείο - escola nacional — εθνικό σχολείο - econometria — οικονομετρία - acesso ao mercado — πρόσβαση στην αγορά - agricultura intensiva — εντατική γεωργία - economia — οικονομία - economia agrícola — γεωργική οικονομία - economia colectiva — συλλογική οικονομία - economia concertada — οικονομία συντονισμού - economia de escala — οικονομία κλίμακας - economia de energia — εξοικονόμηση ενεργείας - ajustamento estrutural — διαρθρωτική προσαρμογή - economia de guerra — οικονομία πολέμου - economia da empresa — οικονομικά της επιχείρησης - regiões da Áustria — περιφέρειες της Αυστρίας - agricultura mediterrânica — μεσογειακή γεωργία - economia de subsistência — οικονομία συντήρησης - economia dos transportes — οικονομική των μεταφορών - economia orientada — διευθυνόμενη οικονομία - economia familiar — οικιακή οικονομία - economia florestal — δασική οικονομία - economia industrial — βιομηχανική οικονομία - economia internacional — διεθνής οικονομία - economia mista — μικτή οικονομία - economia nacional — εθνική οικονομία - agroalimentar — αγροδιατροφικός τομέας - economia pós-industrial — μεταβιομηχανική οικονομία - economia pública — οικονομία του δημόσιου τομέα - economia regional — περιφερειακή οικονομία - economia paralela — παραοικονομία - economia urbana — οικονομία της πόλης - Escocia, Escócia — Σκωτία - ecossistema — οικοσύστημα - agro-indústria — βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων - educação ao domicílio — εκπαίδευση κατ' οίκον - educação artística — καλλιτεχνική εκπαίδευση - educação comparada — συγκριτική εκπαίδευση - educação de base — βασική εκπαίδευση - educação de massas — μαζική εκπαίδευση - educação de adultos — εκπαίδευση ενηλίκων - educação de estrangeiros — εκπαίδευση για αλλοδαπούς - educação informal — εκπαίδευση εκτός σχολικού συστήματος - educação permanente — διαρκής εκπαίδευση - educação física — σωματική αγωγή - educação pré-escolar — προσχολική αγωγή - educação sanitária — υγειονομική αγωγή - educação sexual — σεξουαλική αγωγή, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση - ensino especial — ειδική εκπαίδευση - efectivo escolar — σχολικός πληθυσμός - agronomia — γεωπονική - efluente radiactivo — ραδιενεργά απόβλητα - igualdade das remunerações — ισότητα αποδοχών - igualdade de tratamento — ίση μεταχείριση - igualdade perante a lei — ισότητα έναντι του νόμου - Egipto, Egito, República Árabe do Egipto, República Árabe do Egito, República Árabe Unida — Αίγυπτος - El Salvador — Ελ Σαλβαδόρ - alargamento do mercado — διεύρυνση της αγοράς - citrino — εσπεριδοειδές - eleitor inscrito — εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους - eleição — εκλογές - eleição antecipada — πρόωρες εκλογές - eleição europeia — ευρωπαϊκές εκλογές - eleição indirecta — έμμεση εκλογή - eleição local — τοπικές εκλογές - eleição nacional — εθνικές εκλογές - eleição parlamentar — βουλευτικές εκλογές - eleição parcial — αναπληρωματικές εκλογές - AID — IDA - eleição primária — προκριματικές εκλογές - eleitorado — εκλογικό σώμα - electroquímica — ηλεκτροχημεία - electrometalurgia — ηλεκτρομεταλλουργία - electrónica — ηλεκτρονική - electrotecnia — ηλεκτροτεχνία - apoio económico — οικονομική υποστήριξη - criação animal em pastorícia — κτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή - cultura de crustáceos — εκτροφή μαλακοστράκων - criação animal intensiva — εντατική κτηνοτροφία - eliminação de resíduos — διάθεση αποβλήτων - embalagem — συσκευασία - pastagem de engorda — πάχυνση με βοσκή - ajuda ao emprego — ενισχύσεις για την απασχόληση - emigração — αποδημία - Emília-Romana — Αιμιλία-Ρωμανία - territórios dos Emiratos Árabes Unidos — χώρες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων - emissão de títulos — έκδοση αξιών - emissão de moeda — έκδοση χρήματος - acidente de transporte — ατύχημα κατά τη μεταφορά - emprego reservado — δεσμευμένη θέση εργασίας - empregado de escritório — υπάλληλος γραφείου - empregador — εργοδότης - ajuda ao estrangeiro — εξωτερική βοήθεια - empréstimo comunitário contraído — σύναψη κοινοτικού δανείου - empréstimo internacional — διεθνές δάνειο - empréstimo público — δημόσιο δάνειο - emulsionante alimentar — γαλακτωματοποιητής τροφίμων - endividamento — χρέος - energia das ondas — ενέργεια των κυμάτων - energia não poluente — ήπιες μορφές ενέργειας - ajuda à exportação — ενίσχυση των εξαγωγών - energia poluente — μη ήπιες μορφές ενέργειας - energia eléctrica — ηλεκτρική ενέργεια - energia eólica — αιολική ενέργεια - energia geotérmica — γεωθερμική ενέργεια - energia hidroeléctrica — υδροηλεκτρική ενέργεια - energia maremotriz — ενέργεια από την παλίρροια - ajuda por hectare — ενίσχυση ανά εκτάριο - Energia solar — ηλιακή ενέργεια - energia térmica — θερμική ενέργεια - criança abandonada — εγκαταλελειμμένο τέκνο - filho de migrante — παιδί μετανάστη - filho natural — τέκνο άγαμων γονέων - filho único — μοναχοπαίδι - afectação de despesas — ανάληψη δαπανών - fertilizante — λίπασμα - ajuda ao investimento — ενισχύσεις για επενδύσεις - fertilizante orgânico — οργανικό λίπασμα - engorda — πάχυνση - rapto político — πολιτική απαγωγή - inquérito económico — οικονομική έρευνα - inquérito ao consumo — έρευνα κατανάλωσης - inquérito social — κοινωνική έρευνα - registo de dados — καταχώρηση δεδομένων - registo de documentos — βιβλιογραφική καταχώριση - ajuda à construção — ενισχύσεις κατασκευής κτιριακών έργων - enriquecimento de combustível — εμπλουτισμός καυσίμου - professor — εκπαιδευτικός - ensino à distância — διδασκαλία εξ αποστάσεως - ensino agrícola — γεωργική εκπαίδευση - ensino informatizado — αυτοματοποιημένη διδασκαλία - ensino confessional — εκκλησιαστική εκπαίδευση - ensino de línguas — διδασκαλία ξένων γλωσσών - ensino geral — γενική εκπαίδευση - ensino gratuito — δωρεάν παιδεία - ajuda à modernização — ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό - ensino secular — μη εκκλησιαστική εκπαίδευση - ensino médico — ιατρική εκπαίδευση - ensino obrigatório — υποχρεωτική εκπαίδευση - ensino paramédico — παραϊατρική εκπαίδευση - ensino pluridisciplinar — διεπιστημονική εκπαίδευση - ensino pós-universitário — μεταπτυχιακές σπουδές - ensino primário — πρωτοβάθμια εκπαίδευση - ensino privado — ιδιωτική εκπαίδευση - ensino profissional — επαγγελματική εκπαίδευση - ensino oficial — δημόσια εκπαίδευση - ajuda à produção — ενισχύσεις για την παραγωγή - ensino na área de ciências — εκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης - ensino secundário — δευτεροβάθμια εκπαίδευση - ensino superior — ανώτατη εκπαίδευση - ensino técnico — τεχνική εκπαίδευση - acordo horizontal — οριζόντια σύμπραξη - acordos e práticas concertadas internacionais — διεθνής σύμπραξη - acordo vertical — κάθετη σύμπραξη - ajuda alimentar — επισιτιστική βοήθεια - mutualidade agrícola — αγροτική αλληλοβοήθεια - entrave não pautal — μη δασμολογικό εμπόδιο - entrave pautal — δασμολογικό εμπόδιο - entrave técnico — τεχνικό εμπόδιο - entreposto aduaneiro — τελωνειακή αποταμίευση - empresa — επιχείρηση - empresa artesanal — βιοτεχνική επιχείρηση - empresa comercial — εμπορική επιχείρηση - empresa comum — κοινή επιχείρηση - empresa de arrendamento — επιχείρηση μίσθωσης - empresa estrangeira — αλλοδαπή επιχείρηση - empresa europeia — ευρωπαϊκή επιχείρηση - empresa familiar — οικογενειακή επιχείρηση - empresa fiduciária — επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών - empresa imobiliária — επιχείρηση ακινήτων - empresa individual — ατομική επιχείρηση - ajuda aos desfavorecidos — ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων - empresa multinacional — πολυεθνική επιχείρηση - manutenção de equipamentos — συντήρηση - manutenção das culturas — συντήρηση των καλλιεργειών - ambiente físico — φυσικό περιβάλλον - poupança — αποταμίευση - ajuda às empresas — ενίσχυση επιχειρήσεων - poupança forçada — αναγκαστική αποταμίευση - epidemiologia — επιδημιολογία - Epiro — Ήπειρος - esgotamento dos recursos — εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - Equador — Ισημερινός - equino — ιππίδες - equilíbrio orçamental — ισοσκέλιση του προϋπολογισμού - equilíbrio ecológico — οικολογική ισορροπία - ajuda bilateral — διμερής βοήθεια - equipamento agrícola — γεωργικός εξοπλισμός - equipamento colectivo — κοινόχρηστες εγκαταστάσεις - equipamento do veículo — εξοπλισμός αυτοκινήτου - equipamento electrónico — ηλεκτρονικός εξοπλισμός - equipamento sociocultural — κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις - auxílio CECA — ενισχύσεις ΕΚΑΧ - equipamento desportivo — αθλητικές εγκαταστάσεις - equivalência de diplomas — ισοτιμία τίτλων σπουδών - ergonomia — εργονομία - escravatura — δουλεία - desconto bancário — προεξόφληση - espaço judiciário europeu — ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος - área verde — χώρος πρασίνου - ajuda comunitária — κοινοτική ενίσχυση - regiões de Espanha — περιφέρειες της Ισπανίας - espécie protegida — προστατευόμενο είδος - espionagem industrial — βιομηχανική κατασκοπεία - ensaio — δοκιμή - experiência nuclear — πυρηνικές δοκιμές - Estremadura espanhola — Εστρεμαδούρα - ajuda complementar aos produtos — συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα - instituição especial de crédito — ιδιότυπο πιστωτικό ίδρυμα - estabelecimento de ensino — εκπαιδευτικό ίδρυμα - organismo de utilidade pública — οργανισμός κοινής ωφελείας - elaboração do orçamento — κατάρτιση του προϋπολογισμού - estabelecimento hospitalar — νοσηλευτικό ίδρυμα - estabelecimento prisional — σωφρονιστικό ίδρυμα - organismo público — δημόσιος οργανισμός - estanho, lata — κασσίτερος, τενεκές - padrão de câmbio-ouro — κανόνας συναλλάγματος-χρυσού - ajuda de emergência — επείγουσα βοήθεια - estado de excepção — προσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων - Estado-providência — κράτος προνοίας - auxílio estatal — κρατικές ενισχύσεις - etanol — αιθανόλη - Etiópia — Αιθιοπία - etnologia — εθνολογία - rotulagem — επισήμανση - estudo de viabilidade — μελέτη σκοπιμότητας - estudo de mercado — έρευνα αγοράς - estudo do trabalho — μελέτη της εργασίας - estudante estrangeiro — αλλοδαπός φοιτητής - ajuda económica — οικονομική βοήθεια - eurocrédito — ευρωπίστωση - eurodivisa — ευρωνόμισμα - eurodólar — ευρωδολάριο - euro-emissão — ευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο - euromercado — ευρωπαϊκή χρηματαγορά - eurocomunismo — ευρωκομμουνισμός - Eurocontrol — Eurocontrol - eurodireita — Ευρωπαϊκή Δεξιά - Eurogrupo — ευρωομάδα - ajuda em géneros — βοήθεια εις είδος - Europa do Norte — Βόρεια Ευρώπη - Europa Meridional — Νότια Ευρώπη - Europa Ocidental — Δυτική Ευρώπη - europesca — ευρωαλιεία - interactividade — διαδραστικότητα - eutrofização — ευτροφισμός - avaliação orçamental — δημοσιονομική αξιολόγηση - avaliação de projecto — αξιολόγηση σχεδίου - avaliação de recursos — αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - acidente nuclear — πυρηνικό ατύχημα - avaliação tecnológica — τεχνολογική αξιολόγηση - evasão fiscal — φοροαποφυγή - exame — εξετάσεις - excedente agrícola — γεωργικό πλεόνασμα - exclusão do tratamento CE — αποκλεισμός από προτιμησιακή μεταχείριση ΕΚ - execução de projecto — εκτέλεση σχεδίου - execução do orçamento — εκτέλεση του προϋπολογισμού - execução de sentença — εκτέλεση της απόφασης - isenção de autorização de acordos e práticas concertadas — εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης - isenção pautal — δασμολογική απαλλαγή - exercício orçamental — οικονομικό έτος - fuga de cérebros — διαρροή επιστημονικού δυναμικού - exploração agrícola — γεωργική εκμετάλλευση - exploração agrícola estatal — κρατική γεωργική εκμετάλλευση - exploração agrícola mista — μικτή γεωργική εκμετάλλευση - exploração marítima — εκμετάλλευση της θάλασσας - exploração dos recursos — εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - exploração agrícola familiar — οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση - exploração florestal — δασική εκμετάλλευση - exploração leiteira — εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής - explosivo — εκρηκτικές ύλες - exportação — εξαγωγές - exportação de capitais — εξαγωγή κεφαλαίων - expropriação — απαλλοτρίωση - ajuda multilateral — πολυμερής βοήθεια - expulsão — απέλαση - exterritorialidade — ετεροδικία - extracção mineira — εξόρυξη - extradição — έκδοση - extrema-esquerda — Άκρα Αριστερά - facturação — τιμολόγηση - ajuda não reembolsável — δωρεάν βοήθεια - rendimento baixo — χαμηλό εισόδημα - falência — πτώχευση - regime de exploração agrícola — σύστημα εκμετάλλευσης - exploração por conta própria — ιδιοκαλλιέργεια - exploração mista — μικτό σύστημα εκμετάλλευσης - família numerosa — πολυμελής οικογένεια - família por afinidade — οικογένεια εξ αγχιστείας - FAO — FAO - ajuda privada — ιδιωτική βοήθεια - farinha de cereais — αλεύρι σιτηρών - fauna — πανίδα - FECOM — FECOM - doméstica — οικοκυρά - ajuda regional — περιφερειακές ενισχύσεις - mulher migrante — μετανάστις - FEOGA — ΕΓΤΠΕ - FEOGA garantia — ΕΓΤΠΕ-τμήμα εγγυήσεων - FEOGA orientação — ΕΓΤΠΕ-τμήμα προσανατολισμού - Ferro — σίδερο, σίδηρος, σιδερένιος - arrendamento rural — αγρομίσθωση - exploração agrícola colectiva — αγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης - exploração-piloto — πρότυπο αγρόκτημα - ferry-boat — πορθμείο - ajuda sanitária — υγειονομική βοήθεια - FIAB — FIAB - fibra de madeira — ίνες ξύλου - fibra de vidro — ίνες υάλου - fibra têxtil — υφάνσιμες ίνες - FID — FID - FIDA — IFAD - Fidji, Fiji, República das Ilhas Fidji — Δημοκρατία των Φίτζι, Φίτζι - febre aftosa — αφθώδης πυρετός - ajuda sectorial — ενίσχυση κατά τομέα - fio — σύρμα - rede de pesca — αλιευτικό δίχτυ - filial comum — κοινή θυγατρική εταιρία - financiamento — χρηματοδότηση - financiamento a curto prazo — βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση - financiamento a longo prazo — μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση - financiamento a médio prazo — μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση - financiamento comunitário — κοινοτική χρηματοδότηση - financiamento compensatório — συμψηφιστική χρηματοδότηση - financiamento complementar — συμπληρωματική χρηματοδότηση - financiamento da ajuda — χρηματοδότηση της βοήθειας - financiamento industrial — χρηματοδότηση της βιομηχανίας - financiamento das exportações — χρηματοδότηση των εξαγωγών - financiamento dos partidos — χρηματοδότηση των κομμάτων - financiamento do orçamento — χρηματοδότηση του προϋπολογισμού - financiamento eleitoral — εκλογική χρηματοδότηση - financiamento nacional — εθνική χρηματοδότηση - finanças internacionais — διεθνή δημοσιονομικά - finanças locais — δημόσια οικονομικά τοπικής αυτοδιοίκησης - finanças públicas — δημόσια οικονομικά - Finlândia — Φινλανδία - Fiónia — Φιονία - fiscalidade — φορολογία - Unicef — Unicef - ΔΟΕ ΟΟΣΑ - fixação de preços — καθορισμός των τιμών - fixação de salário — καθορισμός μισθών - Província da Flandres Ocidental — επαρχία Δυτικής Φλάνδρας - Província da Flandres Oriental — επαρχία Ανατολικής Φλάνδρας - flocos de cereais — νιφάδα σιτηρών - flora — χλωρίδα - floricultura — ανθοκομία - transporte por flutuação — μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως - frota aérea — εναέριος στόλος - AIEA — IAEA - frota de pesca — αλιευτικός στόλος - frota fluvial — ποτάμιος στόλος - frota mercante — εμπορικός στόλος - flutuação conjuntural — κυκλικές διακυμάνσεις - flutuação de preços — διακύμανση των τιμών - flutuação económica — οικονομικές διακυμάνσεις - flutuação estrutural — διαρθρωτικές διακυμάνσεις - flúor — φθόριο - FMI — ΔΝΤ - AISS — AISS - FNUMP — UNFPA - funcionário europeu — μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος - fundo costeiro — παράκτιος βυθός - fundação — ίδρυμα - fundos CE — Ταμεία ΕΚ - Ajman — Αϊμάν - fundo comum — κοινό ταμείο - fundo de comércio — άυλο κεφάλαιο - FEDER — ΕΤΠΑ - fundo de maneio — κεφάλαιο κίνησης - Fundo Monetário Europeu — Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο - ferro fundido — χυτοσίδηρος - perfuração — γεώτρηση - perfuração no mar — υποθαλάσσια γεώτρηση - reserva florestal — διατηρητέο δάσος - floresta de alto fuste — σπερμοφυές δάσος - mata — πρεμνοφυές δάσος - floresta natural — φυσικό δάσος - floresta plantada — φυτευμένο δάσος - formalidade aduaneira — τελωνειακή διατύπωση - formação para a gestão — σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων - formação de professores — σπουδές εκπαιδευτικών - formação de preços — διαμόρφωση τιμών - formação em serviço — κατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία - formação profissional — επαγγελματική κατάρτιση - ajustamento monetário — νομισματική προσαρμογή - fornecedor — προμηθευτής - fornecimento de documentos — διάθεση εγγράφου - despesas judiciais — δικαστικά έξοδα - despesas de escolaridade — δίδακτρα - despesas eleitorais — εκλογικές δαπάνες - despesas farmacêuticas — έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης - DU franceses — γαλλικά ΥΔ - PTU franceses — γαλλικές ΥΧΕ - regiões de França — περιφέρειες της Γαλλίας - franchising — δικαιόχρηση - franquia aduaneira — τελωνειακή ατέλεια - ALACL — ALADI - fraude fiscal — φοροδιαφυγή - Frederiksberg — Φρεντέρικσμπεργκ - Frederiksborg — Φρεντέρικσμποργκ - frequência escolar — σχολική φοίτηση - Friuli-Venezia-Giulia — Φρίουλι-Ιουλιανή Βενετία - Frísia — Φρεισία - queijo — τυρί - queijo de pasta semidura — ημίσκληρο τυρί - queijo de pasta dura — σκληρό τυρί - países ALACL — χώρες του ALADI - queijo de pasta mole — μαλακό τυρί - queijo curado com fungos — τυρί με στίγματα στη μάζα - queijo de ovelha — τυρί πρόβειο - queijo de cabra — τυρί αίγειο - queijo de vaca — τυρί αγελαδινό - queijo fundido, queijo processado — τετηγμένο τυρί - queijo fresco — νωπό τυρί - indústria queijeira — τυροκομία - fronteira — σύνορα - fruto de semente — γιγαρτόκαρπο - fruto fresco — νωπός καρπός - fruto tropical — τροπικός καρπός - Fujeirah — Φούτζερα - fusão de empresas — συγχώνευση επιχειρήσεων - Albania, Albânia, Línguas da Albânia, República da Albânia — Αλβανία - Galápagos — Γκαλαπάγκος - Galiza — Γαλικία - Gâmbia — Γκάμπια - garantia — εγγύηση - garantia de crédito — εγγύηση πίστωσης - garantia de rendimento — εγγυημένο εισόδημα - garantia do investimento — εγγύηση των επενδύσεων - guarda de crianças — φύλαξη παιδιών - GATT — ΓΣΔΕ - esquerda política — Αριστερά - esquerdismo — αριστερισμός - gás de combustão — καυσαέριο - gasoduto — αεριαγωγός - álcool químico — αλκοόλη - suspensão de cultivo — πάγωμα των γαιών - engenharia civil — έργα πολιτικού μηχανικού - vitela — δαμαλίδα - geoquímica — γεωχημεία - geografia económica — οικονομική γεωγραφία - geografia política — πολιτική γεωγραφία - geofísica — γεωφυσική - gerontologia — γεροντολογία - gestão — διαχείριση - gestão contabilística — λογιστική διαχείριση - gestão de empresas — διοίκηση επιχειρήσεων - gestão do espaço — διαχείριση του χώρου - gestão de resíduos — διαχείριση των αποβλήτων - gestão das pescas — διαχείριση αλιευτικών πόρων - gestão dos recursos — διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - gestão do material — διαχείριση υλικού - alcoolismo — αλκοολισμός - administração do pessoal — διοίκηση προσωπικού - gestão financeira — χρηματοοικονομική διαχείριση - gestão previsional — διαχείριση βάσει προβλέψεων - Gibraltar — Γιβραλτάρ - gelo — πάγος - glucose — γλυκόζη - golfo — κόλπος - governo — κυβέρνηση - governo no exílio — εξόριστη κυβέρνηση - governo insurreccional — επαναστατική κυβέρνηση - gordura alimentar — εδώδιμο λίπος - gordura industrial — βιομηχανικό λίπος - Alentejo — Αλεντέζου - grande empresa — μεγάλη επιχείρηση - grande exploração agrícola — μεγάλη γεωργική εκμετάλλευση - Grandes Antilhas — Μεγάλες Αντίλλες - cuidados médicos gratuitos — δωρεάν περίθαλψη - Grécia — Ελλάδα, Ελλάς - Grécia Central — Στερεά Ελλάδα - regiões da Grécia — περιφέρειες της Ελλάδας - Granada — Γρενάδα - Algarve — Αλγκάρβε - Groenlândia, Groênlandia, Gronelandia — Γροιλανδία - Groningen — Γκρόνινγκεν - Pacto Andino — Ομάδα των Άνδεων - países do Pacto Andino — χώρες της Ομάδας των Άνδεων - grupo de interesses — ομάδα συμφερόντων - grupo de empresas — όμιλος εταιριών - Grupo dos Dez — Ομάδα των Δέκα - Acordo ADR — συμφωνία ADR - Argélia — Αλγερία - grupo político — πολιτική ομάδα - movimento de defesa dos direitos do homem — κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου - associação de compradores — όμιλος αγορών - grupo de interesse económico — όμιλος οικονομικού σκοπού - agrupamento de produtores — ομάδες παραγωγών - grupo étnico — εθνότητα - alga — φύκος - grupo linguístico — γλωσσική ομάδα - sêmea — πλιγούρι - Guadalupe — Γουαδελούπη - Guatemala — Γουατεμάλα - Gelderland — Γκέλντρια - guerra civil — εμφύλιος πόλεμος - guerra de independência — πόλεμος ανεξαρτησίας - guerra de fronteira — πόλεμος συνόρων - guerra nuclear — πυρηνικός πόλεμος - Guiné — Γουινέα - Guiné-Bissau — Γουινέα-Μπισσάου - Guiné Equatorial — Ισημερινή Γουινέα - Guiana — Γουιάνα - Guiana Francesa — Γαλλική Γουιάνα - habitat — ενδιαίτημα - meio rural — αγροτική κατοικία - meio urbano — αστική κατοικία - alimento para gado — ζωοτροφές - hábito de compra — αγοραστικές συνήθειες - Província do Hainaut — επαρχία Αινώ - Haiti — Αϊτή - Hamburg, Hamburgo — Αμβούργο - harmonização alfandegária — τελωνειακή εναρμόνιση - alimento industrial — βιομηχανικές ζωοτροφές - harmonização fiscal — εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων - Alta Normandia — νω Νορμανδία - Burkina Faso — Μπουρκίνα Φάσο - Hawaii — Χαβάη - Hesse — Έσση - alimento para crianças — παιδικές τροφές - hora de Verão — θερινή ώρα - período de perguntas — ώρα των ερωτήσεων - hora extraordinária — υπερωρία - História — ιστορία - histologia — ιστολογία - holding — χόλντινγκ - Holanda Meridional — Νότια Ολλανδία - Holanda Setentrional — Βόρεια Ολλανδία - alimento preparado — παρασκευασμένα τρόφιμα - homicídio — ανθρωποκτονία - homologação — έγκριση - Honduras — Ονδούρα - Hungria — Ουγγαρία - estabelecimento psiquiátrico — ψυχιατρείο - horário de trabalho — ωράριο εργασίας - alimento transformado — μεταποιημένα τρόφιμα - horário flexível — ελαστικό ωράριο - jardinagem — κηποκομία - óleo animal — ζωικό λάδι - óleo de amendoim — αραχιδέλαιο - azeite — ελαιόλαδο - óleo de peixe — ιχθυέλαιο - óleo pesado — βαρέα κλάσματα πετρελαίου - óleo mineral — ορυκτέλαια - nutrição — θρέψη - óleo usado — χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια - óleos vegetais, óleo vegetal — φυτικό έλαιο, φυτικό λάδι - fábrica de óleos — ελαιουργία - oficial de diligências — δικαστικός επιμελητής - humanização do trabalho — εξανθρωπισμός της εργασίας - hidrogénio — υδρογόνο - hidrogeologia — υδρογεωλογία - alimentação animal — διατροφή των ζώων - hidrologia — υδρολογία - higiene alimentar — υγιεινή τροφίμων - saúde e higiene no trabalho — υγεία κατά την εργασία - hipoteca — υποθήκη - ideologia política — πολιτική ιδεολογία - Acordo AETR — συμφωνία AETR - alimentação humana — ανθρώπινη διατροφή - inhame — ίγναμο - IIPE — IIEP - console, ilha, Ilhas — νήσος, νησί - Île-de-France — Ιλ-ντε-Φράνς - Ilha de Guam — Γκουάμ - Ilhas Anglo-Normandas — Αγγλονορμανδικές νήσοι - Ilhas Caimão, Ilhas Cayman, Ilhas Caymans — Νησιά Καϊμάν - Ilhas Carolinas — Καρολίνες - Ilhas do Barlavento — Προσήνεμοι Νήσοι - Ilhas Faroé — Νήσοι Φερόες - Ilhas Jónicas — Νήσοι Ιονίου Πελάγους - Ilhas Marianas — Νήσοι Μαριάννες - Ilhas do Sotavento — Υπήνεμοι Νήσοι - Ilhas Turcas e Caicos — Νήσοι Τερκς και Κάικος - ilhas Virgens — Παρθένοι Νήσοι - redução da dívida — ελάφρυνση του χρέους - registo de sociedade — εγγραφή εταιρίας στα μητρώα - imunidade parlamentar — βουλευτική ασυλία - imunologia — ανοσολογία - impacto publicitário — διαφημιστική απήχηση - implantação de actividade — εγκατάσταση δραστηριότητας - Alemanha RD — Γερμανία ΛΔ - importação — εισαγωγές - imposto — φόρος - imposto comunitário — κοινοτικός φόρος - imposto sobre o rendimento das pessoas singulares — φόρος φυσικών προσώπων - imposto directo — άμεσος φόρος - contribuição predial — έγγειος φόρος - imposto forfetário — κατ' αποκοπή φόρος - imposto indirecto — έμμεσος φόρος - imposto local — δημοτικοί φόροι - imposto nacional — εθνικός φόρος - imposto real — πραγματικός φόρος - imposto sobre o consumo — φόρος κατανάλωσης - imposto sobre a fortuna — φόρος στην περιουσία - imposto de mais-valia — φόρος υπεραξίας - imposto sucessório — φόρος μεταβίβασης - imposto de capitais — φορολογία κεφαλαίου - imposto sobre os rendimentos — φόρος εισοδήματος - imposto sobre os lucros — φόρος επί των κερδών - imposto sobre o rendimento de capitais — φόρος επί της αποδόσεως κεφαλαίου - regiões da Alemanha — περιφέρειες της Γερμανίας - imposto sobre os rendimentos do trabalho — φόρος μισθών και ημερομισθίων - imposto sobre as sociedades — φόρος εταιριών - impressão gráfica — τυπογραφία - imputação contabilística — λογιστική καταχώριση - incapacidade para o trabalho — ανικανότητα προς εργασία - incêndio — πυρκαγιά - incompatibilidade — το ασυμβίβαστο - Incoterms — Διεθνείς Εμπορικοί Όροι - Índia — Ινδία - indemnização — αποκατάσταση της ζημίας - indemnização de seguro — ασφαλιστική αποζημίωση - subsídio de instalação — αποζημίωση εγκατάστασης γεωργών - indemnização por despedimento — αποζημίωση λόγω απόλυσης - subsídio e abono parlamentares — βουλευτική αποζημίωση - independência económica — οικονομική ανεξαρτησία - independência nacional — εθνική ανεξαρτησία - independência tecnológica — τεχνολογική ανεξαρτησία - indexação de preços — τιμαριθμική αναπροσαρμογή - indexação salarial — τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών - indexação de documentos — ευρετηρίαση τεκμηρίων - indicador de divergência — δείκτης απόκλισης - indicador económico — οικονομικός δείκτης - indicador social — κοινωνικός δείκτης - índice de preços — δείκτης τιμών - Indonésia — Ινδονησία - indústria aeronáutica — αεροναυπηγική βιομηχανία - indústria aeroespacial — αεροδιαστημική βιομηχανία - coligação eleitoral — εκλογικός συνασπισμός - indústria alimentar — βιομηχανία τροφίμων - indústria automóvel — αυτοκινητοβιομηχανία - indústria química — χημική βιομηχανία - cinematografia, Indústria cinematográfica — βιομηχανία παραγωγής ταινιών, βιομηχανία του κινηματογράφου, κινηματογράφος, κινηματογραφία - indústria cultural — βιομηχανία του πολιτιστικού τομέα - indústria de armamento — βιομηχανία όπλων - indústria audiovisual — βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων - indústria da informação — βιομηχανία των πληροφοριών - abono complementar — επικουρικό επίδομα - indústria da comunicação — τομέας της επικοινωνίας - indústria de máquinas-ferramentas — βιομηχανία εργαλειομηχανών - indústria pesqueira — τομέας της αλιείας - indústria de carne — κρεατοβιομηχανία - indústria da celulose e do papel — βιομηχανία χαρτόμαζας και χαρτιού - indústria de ponta — βιομηχανία αιχμής - indústria transformadora — μεταποιητική βιομηχανία - indústria de bebidas — ποτοποιία - acordo-quadro — συμφωνία-πλαίσιο - subsídio de estudos — επίδομα σπουδών - indústria de corantes — βιομηχανία χρωστικών ουσιών - indústria de adubos — βιομηχανία λιπασμάτων - indústria de plásticos — βιομηχανία πλαστικών - indústria de serviços — δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών - indústria das telecomunicações — βιομηχανία τηλεπικοινωνιών - indústria da madeira — βιομηχανία ξύλου - indústria da borracha — βιομηχανία ελαστικού - indústria do couro — βυρσοδεψία - subsídio por morte — επίδομα λόγω θανάτου - indústria do frio — βιομηχανία του ψύχους - indústria de brinquedos — βιομηχανία παιχνιδιών - indústria do livro — βιομηχανία βιβλίου - indústria do mobiliário — βιομηχανία επίπλου - indústria do açúcar — βιομηχανία ζάχαρης - indústria vidreira — υαλουργία - indústria do vestuário — βιομηχανία ιματισμού - indústria do vácuo — βιομηχανία κενού - subsídio de maternidade — επίδομα μητρότητας - indústria electrónica — βιομηχανία ηλεκτρονικών - indústria electrotécnica — βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών - indústria para exportação — εξαγωγική βιομηχανία - indústria relojoeira — ωρολογοποιία - indústria hoteleira — ξενοδοχειακός τομέας - indústria informática — βιομηχανία πληροφορικής - indústria de lacticínios — γαλακτοβιομηχανία - indústria ligeira — ελαφρά βιομηχανία - afectação de recursos — διάθεση πόρων - indústria mecânica — μηχανουργία - indústria mineira — εξορυκτική βιομηχανία - indústria nuclear — πυρηνική βιομηχανία - indústria óptica — βιομηχανία οπτικών ειδών - indústria farmacêutica — φαρμακοβιομηχανία - indústria fotográfica — βιομηχανία φωτογραφικών ειδών - indústria siderúrgica — χαλυβουργία - desigualdade social — κοινωνική ανισότητα - inflação — πληθωρισμός - informação — πληροφόρηση - informação comercial — εμπορική πληροφόρηση - informação dos trabalhadores — πληροφόρηση των εργαζομένων - informação do consumidor — πληροφόρηση του καταναλωτή - informática de gestão — μηχανοργάνωση - informática documental — πληροφορική της τεκμηρίωσης - informática industrial — βιομηχανικές εφαρμογές της πληροφορικής - Alsácia — Αλσατία - informática médica — ιατρικές εφαρμογές της πληροφορικής - infracção — παράβαση - infra-estrutura industrial — βιομηχανική υποδομή - engenheiro — μηχανικός - ingerência — επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας - alternância política — πολιτική εναλλαγή - iniciativa legislativa — νομοθετική πρωτοβουλία - inovação — καινοτομία - insubmissão — ανυποταξία - inspecção de alimentos — εποπτεία των τροφίμων - inspecção escolar — σχολική επιθεώρηση - inspecção veterinária — κτηνιατρική επιθεώρηση - alumínio — αλουμίνιο - instalação portuária — λιμενικές εγκαταστάσεις - instância de controlo — ελεγκτικό όργανο - Instituto Sindical Europeu — ISE - instituição ACP-CEE — όργανο ΑΚΕ-ΕΚ - instituição comunitária — θεσμικό κοινοτικό όργανο - instituição financeira — χρηματοπιστωτικός οργανισμός - instituição política — πολιτικοί θεσμοί - instituição religiosa — θρησκευτικό ίδρυμα - instituição especializada da ONU — Ειδική Οργάνωση του ΟΗΕ - melhoria do habitat — βελτίωση της κατοικίας - instrução judicial — ανάκριση - instrumento musical — μουσικά όργανα - instrumento financeiro comunitário — κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα - INTAL — INTAL - integração de migrantes — κοινωνική ένταξη των μεταναστών - integração económica — οικονομική ολοκλήρωση - integração europeia — ευρωπαϊκή ολοκλήρωση - melhoria da produção — βελτίωση της παραγωγής - integração monetária — νομισματική ολοκλήρωση - integração política — πολιτική ολοκλήρωση - integração regional — περιφερειακή ολοκλήρωση - integração social — κοινωνική ενσωμάτωση - intenção de voto — εκλογικές προθέσεις - interdependência económica — οικονομική αλληλεξάρτηση - interdição profissional — απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος - acordo CE — συμφωνία ΕΚ - melhoramento de plantas — βελτίωση φυτών - juro — τόκος - intermediário comercial — εμπορικός μεσάζων - Internacional Operária — Εργατική Διεθνής - Internacional Socialista — Σοσιαλιστική Διεθνής - internamento psiquiátrico — εισαγωγή σε ψυχιατρείο - interpelação parlamentar — επερώτηση - melhoramento do solo — βελτίωση του εδάφους - interpretação do direito — ερμηνεία του δικαίου - intervenção financeira — χρηματοδοτική παρέμβαση - intervenção no mercado — παρέμβαση στην αγορά - invenção — εφεύρεση - investimento no estrangeiro — επένδυση στο εξωτερικό - investimento comunitário — κοινοτική επένδυση - investimento directo — άμεση επένδυση - investimento estrangeiro — ξένη επένδυση - investimento industrial — βιομηχανική επένδυση - investimento internacional — διεθνής επένδυση - investimento privado — ιδιωτική επένδυση - investimento público — δημόσια επένδυση - investimento regional — επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο - inviolabilidade do domicílio — απαραβίαστο της κατοικίας - iodo — ιώδιο - Iraque — Ιράκ - Irão — Ιράν - Irian Jaya — Ιριάν Τζάγια - organização do tempo de trabalho — διευθέτηση του χρόνου εργασίας - Irlanda — Ιρλανδία - Irlanda do Norte — Βόρεια Ιρλανδία - regiões da Irlanda — περιφέρειες της Ιρλανδίας - IINU — UNRISD - Islândia, República da Islândia — Ισλανδία - ISO — ISO - isoglucose — ισογλυκόζη - isolante — μονωτικό - ordenamento florestal — διαρρύθμιση δασών - isolamento de edifícios — μόνωση κτιρίου - isolamento acústico — ηχομόνωση - isolamento térmico — θερμομόνωση - isolacionismo — απομονωτισμός - Israel — Ισραήλ - Itália — Ιταλία - regiões de Itália — περιφέρειες της Ιταλίας - terra em pousio — αγρανάπαυση - Jamaica — Ιαμαϊκή - ordenamento hídrico — υδραυλικά έργα - horta familiar — περιβόλι - Java — Ιάβα - jogo de azar — τυχερά παιχνίδια - jovem — νέος - jovem trabalhador — νέος εργαζόμενος - jogos olímpicos — Ολυμπιακοί Αγώνες - Joint European Torus — JET - Jordânia — Ιορδανία - jornal oficial — Επίσημη Εφημερίδα - ordenamento hidroagrícola — υδρογεωργική χωροταξία - jornada contínua — συνεχές ωράριο - judaísmo — ιουδαϊσμός - juiz — δικαστής - julgamento — απόφαση δικαστηρίου - jurisdição administrativa — διοικητική δικαστική αρχή - jurisdição civil — πολιτικό δικαστήριο - jurisdição de excepção — έκτακτο δικαστήριο - desenvolvimento rural — αγροτική ανάπτυξη - jurisdição comum — τακτικό δικαστήριο - jurisdição militar — στρατοδικείο - jurisdição penal — ποινικό δικαστήριο - jurisdição de menores — δικαστήριο ανηλίκων - jurisdição social — δικαστήριο κοινωνικών διαφορών - jurisdição superior — ανώτατο δικαστήριο - multa — πρόστιμο - jurisprudência — νομολογία - jurisprudência CE — νομολογία ΕΚ - sumo de fruta — χυμός φρούτων - sumo de legume — χυμός λαχανικών - Camboja — Καμπότζη - sumaúma — καπόκ - Quénia — Κένυα - emenda — τροπολογία - Kiribati — Κιριμπάτι - Koweit — Κουβέιτ - Reunião — Ρεϋνιόν - certificado de qualidade — σήμα ποιότητας - lactose — λακτόζη - leite — γάλα - leite-bebida — γάλα-ρόφημα - leite cru — νωπό γάλα - leite desnatado — αποκορυφωμένο γάλα - leite gordo — πλήρες γάλα - leite fermentado — γάλα που έχει υποστεί ζύμωση - leite homogeneizado — ομογενοποιημένο γάλα - leite pasteurizado — παστεριωμένο γάλα - leite esterilizado — αποστειρωμένο γάλα - correcção do solo — βελτιωτικά του εδάφους - lançamento de um produto — διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά - Estado federado — ομόσπονδο κράτος - língua materna — μητρική γλώσσα - Laos — Λάος - coelho — κουνέλι - Lácio — Λάτιο - América — Αμερική - legalidade — νομιμότητα - legislação — νομοθεσία - legislação alimentar — νομοθεσία για τα είδη διατροφής - legislação antidumping — νομοθεσία αντιντάμπινγκ - legislação antitrust — νομοθεσία αντιτράστ - autorização legislativa — νομοθετική εξουσιοδότηση - legislação farmacêutica — νομοθεσία φαρμάκων - legislação fitossanitária — φυτοϋγειονομική νομοθεσία - legislação sanitária — υγειονομική νομοθεσία - legislação escolar — σχολική νομοθεσία - legislação veterinária — κτηνιατρική νομοθεσία - legislatura — βουλευτική περίοδος - legume de bolbo — βολβώδες λαχανικό - legume de folha — φυλλώδες λαχανικό - legume de fruto — καρποφόρο λαχανικό - América Central — Κεντρική Αμερική - legume de raiz — λαχανικό με βρώσιμη ρίζα - legume fresco — νωπό λαχανικό - Leinster — Λένστερ - Lesoto — Λεσόθο - leucose animal — λεύκωση ζώων - Líbano — Λίβανος - liberalização do comércio — απελευθέρωση των συναλλαγών - Libéria — Λιβερία - liberdade de associação — δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι - liberdade de opinião — ελευθερία έκφρασης γνώμης - liberdade da informação — ελευθερία πληροφόρησης - liberdade de imprensa — ελευθερία του Τύπου - liberdade de navegação — ελευθερία ναυσιπλοΐας - liberdade de reunião — δικαίωμα του συνέρχεσθαι - liberdade de comércio — ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών - liberdade religiosa — ανεξιθρησκεία - livraria — βιβλιοπωλείο - livre circulação de capitais — ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - livre circulação de mercadorias — ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - livre circulação de pessoas — ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - livre circulação de trabalhadores — ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - livre-concorrência — ελεύθερος ανταγωνισμός - liberdade de dispor de si mesmo — ελευθερία αυτοδιάθεσης - livre-prática — ελεύθερη κυκλοφορία - livre prestação de serviços — ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Líbia — Λιβύη - licença de patente — άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας - licença comercial — άδεια εμπορίας - licença de exportação — άδεια εξαγωγής - amianto — αμίαντος - licença de importação — άδεια εισαγωγής - licença de transporte — άδεια μεταφοράς - despedimento — απόλυση - despedimento colectivo — ομαδική απόλυση - despedimento por motivos económicos — απόλυση για οικονομικούς λόγους - Liechtenstein, Listenstaine, Principado do Liechtenstein — Λιχτενστάιν, Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν - cortiça — φελλός - província de Liège — επαρχία Λιέγης - local de pesca — τόπος αλιείας - local de trabalho — τόπος εργασίας - amido — άμυλο - linha de transporte — δρομολόγια μεταφοράς - lignite — λιγνίτης - Liga Árabe — Αραβικός Σύνδεσμος - países da Liga Árabe — χώρες του Αραβικού Συνδέσμου - Ligúria — Λιγυρία - Limburgo — Λιμβούργο - Província do Limburgo — βελγική επαρχία Λιμβούργου - limitação de comercialização — περιορισμός εμπορίας - acordo de associação — συμφωνία συνδέσεως - refrigerante — αεριούχο ποτό - Limousin — Λιμουζέν - linho — λίνο - linho oleaginoso — ελαιούχο λίνο - lingote — πλίνθωμα - linguística — γλωσσολογία - licor — ηδύποτο - liquidação de sociedade comercial — εκκαθάριση εταιρίας - amortização — απόσβεση - liquidação dos bens — εκκαθάριση της περιουσίας - liquidação das despesas — εκκαθάριση δαπανών - liquidez monetária — νομισματική ρευστότητα - liquidez internacional — διεθνής ρευστότητα - lista fechada — ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης - literatura — λογοτεχνία - documentação cinzenta — εκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας - amortização da dívida — απόσβεση του χρέους - entrega — παράδοση - localização das fontes de energia — γεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών - localização da produção — τόπος παραγωγής - arrendamento — ενοικίαση ακινήτου - leasing — αγορά με δόσεις - lockout — ανταπεργία - habitação colectiva — συλλογική κατοικία - habitação individual — ανεξάρτητη κατοικία - habitação insalubre — ανθυγιεινές κατοικίες - habitação social — εργατικές κατοικίες - software — λογισμικό - lei — νόμος - lei-quadro — νόμος-πλαίσιο - tempos livres — αναψυχή - Lombardia — Λομβαρδία - Lorena, Lorraine — Λωρραίνη - renda regulamentada — χαμηλό ενοίκιο - lubrificante — λιπαντικό - ludoteca — παιγνιοθήκη - prevenção de incêndios — καταπολέμηση των πυρκαγιών - luta contra a poluição — καταπολέμηση της ρύπανσης - combate ao crime — καταπολέμηση του εγκλήματος - luta contra o desperdício — ορθολογική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - luta de classes — πάλη των τάξεων - análise de custos-benefícios — ανάλυση κόστους-ωφέλειας - Grão-Ducado do Luxemburgo, Luxemburgo — Λουξεμβούργο - Província do Luxemburgo — βελγική επαρχία Λουξεμβούργου - luzerna — μηδική - liofilização — λυοφίλιση - máquina — μηχάνημα - maquinaria agrícola — γεωργικό μηχάνημα - máquina de escritório — μηχανή γραφείου - análise de custo-eficácia — ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας - máquina de colheita — μηχανή συγκομιδής - máquina hidráulica — υδραυλικό μηχάνημα - máquina pneumática — μηχάνημα πεπιεσμένου αέρα - máquina têxtil — μηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας - Machereque — Μασρέκ - macroeconomia — μακροοικονομία - Madeira — Μαδέρα - análise de entradas-saídas — ανάλυση εισροών-εκροών - grande superfície — μεγάλο πολυκατάστημα - armazém de revenda — κατάστημα εκπτώσεων - Magrebe — Μαγκρέμπ - magnésio — μαγνήσιο - mão-de-obra agrícola — γεωργικό εργατικό δυναμικό - mão-de-obra familiar — οικογενειακό εργατικό δυναμικό - análise da água — ανάλυση του νερού - manutenção do emprego — διατήρηση της απασχόλησης - manutenção da paz — διατήρηση της ειρήνης - maioria absoluta — απόλυτη πλειοψηφία - maioridade — ενηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο - maioria de voto — πλειοψηφία - maioria política — κόμματα της πλειοψηφίας - maioria qualificada — ειδική πλειοψηφία - maioria silenciosa — σιωπηρή πλειοψηφία - análise da informação — ανάλυση πληροφοριών - maioria relativa — σχετική πλειοψηφία - doença animal — ζωική ασθένεια - doença das vias respiratórias — ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος - doença do coração — καρδιαγγειακή πάθηση - doença endémica — ενδημική νόσος - doença infecciosa — λοιμώδης νόσος - doença profissional — επαγγελματική νόσος - doença tropical — τροπική νόσος - doença vegetal — φυτική νόσος - descontentamento da juventude — δυσφορία της νεολαίας - península da Malásia — Μαλαισιανή Χερσόνησος - Malawi — Μαλάουι - Malásia — Μαλαισία - Maldivas — Μαλδίβες - Mali — Μαλί - Ilhas Falkland — Νήσοι Φόκλαντ - malte — βύνη - análise demográfica — δημογραφική ανάλυση - Malta — Μάλτα - mamífero marinho — θαλάσσιο θηλαστικό - Canal da Mancha — Μάγχη - mandato electivo — αιρετό αξίωμα - manganésio — μαγγάνιο - manifestação cultural — πολιτιστική εκδήλωση - análise de balanços — ανάλυση των ισολογισμών - servente — ανειδίκευτος εργάτης - manual escolar — σχολικό εγχειρίδιο - maoísmo — μαοϊσμός - mercado a prazo — προθεσμιακή αγορά - mercado agrícola — αγορά γεωργικών προϊόντων - mercado agrícola comunitário — κοινοτική αγορά γεωργικών προϊόντων - mercado a pronto pagamento — αγορά spot - análise de custos — ανάλυση κόστους - mercado comum — Κοινή Αγορά - Mercado Comum Árabe — Αραβική Κοινή Αγορά - países do Mercado Comum Árabe — χώρες της Αραβικής Κοινής Αγοράς - mercado comunitário — κοινοτική αγορά - contrato de fornecimentos — σύμβαση προμηθειών - ajuste directo — σύμβαση κατ' ανάθεση - contrato de obras — σύμβαση έργων - mercado cambial — αγορά συναλλάγματος - análise económica — οικονομική ανάλυση - mercado de produtos de base — αγορά βασικών προϊόντων - mercado do trabalho — αγορά της εργασίας - mercado externo — εξωτερική αγορά - mercado fundiário — κτηματική αγορά - mercado interno — εσωτερική αγορά - mercado internacional — διεθνής αγορά - mercado livre — ελεύθερη αγορά - mercado monetário — χρηματαγορά - contrato público — δημόσιες συμβάσεις - análise financeira — δημοσιονομική ανάλυση - mercado regulamentado — επίσημη αγορά - margarina — μαργαρίνη - margem de flutuação — περιθώριο διακύμανσης - exclusão social — κοινωνικός αποκλεισμός - casamento — γάμος - Marrocos — Μαρόκο - análise social — κοινωνική ανάλυση - Martinica — Μαρτινίκα - marxismo — μαρξισμός - massa orçamental — σύνολο του προϋπολογισμού - massa monetária — προσφορά χρήματος - materiais refractários — πυρίμαχα υλικά - material de iluminação — υλικό φωτισμού - equipamento de construção — κατασκευαστικά μέσα - equipamento de perfuração — εξοπλισμός γεώτρησης - equipamento de elevação — ανυψωτικό μηχάνημα - material eléctrico — ηλεκτρολογικό υλικό - material mecânico — μηχανικά υλικά - matemática — μαθηματικά - gordura do leite — λιπαρές ουσίες του γάλακτος - matéria plástica — πλαστικές ύλες - ASEAN — ASEAN - matéria-prima — πρώτη ύλη - matéria radioactiva — ραδιενεργό υλικό - Mauricia, Maurícia, Maurícias, Maurício — Μαυρίκιος - Mauritania, Mauritânia — Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας, Μαυριτανία - Mayotte — Μαγιότ - países MCAC — χώρες της MCAC - mecânica de precisão — μηχάνημα ακριβείας - mecânica geral — γενική μηχανολογία - países ASEAN — χώρες του ASEAN - mecanização — εκμηχάνιση - mecanização agrícola — εκμηχάνιση της γεωργίας - mecanismo de intervenção monetária — μηχανισμός νομισματικής παρέμβασης - mecanismo de apoio — μηχανισμός στήριξης - medicina do trabalho — ιατρική της εργασίας - prevenção das doenças — πρόληψη των ασθενειών - medicina escolar — σχολίατροι - medicina veterinária — κτηνιατρική - abate de animais — σφαγή ζώων - acordo de Bretton Woods — συμφωνίες Μπρέτον Γούντς - anatomia — ανατομία - Melanésia — Μελανησία - melaço — μελάσσα - agregado familiar agrícola — αγροτικό νοικοκυριό - mensalidade — μηνιαία καταβολή μισθού - marcenaria — ξυλουργία - marcenaria metálica — κατασκευή μεταλλικών κουφωμάτων - Mar Báltico — Βαλτική Θάλασσα - Mar da Irlanda — Ιρλανδική Θάλασσα - Andaluzia — Ανδαλουσία - Andorra — Ανδόρρα - Mar da Noruega — Νορβηγική Θάλασσα - Mar do Norte — Βόρεια Θάλασσα - anidrido — ανυδρίτης - Mar Mediterrâneo — Μεσόγειος Θάλασσα - mercúrio — υδράργυρος - medida de efeito equivalente — μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος - metal — μέταλλα - metal ferroso — σιδηρούχα μέταλλα - metal pesado — βαρέα μέταλλα - metal não ferroso — μη σιδηρούχα μέταλλα - metal precioso — ευγενή μέταλλα - metalóide — μεταλλοειδή - animal para abate — ζώο για σφαγή - metalurgia dos pós — κονεομεταλλουργία - parceria agrícola — επίμορτη αγροληψία - trigo e centeio — σμιγός - meteorologia — μετεωρολογία - metanol — μεθανόλη - método de investigação — ερευνητική μέθοδος - método estatístico — στατιστική μέθοδος - metrologia — μετρολογία - animal de criação — ζώο αγροκτήματος - México — Μεξικό - Mezzogiorno - microeconomia — μικροοικονομία - microforma — μικροφόρμα - Micronésia — Μικρονησία - East Midlands — Ανατολικά Μίντλαντς - West Midlands — Δυτικά Μίντλαντς - animal de tracção — ζώο γαλακτοπαραγωγής - migração — μετανάστευση - migração alternante — παλινδρομική διακίνηση - migração de regresso — παλιννόστηση - migração familiar — οικογενειακή μετανάστευση - migração forçada — αναγκαστική μετανάστευση - migração fronteiriça — μεθοριακή διακίνηση - migração ilegal — παράνομη μετανάστευση - migração interna — εσωτερική μετανάστευση - migração interurbana — διαστική διακίνηση - acordo de compensação — αντισταθμιστική συμφωνία - animal doméstico — οικόσιτο ζώο - migração intra-urbana — ενδοαστική διακίνηση - migração comunitária — κοινοτική μετανάστευση - migração profissional — επαγγελματική μετανάστευση - migração rural — αγροτική μετανάστευση - migração rural urbana — μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις - migração sazonal — εποχική μετανάστευση - ambiente de trabalho — εργασιακό περιβάλλον - meio escolar — σχολικό περιβάλλον - militante político — μέλος πολιτικής οργάνωσης - animal reprodutor — ζώο αναπαραγωγής - militarização do espaço — στρατιωτικοποίηση του διαστήματος - militarismo — στρατοκρατία - milho-painço — κεχρί - minério de ferro — σιδηρομετάλλευμα - minério não ferroso — μη σιδηρούχο μετάλλευμα - minério não metálico — μη μεταλλικό ορυκτό - mineralogia — ορυκτολογία - gado vivo — ζώντα ζώα - ministério público — εισαγγελική αρχή - ministro — υπουργός - menoridade — ανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο - minoria nacional — εθνική μειονότητα - minoria sexual — σεξουαλικές μειονότητες - mobiliário metálico — μεταλλική επίπλωση - mobilidade da mão-de-obra — κινητικότητα του εργατικού δυναμικού - mobilidade fundiária — έγγειος κινητικότητα - mobilidade geográfica — γεωγραφική κινητικότητα - mobilidade residencial — κινητικότητα διαμονής - mobilidade escolar — κινητικότητα διδασκομένων - modo de financiamento — τρόπος χρηματοδότησης - modo de escrutínio — εκλογικό σύστημα - modo de transporte — τρόπος μεταφοράς - modelo económico — οικονομικό υπόδειγμα - modernização da empresa — εκσυγχρονισμός επιχείρησης - modernização industrial — εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας - modernização da exploração agrícola — εκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης - alteração orçamental — τροποποίηση του προϋπολογισμού - Molise — Μολίζε - molusco — μαλάκιο - anuário — επετηρίδα - Molucas — Μολούκες - molibdénio — μολυβδαίνιο - monarquia parlamentar — κοινοβουλευτική μοναρχία - mundialismo — κοσμοπολιτισμός - Mongólia — Μογγολία - moeda de reserva — αποθεματικό νόμισμα - moeda electrónica — ηλεκτρονικό χρήμα - moeda internacional — διεθνές νόμισμα - moeda nacional — εθνικό νόμισμα - moeda bancária — λογιστικό χρήμα - assembleia unicamaral — κοινοβουλευτικό σύστημα ενός νομοθετικού σώματος - monocracia — μονοκρατορία - monografia — μονογραφία - monopólio — μονοπώλιο - monopólio de compra — μονοπώλιο αγοράς - monopólio de Estado — κρατικό μονοπώλιο - monopólio de importação — μονοπώλιο εισαγωγών - Antárctida — Ανταρκτική - monopólio da informação — μονοπώλιο πληροφοριών - monopólio fiscal — φορολογικό μονοπώλιο - Monserrat — Μοντσερράτ - montanha — όρος - montante compensatório monetário — νομισματικά εξισωτικά ποσά - moralidade pública — δημόσια ήθη - mortalidade — θνησιμότητα - mortalidade infantil — βρεφική θνησιμότητα - mortalidade profissional — επαγγελματική θνησιμότητα - motivação do consumidor — καταναλωτικά κίνητρα - antibiótico — αντιβιοτικά - motivação política — πολιτικό κίνητρο - movimento autonomista — αυτονομιστικό κίνημα - movimento contra o racismo — κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων - movimento de opinião — πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα - movimento de capitais — κίνηση κεφαλαίων - movimento de mulheres — γυναικείο κίνημα - movimento de jovens — κίνημα νεολαίας - movimento de libertação nacional — εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα - acordo de complementaridade — συμφωνία συμπληρωματικότητας - movimento ecologista — οικολογικό κίνημα - movimento europeu — ευρωπαϊκό κίνημα - movimento campesino — αγροτικό κίνημα - movimento social — κοινωνικό κίνημα - meios de comunicação — μέσο επικοινωνίας - meios de comunicação de massas — μέσο μαζικής επικοινωνίας - meios de produção agrícola — μέσο γεωργικής παραγωγής - meio de transporte — μεταφορικό μέσο - média empresa — μεσαία επιχείρηση - média exploração agrícola — γεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους - Moçambique — Μοζαμβίκη - multipartidarismo — πολυκομματικό σύστημα - Munster — Μάνστερ - museu — μουσείο - Antilhas Inglesas — Αγγλικές Αντίλλες - cultura de cogumelos — μυκητοκαλλιέργεια - NAFO — NAFO - Namíbia — Ναμίμπια - província de Namur — επαρχία Ναμύρ - natalidade — γεννητικότητα - nacional-socialismo — εθνικοσοσιαλισμός - nacionalização — εθνικοποίηση - Antilhas Francesas — Γαλλικές Αντίλλες - nacionalismo — εθνικισμός - nacionalidade de pessoa colectiva — ιθαγένεια νομικών προσώπων - Nauru — Ναούρου - Navarra — Ναβάρρα - tráfego aéreo — εναέρια κυκλοφορία - navegação fluvial — ποταμοπλοΐα - navegação marítima — θαλάσσια ναυσιπλοΐα - Antilhas Holandesas — Ολλανδικές Αντίλλες - navio de carga — φορτηγό πλοίο - navio porta-barcaças — πλοίο για φορτηγίδες - negociação colectiva — συλλογικές διαπραγματεύσεις - Tóquio Round — Γύρος Τόκυο - Dillon Round — Γύρος Ντίλλον - Kennedy Round — Γύρος Κέννεντυ - negociação pautal — δασμολογικές διαπραγματεύσεις - anti-semitismo — αντισημιτισμός - neutralidade — ουδετερότητα - NIC — ΝΚΜ - Nicarágua — Νικαράγουα - níquel — νικέλιο - Níger — Νίγηρ - nível de ensino — επίπεδο εκπαίδευσης - nível de poluição — βαθμός ρύπανσης - província de Antuérpia — επαρχία Αμβέρσας - nível sonoro — ηχητική στάθμη - coconote — φοινικοκάρυδο - nomadismo — νομαδισμός - nomenclatura orçamental — ονοματολογία του προϋπολογισμού - nomenclatura dos produtos agrícolas — ονοματολογία γεωργικών προϊόντων - nomenclatura pautal — δασμολογική ονοματολογία - ANZUS — ANZUS - não-alinhamento — αδέσμευτη πολιτική - não-inscrito — μη εγγεγραμμένος - comportamento passivo, falta de violência, nãoviolência, resistência não violenta, Resistência não-violenta — άρνηση της χρήσης βίας, μη χρήση βίας, παθητική αντίσταση - Jutlândia do Norte — Βόρεια Γιουτλάνδη - normalização — τυποποίηση - norma — πρότυπο - norma alimentar — κανόνας διατροφής - países ANZUS — χώρες του ANZUS - norma biológica — βιολογικό πρότυπο - norma de comercialização — κανόνας εμπορίας - norma sobre o trabalho — κανόνας εργασίας - norma social — κοινωνικός κανόνας - apartheid — πολιτική φυλετικού διαχωρισμού - nova ordem económica — νέα οικονομική τάξη πραγμάτων - Nova Caledónia — Νέα Καληδονία - Nova Zelândia — Νέα Ζηλανδία - anulação de um acto eleitoral — ακυρότητα εκλογής - nupcialidade — γαμηλιότητα - OIAC — ICAO - OAP — ΑΟΠ - acordo de cooperação — συμφωνία συνεργασίας - objecção de consciência — άρνηση στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως - obrigação alimentar — υποχρέωση διατροφής - obrigação de não-concorrência — υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού - obstáculo ao desenvolvimento — εμπόδια στην ανάπτυξη - OCAM — OCAM - países OCAM — χώρες του OCAM - OCDE — ΟΟΣΑ - países OCDE — χώρες του ΟΟΣΑ - Oceano Antárctico — Νότιος Παγωμένος Ωκεανός - Oceano Árctico — Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός - Oceano Atlântico — Ατλαντικός Ωκεανός - Oceano Índico — Ινδικός Ωκεανός - Oceano Pacífico — Ειρηνικός Ωκεανός - Oceânia — Ωκεανία - oceanografia — ωκεανογραφία - apicultura — μελισσοκομία - ODECA — ODECA - países ODECA — χώρες του ODECA - OEA — OEA - países OEA — χώρες του OEA - Leste de Storebælt — Οστ φορ Στόρμπαιλτ - obra de arte — έργο τέχνης - SEP — ΟΕΒ - aparelho de gravação — συσκευή εγγραφής - oferta de emprego — προσφορά εργασίας - oferta energética — προσφορά ενέργειας - oferta e procura — προσφορά και ζήτηση - OIT — ILO - oleicultura — ελαιοκαλλιέργεια - oligoelemento — ολιγοστοιχείο - oligopólio — ολιγοπώλιο - oligopsónio — ολιγοψώνιο - azeitona — ελιά - OLP — ΟΑΠ - Omã — Ομάν - Úmbria — Ουμβρία - Provedor de Justiça Europeu — Διαμεσολαβητής ΕΚ - OMI — ΙΜΟ - OMM — WMO - OMPI — WIPO - ONUDI — UNIDO - OPAEP — ΟΠΕΑΧ - OPEP — ΟΠΕΚ - países OPEP — χώρες του ΟΠΕΚ - actividade bancária — τραπεζική δραστηριότητα - operação na bolsa — χρηματιστηριακές εργασίες - operação cambial — πράξεις συναλλάγματος - opinião, Opinião Pública — κοινή γνώμη - SPOCE — Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ΕΚ - opositor de opinião — αντιφρονών - oposição política — αντιπολίτευση - portaria — διάταξη - aparelho de medição — συσκευή μέτρησης - ordem pública — δημόσια τάξη - órgão comunitário — επικουρικό κοινοτικό όργανο - organigrama — οργανόγραμμα - organização administrativa — διοικητική οργάνωση - organização africana — αφρικανικός οργανισμός - organização afro-asiática — αφροασιατικός οργανισμός - aparelho de precisão — συσκευή ακριβείας - organização americana — αμερικανικός οργανισμός - organização árabe — αραβικός οργανισμός - organização asiática — ασιατικός οργανισμός - organização comum de mercado — κοινή οργάνωση αγοράς - organização cultural — πολιτιστική οργάνωση - organização do ensino — οργάνωση της εκπαίδευσης - aparelho de rádio — ραδιοφωνική συσκευή - organização da produção — οργάνωση της παραγωγής - organização profissional — οργάνωση επαγγελματικού κλάδου - Organização das Nações Unidas — ΟΗΕ - organização dos partidos — οργάνωση των κομμάτων - organização dos transportes — οργάνωση των μεταφορών - organização do mercado — οργάνωση της αγοράς - Pacto de Varsóvia — Οργανισμός του Συμφώνου της Βαρσοβίας - organização do trabalho — οργάνωση της εργασίας - aparelho de televisão — τηλεοπτική συσκευή - organização eleitoral — οργάνωση των εκλογών - organização europeia — ευρωπαϊκός οργανισμός - organização intergovernamental — διακυβερνητικός οργανισμός - organização internacional — διεθνείς οργανισμοί - organização latino-americana — λατινοαμερικανικός οργανισμός - organização não governamental — μη κυβερνητικός οργανισμός - aparelho electrónico — ηλεκτρονική συσκευή - cevada — κριθάρι - orientação agrícola — γεωργικός προσανατολισμός - orientação escolar — σχολικός προσανατολισμός - Eurostat — Στατιστική Υπηρεσία ΕΚ - países NATO — χώρες του ΝΑΤΟ - OTASE — SEATO - União Africana — Αφρικανική Ένωση - utensílio agrícola — γεωργικό εργαλείο - ferramenta doméstica — εργαλεία οικιακής χρήσης - operário qualificado — ειδικευμένος εργάτης - Overijssel — Οβεράισσελ - ovino — προβατοειδή - produto à base de ovo — ωοπροϊόντα - oxigénio — οξυγόνο - pagamento — πληρωμή - pagamento adiantado — προπληρωμή - concurso público — πρόσκληση υποβολής προσφορών - pagamento internacional — διεθνείς πληρωμές - pagamento intracomunitário — ενδοκοινοτικές πληρωμές - pão — άρτος - Paquistão — Πακιστάν - lista composta — ανοικτός συνδυασμός - Panamá — Παναμάς - cabaz de moedas — καλάθι νομισμάτων - panificação — αρτοποίηση - aplicabilidade directa — άμεση εφαρμογή - carta, Papel — χαρτί - Papua-Nova Guiné — Παπουασία-Νέα Γουινέα - parafiscalidade — φόροι υπέρ τρίτων - Paraguai — Παραγουάη - parasitologia — παρασιτολογία - parque automóvel — σύνολο κυκλοφορούντων αυτοκινήτων - parque ferroviário — σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό - parque nacional — εθνικό πάρκο - aplicação da lei — εφαρμογή του νόμου - pais solteiros — άγαμος γονέας, ανύπαντρος γονέας - pais — συγγένεια - paridade cambial — συναλλαγματική ισοτιμία - paridade do poder de compra — ισοτιμία αγοραστικής δύναμης - assembleia — κοινοβούλιο - assembleia nacional — εθνικό κοινοβούλιο - assembleia regional — περιφερειακό κοινοβούλιο - parlamentar — βουλευτής - aplicação do direito comunitário — εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου - divisão da propriedade — διανομή της κυριότητας - partido comunista — κομμουνιστικό κόμμα - partido conservador — συντηρητικό κόμμα - partido democrata-cristão — χριστιανοδημοκρατικό κόμμα - partido ecologista — οικολογικό κόμμα - partido europeu — ευρωπαϊκό κόμμα - utilização de energia solar — εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας - partido liberal — φιλελεύθερο κόμμα - partido social-democrata — σοσιαλδημοκρατικό κόμμα - partido socialista — σοσιαλιστικό κόμμα - partido trabalhista — εργατικό κόμμα - regime de partido único — μονοκομματισμός - participação das mulheres — γυναικεία συμμετοχή - participação dos trabalhadores — συμμετοχή των εργαζομένων - avaliação do pessoal — αξιολόγηση του προσωπικού - participação eleitoral — συμμετοχή στις εκλογές - participação política — πολιτική συμμετοχή - participação social — κοινωνική συμμετοχή - passaporte — διαβατήριο - passaporte europeu — ευρωπαϊκό διαβατήριο - pasteurização — παστερίωση - acordo de comércio livre — συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών - património cultural — πολιτιστική κληρονομιά - organização patronal — οργάνωση εργοδοτών - empobrecimento — οικονομική εξαθλίωση - pobreza — ένδεια - pavilhão de navio — σημαία πλοίου - pavilhão de conveniência — σημαία ευκαιρίας - aprendizagem profissional — επαγγελματική μαθητεία - país associado — συνδεδεμένη χώρα - Países Baixos — Κάτω Χώρες - PTU dos Países Baixos — ΥΧΕ των Κάτω Χωρών - regiões dos Países Baixos — περιφέρειες των Κάτω Χωρών - País Basco — Χώρα των Βάσκων - Pais de Gales, País De Gales — Ουαλία, Ουαλλία - Pays de la Loire — περιοχή του Λίγηρα - país dador — δότρια χώρα - país em desenvolvimento — αναπτυσσόμενες χώρες - países e territórios ultramarinos — Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη - Estado-membro — χώρα μέλος - país menos desenvolvido — λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες - país terceiro — τρίτες χώρες - abastecimento de armas — προμήθεια όπλων - pesca costeira — παράκτια αλιεία - pesca de água doce — αλιεία σε γλυκά ύδατα - pesca de alto mar — αλιεία ανοικτής θάλασσας - pesca marítima — θαλάσσια αλιεία - pescado rejeitado — απορριπτόμενα αλιεύματα - pesca tradicional — παραδοσιακή αλιεία - aprovisionamento energético — ενεργειακός ανεφοδιασμός - pedagogia moderna — νέα παιδαγωγική - pena de morte — θανατική ποινή - Peloponeso — Πελοπόννησος - barca, barcaça, bateira, batelão — βάρκα, μαούνα, φορτηγίδα - penúria alimentar — έλλειψη τροφίμων - perequação financeira — ανακατανομή των δημόσιων πόρων - aperfeiçoamento activo — ενεργητική τελειοποίηση - aperfeiçoamento passivo — παθητική τελειοποίηση - campanha de pesca — αλιευτική περίοδος - período de transição CE — μεταβατική περίοδος ΕΚ - carta de condução — άδεια οδήγησης - carta de condução europeia — ευρωπαϊκή άδεια οδήγησης - licença de construção — άδεια δόμησης - autorização de pesca — ειδική άδεια αλιείας - licença de trabalho — άδεια εργασίας - Peru — Περού - personalização do poder — προσωποποίηση της εξουσίας - pessoa idosa — ηλικιωμένος - pessoa divorciada — διαζευγμένοι - pessoa casada — έγγαμος - Arábia Saudita — Σαουδική Αραβία - pessoa separada — σύζυγος εν διαστάσει - pessoa só — μοναχικό άτομο - pessoa viúva — χήρος - pessoal de terra — προσωπικό εδάφους - pessoal CE de categoria A — προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Α - amendoim — αραχίδα - pessoal CE de categoria B — προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Β - pessoal CE de categoria C — προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Γ - pessoal CE de categoria D — προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Δ - condutor — οδηγοί - pessoal dos transportes — προσωπικό των μεταφορών - tripulação — προσωπικό πληρώματος - pessoal penitenciário — προσωπικό σωφρονιστικών καταστημάτων - prejuízo financeiro — χρηματοοικονομική ζημία - peste animal — πανώλης των ζώων - pequena empresa — μικρή επιχείρηση - pequenas e médias empresas — μικρομεσαίες επιχειρήσεις - pequena exploração agrícola — μικρή γεωργική εκμετάλλευση - vila — κωμόπολη - Pequenas Antilhas — Μικρές Αντίλλες - petição — αναφορά - petroquímica — πετροχημική βιομηχανία - farmacologia — φαρμακευτική - Filipinas — Φιλιππίνες - filosofia política — πολιτική φιλοσοφία - arbitragem financeira — οικονομική πρόκριση συναλλαγής - fósforo — φωσφόρος - fotoquímica — φωτοχημεία - pilha fotovoltaica — φωτοβολταϊκή στήλη - fisiologia do trabalho — φυσιολογία της εργασίας - física nuclear — πυρηνική φυσική - Picardia — Πικαρδία - peça avulsa — ανταλλακτικά - Piemonte — Πεδεμόντιο - arbitragem internacional — διεθνής διαιτησία - pedra preciosa — πολύτιμος λίθος - pirataria — πειρατεία - piscicultura — ιχθυοτροφία - aplicação de capitais — τοποθέτηση κεφαλαίων - máximo tarifário — ανώτατο όριο δασμού - arbitragem política — πολιτική διαιτησία - planície — πεδιάδα - plano anticrise — σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης - plano de urbanização — πολεοδομικό σχέδιο - Plano de Colombo — Σχέδιο του Κολόμπο - plano de desenvolvimento — αναπτυξιακό πρόγραμμα - plano de financiamento — σχέδιο χρηματοδότησης - plâncton — πλαγκτόν - arboricultura — δενδροκομία - planeamento da educação — προγραμματισμός της εκπαίδευσης - planeamento familiar — οικογενειακός προγραμματισμός - planeamento da produção — σχεδιασμός της παραγωγής - planeamento dos transportes — προγραμματισμός των μεταφορών - planeamento do mercado — σχεδιασμός της αγοράς - planeamento económico — οικονομικός προγραμματισμός - planeamento financeiro — χρηματοοικονομικός σχεδιασμός - planeamento industrial — βιομηχανικός σχεδιασμός - planeamento nacional — εθνικός προγραμματισμός - planeamento regional — περιφερειακός προγραμματισμός - planeamento sectorial — προγραμματισμός κατά τομέα - plântula — δενδρύλλιο - planta aquática — υδρόβιο φυτό - planta forrageira — κτηνοτροφικό φυτό - planta industrial — βιομηχανικό φυτό - planta oleaginosa — ελαιούχο φυτό - conífera — ρητινώδη - planta tuberosa — σκαλιστικό φυτό - planta têxtil — κλωστικό φυτό - planta tropical — τροπικό φυτό - cultura sob plástico — καλλιέργεια υπό κάλυψη - plastificante — πλαστικοποιητής - prancha — πλατέα - programa político — πολιτικό πρόγραμμα - plataforma continental — υφαλοκρηπίδα - platina — λευκόχρυσος - gesso — γύψος - árvore folhosa — φυλλοβόλο - pleno emprego — πλήρης απασχόληση - plutónio — πλουτώνιο - pneu — πνευστό ελαστικό επίσωτρο - PNUDI — UNDP - PNUA — UNEP - pesos e dimensões — βάρος και διαστάσεις - centros comerciais, comércio, ponto de venda, shopping, shopping center — εμπορικό κατάστημα, πρατήριο - peixe — ψάρι - peixe de água doce — ψάρι γλυκού νερού - peixe de água salgada — θαλάσσιο ψάρι - peixe fresco — νωπό ψάρι - polícia — αστυνομία - polícia judiciária — υπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος - política agrícola — γεωργική πολιτική - Política Agrícola Comum — Κοινή Γεωργική Πολιτική - política agrícola nacional — εθνική γεωργική πολιτική - política agrícola regional — περιφερειακή γεωργική πολιτική - política alimentar — επισιτιστική πολιτική - política bancária — τραπεζική πολιτική - política orçamental — δημοσιονομική πολιτική - política comercial — εμπορική πολιτική - política comercial comum — κοινή εμπορική πολιτική - política comunitária — κοινοτική πολιτική - acordo de limitação — συμφωνία περιορισμού - Arqueologia — αρχαιολογία - política comunitária do emprego — κοινοτική πολιτική απασχόλησης - política comum da pesca — Κοινή Αλιευτική Πολιτική - política comum de preços — κοινή πολιτική τιμών - política comum dos transportes — κοινή πολιτική μεταφορών - política conjuntural — συγκυριακή πολιτική - política cultural — πολιτιστική πολιτική - política de ajuda — πολιτική παροχής βοήθειας - política de austeridade — πολιτική λιτότητας - política de intervenção — παρεμβατική πολιτική - política de investimento — επενδυτική πολιτική - política de defesa — αμυντική πολιτική - política de desenvolvimento — αναπτυξιακή πολιτική - política de financiamento — χρηματοδοτική πολιτική - política da educação — εκπαιδευτική πολιτική - política do emprego — πολιτική απασχόλησης - política da empresa — πολιτική της επιχείρησης - política do ambiente — περιβαλλοντική πολιτική - arquitectura — αρχιτεκτονική - política de informação — πολιτική της πληροφόρησης - política da comunicação — πολιτική της επικοινωνίας - política da concorrência — πολιτική του ανταγωνισμού - política da construção — πολιτική κτιριακών έργων - política da pesca — αλιευτική πολιτική - política da produção agrícola — πολιτική γεωργικής παραγωγής - política de investigação — πολιτική έρευνας - política de saúde — πολιτική για την υγεία - política de natalidade — πολιτική γεννήσεων - política de produção — πολιτική της παραγωγής - arquitectura solar — ηλιακή αρχιτεκτονική - política de apoio — πολιτική στήριξης - política demográfica — δημογραφική πολιτική - política de blocos — πολιτική των συνασπισμών - política cambial — συναλλαγματική πολιτική - política das exportações — πολιτική εξαγωγών - política das importações — πολιτική εισαγωγών - política de preços — πολιτική τιμών - política salarial — μισθολογική πολιτική - arquivo — αρχείο - política das estruturas agrícolas — πολιτική γεωργικών διαρθρώσεων - política dos transportes — πολιτική μεταφορών - política de crédito — πιστωτική πολιτική - política da habitação — στεγαστική πολιτική - política energética — ενεργειακή πολιτική - política europeia de defesa — ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική - política externa — εξωτερική πολιτική - política familiar — οικογενειακή πολιτική - política financeira — χρηματοπιστωτική πολιτική - política fiscal — φορολογική πολιτική - política florestal — δασική πολιτική - política governamental — κυβερνητική πολιτική - política industrial — βιομηχανική πολιτική - política interna — εσωτερική πολιτική - política migratória — μεταναστευτική πολιτική - política monetária — νομισματική πολιτική - política monetária agrícola — γεωργονομισματική πολιτική - política portuária — λιμενική πολιτική - política portuária comum — κοινή λιμενική πολιτική - prata — άργυρος - política regional — περιφερειακή πολιτική - política regional comunitária — κοινοτική περιφερειακή πολιτική - política social — κοινωνική πολιτική - política estrutural — διαρθρωτική πολιτική - política pautal — δασμολογική πολιτική - política pautal comum — κοινή δασμολογική πολιτική - poluente atmosférico — ατμοσφαιρικοί ρύποι - poluente da água — ρύποι του νερού - Argentina — Αργεντινή - poluição sonora — ηχορύπανση - poluição atmosférica — ατμοσφαιρική ρύπανση - poluição química — χημική ρύπανση - poluição de origem telúrica — ρύπανση χερσαίας προέλευσης - poluição da água — ρύπανση των υδάτων - poluição dos alimentos — ρύπανση των τροφίμων - poluição costeira — ρύπανση των ακτών - poluição dos cursos de água — ρύπανση των υδάτινων ρευμάτων - poluição do solo — ρύπανση του εδάφους - poluição marítima — ρύπανση της θάλασσας - cultura em zonas áridas — ξηροκαλλιέργεια - poluição orgânica — ρύπανση από οργανικές ουσίες - poluição pela agricultura — ρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα - poluição radioactiva — ραδιενεργός ρύπανση - poluição estratosférica — ρύπανση της στρατόσφαιρας - poluição térmica — θερμική ρύπανση - poluição transfronteiriça — διαμεθοριακή ρύπανση - Polónia — Πολωνία - policultura — πολυκαλλιέργεια - polímero — πολυμερή - Polinésia — Πολυνησία - Polinésia Francesa — Γαλλική Πολυνησία - população activa agrícola — ενεργός γεωργικός πληθυσμός - população activa ocupada — απασχολούμενος οικονομικά ενεργός πληθυσμός - população em idade de trabalhar — πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης - população não-activa — οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός - acordo de pesca — συμφωνία αλιείας - arma química — χημικά όπλα - população rural — αγροτικός πληθυσμός - população urbana — αστικός πληθυσμός - porto de pesca — αλιευτικό λιμάνι - Porto Rico — Πόρτο Ρίκο - Portugal — Πορτογαλία - regiões de Portugal — περιφέρειες της Πορτογαλίας - posição dominante — δεσπόζουσα θέση - correios e telecomunicações — ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες - arma convencional — συμβατικά όπλα - potássio — κάλιο - potencial de desenvolvimento — αναπτυξιακό δυναμικό - Púglia — Απουλία - sirgagem — ώθηση φορτηγίδων - poeira — σκόνη - poder político — πολιτική εξουσία - poder orçamental — αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού - poder de apreciação — εξουσία εκτίμησης - poder de execução — εξουσία εκτέλεσης - poder de iniciativa — εξουσία πρωτοβουλίας - poder de controlo — εξουσία ελέγχου - poder de decisão — εξουσία λήψεως αποφάσεων - poder de negociação — διαπραγματευτική εξουσία - poder de ratificação — κυρωτική εξουσία - poder discricionário — διακριτική εξουσία - poder executivo — εκτελεστική εξουσία - poder judicial — δικαστική εξουσία - poder legislativo — νομοθετική εξουσία - poder regulamentar — κανονιστική εξουσία - poderes públicos — δημόσιες αρχές - pré-embalagem — προσυσκευασία - preferências generalizadas — γενικευμένες προτιμήσεις - direito nivelador agrícola — γεωργική εισφορά - direito nivelador CECA — εισφορά ΕΚΑΧ - primeiro emprego — πρώτη απασχόληση - arma nuclear — πυρηνικά όπλα - mobilização do solo — προετοιμασία του εδάφους - prescrição da pena — παραγραφή της ποινής - presidente da assembleia — Πρόεδρος του Κοινοβουλίου - imprensa, jornal, jornalismo — Τύπος, τύπος - imprensa política — πολιτικός Τύπος - pensão de sobrevivência — παροχή επιζώντων - prestação de serviços — παροχή υπηρεσιών - arma nuclear táctica — τακτικά πυρηνικά όπλα - prestação social — κοινωνική παροχή - empréstimo BEI — δάνειο ΕΤΕ - empréstimo CECA — δάνειο ΕΚΑΧ - empréstimo comunitário concedido — παροχή κοινοτικού δανείου - empréstimo Euratom — δάνειο Ευρατόμ - prevenção da poluição — πρόληψη της ρύπανσης - previsão a curto prazo — βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη - previsão a longo prazo — μακροπρόθεσμη πρόβλεψη - previsão a médio prazo — μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη - estimativa orçamental — δημοσιονομική πρόβλεψη - previsão económica — οικονομική πρόβλεψη - primado do direito — υπεροχή του δικαίου - primado do direito comunitário — υπεροχή του κοινοτικού δικαίου - prémio salarial — προσαυξήσεις μισθού - prémio de abate — πριμοδότηση σφαγής - subsídio de arranque — πριμοδότηση εκρίζωσης - prémio de não-comercialização — πριμοδότηση μη εμπορίας - prémio de armazenagem — πριμοδότηση αποθεματοποίησης - legumes e frutos temporãos — πρώιμα οπωροκηπευτικά - princípio do poluidor-pagador — αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» - prioridade económica — οικονομική προτεραιότητα - forças armadas — στρατός - tomada de decisão — λήψη απόφασης - preso político — πολιτικός κρατούμενος - privação de direitos — στέρηση των δικαιωμάτων - preço dentro do intervalo de variação — τιμή ψαλίδας - preço à exportação — τιμή εξαγωγής - preço à importação — τιμή εισαγωγής - preço de consumo — τιμή καταναλωτή - forças armadas profissionais — επαγγελματικός στρατός - preço no produtor — τιμή παραγωγού - preço agrícola — γεωργικές τιμές - preço alimentar — τιμή τροφίμων - preço CIF — τιμή CIF - preço de compra — τιμή αγοράς - preço-comporta — τιμή ανάσχεσης - preço de intervenção — τιμή παρέμβασης - preço de objectivo — τιμή στόχου - acordo de preços — συμφωνία σε θέματα τιμών - armamento — εξοπλισμοί - preço de oferta — τιμή προσφοράς - preço de orientação — τιμή προσανατολισμού - preço de base — τιμή βάσης - preço de desencadeamento — τιμή ενεργοποίησης - preço de retalho — λιανική τιμή - preço por grosso — χονδρική τιμή - preço da energia — τιμή ενεργείας - preço da terra — τιμή γης - preço de mercado — αγοραία τιμή - preço de referência — τιμή αναγωγής - aromatizante — αρωματική ουσία - preço de retirada do mercado — τιμή απόσυρσης - preço de custo — τιμή κόστους - preço-limiar — τιμή κατωφλίου - preço de sustentação — τιμή στήριξης - preço de estacionamento — τέλη στάθμευσης - preço de venda — τιμή πώλησης - preço dos produtos de base — τιμή βασικών προϊόντων - preço discriminatório — τιμή που εισάγει διάκριση - preço do arrendamento rural — αγρομίσθωμα - preço no mercado mundial — τιμή της διεθνούς αγοράς - preço preestabelecido — προκαθορισμένη τιμή - preço FOB — τιμή «ελεύθερο στο κατάστρωμα» - preço franco-fronteira — τιμή «ελεύθερο στα σύνορα» - preço gatilho — τιμή σκανδάλης - preço garantido — εγγυημένη τιμή - preço fixado — επιβαλλόμενη τιμή - preço indicativo — ενδεικτική τιμή - preço de fábrica — βιομηχανική τιμή - preço livre — ελεύθερη τιμή - preço máximo — μέγιστη τιμή - irrigação — άρδευση - preço mínimo — ελάχιστη τιμή - preço mínimo garantido — ελάχιστη εγγυημένη τιμή - preço médio — μέση τιμή - preço preferencial — προτιμησιακή τιμή - preço reduzido — μειωμένη τιμή - preço incluindo portes — τιμή παράδοσης - preço representativo — αντιπροσωπευτική τιμή - artes — τέχνες - preço representativo de mercado — αντιπροσωπευτική αγοραία τιμή - problema social — κοινωνικά προβλήματα - problema urbano — προβλήματα της πόλης - processo químico — χημικές διεργασίες - processo eléctrico — ηλεκτρικές διεργασίες - processo físico — φυσικές διεργασίες - processo administrativo — διοικητική δικονομία - processo anti-subvenção — διαδικασία κατά των επιδοτήσεων - arte popular — λαϊκή τέχνη - tramitação orçamental — διαδικασία του προϋπολογισμού - processo civil — πολιτική δικονομία - processo disciplinar — πειθαρχική διαδικασία - processo legislativo — νομοθετική διαδικασία - processo parlamentar — κοινοβουλευτική διαδικασία - processo penal — ποινική διαδικασία - Médio Oriente — Μέση και Εγγύς Ανατολή - artigo para oferta — είδη δώρων - produção em cadeia — παραγωγή εν σειρά - produção agrícola — γεωργική παραγωγή - produção alimentar — παραγωγή τροφίμων - produção animal — ζωική παραγωγή - produção artesanal — βιοτεχνική παραγωγή - produção comunitária — κοινοτική παραγωγή - produção contínua — συνεχής παραγωγή - produção de energia — παραγωγή ενέργειας - produção de hidrogénio — παραγωγή υδρογόνου - produção pesqueira — αλιεύματα - produção deficitária — ελλειμματική παραγωγή - produção industrial — βιομηχανική παραγωγή - produção mundial — παγκόσμια παραγωγή - produção nacional — εθνική παραγωγή - produção vegetal — φυτική παραγωγή - produtividade, rendimento (economia) — παραγωγικότητα - produtividade agrícola — γεωργική παραγωγικότητα - artigo de decoração — είδη διακόσμησης - produtividade da terra — παραγωγικότητα των γαιών - produtividade do trabalho — παραγωγικότητα της εργασίας - produto à base de cereais — προϊόν με βάση τα σιτηρά - produto à base de frutos — προϊόν με βάση τα φρούτα - produto à base de legumes — προϊόν με βάση τα λαχανικά - produto à base de peixe — προϊόν με βάση το ψάρι - produto à base de açúcar — προϊόν με βάση τη ζάχαρη - produto alimentar complexo — σύνθετο προϊόν διατροφής - produto animal — ζωικό προϊόν - produto à base de carne — προϊόν κρέατος - produto químico inorgânico — ανόργανο χημικό προϊόν - produto concentrado — συμπυκνωμένο προϊόν - produto embalado — τυποποιημένο προϊόν - produto congelado — κατεψυγμένο προϊόν - produto cosmético — καλλυντικά προϊόντα - artigo desportivo — αθλητικά είδη - material de embalagem — προϊόντα συσκευασίας - produto de limpeza — προϊόν συντήρησης - produto de base — προϊόν βάσεως - produto de confeitaria — ζαχαροπλαστικό προϊόν - produto de grande consumo — προϊόν ευρείας κατανάλωσης - produto de substituição — υποκατάστατο προϊόν - produto desidratado — αφυδατωμένο προϊόν - produto dietético — διαιτητικό προϊόν - produto em madeira — προϊόν ξυλείας - artigo de toucador — είδη υγιεινής - produto a granel — προϊόν χύδην - produto fumado — καπνιστό προϊόν - produto industrial — βιομηχανικό προϊόν - produto inflamável — εύφλεκτο προϊόν - produto instantâneo — στιγμιαίο προϊόν - produto irradiado — ακτινοβολημένο προϊόν - lacticínio — γαλακτοκομικό προϊόν - produto liofilizado — λυοφιλισμένο προϊόν - produto manufacturado — μεταποιημένο προϊόν - produto metálico — μεταλλικό προϊόν - produto mineiro — μεταλλευτικό προϊόν - produto nacional — εθνικό προϊόν - produto nacional bruto — ακαθάριστο εθνικό προϊόν - produto novo — νέο προϊόν - produto originário — προϊόν καταγωγής - produto petrolífero — προϊόν πετρελαίου - produto farmacêutico — φαρμακευτικό προϊόν - artigo doméstico — οικιακά είδη - produto proteico — πρωτεϊνούχο προϊόν - produto reconstituído — ανασυσταμένο προϊόν - produto refrigerado — προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη - produto regional bruto — ακαθάριστο περιφερειακό προϊόν - produto salgado — αλίπαστο προϊόν - produto semimanufacturado — ημικατεργασμένο προϊόν - produto sensível — ευαίσθητο προϊόν - produto ultracongelado — προϊόν ταχείας κατάψυξης - produto têxtil — κλωστοϋφαντουργικό προϊόν - artesão — βιοτέχνης - produto veterinário — κτηνιατρικά προϊόντα - profissão comercial — εμπορικά επαγγέλματα - profissão financeira — χρηματιστηριακά επαγγέλματα - profissão médica — επαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας - profissão paramédica — παραϊατρικό επάγγελμα - PAM — ΠΕΠ - programa de acção — πρόγραμμα δράσης - programa de ajuda — πρόγραμμα ενισχύσεων - programa de ensino — πρόγραμμα διδασκαλίας - programa de investigação — πρόγραμμα έρευνας - programa eleitoral — εκλογικό πρόγραμμα - progresso científico — επιστημονική πρόοδος - projecto de investimento — επενδυτικό σχέδιο - projecto de orçamento — σχέδιο προϋπολογισμού - projecto de investigação — ερευνητικό σχέδιο - projecto industrial — βιομηχανικό πρόγραμμα - promoção comercial — εμπορική προώθηση - promoção das trocas — προώθηση των συναλλαγών - promoção do investimento — προώθηση των επενδύσεων - promoção imobiliária — εργολαβία οικοδομών - promoção profissional — επαγγελματική εξέλιξη - propaganda eleitoral — προεκλογική προπαγάνδα - proposta CE — πρόταση ΕΚ - proposta de lei — πρόταση νόμου - propriedade pública — δημόσια περιουσία - propriedade fundiária — έγγειος ιδιοκτησία - propriedade rústica — έγγειος γεωργική ιδιοκτησία - propriedade imobiliária — ακίνητη περιουσία - propriedade industrial — βιομηχανική ιδιοκτησία - propriedade intelectual — πνευματική ιδιοκτησία - Aruba — Αρούμπα - prospecção mineira — μεταλλευτική έρευνα - prostituição — πορνεία - protecção contra o ruído — προστασία από τους θορύβους - protecção do ambiente — προστασία του περιβάλλοντος - protecção da fauna — προστασία της πανίδας - protecção da flora — προστασία της χλωρίδας - protecção da vida privada — προστασία της ιδιωτικής ζωής - AEE — ESA - protecção dos animais — προστασία των ζώων - protecção dos sócios — προστασία των εταίρων - protecção das comunicações — προστασία των επικοινωνιών - protecção das liberdades — προάσπιση των ελευθεριών - protecção das minorias — προστασία των μειονοτήτων - protecção diplomática — διπλωματική προστασία - protecção do consumidor — προστασία του καταναλωτή - acordo de especialização — συμφωνία ειδίκευσης - protecção do mercado — προστασία της αγοράς - protecção do património — προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς - protecção da paisagem — προστασία του τοπίου - protecção do solo — προστασία του εδάφους - protecção materno-infantil — προστασία μητρότητας και παιδιών - proteína animal — ζωική πρωτεΐνη - proteína do leite — πρωτεΐνη γάλακτος - Ásia do Sul — Νότια Ασία - proteína vegetal — φυτική πρωτεΐνη - protocolo de acordo — πρωτόκολλο συμφωνίας - Protocolo do Açúcar — πρωτόκολλο ζάχαρης - protótipo — πρωτότυπο - psicologia do trabalho — ψυχολογία της εργασίας - publicação — δημοσιεύσεις - publicação comunitária — κοινοτικές εκδόσεις - publicação da lei — δημοσίευση νόμου - publicidade — διαφήμιση - publicidade abusiva — παραπλανητική διαφήμιση - publicidade das contas — δημοσιότητα των λογαριασμών - publicidade das tarifas — ανακοίνωση τιμολογίων - Qatar — Κατάρ - asilo político — πολιτικό άσυλο - qualificação profissional — επαγγελματικά προσόντα - qualidade do ambiente — ποιότητα του περιβάλλοντος - qualidade de vida — ποιότητα ζωής - qualidade do produto — ποιότητα του προϊόντος - quantidade de pescado desembarcado — εκφορτωθείσα ποσότητα - categoria social desfavorecida — μειονεκτούσα κοινωνική κατηγορία - pergunta escrita — γραπτή ερώτηση - pergunta oral — προφορική ερώτηση - pergunta parlamentar — κοινοβουλευτική ερώτηση - saneamento — εξυγίανση - quórum — απαρτία - quota de pesca — αλιευτικές ποσοστώσεις - quociente eleitoral — εκλογικό μέτρο - radiações, radioactividade — ραδιενέργεια - radioprotecção — προστασία από τη ραδιενέργεια - Assembleia Geral ONU — Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ - refinação de petróleo — διύλιση πετρελαίου - refinação de açúcar — διύλιση ζάχαρης - uva — σταφύλι - firma comercial — εταιρική επωνυμία - repatriação de capitais — επαναπατρισμός κεφαλαίων - relação agricultura-comércio — σχέση γεωργίας-εμπορίου - relação agricultura-indústria — σχέση γεωργίας-βιομηχανίας - relatório de actividade — έκθεση δραστηριοτήτων - relatório de comissão parlamentar — έκθεση επιτροπής - relatório de investigação — έκθεση έρευνας - aproximação das legislações — προσέγγιση των νομοθεσιών - aproximação de políticas — προσέγγιση των πολιτικών - Ras al Khaimah — Ρας αλ Καϊμά - matéria colectável — φορολογική βάση - ratificação de acordo — κύρωση συμφωνίας - rácio — λόγος μεγεθών - reactor nuclear — πυρηνικός αντιδραστήρας - reconversão profissional — επαγγελματική αναπροσαρμογή - rearmamento — επανεξοπλισμός - resseguro — αντασφάλιση - recenseamento da população — απογραφή του πληθυσμού - assistência em formação — εκπαιδευτική βοήθεια - recessão económica — οικονομική ύφεση - receita — έσοδα - receita de exportação — έσοδα από εξαγωγές - admissibilidade — παραδεκτό - investigação — έρευνα - investigação agronómica — γεωπονική έρευνα - investigação aplicada — εφαρμοσμένη έρευνα - investigação energética — ενεργειακή έρευνα - pesquisa documental — τεκμηριωτική έρευνα - investigação ecológica — έρευνα για το περιβάλλον - investigação florestal — δασική έρευνα - investigação haliêutica — αλιευτική έρευνα - investigação industrial — βιομηχανική έρευνα - investigação médica — ιατρική έρευνα - investigação científica — επιστημονική έρευνα - recomendação — σύσταση - recomendação comunitária — κοινοτική σύσταση - acordo económico — οικονομική συμφωνία - mutualidade social — ταμείο αλληλοβοήθειας - recomendação CECA — σύσταση ΕΚΑΧ - recomendação CEEA — σύσταση ΕΚΑΕ - reconhecimento dos diplomas — αναγνώριση διπλωμάτων - reconstrução económica — οικονομική ανασυγκρότηση - reconversão para horticultura — μετατροπή στη δενδροκηποκομία - reconversão de gado — μετατροπή αγέλης - reconversão industrial — βιομηχανική μετατροπή - reconversão leite-carne — μετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή - reconversão da produção — μετατροπή της παραγωγής - acções e recursos — διοικητική προσφυγή - recurso de anulação — προσφυγή ακυρώσεως - acção por omissão — προσφυγή επί παραλείψει - acção por incumprimento — προσφυγή επί παραβάσει - associação — ένωση - recuperação de energia — ανάκτηση ενεργείας - reciclagem de capitais — ανακύκλωση κεφαλαίων - reciclagem de resíduos — ανακύκλωση αποβλήτων - redução de forças — μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων - planta medicinal — φαρμακευτικό φυτό - óleo de soja — σογιέλαιο - óleo de girassol — ηλιέλαιο - carne de caça — κρέας θηραμάτων - carne de coelho — κρέας κουνελιού - óleo de milho — αραβοσιτέλαιο - redução pautal — δασμολογική μείωση - leite em pó desnatado — αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη - redesconto — αναπροεξόφληση - revalorização — ανατίμηση του νομίσματος - reexportação — επανεξαγωγή - produto seco — αποξηραμένο προϊόν - agente de textura — βελτιωτικό υφής - procedimento cautelar — ασφαλιστικά μέτρα - ajuda à agricultura — γεωργικές ενισχύσεις - preferência comunitária — κοινοτική προτίμηση - reforma administrativa — διοικητική μεταρρύθμιση - reforma da PAC — μεταρρύθμιση της ΚΓΠ - reforma agrária — αγροτική μεταρρύθμιση - regulamentação da produção agrícola — κανονιστικές ρυθμίσεις της γεωργικής παραγωγής - reforma do ensino — εκπαιδευτική μεταρρύθμιση - quota agrícola — γεωργικές ποσοστώσεις - limiar de garantia — κατώφλι εγγύησης - produção agrícola alternativa — εναλλακτική γεωργική παραγωγή - taxa sobre as matérias gordas — φόρος λιπαρών ουσιών - reforma fundiária — εδαφομεταρρύθμιση - zona agrícola desfavorecida — μειονεκτική γεωργική περιοχή - agricultora — αγρότισσα - jovem agricultor — νεαρός αγρότης - reforma judiciária — μεταρρύθμιση οργανισμού των δικαστηρίων - agrupamento de explorações agrícolas — ομάδες εκμεταλλεύσεων - ficha de exploração agrícola — δελτίο γεωργικής εκμετάλλευσης - raiva — λύσσα - produção leiteira — γαλακτοπαραγωγή - substituto cerealífero — υποκατάστατα δημητριακών - refugiado político — πολιτικός πρόσφυγας - grupo florestal — δασικός συνεταιρισμός - recusa de oferta — άρνηση προσφοράς - produção de madeira — παραγωγή ξυλείας - propriedade florestal — δασική ιδιοκτησία - floresta estatal — δάση του δημοσίου - floresta privada — ιδιωτικά δάση - recusa de venda — άρνηση πώλησης - conquicultura — οστρακοκαλλιέργεια - produção aquícola — παραγωγή υδατοκαλλιέργειας - licença de pesca — άδεια αλιείας - regime autoritário — αυταρχικό καθεστώς - regime de ajuda — καθεστώς ενισχύσεων - cisão de empresas — διάσπαση επιχείρησης - empresa transnacional — διεθνική επιχείρηση - compra em exclusividade — αποκλειστική αγορά - empresa de interesse público — επιχείρηση κοινού συμφέροντος - distribuição selectiva — επιλεκτική διανομή - regime de propriedade do solo — καθεστώς γεωκτησίας - correio electrónico — ηλεκτρονικό ταχυδρομείο - fluxo de dados transfronteiriço — διαμεθοριακή ροή δεδομένων - meios de comunicação comerciais — εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας - regime económico — οικονομικό σύστημα - meios de comunicação locais — τοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας - meios de comunicação privados — ιδιωτικό μέσο μαζικής επικοινωνίας - regime militar — στρατιωτικό καθεστώς - rede de transmissão — δίκτυο διαβίβασης - teleconferência — τηλεδιάσκεψη - televisão europeia — ευρωπαϊκή τηλεόραση - regime parlamentar — κοινοβουλευτικό πολίτευμα - televisão sujeita a pagamento — τηλεοπτικά τέλη - videotexto — βιντεογραφία - informática doméstica — οικιακές εφαρμογές της πληροφορικής - memorização de dados — αποθήκευση δεδομένων - regime político — πολίτευμα - informática aplicada — εφαρμοσμένη πληροφορική - criminalidade informática — εγκληματικότητα στον τομέα της πληροφορικής - direito da informática — δίκαιο της πληροφορικής - Jornal Oficial UE — Επίσημη Εφημερίδα των ΕΕ - pirataria informática — πειρατεία πληροφορικής - região agrícola — γεωργική περιοχή - controlo do escrutínio — έλεγχος εκλογών - acumulação de mandatos — συγκέντρωση αξιωμάτων - resultado eleitoral — εκλογικό αποτέλεσμα - delegação de poderes — εκχώρηση εξουσίας - região de Bruxelas-Capital — περιφέρεια Βρυξελλών - delegação parlamentar — κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία - maioridade eleitoral — εκλογική ενηλικιότητα - federalismo — ομοσπονδιακό σύστημα - região litoral — παράκτια περιοχή - plebiscito — δημοψήφισμα εμπιστοσύνης - repartição dos votos — κατανομή των ψήφων - poder consultivo — συμβουλευτική εξουσία - região de desenvolvimento — περιοχή ανάπτυξης - poder de nomeação — εξουσία διορισμού - privilégio parlamentar — προνόμιο - partido radical — ριζοσπαστικό κόμμα - região montanhosa — ορεινή περιοχή - região desfavorecida — μειονεκτική περιφέρεια - desaparecimento forçado — εξαφανισθέντες - minoria política — κόμματα της μειοψηφίας - controlo de polícia — αστυνομικοί έλεγχοι - protecção civil — πολιτική άμυνα - região económica — οικονομική περιφέρεια - voto por delegação — ψήφος δι' αντιπροσώπου - joint venture — κοινoπραξία - região flamenga — περιφέρεια Φλάνδρας - executivo — όργανα εκτελεστικής εξουσίας - programa de governo — κυβερνητικό πρόγραμμα - região fronteiriça — παραμεθόρια περιοχή - apoio do mercado — στήριξη της αγοράς - reconversão económica — οικονομική μετατροπή - região industrial — βιομηχανική περιοχή - ajuda à reconversão — ενισχύσεις μετατροπής - ajuda à reestruturação — ενισχύσεις αναδιάρθρωσης - ajuda ao escoamento — ενίσχυση διάθεσης - ajuda à indústria — ενισχύσεις στη βιομηχανία - redistribuição do rendimento — αναδιανομή του εισοδήματος - região mediterrânica CE — μεσογειακή περιφέρεια ΕΚ - ajuda aos refugiados — βοήθεια στους πρόσφυγες - ajuda aos sinistrados — βοήθεια στα θύματα καταστροφών - ajuda ao desenvolvimento — αναπτυξιακή βοήθεια - região prioritária — περιφέρεια με προτεραιότητα - região rural — αγροτική περιοχή - novo país industrializado — νέες βιομηχανικές χώρες - região turística — τουριστική περιοχή - economia social — κοινωνική οικονομία - contabilidade económica agrícola — γεωργικοί λογαριασμοί - região da Valónia — περιφέρεια Βαλλωνίας - estudo de impacto — μελέτη επιπτώσεων - consequências económicas — οικονομικές συνέπειες - processo de concertação — διαδικασία συνεννοήσεως - regionalização — περιφερειοποίηση - veículo pesado — μεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας - transporte espacial — διαστημικές μεταφορές - regionalização das trocas — περιφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών - instalação espacial — δορυφορικός σταθμός - aluguer de veículos — μίσθωση οχήματος - localização dos transportes — γεωγραφικός προσδιορισμός των μεταφορών - regulamento — κανονισμός - licença de navegação — άδεια ναυσιπλοΐας - custo do transporte — μεταφορικά - regulamento comunitário — κοινοτικός κανονισμός - homologação das tarifas — έγκριση τιμολογίων - tráfego portuário — κίνηση λιμένων - regulamento CEEA — κανονισμός ΕΚΑΕ - controlo da circulação — έλεγχος της κυκλοφορίας - quota de transporte — ποσοστώσεις μεταφορών - mercado dos transportes — αγορά των μεταφορών - matrícula do veículo — ταξινόμηση οχήματος - documentação do veículo — έγγραφα του οχήματος - resolução de diferendos — διευθέτηση των διαφορών - duração do transporte — διάρκεια μεταφοράς - transporte a grande velocidade — μεταφορές μεγάλης ταχύτητας - documento de transporte — έγγραφα μεταφοράς - tempo de condução — διάρκεια οδήγησης - controlo técnico — τεχνικός έλεγχος - agência de viagens — τουριστικό πρακτορείο - regulamento financeiro — δημοσιονομικός κανονισμός - contrato de transporte — σύμβαση μεταφοράς - sócio — εταίρος - liquidação judicial — δικαστικός διακανονισμός - regulamentação comercial — κανόνες του εμπορίου - regulamentação urbanística — πολεοδομικές ρυθμίσεις - linha aérea — αερογραμμή - trânsito por estrada — οδική κυκλοφορία - regulamentação da caça — διατάξεις περί θήρας - política marítima — ναυτιλιακή πολιτική - conferência marítima — ναυτιλιακή διάσκεψη - regulamentação da circulação — κυκλοφοριακές διατάξεις - imersão de resíduos — καταβύθιση αποβλήτων - regulamentação da construção — οικοδομικός κανονισμός - veículo não poluente — μη ρυπαίνοντα οχήματα - exploração dos fundos marinhos — εκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα - substituição dos recursos — αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - impacto ambiental — επίπτωση στο περιβάλλον - vigilância do ambiente — επίβλεψη του περιβάλλοντος - prevenção anti-sísmica — προληπτικά αντισεισμικά μέτρα - protecção do litoral — προστασία των ακτών - regulamentação da velocidade — καθορισμός ορίων ταχύτητας - gestão das águas — διαχείριση των υδάτων - regulamentação de acordos e práticas concertadas — έλεγχος των συμπράξεων - meio geofísico — γεωφυσικό περιβάλλον - água estagnada — στάσιμα ύδατα - regulamentação do investimento — κανόνες επενδύσεων - espécie marinha — θαλάσσια είδη - vida selvagem — είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας - seguro — ασφάλιση - regulamentação de preços — ρύθμιση των τιμών - recursos vegetais — φυτικοί πόροι - calamidade agrícola — γεωργική καταστροφή - regulamentação aduaneira — τελωνειακοί κανόνες - erosão — διάβρωση εδάφους - poluição automóvel — ρύπανση από τα αυτοκίνητα - regulamentação dos transportes — συγκοινωνιακές διατάξεις - poluição pelos hidrocarbonetos — ρύπανση από υδρογονάνθρακες - poluição pelos metais — ρύπανση από μέταλλα - poluição pelos navios — ρύπανση από τα πλοία - poluição industrial — βιομηχανική ρύπανση - regularização do mercado — εξομάλυνση της αγοράς - direito nivelador à exportação — εισφορά κατά την εξαγωγή - direito nivelador à importação — εισφορά κατά την εισαγωγή - controlo da natalidade — έλεγχος των γεννήσεων - tráfico ilícito — παράνομη διακίνηση - organismo de intervenção — οργανισμός παρέμβασης - Nimexe — Nimexe - controlo de transacções — ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών - denominação de origem — ονομασία προέλευσης - regime aduaneiro suspensivo — καθεστώς τελωνειακής αναστολής - reimportação — επανεισαγωγή - reembolso dos direitos aduaneiros — επιστροφή τελωνειακών δασμών - reinserção escolar — σχολική επανένταξη - território aduaneiro CE — τελωνειακό έδαφος της ΕΚ - reinserção social — κοινωνική επανένταξη - documento único — ενιαίο έγγραφο - simplificação das formalidades — απλούστευση των διατυπώσεων - rejeição do orçamento — απόρριψη του προϋπολογισμού - especialização pautal — δασμολογική εξειδίκευση - relações comerciais — εμπορικές σχέσεις - acordo financeiro — χρηματοπιστωτική συμφωνία - seguro à exportação — ασφάλιση εξαγωγών - poluente térmico — αποβολή θερμότητας - trocas compensadas — συμψηφισμός συναλλαγών - exportação comunitária — κοινοτικές εξαγωγές - importação comunitária — κοινοτικές εισαγωγές - bens e serviços — αγαθά και υπηρεσίες - relançamento económico — αναθέρμανση της οικονομίας - relações bilaterais — διμερείς σχέσεις - bens de equipamento — κεφαλαιουχικό αγαθό - material usado — είδη ευκαιρίας - comércio integrado — ολοκληρωμένο εμπόριο - relações culturais — πολιτιστικές σχέσεις - consumo industrial — βιομηχανική κατανάλωση - consumo mundial — παγκόσμια κατανάλωση - merchandising — μερτσαντάιζινγκ - marketing — μάρκετινγκ - relações diplomáticas — διπλωματικές σχέσεις - manifestação comercial — εμπορική εκδήλωση - preço sem taxas incluídas — τιμή άνευ φόρων - relações do trabalho — εργασιακές σχέσεις - venda com prejuízo — πώληση επί ζημία - self-service — σέλφ-σέρβις - comércio associado — συνεργαζόμενο εμπόριο - comércio ambulante — πλανόδιο εμπόριο - comércio independente — ανεξάρτητο εμπόριο - cadeia de lojas — αλυσίδα καταστημάτων - relação escola-indústria — σχέσεις εκπαίδευσης-βιομηχανίας - mercado grossista nacional — κεντρικές αγορές - distribuidor comercial — εμπορικός διανομέας - relações económicas — οικονομικές σχέσεις - disponibilidade monetária — χρηματικά διαθέσιμα - relação Igreja-Estado — σχέσεις κράτους-εκκλησίας - seguro de acidentes — ασφάλιση ατυχημάτων - relações Leste-Oeste — σχέσεις Ανατολής-Δύσης - relações interindustriais — διαβιομηχανικές σχέσεις - crise monetária — νομισματική κρίση - relações interinstitucionais — διοργανικές σχέσεις - restrição cambial — συναλλαγματικοί περιορισμοί - relações internacionais — διεθνείς σχέσεις - crédito gratuito — άτοκη πίστωση - taxa de desconto — προεξοφλητικό επιτόκιο - controlo do crédito — πιστωτικός έλεγχος - relações interparlamentares — διακοινοβουλευτικές σχέσεις - relações intracomunitárias — ενδοκοινοτικές σχέσεις - fuga de capitais — διαφυγή κεφαλαίων - custo de transferência — πλασματική τιμολόγηση - relação legislativo-executivo — σχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας - financiamento a muito curto prazo — εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση - relações monetárias — νομισματική σχέση - financiamento da empresa — χρηματοδότηση της επιχείρησης - relações multilaterais — πολυμερείς σχέσεις - seguro de bens — ασφάλιση πραγμάτων - seguro de pessoas — ασφάλιση προσώπων - co-responsabilidade de seguro — συνασφάλιση - relação cidade-campo — σχέση πόλης-υπαίθρου - instituição de crédito — πιστωτικό ίδρυμα - banco industrial — βιομηχανική τράπεζα - banca electrónica — ηλεκτρονική τραπεζική συναλλαγή - seguro de acidente de trabalho — ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων - relações humanas — ανθρώπινες σχέσεις - controlo bancário — τραπεζικός έλεγχος - custos bancários — τραπεζικά έξοδα - crédito orçamental — πιστώσεις προϋπολογισμού - orçamento geral do Estado — γενικός προϋπολογισμός - finanças regionais — δημόσια οικονομικά περιφερειακής αυτοδιοίκησης - religião — θρησκεία - financiamento do orçamento comunitário — χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού - contribuição dos Estados-membros — συνεισφορές των κρατών μελών - remodelação ministerial — υπουργικός ανασχηματισμός - convenção fiscal — φορολογική σύμβαση - controlo fiscal — φορολογικός έλεγχος - reembolso — εξόφληση - imposto extraordinário — έκτακτος φόρος - emparcelamento — αναδασμός - tarifa com margens fixas de variação — τιμολόγιο με δύο σκέλη - isenção de imposições nas exportações — απαλλαγή από τέλη εξαγωγής - preço unitário — τιμή μονάδος - tarifa de apoio — τιμολόγιο στήριξης - preço misto — μικτή τιμή - substituição das importações — αντικατάσταση των εισαγωγών - preços dos produtos agrícolas — τιμές γεωργικών προϊόντων - remuneração do trabalho — απολαβές από την εργασία - seguro agrícola — γεωργική ασφάλιση - rendimento agrícola — γεωργική απόδοση - educação cívica — αγωγή του πολίτη - ensino comercial — εμπορική εκπαίδευση - material de ensino — διδακτικό υλικό - software didáctico — εκπαιδευτικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών - relação escola-vida profissional — σχέσεις εκπαίδευσης-επαγγελματικής ζωής - renovação urbana — πολεοδομική ανάπλαση - neurobiologia — νευροβιολογία - rentabilidade — αποδοτικότητα - ginecologia — γυναικολογία - neurologia — νευρολογία - pediatria — παιδιατρική - medicina dentária — οδοντιατρική - primeiros socorros — πρώτες βοήθειες - medicina paralela — ήπια ιατρική - reorganização industrial — αναδιοργάνωση της βιομηχανίας - acústica — ακουστική - óptica — οπτική - cibernética — κυβερνητική - petrologia — πετρολογία - repartição da ajuda — κατανομή των ενισχύσεων - seita religiosa — θρησκευτική αίρεση - teologia — θεολογία - distribuição da carga fiscal — καταμερισμός των φόρων - mercado único — ενιαία αγορά - distribuição geográfica da população — γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού - família monoparental — μονογονεϊκή οικογένεια, μονογονική οικογένεια - criança adoptada — υιοθετημένο τέκνο - seguro automóvel — ασφάλιση αυτοκινήτων - repartição da produção — κατανομή της παραγωγής - protecção da família — προστασία της οικογένειας - repartição do mercado — κατανομή της αγοράς - inseminação artificial — τεχνητή σπερματέγχυση - distribuição da riqueza — κατανομή του πλούτου - mãe portadora — φέρουσα μητέρα - poder paternal — γονική μέριμνα - repartição dos mandatos — κατανομή των εδρών - filiação — έννομη σχέση με τους ανιόντες - apelido — επώνυμο - responsabilidade paternal — ευθύνη των γονέων - separação judicial — χωρισμός με δικαστική απόφαση - dinâmica da população — πληθυσμιακή δυναμική - distribuição do rendimento — κατανομή του εισοδήματος - distribuição do trabalho — κατανομή της εργασίας - migração de povoamento — πληθυσμιακή διακίνηση - ajuda ao regresso — ενισχύσεις για παλιννόστηση - envelhecimento demográfico — δημογραφική γήρανση - mobilidade profissional — επαγγελματική κινητικότητα - distribuição geográfica — γεωγραφική κατανομή - distribuição etária — κατανομή κατά ηλικία - produto per capita — κατανομή κατά κεφαλή - distinção honorífica — τιμητική διάκριση - solidariedade social — εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας - organização de beneficência — εθελοντική οργάνωση - seguro de desemprego — ασφάλιση ανεργίας - produto por pessoa activa — κατανομή ανά απασχολούμενο άτομο - jogos — παίγνια - estabelecimento de jogos — αίθουσες παιγνίων - jogo automático — αυτόματα παιχνίδια - distribuição por sexos — κατανομή κατά φύλο - pesca desportiva — ψάρεμα - intercâmbio turístico — τουριστικές ανταλλαγές - turismo estrangeiro — αλλοδαποί τουρίστες - turismo rural — αγροτικός τουρισμός - repertório — ευρετήριο - infra-estrutura turística — τουριστική υποδομή - orçamento social — κοινωνικός προϋπολογισμός - replantação — μεταφύτευση - política social europeia — ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική - combate à delinquência — καταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς - criminalidade — εγκληματικότητα - transferência de verba — μεταφορά πιστώσεων - deficiente mental, retardado mental, subnormal — άτομο με διανοητική μειονεξία - mutilação sexual — γενετήσιος ακρωτηριασμός - descanso semanal — εβδομαδιαία ανάπαυση - tráfico de estupefacientes — εμπορία ναρκωτικών - clínica geral — γενική ιατρική - assistência social — κοινωνική συνδρομή - equipamento social — κοινωνικός εξοπλισμός - direito à segurança social — δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων - trabalho social — κοινωνική εργασία - ajuda doméstica — κατ' οίκον βοήθεια - pensão complementar — επικουρική σύνταξη - representante sindical — συνδικαλιστικός εκπρόσωπος - cartão sanitário — βιβλιάριο υγείας - despesas de saúde — νοσήλειο - despesas de hospitalização — έξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο - representação diplomática — διπλωματική αντιπροσωπεία - internamento hospitalar — νοσηλεία - cuidados médicos ao domicílio — κατ' οίκον νοσηλεία - direitos do doente — δικαιώματα του ασθενούς - higiene pública — δημόσια υγιεινή - medicina social — κοινωνική ιατρική - seguro de crédito — ασφάλιση πιστώσεων - representação do pessoal — εκπροσώπηση του προσωπικού - medicina privada — ιδιωτικοί ιατροί - construção urbana — ανέγερση αστικών οικοδομών - infra-estrutura urbana — έργα αστικής υποδομής - mercado imobiliário — αγορά ακινήτων - representação política — πολιτική εκπροσώπηση - lei das rendas — έλεγχος ενοικίων - Ilha de Man — Νήσος του Μαν - Castela e Leão — Καστίλλη και Λεόνη - representação proporcional — αναλογική αντιπροσώπευση - Castela e Mancha — Καστίλλη και Μάντσα - Cantábria — Κανταβρία - Ilhas Baleares — Βαλεαρίδες Νήσοι - La Rioja — Ριόχα - Ceuta e Melilha — Θέουτα και Μελίγια - repressão — καταστολή - Comunidade de Madrid — Κοινότητα της Μαδρίτης - Comunidade de Valença — Κοινότητα της Βαλέντσια - Região de Múrcia — Περιφέρεια της Μούρθια - região do Norte — Βόρεια Πορτογαλία - Κεντρική Πορτογαλία - Lisboa e vale do Tejo — Λισσαβώνα και Κοιλάδα του Τάγου - Inglaterra do Norte — Βόρεια Αγγλία - Inglaterra do Noroeste — Βορειοδυτική Αγγλία - Inglaterra do Sudeste — Νοτιοανατολική Αγγλία - Inglaterra do Sudoeste — Νοτιοδυτική Αγγλία - retoma económica — οικονομική ανάκαμψη - Antígua e Barbuda — Αντίγκουα και Μπαρμπούντα - Anguila — Ανγκουίλα - São Cristóvão e Nevis — Άγιος Χριστόφορος και Νέβις - reprografia — αναπαραγωγή - São Vicente e Granadinas — Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες - Ilhas Virgens americanas - Grande Magrebe — Μείζον Μαγκρέμπ - reprodução animal — ζωική αναπαραγωγή - reprodução vegetal — πολλαπλασιασμός των φυτών - Ilhas Marshall — Νήσοι Μάρσαλ - seguro de invalidez — ασφάλιση αναπηρίας - República Dominicana — Δομινικανή Δημοκρατία - Pitcairn — Νήσος Πίτκαιρν - requisição de trabalhadores — επίταξη των εργαζομένων - arma biológica — βιολογικά όπλα - arma de destruição maciça — όπλα μαζικής καταστροφής - arma nuclear estratégica — στρατηγικά πυρηνικά όπλα - rede de informação — δίκτυο πληροφόρησης - rede de informação contabilística — δίκτυο λογιστικής πληροφόρησης - míssil balístico — βαλλιστικός πύραυλος - míssil guiado — κατευθυνόμενο βλήμα - míssil intercontinental — διηπειρωτικός πύραυλος - rede de transporte — δίκτυο μεταφορών - rede ferroviária — σιδηροδρομικό δίκτυο - arma espacial — διαστημικά όπλα - arma de laser — όπλα ακτίνων λέιζερ - arma de fogo e munições — πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά - rede de vias navegáveis — πλωτό δίκτυο - exército — Στρατός Ξηράς - força paramilitar — παραστρατιωτικό σώμα - rede de estradas — οδικό δίκτυο - força aérea — Πολεμική Αεροπορία - forças armadas no estrangeiro — δυνάμεις στην αλλοδαπή - marinha de guerra — Πολεμικό Ναυτικό - reservas — αποθεματικά - serviço militar feminino — θητεία γυναικών - serviço voluntário — εθελοντική θητεία - reserva contabilística — λογιστικό αποθεματικό - despesas de defesa — αμυντικές δαπάνες - defesa estratégica — στρατηγική άμυνα - reservas cambiais — συναλλαγματικό απόθεμα - segurança internacional — διεθνής ασφάλεια - política de armamento — πολιτική εξοπλισμών - política europeia de armamento — ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών - segurança europeia — ευρωπαϊκή ασφάλεια - não-proliferação nuclear — μη διάδοση των πυρηνικών όπλων - limitação de armamento — περιορισμός των εξοπλισμών - desnuclearização — αποπυρηνικοποίηση - reserva natural — περιοχή προστασίας της φύσης - harmonização do armamento — τυποποίηση οπλικών συστημάτων - residência — κατοικία - acordo internacional — διεθνής συμφωνία - acordo bilateral — διμερής συμφωνία - acordo multilateral — πολυμερής συμφωνία - negociação internacional — διεθνείς διαπραγματεύσεις - assinatura de acordo — υπογραφή συμφωνίας - instrumento internacional — διεθνή έγγραφα - convenção internacional — διεθνής σύμβαση - resíduo de pesticida — υπολείμματα παρασιτοκτόνων - resolução — ψήφισμα - resíduo de madeira — υπολείμματα πρίσεως - convenção europeia — ευρωπαϊκή σύμβαση - pacto internacional ONU — διεθνές σύμφωνο ΟΗΕ - política internacional — διεθνής πολιτική - rescisão de contrato — καταγγελία συμβάσεως - questão internacional — διεθνή ζητήματα - seguro contra danos — ασφάλιση ζημιών - resina — ρητίνη - relações interalemãs — διαγερμανικές σχέσεις - ajuda internacional — διεθνής βοήθεια - código de conduta — κώδικας δεοντολογίας - sanção internacional — διεθνείς κυρώσεις - resolução comunitária — κοινοτικό ψήφισμα - grupo religioso — θρησκευτική ομάδα - grupo sociocultural — κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες - independência alimentar — επισιτιστική ανεξαρτησία - política de cooperação — πολιτική συνεργασίας - resolução ONU — ψήφισμα ΟΗΕ - cooperação jurídica — νομική συνεργασία - ocupação militar — στρατιωτική κατοχή - resolução PE — ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - território ocupado — κατεχόμενα εδάφη - força multinacional — πολυεθνική στρατιωτική δύναμη - responsabilidade — ευθύνη - prisioneiro de guerra — αιχμάλωτος πολέμου - questão arménia — Αρμενικό ζήτημα - questão do Curdistão — Κουρδικό ζήτημα - questão da Palestina — Παλαιστινιακό ζήτημα - unificação da Alemanha — ένωση της Γερμανίας - responsabilidade internacional — διεθνής ευθύνη - CDE — ΔΑΕ - euromísseis — ευρωπαϊκοί πύραυλοι - controlo de armamento — έλεγχος των εξοπλισμών - responsabilidade governamental — ευθύνη υπουργών - acordo START — Συμφωνία START - Acordo ABM — Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων - zona de paz — ζώνη ειρήνης - seguro de doença — ιατροφαρμακευτική περίθαλψη - responsabilidade penal — ποινική ευθύνη - OSCE — ΟΑΣΕ - desemprego de longa duração — μακροχρόνια ανεργία - reinserção profissional — επαγγελματική επανένταξη - responsabilidade política — πολιτική ευθύνη - combate ao desemprego — καταπολέμηση της ανεργίας - planificação da mão-de-obra — προγραμματισμός του εργατικού δυναμικού - trabalho partilhado — επιμερισμός θέσης εργασίας - cessação de emprego — λύση της σχέσεως εργασίας - conversão de emprego — μετατροπή της φύσης της απασχόλησης - iniciativa local para o emprego — τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης - trabalho voluntário — μη αμειβόμενη εργασία - cidadão da Comunidade Europeia — υπήκοος κράτους μέλους των ΕΚ - trabalho temporário — έκτακτη εργασία - recursos animais — ζωικοί πόροι - trabalho dos jovens — εργασία των νέων - trabalho feminino — εργασία των γυναικών - recursos marítimos — θαλάσσιοι πόροι - reciclagem profissional — επαγγελματική επανειδίκευση - recurso económico — οικονομικοί πόροι - estágio de formação — περίοδος άσκησης - recursos hídricos — υδάτινοι πόροι - recursos do solo — εδαφικοί πόροι - estatística do emprego — στατιστικές απασχόλησης - recursos energéticos — ενεργειακοί πόροι - trabalhador auxiliar — βοηθητικός εργαζόμενος - trabalhador expatriado — εκπατριζόμενος εργαζόμενος - seguro marítimo — ναυτασφάλιση - director de empresa — διευθυντής επιχείρησης - recurso haliêutico — αλιευτικοί πόροι - profissão independente — ανεξάρτητος επαγγελματίας - recurso mineral — ορυκτός πλούτος - trabalho extraordinário — εργασία την Κυριακή - recursos naturais — φυσικοί πόροι - cadência do trabalho — ρυθμός της εργασίας - recurso renovável — ανανεώσιμοι πόροι - teletrabalho — εργασία εξ αποστάσεως - bloqueio dos salários — πάγωμα των μισθών - recursos adicionais — πρόσθετοι πόροι - redução dos salários — μισθολογική μείωση - vantagem acessória — πρόσθετες απολαβές - ajudas de custo — αποζημίωση και απόδοση εξόδων - recursos orçamentais — πόροι του προϋπολογισμού - nomeação do pessoal — διορισμοί προσωπικού - recursos próprios — ίδιοι πόροι - regulamento interno — εσωτερικός κανονισμός - período de estágio — περίοδος δοκιμασίας - direitos sindicais — συνδικαλιστικά δικαιώματα - liberdade sindical — συνδικαλιστικές ελευθερίες - deontologia profissional — επαγγελματική δεοντολογία - seguro obrigatório — υποχρεωτική ασφάλιση - restituição à exportação — επιστροφή κατά την εξαγωγή - participação dos trabalhadores nos lucros da empresa — παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους - restituição à importação — επιστροφή κατά την εισαγωγή - eleição sindical — συνδικαλιστικές εκλογές - parceiro social — κοινωνικοί εταίροι - sindicato de funcionários públicos — δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο - associação profissional — επαγγελματικός σύνδεσμος - sindicato — συνδικάτο - restituição à produção — επιστροφή στην παραγωγή - restrição à exportação — περιορισμοί στις εξαγωγές - profissão diplomática — διπλωματικός κλάδος - restrição à importação — περιορισμοί στις εισαγωγές - profissional da comunicação — επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της επικοινωνίας - restrição de concorrência — περιορισμός του ανταγωνισμού - profissão administrativa — διοικητικός κλάδος - pessoal de secretariado — προσωπικό γραμματείας - restrição ao comércio — περιορισμοί στο εμπόριο - profissional da informação — επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης - profissão científica — επιστήμονες - profissão técnica — τεχνικά επαγγέλματα - restrição da liberdade — περιορισμός ελευθερίας - profissional de seguros — ασφαλιστικός κλάδος - restrição quantitativa — ποσοτικός περιορισμός - pequeno comércio — μικρό κατάστημα - dentista — οδοντίατρος - médico — ιατρός - veterinário — κτηνίατρος - farmacêutico — φαρμακοποιός - parteira — μαία - profissão artística — καλλιτεχνικά επαγγέλματα - seguro privado — ιδιωτική ασφάλιση - reestruturação industrial — αναδιάρθρωση της βιομηχανίας - profissão literária — λογοτέχνης - resultado de exploração — αποτέλεσμα εκμετάλλευσης - vendedores — προσωπικό πωλήσεων - representante de comércio — εμπορικός αντιπρόσωπος - resultado da exploração agrícola — αποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης - sucesso escolar — σχολική επίδοση - profissional da informática — επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της πληροφορικής - profissional de turismo — τουριστικά επαγγέλματα - profissão hoteleira — ξενοδοχειακά επαγγέλματα - pessoal dos serviços — βοηθητικά επαγγέλματα - restabelecimento dos direitos aduaneiros — επαναφορά των δασμών - profissão bancária — τραπεζικοί υπάλληλοι - desporto profissional — επαγγελματικός αθλητισμός - trânsito — διαμετακόμιση - atraso escolar — καθυστέρηση στα μαθήματα - espaço industrial europeu — ευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος - política industrial comunitária — κοινοτική βιομηχανική πολιτική - retirada do mercado — απόσυρση από την αγορά - artesanato — βιοτεχνία - pequena indústria — μικρή βιομηχανία - indústria média — ημιελαφρά βιομηχανία - pequenas e médias indústrias — μικρομεσαία βιομηχανία - reformado — συνταξιούχος - implantação industrial — εγκατάσταση βιομηχανιών - zona franca industrial — βιομηχανική ελεύθερη ζώνη - reforma antecipada — πρόωρη συνταξιοδότηση - parque tecnológico — τεχνολογικό πάρκο - excedente de produção — πλεόνασμα παραγωγής - operação de manutenção — μεταφορά και διακίνηση φορτίων - seguro público — δημόσια ασφάλιση - reprocessamento do combustível — επανεπεξεργασία καυσίμου - fabrico industrial — βιομηχανική κατασκευή - quota de produção — ποσοστώσεις παραγωγής - estatísticas de produção — στατιστικές παραγωγής - responsabilidade do produtor — ευθύνη του παραγωγού - nova tecnologia — νέες τεχνολογίες - cimeira — σύνοδος κορυφής - tecnologia limpa — καθαρές τεχνολογίες - tecnologia tradicional — παραδοσιακές τεχνολογίες - processo tecnológico — τεχνολογικές διεργασίες - regulamentação técnica — τεχνικός κανονισμός - duração de vida do produto — διάρκεια ζωής του προϊόντος - produto defeituoso — ελαττωματικό προϊόν - reunião ministerial — υπουργική συνάντηση - especificação técnica — τεχνική προδιαγραφή - norma europeia — ευρωπαϊκό πρότυπο - norma internacional — διεθνές πρότυπο - harmonização das normas — εναρμόνιση προτύπων - regulamento técnico — τεχνικός κανόνας - reunião internacional — διεθνής σύνοδος - tecnologia de reciclagem — τεχνολογία ανακύκλωσης - orçamento consagrado à investigação — προϋπολογισμός για την έρευνα - ajustamento salarial — μισθολογική αύξηση - Eureka — Eureka - pessoal de investigação — ερευνητικό προσωπικό - política comunitária da investigação — κοινοτική πολιτική έρευνας - relação indústria-investigação — σχέσεις επιστήμης-βιομηχανίας - rendimento — εισόδημα - organismo de investigação — οργανισμός έρευνας - marca comercial — εμπορικό σήμα - marca registada — σήμα κατατεθέν - desenho e modelo — σχέδια και υποδείγματα - rendimento complementar — πρόσθετο εισόδημα - direito de marcas — δίκαιο σημάτων - marca europeia — ευρωπαϊκό σήμα - experimentação com animais — πειράματα σε ζώα - experimentação com seres humanos — πειράματα στον άνθρωπο - investigação na empresa — έρευνα στην επιχείρηση - investigação de base — βασική έρευνα - investigação militar — έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς - investigação universitária — πανεπιστημιακή έρευνα - seguro de responsabilidade civil — ασφάλεια αστικής ευθύνης - rendimento do investimento — εισόδημα επένδυσης - Grupo dos 77 — ομάδα των 77 - Grupo Contadora — ομάδα του Συμφώνου Κονταδόρα - território não autónomo — μη αυτόνομο έδαφος - movimento de consumidores — κίνηση καταναλωτών - rendimento do agricultor — εισόδημα γεωργού - subsídio e abono de secretariado — αποζημίωση γραμματείας - transporte de mercadorias perigosas — μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων - rendimento da exploração agrícola — πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης - método pedagógico — παιδαγωγική μέθοδος - rendimento familiar — εισόδημα των νοικοκυριών - rendimento tributável — φορολογητέο εισόδημα - rendimento nacional — εθνικό εισόδημα - recursos minerais submarinos — υποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος - rendimento não salarial — εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες - novos materiais — υλικά προηγμένης τεχνολογίας - revestimento de superfície — επίστρωση δαπέδου - liga supercondutora — υπεραγώγιμα κράματα - material compósito — σύνθετα υλικά - cerâmica técnica — κεραμικά υλικά - polímero especial — ειδικά πολυμερή - material amorfo — άμορφα υλικά - partícula ultrafina — σωματίδια υπέρλεπτου διαχωρισμού - biomaterial — βιοϋλικά - liga com memória — κράματα μνημών - revisão da Constituição — αναθεώρηση του συντάγματος - Acordo ADN — συμφωνία ADN - planeamento dos períodos de férias — διακοπές κατά τμήματα - revisão da lei — αναθεώρηση νόμου - microcomputador — μικροϋπολογιστής - política de turismo — τουριστική πολιτική - seguro de transportes — ασφάλιση μεταφορών - revolução industrial — βιομηχανική επανάσταση - BIT — ΒΙΤ - ECOSOC — Ecosoc - ACNUR — UNHCR - Renânia do Norte-Vestefália — Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία - BEE — ΒΕΕ - Renânia-Palatinado — Ρηνανία-Παλατινάτο - SEEA — EAES - AEEN — ΑΕΕΝ - Fundação Europeia para a Melhoria das Condições de Vida e de Trabalho — Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας - Instituto Europeu de Florença — Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Φλωρεντίας - Ribe — Ρίμπε - UER — UER - riqueza — πλούτος - UEMAO — ΟΝΕΔΑ - seguro de vida — ασφάλεια ζωής - rícino — ρίκινο - CDA — ADC - Ringkøbing — Ρινγκκαίμπινγκ - MCCA — MCAC - risco coberto — κάλυψη κινδύνου - CAD — CAD - risco sanitário — κίνδυνος για την υγεία - política nuclear — πολιτική πυρηνικής ενέργειας - arroz — ρύζι - política petrolífera — πετρελαϊκή πολιτική - armazenagem de hidrocarbonetos — αποθήκευση υδρογονανθράκων - central desactivada — οριστική παύση λειτουργίας σταθμού - agro-energia — ενέργεια γεωργικής προέλευσης - indústria energética — ενεργειακός τομέας - álcool combustível — καύσιμα αλκοόλης - robótica — ρομποτική - produto energético — ενεργειακό προϊόν - indústria carbonífera — βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα - robotização — αυτοματοποίηση της παραγωγής - política carbonífera — πολιτική για τον άνθρακα - tratamento do carvão — κατεργασία του άνθρακα - papel social — κοινωνικός ρόλος - produção mineira — μεταλλευτική παραγωγή - seguro de velhice — ασφάλεια γήρατος - Roskilde — Ροσκίλντε - exploração de minério — μεταλλευτική εκμετάλλευση - minério metálico — μεταλλικό ορυκτό - bauxite — βωξίτης - material betuminoso — ασφαλτούχα υλικά - terras e pedras — ορυκτά και πετρώματα - sal — άλατα - rolamento — τριβείς - fosfato — φωσφορικά άλατα - potassa — ποτάσσα - Roménia, Romênia, Ruménia — Ρουμανία - exploração petrolífera — έρευνα πετρελαίων - extracção de petróleo — άντληση πετρελαίου - instalação marítima — εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας - produção de petróleo — παραγωγή πετρελαίου - butano — βουτάνιο - Alcanos, parafina — αλκάνιο, παραφίνη - petróleo bruto — αργό πετρέλαιο - gasóleo — ντίζελ - fuelóleo — πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως - Reino Unido — Ηνωμένο Βασίλειο - propano — προπάνιο - carburante para aviões — καύσιμο αεροπλάνων - PTU do Reino Unido — ΥΧΕ του Ηνωμένου Βασιλείου - petróleo marítimo — πετρέλαιο μηχανών - regiões do Reino Unido — περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου - central energética — σταθμός παραγωγής ενέργειας - indústria eléctrica — ηλεκτροπαραγωγή - implantação de central energética — εγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής - planeamento hidroeléctrico — υδροηλεκτρικά έργα - Sabá — Σάμπα - arrefecimento do reactor — ψύξη του αντιδραστήρα - química nuclear — πυρηνική χημεία - astronomia — αστρονομία - Σαμπάχ - combustível irradiado — ακτινοβολημένο καύσιμο - sacarose — σακχαρόζη - bioprocesso — βιολογικές διεργασίες - bio-indústria — βιολογική βιομηχανία - paraquímica — βιομηχανία βοηθητικών χημικών υλών - Sara Ocidental — Δυτική Σαχάρα - produto não plano — μη πλατέα προϊόντα - produto plano — πλατέα προϊόντα - perfil — μορφοχάλυβες - Sahel — Σαχέλ - chapa fina — λεπτό στρώμα - banha — τετηγμένο χοίρειο λίπος - indústria química de base — βασική χημική βιομηχανία - elemento, elemento químico — χημικό στοιχείο - Composto químico, Compostos químicos, substância química — χημική ένωση - tintas e vernizes — χρώματα και βερνίκια - Santo Eustáquio — Άγιος Ευστάθιος - medicamento — φάρμακα - São Marinho — Άγιος Μαρίνος - hormona — ορμόνες - São Martinho — Άγιος Μαρτίνος - produto químico orgânico — οργανικό χημικό προϊόν - indústria metalúrgica — μεταλλουργική βιομηχανία - acordo empresarial — διεπιχειρησιακή συμφωνία - Principado das Astúrias — Πριγκιπάτο Αστουριών - São Pedro e Miquelon — Άγιος Πέτρος και Μικελόν - produto siderúrgico — προϊόντα χαλυβουργίας - rebites e parafusos — κοχλιοποιία-βλητροποιία - latoaria e cutelaria — λευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία - serralharia — σφυρήλατα αντικείμενα - revestimento de metais — επίστρωση μετάλλων - Santa Helena — Αγία Ελένη - equipamento siderúrgico — μηχανήματα χαλυβουργίας - aços especiais — ειδικοί χάλυβες - Santa Lúcia — Αγία Λουκία - antimónio — αντιμόνιο - berílio — βηρύλλιο - cádmio — κάδμιο - liga de ferro — κράματα σιδήρου - tântalo — ταντάλιο - execução por dívidas — κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων - velocípedes e motociclos — βιομηχανία ποδηλάτων και μοτοσυκλετών - ferramenta — εργαλείο - aparelho científico — επιστημονική συσκευή - salário — μισθός - material médico-cirúrgico — ιατρικός εξοπλισμός - salário à peça — αμοιβή επί τη αποδόσει - instalação frigorífica — ψυκτική εγκατάσταση - salário horário — ωρομίσθιο - robot industrial — βιομηχανικά ρομπότ - salário doméstico — μισθός οικοκυράς - salário mínimo — κατώτατος μισθός - IATA — IATA - material audiovisual — οπτικοακουστικό μέσο - aparelho reprodutor de som — μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου - Salomão — Νήσοι Σολομώντος - Línguas de Samoa, Samoa — Ανεξάρτητο κράτος των Σαμόα, Σαμόα - material de telecomunicações — τηλεπικοινωνιακό υλικό - electrodoméstico — οικιακή ηλεκτρική συσκευή - sanção administrativa — διοικητική κύρωση - máquina industrial — βιομηχανικό ηλεκτρικό μηχάνημα - máquina eléctrica — ηλεκτρική μηχανή - material electromagnético — ηλεκτρομαγνητικό υλικό - sanção comunitária — κοινοτικές κυρώσεις - videodisco — βιντεοδίσκος - videocassete — βιντεοκασέτα - suporte de gravação — μέσο εγγραφής - sanção económica — οικονομικές κυρώσεις - disco — δίσκος - suporte óptico — οπτικό μέσο - suporte gravado — προεγγεγραμμένο μέσο εγγραφής - emissor de radiações — συσκευή ακτινοβολιών - telecomunicação sem fios — ασύρματη τηλεπικοινωνία - microelectrónica — μικροηλεκτρονική - sanção penal — ποινική κύρωση - indústria da construção civil — οικοδομικός τομέας - painel de construção — οικοδομικές πλάκες - grandes obras — μεγάλα δημόσια έργα - madeira aglomerada — συγκολλητό ξύλο - marroquinaria e luvaria — βιομηχανία δερμάτινων ειδών - indústria de peles — γουνοποιία - São Tomé e Príncipe — Σάο Τομέ και Πρίνσιπε - Sarawak — Σαραουάκ - retrosaria — ψιλικά - Sardenha — Σαρδηνία - têxtil sintético — ύφασμα από συνθετικά νήματα - têxtil natural — ύφασμα από φυσικά νήματα - indústrias diversas — επί μέρους βιομηχανικοί κλάδοι - joalharia e ourivesaria — χρυσοχοΐα-αργυροχοΐα - direitos sociais — κοινωνικά δικαιώματα - direitos políticos — πολιτικά δικαιώματα - direitos económicos — οικονομικά δικαιώματα - Carta dos Direitos do Homem — χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου - Sarre — Σάαρ - ateísmo — αθεϊσμός - satélite — δορυφόρος - liberdade de circulação — ελευθερία κυκλοφορίας - satisfação no trabalho — ικανοποίηση από την εργασία - luta contra a discriminação — αγώνας κατά των διακρίσεων - discriminação étnica — διακρίσεις εθνότητας - liberdade sexual — σεξουαλική ελευθερία - xenofobia — ξενοφοβία - igualdade homem-mulher — ισότητα των φύλων - liberdade de ensino — ελευθερία εκπαίδευσης - direito ao desenvolvimento — δικαίωμα ανάπτυξης - direitos da criança — δικαιώματα του παιδιού - tratamento cruel e degradante — βάναυση και εξευτελιστική μεταχείριση - Schleswig-Holstein — Σλέσβιχ-Χολστάιν - protecção da infância — προστασία του παιδιού - retroactividade da lei — αναδρομικότητα του νόμου - direito comparado — συγκριτικό δίκαιο - ciência administrativa — διοικητική επιστήμη - legislação local — νομοθεσία τοπικής αυτοδιοίκησης - ciência da informação — επιστήμη των πληροφοριών - responsabilidade civil — αστική ευθύνη - responsabilidade contratual — συμβατική ευθύνη - ciências do comportamento — επιστήμη της συμπεριφοράς - propriedade de bens — ιδιοκτησία - ciência dos solos — εδαφολογία - privatização — ιδιωτικοποίηση - ciência económica — οικονομική επιστήμη - direito sucessório — κληρονομικό δικαίωμα - regime de habitação periódica — χρονομεριστική ιδιοκτησία - servidão — δουλείες - gozo dos direitos — άσκηση των δικαιωμάτων - domicílio legal — νόμιμη κατοικία - ciências da vida — βιολογικές επιστήμες - solvibilidade financeira — φερεγγυότητα - crime contra as pessoas — έγκλημα κατά προσώπων - crime contra os bens — έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας - sequestro de pessoas — παράνομη κατακράτηση προσώπων - ciências físicas — φυσικές επιστήμες - fraude aduaneira — τελωνειακή παράβαση - difamação — δυσφήμηση - direito penal fiscal — φορολογικό έγκλημα - ciências da Terra — γεωλογικές επιστήμες - encarceramento — φυλάκιση - direito penitenciário — σωφρονιστικό δίκαιο - preso — κρατούμενος - ciências sociais — κοινωνικές επιστήμες - pena de substituição — υποκατάστατο της ποινής - semiliberdade — ελευθερία υπό όρους - confisco de bens — δήμευση - diminuição de pena — μείωση ποινής - transferência de detidos — μεταγωγή κρατουμένων - regime penitenciário — καθεστώς των φυλακών - administração penitenciária — διοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων - cisão política — πολιτική διάσπαση - prescrição de acção — παραγραφή της αξιώσεως - audiência — συνεδρίαση του δικαστηρίου - assistência judiciária — ευεργέτημα πενίας - captura — σύλληψη - inquérito judiciário — διεξαγωγή αποδείξεων - perquisição — κατ' οίκον έρευνα - direitos da defesa — δικαιώματα της υπεράσπισης - escrutínio de duas voltas — ψηφοφορία σε δύο γύρους - escrutínio de uma volta — ψηφοφορία σε ένα γύρο - escrutínio por listas — σύστημα ψήφισης συνδυασμών - acção por responsabilidade CE — αγωγή αποζημίωσης ΕΚ - recurso do pessoal — προσφυγή υπαλλήλου κατά της διοίκησης - reenvio prejudicial CE — προδικαστική παραπομπή ΕΚ - escrutínio maioritário — πλειοψηφικό σύστημα - escrutínio uninominal — σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών - jurisdição comercial — εμποροδικείο - reunião parlamentar — κοινοβουλευτική συνεδρίαση - jurisdição de arbitragem — διαιτητικό δικαστήριο - jurisdição internacional — διεθνές δικαστήριο - jurisdição fiscal — φορολογικό δικαστήριο - seca — ξηρασία - magistrado não profissional — ορκωτός δικαστής - espaço marítimo — θαλάσσιες εκτάσεις - atentado à segurança do Estado — προσβολή της ασφάλειας του κράτους - sigilo bancário — τραπεζικό απόρρητο - vigilância marítima — θαλάσσια επιτήρηση - liberdade dos mares — ελευθερία των θαλασσών - segredo industrial — βιομηχανικό απόρρητο - espaço extra-atmosférico — διάστημα - propriedade do espaço — κυριότητα στο διάστημα - segredo profissional — επαγγελματικό απόρρητο - utilização do espaço — χρήση του διαστήματος - Secretariado da ONU — Γραμματεία του ΟΗΕ - estrangeiro — αλλοδαπός - direito de residência — δικαίωμα παραμονής - entrada de estrangeiros — είσοδος αλλοδαπών - sector económico — οικονομικός τομέας - casamento misto — μικτός γάμος - sector primário — πρωτογενής τομέας - direito internacional-direito interno — διεθνές δίκαιο-εσωτερικό δίκαιο - direito internacional económico — διεθνές οικονομικό δίκαιο - responsabilidade administrativa — διοικητική ευθύνη - direito público económico — Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο - sector quaternário — τεταρτογενής τομέας - decisão CEE — απόφαση ΕΚ - directiva CE — οδηγία ΕΚ - sector secundário — δευτερογενής τομέας - ordem jurídica comunitária — κοινοτική έννομη τάξη - direito derivado — παράγωγο δίκαιο - directiva CEEA — οδηγία ΕΚΑΕ - recomendação CE — σύσταση ΕΚ - sector terciário — τριτογενής τομέας - regulamento CE — κανονισμός ΕΚ - regulamento de execução — κανονισμός εφαρμογής - parecer CEEA — γνώμη της ΕΚΑΕ - segurança de abastecimento — ασφάλεια εφοδιασμού - parecer CECA — γνώμη της ΕΚΑΧ - parecer do Tribunal de Justiça CE — γνώμη του Δικαστηρίου ΕΚ - harmonização da segurança social — εναρμόνιση κοινωνικών ασφαλίσεων - segurança do emprego — ασφάλεια της απασχόλησης - competência externa CE — εξωτερική αρμοδιότητα ΕΚ - protocolo CE — πρωτόκολλο ΕΚ - Tratado de Fusão — Συνθήκη Συγχωνεύσεως - segurança dos transportes — ασφάλεια των μεταφορών - Acto Único Europeu — Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη - Tratado de Adesão CE — συνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ - segurança do produto — ασφάλεια του προϊόντος - empresa comum CEEA — κοινή επιχείρηση ΕΚΑΕ - segurança no trabalho — ασφάλεια στην εργασία - relações da União Europeia — σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Conselho de Ministros ACP-CE — Συμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ - segurança nuclear — πυρηνική ασφάλεια - membro do Tribunal de Justiça CE — Μέλος του Δικαστηρίου ΕΚ - comissário europeu — Μέλος της Επιτροπής - segurança pública — δημόσια ασφάλεια - AEC — AEC - acordo de associação CE — συμφωνία συνδέσεως ΕΚ - convenção CE — σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ - segurança social — κοινωνική ασφάλιση - Comité dos Embaixadores ACP-CE — Επιτροπή Πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ - Comité Paritário ACP-CE — Ισομερής Επιτροπή ΑΚΕ-ΕΚ - Convenção de Lomé III — Σύμβαση Λομέ ΙΙΙ - EURES — EURES - FED — ΕΤΑ - FSE — ΕΚΤ - alargamento da União Europeia — διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης - atribuição de casa — χορήγηση κατοικίας - história da Europa — ιστορία της Ευρώπης - sal químico — χημικό άλας - pertença à União Europeia — ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης - SELA — SELA - posição comum — κοινή θέση - acção comum — κοινή δράση - Tratado da União Europeia — Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση - países SELA — χώρες του SELA - cooperação política europeia — ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία - concurso CE — διαγωνισμοί ΕΚ - selecção de alunos — επιλογή μαθητών - mecanismo complementar das trocas — συμπληρωματικός μηχανισμός - prevenção de riscos — πρόληψη των κινδύνων - risco natural — φυσικοί κίνδυνοι - risco industrial — βιομηχανικός κίνδυνος - liberalismo económico — οικονομικός φιλελευθερισμός - direitos aduaneiros — δασμός - controlo aduaneiro — τελωνειακός έλεγχος - direitos da pauta aduaneira comum — δασμοί ΚΔ - semente — σπόρος για σπορά - pesos e medidas — μέτρα και σταθμά - produto em conserva — προϊόν σε κονσέρβα - semimetal — ημιμέταλλα - irradiação dos alimentos — ακτινοβόληση - rendimento mínimo de subsistência — κατώτατο εισόδημα επιβίωσης - arma de uso pessoal — προσωπικό όπλο - sêmola — σιμιγδάλι - mecenato — χορηγία για καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις - concurso administrativo — διαγωνισμός δημοσίου - audição pública — δημόσια ακρόαση - Senegal — Σενεγάλη - separação de poderes — διάκριση εξουσιών - sericicultura — σηροτροφία - artes visuais — αναπαραστατικές τέχνες - pluralismo cultural — πολιτιστικός πλουραλισμός - usos e costumes — έθιμα και παραδόσεις - serviços — υπηρεσία - património arquitectónico — αρχιτεκτονική κληρονομιά - serviço após venda — υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση - propriedade literária e artística — λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία - serviço cívico — πολιτική θητεία - aerodinâmica — αεροδυναμική - termodinâmica — θερμοδυναμική - física do plasma — φυσική πλάσματος - física do laser — φυσική των λέιζερ - engenharia genética — γενετική μηχανική - pintura — ζωγραφική - serviço de emprego — υπηρεσία απασχόλησης - aumento de capital — αύξηση κεφαλαίου - situação da agricultura — κατάσταση της γεωργίας - serviços financeiros dos correios — χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων - promulgação da lei — έκδοση νόμου - interesses financeiros dos parlamentares — οικονομικά συμφέροντα των μελών - cooperação afro-árabe — αραβοαφρικανική συνεργασία - serviço gratuito — δωρεάν υπηρεσία - cooperação euro-árabe — ευρωαραβική συνεργασία - delegação da Comissão — αντιπροσωπεία της Επιτροπής - controlo comunitário — κοινοτικός έλεγχος - princípio da complementaridade — αρχή της προσθετικότητας - serviço militar — στρατιωτική θητεία - região periférica — απομακρυσμένη περιοχή - região insular — νησιωτική περιοχή - nação mais favorecida — μάλλον ευνοούμενο κράτος - serviço remunerado — επί πληρωμή υπηρεσία - orçamento anexo — προσαρτημένος προϋπολογισμός - serviço postal — ταχυδρομική υπηρεσία - dicionário multilingue — πολύγλωσσο λεξικό - dicionário de abreviaturas — λεξικό συντομογραφιών - enciclopédia — εγκυκλοπαίδεια - thesaurus — θησαυρός - publicação periódica — περιοδική επιθεώρηση - serviço secreto — μυστική υπηρεσία - lixo doméstico — οικιακά απόβλητα - monocultura — μονοκαλλιέργεια - serviço social — κοινωνική υπηρεσία - sésamo — σουσάμι - aumento de preços — αύξηση των τιμών - sessão legislativa — βουλευτική σύνοδος - Seychelles — Σεϋχέλλες - SFI — IFC - universidade — πανεπιστήμιο - transporte de animais — μεταφορά ζώων - movimento associativo — σύλλογοι και μαζικοί φορείς - Sharjah — Σάρτζα - Sicília — Σικελία - estacionamento de forças — σταθμεύουσες δυνάμεις - mandato parlamentar — βουλευτική έδρα - vacatura — κενή έδρα - Austrália — Αυστραλία - Serra Leoa — Σιέρρα Λεόνε - sinalização — σήμανση - alimento para animal de companhia — τροφές οικιακών ζώων συντροφιάς - Singapura — Σιγκαπούρη - chuva ácida — όξινη βροχή - urbanista — πολεοδόμος - instrumento documental — μέσα τεκμηρίωσης - falso têxtil — μη υφασμένο ύφασμα - xarope — σιρόπι - arquipélago do mar Egeu — Νήσοι Αιγαίου Πελάγους - Ilhas Canárias — Κανάριοι Νήσοι - sisal — σιζάλ - Mesa do PE — προεδρείο του ΕΚ - sismologia — σεισμολογία - vice-presidente — Αντιπρόεδρος - vida institucional — θεσμικά θέματα - sede da instituição — έδρα θεσμικού οργάνου - reforma institucional — θεσμική μεταρρύθμιση - competência institucional — αρμοδιότητες των οργάνων - situação CE — κατάσταση ΕΚ - situação familiar — οικογενειακή κατάσταση - política espacial — πολιτική του διαστήματος - auto-abastecimento — αυτάρκεια εφοδιασμού - situação financeira — χρηματοοικονομική κατάσταση - sociedade — εταιρία - sociedade civil — αστική εταιρία - sociedade civil profissional — αστική επαγγελματική εταιρία - sociedade comercial — εμπορική εταιρία - sociedade de economia mista — εταιρία μικτής οικονομίας - sociedade de investimento — εταιρία επενδύσεων - sociedade de capitais — κεφαλαιουχική εταιρία - autocarro — λεωφορείο - sociedade de pessoas — προσωπική εταιρία - sociedade em comandita — ετερόρρυθμη εταιρία - sociedade em participação — συμμετοχική εταιρία - sociedade europeia — ευρωπαϊκή εταιρία - associação sem fins lucrativos — σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα - Jutlândia do Sul — Νότια Γιουτλάνδη - seda — μετάξι - assistência a inválidos — περίθαλψη αναπήρων - soja — σόγια - solvente — διαλύτης - Somália — Σομαλία - sondagem de opinião — δημοσκόπηση - sorgo — σόργο - autodeterminação — αυτοδιάθεση - Sudão — Σουδάν - enxofre — θείον - apresentação de propostas a concurso — υποβολή προσφορών - origem da ajuda — προέλευση της βοήθειας - fonte do direito — πηγή δικαίου - subproduto — υποπροϊόν - subproduto agrícola — γεωργικό υποπροϊόν - autofinanciamento — αυτοχρηματοδότηση - subproduto do leite — υποπροϊόν του γάλακτος - subproduto metalúrgico — υποπροϊόν μεταλλουργίας - subproletariado — υποπρολεταριάτο - subalimentação — υποσιτισμός - subpovoamento — χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού - autogestão — αυτοδιαχείριση - amparo da família — προστάτης οικογενείας - manutenção de preços — στήριξη των τιμών - manutenção de preços agrícolas — στήριξη των γεωργικών τιμών - apoio monetário — νομισματική στήριξη - soberania nacional — εθνική κυριαρχία - especialização da produção — εξειδίκευση της παραγωγής - especialização das trocas — εξειδίκευση των συναλλαγών - classificação orçamental — ταξινόμηση στον προϋπολογισμό - autolimitação — αυτοπεριορισμός - especulação imobiliária — οικοδομική κερδοσκοπία - Espórades Setentrionais — Σποράδες - Sri Lanka — Σρι Λάνκα - Stabex — Stabex - estabilização de preços — σταθερότητα των τιμών - estabilização de rendimentos — σταθεροποίηση των εισοδημάτων - estabilização económica — οικονομική σταθεροποίηση - acordo interprofissional — διεπαγγελματική συμφωνία - estagnação económica — οικονομική στασιμότητα - estação experimental — πειραματικός σταθμός - estatística — στατιστική - estatística agrícola — γεωργικές στατιστικές - estatísticas comunitárias — κοινοτικές στατιστικές - estatísticas demográficas — δημογραφικές στατιστικές - estatísticas das pescas — στατιστικές αλιείας - estatísticas económicas — οικονομική στατιστική - estatísticas financeiras — χρηματοπιστωτικές στατιστικές - estatísticas industriais — βιομηχανικές στατιστικές - estatísticas internacionais — διεθνείς στατιστικές - estatísticas nacionais — εθνικές στατιστικές - estatísticas oficiais — επίσημες στατιστικές - estatísticas regionais — περιφερειακές στατιστικές - estatuto de Berlim — καθεστώς του Βερολίνου - estatuto de Jerusalém — καθεστώς της Ιερουσαλήμ - estatuto do funcionário — υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου - autonomia — αυτονομία - estatuto do pessoal — υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού - estatuto jurídico — νομικό καθεστώς - estatuto político — πολιτικό καθεστώς - estatuto profissional — επαγγελματική κατάσταση - estatuto social — κοινωνική θέση - esterilização — στείρωση - estímulo fiscal — φορολογικό κίνητρο - existências — απόθεμα - existências comunitárias — κοινοτικά αποθέματα - autonomia financeira — δημοσιονομική αυτονομία - existências conjunturais — συγκυριακό απόθεμα - existências de intervenção — απόθεμα παρέμβασης - existências excedentárias — πλεονασματικό απόθεμα - existências mínimas — ελάχιστο απόθεμα - existências mundiais — παγκόσμια αποθέματα - existências privadas — ιδιωτικό απόθεμα - existências públicas — δημόσιο απόθεμα - reservas de estabilização — ρυθμιστικό απόθεμα - armazenamento de armas — αποθήκευση όπλων - armazenagem de energia — αποθήκευση ενέργειας - armazenagem de alimentos — αποθήκευση τροφίμων - armazenagem de documentos — εναποθήκευση τεκμηρίων - Storkøbenhavn — Στορκοπεγχάγη - Storstrøm — Στορστραίμ - estrutura agrícola — γεωργικές διαρθρώσεις - estrutura do emprego — διάρθρωση της απασχόλησης - estrutura da empresa — δομή της επιχείρησης - autorização orçamental — δημοσιονομική έγκριση - estrutura económica — δομή της οικονομίας - estrutura industrial — δομή της βιομηχανίας - estrutura institucional — θεσμική δομή - estrutura social — κοινωνική δομή - substância perigosa — επικίνδυνη ουσία - autorização de acordos e práticas concertadas — άδεια σύμπραξης - subvenção à exportação — επιδότηση εξαγωγών - sucedâneo de alimentos — υποκατάστατο τροφίμου - sucessão da exploração agrícola — διαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση - açúcar — ζάχαρη - açúcar branco — λευκή ζάχαρη - açúcar bruto — ακατέργαστη ζάχαρη - açúcar de beterraba — ζάχαρη από τεύτλα - autorização de transporte — έγκριση μεταφοράς - açúcar de cana — ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο - voto expresso — έγκυρα ψηφοδέλτια - sufrágio universal — καθολική ψηφοφορία - suicídio — αυτοκτονία - Suíça — Ελβετία - Sulawesi — Σουλάβεζι - Sumatra — Σουμάτρα - superfície agrícola utilizada — χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση - suplente — αναπληρωτής - suporte de informação — μέσο καταγραφής πληροφοριών - suporte magnético — μέσο μαγνητικής εγγραφής - supressão de posto de trabalho — κατάργηση θέσεων απασχόλησης - supressão dos direitos aduaneiros — κατάργηση των δασμών - supranacionalidade — υπερεθνικότητα - sobreexploração dos recursos — υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων - superfície arborizada — δασική έκταση - área de exploração — επιφάνεια εκμετάλλευσης - prado — χορτόφυτη έκταση - área agrícola principal — κύρια επιφάνεια - ultracongelação — ταχεία κατάψυξη - Suriname — Σουρινάμ - excesso de população — υπερπληθυσμός - acordo monetário — νομισματική συμφωνία - auto-estrada — αυτοκινητόδρομος - superprodução — υπερπαραγωγή - fiscalização do mercado — εποπτεία της αγοράς - suspensão da ajuda — αναστολή της βοήθειας - suspensão da execução da pena — αναστολή εκτελέσεως της ποινής - suspensão dos direitos aduaneiros — αναστολή των δασμών - Suazilândia — Σουαζιλάνδη - silvicultura — δασοκομία - Áustria — Αυστρία - Síria — Συρία - Sysmin — Sysmin - sistema bancário — τραπεζικό σύστημα - sistema de ensino — εκπαιδευτικό σύστημα - sistema de exploração agrícola — σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης - sistema de informação — σύστημα πληροφόρησης - sistema de informação de gestão — σύστημα διοικητικής πληροφόρησης - sistema de comunicação — σύστημα επικοινωνίας - sistema contabilístico — λογιστικό σύστημα - sistema de cultivo — σύστημα καλλιέργειας - Auvergne — Ωβέρνη - sistema das Nações Unidas — σύστημα των Ηνωμένων Εθνών - sistema documental — σύστημα τεκμηρίωσης - sistema eleitoral — εκλογική διαδικασία - sistema eleitoral europeu — ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα - Sistema Europeu de Contabilidade — Ευρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα - Sistema Monetário Europeu — Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα - sistema monetário internacional — διεθνές νομισματικό σύστημα - sistema normalizado de contabilidade — τυποποιημένο λογιστικό σύστημα - Taiwan — Ταϊβάν - Tanzânia — Τανζανία - tapete — τάπητας - tarifa aérea — τιμολόγιο εναέριων μεταφορών - tarifa de transporte — κόμιστρο - pauta aduaneira — δασμολόγιο - Pauta Aduaneira Comum — κοινό δασμολόγιο - tarifa ferroviária — τιμολόγιο σιδηροδρομικών μεταφορών - adiantamento de tesouraria — προκαταβολές - tarifa postal — ταχυδρομικό τέλος - tarifa preferencial — προτιμησιακό δασμολόγιο - tarifa de passageiros — τιμολόγια επιβατικών μεταφορών - taxa de infra-estrutura — τέλη υποδομής - taxa de auto-abastecimento — ποσοστό αυτάρκειας - taxa de câmbio — τιμή συναλλάγματος - anteprojecto de orçamento — προσχέδιο προϋπολογισμού - taxa do IVA — ποσοστό ΦΠΑ - taxa flutuante — κυμαινόμενη ισοτιμία - taxa central — κεντρική ισοτιμία - taxa representativa — αντιπροσωπευτικός συντελεστής - Tawal — Ταβάλ - tributação de preços — διατίμηση - imposto por eixo — τέλη ανά άξονα - direitos de exportação — εξαγωγικός φόρος - direitos de importação — εισαγωγικός φόρος - imposto de selo — τέλη χαρτοσήμου - imposto compensatório — αντισταθμιστικό τέλος - encargo de efeito equivalente — φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος - co-responsabilidade dos produtores — συνυπευθυνότητα των παραγωγών - taxa de trânsito — τέλη διαμετακόμισης - imposto profissional — φόρος επιτηδεύματος - imposto sobre os combustíveis — φόρος καυσίμων - aviação civil — πολιτική αεροπορία - imposto sobre veículos — φόρος αυτοκινήτων - Chade — Τσαντ - Checoslováquia — Τσεχοσλοβακία - técnica de cultura — καλλιεργητική τεχνική - técnica de gestão — τεχνική διαχείρισης - técnicas de construção — τεχνικές εγκαταστάσεις οικοδομής - tecnologia — τεχνολογία - tecnologia alimentar — τεχνολογία τροφίμων - aviação militar — στρατιωτικό αεροσκάφος - tecnologia de materiais — τεχνολογία υλικών - tecnologia pouco poluente — ήπιες μορφές τεχνολογίας - tecnologia energética — ενεργειακή τεχνολογία - tecnologia intermédia — ενδιάμεσες τεχνολογίες - tecnologia nuclear — πυρηνική τεχνολογία - tecnologia petrolífera — τεχνολογία πετρελαίου - telecomunicação — τηλεπικοινωνία - telecópia — τηλεαντιγραφή - teledetecção — τηλεανίχνευση - avicultura — πτηνοτροφία - teledistribuição — καλωδιακή διανομή - telégrafo — τηλέγραφος - telemática — τηλεπληροφορική - televisão, tevê, tv — τηλεόραση - telex — τηλέτυπο - tempo de descanso — χρόνος ανάπαυσης - tendência política — πολιτικές τάσεις - Acordo Monetário Europeu — ευρωπαϊκή νομισματική συμφωνία - stress — διανοητική ένταση - termos comerciais — όροι εμπορίου - terreno para construção — χώρος ανέγερσης κτιρίου - terreno industrial — βιομηχανικά γήπεδα - terra abandonada — εγκαταλειμμένη γη - terra agrícola — γεωργική γη - terras do domínio público — δημόσια κτήματα - terra inculta — ακαλλιέργητη γη - terra cultivável — καλλιεργήσιμη γη - parecer — γνώμη - terra recuperada — ανακτημένη γη - território ultramarino — υπερπόντια εδάφη - terrorismo — τρομοκρατία - Tailândia — Ταϊλάνδη - chá — τσάι - terapêutica — θεραπευτική - parecer CE — γνώμη ΕΚ - Tessália — Θεσσαλία - Trácia Ocidental — Δυτική Θράκη - Timor — Τιμόρ - República Democrática de Timor-Leste, Timor Leste, Timor-Leste — Ανατολικό Τίμορ, Ανατολικό Τιμόρ - titânio — τιτάνιο - título de crédito — πιστωτικός τίτλος - título de transporte — αποδεικτικό καταβολής κομίστρου - Togo — Τόγκο - Tonga — Τόνγκα - tortura — βασανιστήρια - Toscana — Τοσκάνη - turismo de massas — μαζικός τουρισμός - girassol — ηλίανθος - parecer PE — γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - toxicologia — τοξικολογία - tractor — ελκυστήρας - Trade Expansion Act — Trade Expansion Act - tradução — μετάφραση - Tratado CE — Συνθήκη ΕΚ - Tratado CECA — Συνθήκη ΕΚΑΧ - Tratado CEE — Συνθήκη ΕΟΚ - Tratado CEEA — Συνθήκη ΕΚΑΕ - países do Pacto de Varsóvia — χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας - máquina de ordenha — αμελκτική μηχανή - tratamento da água — επεξεργασία του νερού - tratamento de texto — επεξεργασία κειμένων - processamento de dados — επεξεργασία δεδομένων - tratamento de minério — κατεργασία του μεταλλεύματος - tratamento fitossanitário — φυτοϋγειονομική αγωγή - transacção financeira — χρηματοοικονομικές συναλλαγές - transferência de empresa — μεταφορά επιχείρησης - transferência de capitais — μεταφορά κεφαλαίων - transferência do direito à pensão — μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος - transferência de população — μεταφορά πληθυσμού - transferência de tecnologia — μεταφορά τεχνολογίας - aveia — βρώμη - transformação de alimentos — μεταποίηση τροφίμων - trânsito comunitário — κοινοτική διαμετακόμιση - trânsito aduaneiro — τελωνειακή διαμετακόμιση - transmissão de dados — διαβίβαση δεδομένων - transmissão da propriedade — μεταβίβαση κυριότητας - aborto — άμβλωση - transporte aéreo — εναέριες μεταφορές - transporte combinado — συνδυασμένη μεταφορά - transporte de energia — μεταφορά ενέργειας - transporte no hinterland — μεταφορές στην ενδοχώρα - transporte de mercadorias — μεταφορά εμπορευμάτων - transporte de superfície — επίγειες μεταφορές - transporte de passageiros — μεταφορά επιβατών - transporte colectivo — δημόσιες συγκοινωνίες - aborto ilegal — παράνομη άμβλωση - transporte ferroviário — σιδηροδρομικές μεταφορές - transporte por via navegável — μεταφορά μέσω πλωτής οδού - transporte individual — μεταφορά με ίδια μέσα - transporte intercontinental — διηπειρωτικές μεταφορές - transporte interior — εσωτερικές μεταφορές - transporte internacional — διεθνείς μεταφορές - transporte rodoviário internacional — διεθνείς οδικές μεταφορές - transporte intracomunitário — ενδοκοινοτικές μεταφορές - Acordo Multifibras — συμφωνία πολυϊνών - aborto terapêutico — θεραπευτική άμβλωση - transporte nacional — εθνικές μεταφορές - transporte por cabo — μεταφορά με συρματόσχοινο - transporte por conduta — μεταφορά με αγωγό - transporte por conta de terceiros — μεταφορά για λογαριασμό τρίτου - transporte por conta própria — μεταφορά για ίδιο λογαριασμό - transporte público — δημόσιες μεταφορές - transporte regional — περιφερειακές μεταφορές - transporte rodoviário — οδικές μεταφορές - transporte escolar — μεταφορά μαθητών - transporte semicolectivo — ημιμαζικά μεταφορικά μέσα - transporte sob controlo aduaneiro — μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο - transporte subterrâneo — υπόγεια μεταφορά - transporte suburbano — προαστιακές συγκοινωνίες - transporte terrestre — χερσαία μεταφορά - transporte transfronteiriço — διαμεθοριακές μεταφορές - transporte urbano — αστικές συγκοινωνίες - transportador — μεταφορέας - trabalho — εργασία - trabalho no domicílio — εργασία κατ' οίκον - azoto — άζωτο - trabalho em cadeia — εργασία εν σειρά - trabalho a tempo completo — εργασία πλήρους απασχόλησης - trabalho a tempo parcial — εργασία μερικής απασχόλησης - trabalho de equipa — ομαδική εργασία - trabalho infantil — εργασία ανηλίκων - trabalho por turnos — εργασία κατά βάρδιες - trabalhador idoso — ηλικιωμένος εργαζόμενος - trabalhador clandestino — λαθραία εργαζόμενος - trabalhador comunitário — κοινοτικός εργαζόμενος - trabalhador fronteiriço — μεθοριακός εργαζόμενος - trabalhador deficiente — εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες - trabalhador manual — χειρώνακτες - trabalhador migrante — διακινούμενος εργαζόμενος - trabalhador sazonal — εποχικός εργαζόμενος - trabalhador social — κοινωνικός λειτουργός - obras públicas — δημόσια έργα - trevo — τριφύλλι - Bahamas — Μπαχάμες - Trentino-Alto Adige — Τρεντίνο-Άνω Αδίγης - tesouro — δημόσιο θησαυροφυλάκιο - Trindade e Tobago — Τρινιδάδ και Τομπάγκο - triticale — τριτικάλη - Bahrein — Μπαχρέιν - trust — τράστ - bisnaga, cachimbo, canais, canal, chaminés de fábrica, condutas, ducto, pipeline, tubagem, tubo — σωλήνας, σωληνάριο, σωληνώσεις - tuberculose animal — φυματίωση ζώων - tungsténio — βολφράμιο - Tunísia — Τυνησία - turbina — αεριοστρόβιλος - Turquia — Τουρκία - baga — ραγώδες - Tuvalu — Τουβαλού - tubagem — σωληνώσεις - IVA — ΦΠΑ - UDEAC — UDEAC - países UDEAC — χώρες της UDEAC - UEBL — UEBL - União Europeia das Alfândegas — UEDE - países UEO — χώρες της ΔΕΕ - UIT — ITU - Umm al Quawain — Ουμ αλ Κουάβαιν - CNUDR — UNCRD - Unesco — Unesco - unificação nacional — εθνική ενοποίηση - União Europeia Ocidental — ΔΕΕ - contrato de arrendamento — μισθωτήριο - UEA — UEA - união aduaneira — τελωνειακή ένωση - união económica — οικονομική ένωση - União Económica e Monetária — Οικονομική και Νομισματική Ένωση - União Europeia de Pagamentos — Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών - União Interparlamentar — διακοινοβουλευτική ένωση - acordo preferencial — προτιμησιακή συμφωνία - arrendamento comercial — εμπορικό μισθωτήριο - país da UEMAO — χώρες της ΟΝΕΔΑ - união monetária — νομισματική ένωση - UNIR — UNIR - Unisist — Unisist - Unitar — Unitar - cabeça de gado — ζωική μονάδα - contrato de arrendamento rural — σύμβαση αγρομίσθωσης - UNRWA — UNRWA - UPA — UPA - UPU — UPU - urânio — ουράνιο - urbanização — αστυφιλία - urbanismo — πολεοδομία - URSS — ΕΣΣΔ - Uruguai — Ουρουγουάη - utente dos transportes — χρήστης των μεταφορικών μέσων - baixa de preços — πτώση των τιμών - fábrica pronta — εργοστάσιο «με το κλειδί στο χέρι» - usufruto — επικαρπία - utilizador da informação — χρήστης της πληροφορίας - utilização da ajuda — χρησιμοποίηση της βοήθειας - utilização da água — χρήση του νερού - utilização da energia — χρήση ενέργειας - utilização da terra — χρήση των γαιών - utilização pacífica da energia — ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας - Utrecht, Utreque — Ουτρέχτη - balança comercial — εμπορικό ισοζύγιο - vacina — εμβόλια - vacinação — εμβολιασμός - vaca reprodutora — θηλάζουσα αγελάδα - vaca leiteira — γαλακτοπαραγωγός αγελάδα - vale de Aosta — Κοιλάδα Αόστης - valor acrescentado — προστιθέμενη αξία - valores cotados na bolsa — χρηματιστηριακή αξία - valor de troca comercial — αξία των συναλλαγών - balança deficitária — ελλειμματικό ισοζύγιο - valor aduaneiro — δασμολογητέα αξία - vanádio — βανάδιο - Vanuatu — Βανουάτου - Vaticano — Βατικανό - novilho — μόσχος - veículo sobre almofada de ar — αερολισθαίνον όχημα - veículo de duas rodas — δίτροχο - veículo motorizado — όχημα με κινητήρα - veículo agrícola — γεωργικό όχημα - veículo eléctrico — ηλεκτροκίνητο όχημα - veículo sobre carris — όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές - Vejle — Βέυλε - Venécia — Βένετο - balança de invisíveis — ισοζύγιο αδήλων - Venezuela — Βενεζουέλα - venda — πώληση - venda a crédito — πώληση επί πιστώσει - venda com desconto — πώληση με έκπτωση - venda em hasta pública — πλειστηριασμός - venda directa — άμεση πώληση - balança de pagamentos — ισοζύγιο πληρωμών - venda isenta de impostos — αφορολόγητη πώληση - venda à distância — πώληση εξ αποστάσεως - verificação de contas — εξέλεγξη λογαριασμών - Oeste de Storebælt — Βεστ φορ Στορμπαίλτ - Vestsjælland — Βεστγαίλαντ - Bali, Báli — Μπάλι, Μπαλί - carne — κρέας - carne de vaca — βοδινό κρέας - carne de caprino — αίγειο κρέας - carne de cavalo — κρέας αλόγου - carne de búfalo — κρέας βουβάλου - carne de vitela — μοσχαρίσιο κρέας - carne de aves de capoeira — κρέας πουλερικών - carne limpa — αποστεωμένο κρέας - carne verde — νωπό κρέας - Balcãs — Βαλκάνια, Βαλκανική Χερσόνησος, Βαλκάνια - carne de ovino — πρόβειο κρέας - carne de suíno — χοιρινό κρέας - Viburgo — Βίμποργκ - vice-presidente da assembleia — αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου - vítima civil — θύμα άμαχου πληθυσμού - vítima de guerra — θύμα πολέμου - emissão de videotexto — teletext - videotexto interactivo — videotex - inserção profissional — επαγγελματική ένταξη - segunda volta — επαναληπτική ψηφοφορία - vida associativa — ζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων - vida da empresa — ζωή της επιχείρησης - vida escolar — σχολική ζωή - vida social — κοινωνική ζωή - Vietnã, Vietnã; Vietname, Vietname — Βιετνάμ, Σοσιλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ - vinha — αμπελώνας - cidade média — πόλη μετρίου μεγέθους - cidade nova — νέα πόλη - cidade-satélite — πόλη δορυφόρος - vinho aromatizado — αρωματισμένος οίνος - vinho branco — λευκός οίνος - vinho regional — τοπικός οίνος - vinho de qualidade superior — οίνος ποιότητας - vinho de mesa — επιτραπέζιος οίνος - vinho engarrafado — εμφιαλωμένος οίνος - vinho reforçado — οίνος αυξημένου οινοπνεύματος - tira — ταινία - vinho espumante — αφρώδης οίνος - vinho rosé — ερυθρωπός οίνος - vinho tinto — ερυθρός οίνος - vinho não espumante — μη αφρώδης οίνος - vinificação — οινοποίηση - violência sexual — βιασμός - violência — βία - violência de Estado — κρατική βία - violência política — πολιτική βία - Bangladesh — Μπαγκλαντές - viticultura — αμπελουργία - via navegável interior — εσωτερική υδάτινη οδός - via fluvial internacional — διεθνής υδάτινη οδός - via rápida — οδός ταχείας κυκλοφορίας - via rural — αγροτική οδός - via urbana — αστική οδός - Banco Africano de Desenvolvimento — Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης - aves mortas — σφαγμένα πουλερικά - aves poedeiras — πουλερικά ωοπαραγωγής - aves vivas — ζώντα πουλερικά - volume de comércio — όγκος των συναλλαγών - volume de transacções — όγκος των χρηματικών συναλλαγών - voto em branco — λευκή ψήφος - caixa agrícola — αγροτική τράπεζα - voto bloqueado — δεσμευμένη ψηφοφορία - votação da lei — ψήφιση νόμου - voto electrónico — ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα - votação nominal — ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως - voto nulo — άκυρη ψήφος - voto obrigatório — υποχρεωτική ψήφος - voto antecipado — ψήφιση προ της ημέρας των εκλογών - voto por correspondência — ψήφος δι' αλληλογραφίας - voto por procuração — ψήφος δια πληρεξουσίου - votação parlamentar — κοινοβουλευτική ψηφοφορία - banco central — κεντρική τράπεζα - lista aberta — ψήφος με εκδήλωση προτίμησης - voto público — φανερή ψηφοφορία - viagem com tudo incluído — οργανωμένο ταξίδι - viagem em grupo — ομαδικό ταξίδι - vulcanologia — ηφαιστειολογία - divulgação agrícola — γεωργικές εφαρμογές - Wallis e Fortuna — Νήσοι Ουώλις και Φουτούνα - iogurte — γιαούρτι - banco comercial — εμπορική τράπεζα - Iémen — Υεμένη - antiga República Democrática e Popular do Iémen — πρώην Υεμένη ΛΔ - Yorkshire and Humberside — Γιόρκσαϊρ Χάμπερσαϊντ - República Democrática do Congo — Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό - Zâmbia — Ζάμπια - Zelândia — Ζηλανδία - banco cooperativo — συνεταιριστική τράπεζα - zona árida — άνυδρη ζώνη - zona climática — κλιματική ζώνη - zona habitacional — οικιστική ζώνη - zona de captura — ζώνη αλιευμάτων - zona de comércio livre — ζώνη ελευθέρων συναλλαγών - zona de pesca — ζώνη αλιείας - zona económica exclusiva — αποκλειστική οικονομική ζώνη - zona equatorial — ισημερινή ζώνη - zona franca — ελεύθερη ζώνη - Acordo SALT — συμφωνία SALT - banco de investimento — τράπεζα επενδύσεων - zona fria — ψυχρή ζώνη - zona húmida — υγρή ζώνη - zona monetária — νομισματική ζώνη - área reservada a peOes, zona para peões — πεζοδρομημένη ζώνη, πεζόδρομος - zona poluída — μολυσμένη ζώνη - zona protegida — προστατευόμενη ζώνη - zona sinistrada — πληγείσα ζώνη - zona subtropical — υποτροπική ζώνη - zona suburbana — προαστιακή ζώνη - zona tarifária — δασμολογική ζώνη - banco de desenvolvimento — τράπεζα ανάπτυξης - zona temperada — εύκρατη ζώνη - zona tropical — τροπική ζώνη - zona urbana — αστική ζώνη - zoologia — ζωολογία - banco predial — φορέας γεωργικής χωροταξίας - banco popular — λαϊκή τράπεζα - banco privado — ιδιωτική τράπεζα - banco público — δημόσια τράπεζα - Barbados — Μπαρμπάντος - acordo sectorial — τομεακή συμφωνία - tabela de preços — πίνακας τιμών - barra — ράβδος - salário baixo — χαμηλόμισθοι - base de dados — βάση δεδομένων - base militar — στρατιωτική βάση - Basilicata — Βασιλικάτα - Baixa Normandia — Κάτω Νορμανδία - Baixa Saxónia, Baixa Saxônia, Baixo Saxe, Niedersachsen — Κάτω Σαξονία, Κάτω Σαξωνία - barco — πλοίο - acordo relativo aos produtos de base — συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως - barco-cisterna — δεξαμενόπλοιο - edifício — κτίριο - embarcação de recreio — σκάφος αναψυχής - edifício industrial — βιομηχανικά κτίρια - edifício público — δημόσιο κτίριο - Baviera — Βαυαρία - acordo pautal — δασμολογική συμφωνία - belas-artes — καλές τέχνες - BEI — ΕΤΕπ - Bélgica — Βέλγιο - regiões e comunidades da Bélgica — περιφέρειες και κοινότητες του Βελγίου - Belize — Μπελίζ - lucro — κέρδος - beneficiário da ajuda — δικαιούχος της βοήθειας - BENELUX — Benelux, Μπενελούξ, τα κράτη της Μπενελούξ - países Benelux — χώρες της Benelux - Benim — Μπενίν - Berlim — Βερολίνο - Bermudas — Βερμούδες - necessidades alimentares — επισιτιστικές ανάγκες - necessidade de alojamento — στεγαστικές ανάγκες - necessidade de mão-de-obra — ανάγκη εργατικού δυναμικού - crescimento da população — αύξηση πληθυσμού - necessidade de água — ανάγκες σε νερό - forragem — χορτονομή - necessidades financeiras — χρηματοληπτική ανάγκη - beterraba forrageira — κτηνοτροφικό τεύτλο - beterraba sacarina — ζαχαρότευτλο - BEUC — BEUC - manteiga — βούτυρο - manteiga vegetal — φυτικό βούτυρο - Butão — Μπουτάν - aumento de produção — αύξηση της παραγωγής - bibliografia — βιβλιογραφία - biblioteca — βιβλιοθήκη - biblioteca juvenil — βιβλιοθήκη νέων - biblioteca nacional — εθνική βιβλιοθήκη - biblioteca pública — δημόσια βιβλιοθήκη - biblioteca científica — επιστημονική βιβλιοθήκη - biblioteca universitária — πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη - assembleia bicamaral — κοινοβουλευτικό σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων - BID — BID - bairro de lata — τενεκεδούπολη - BIE — ΙΒΕ - baldio — κτήματα δήμων και κοινοτήτων - bem cultural — πολιτιστικό αγαθό - bens duradouros — διαρκές αγαθό - bens não duradouros — μη διαρκές αγαθό - bem-estar social — κοινωνική ευημερία - acusação — κατηγορία για αδίκημα - balanço de abastecimento — ισοζύγιο εφοδιασμού - balanço energético — ενεργειακό ισοζύγιο - balanço social — κοινωνικός απολογισμός - bioquímica — βιοχημεία - bioconversão — βιολογική μετατροπή - biodegradabilidade — βιοδιασπασιμότητα - bioenergia — βιοενέργεια - biogás — βιοαέριο - biografia — βιογραφία - bipartidarismo — δικομματικό σύστημα - bipolarização — πόλωση - Myanmar — Μιανμάρ - compra — πράξη αγοράς - bismuto — βισμούθιο - trigo duro — σκληρό σιτάρι - trigo mole — μαλακό σιτάρι - bloqueio de preços — καθήλωση των τιμών - madeira para construção — οικοδομική ξυλεία - compra a crédito — αγορά επί πιστώσει - bebida não alcoólica — μη αλκοολούχο ποτό - título do tesouro — έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου - Bonaire — Μποναίρ - bonificação de juro — επιδότηση επιτοκίου - malhas — πλεκτοβιομηχανία - compra de intervenção — αγορά παρέμβασης - Bornholm — Μπόρνχολμ - Botanica, Botânica — βοτανική, φυτολογία - Botsuana — Μποτσουάνα - indústria de panificação — αρτοποιία - Borgonha — Βουργουνδία - bolsa de mercadorias — χρηματιστήριο εμπορευμάτων - bovino — βοοειδή - Província do Brabante flamengo — επαρχία Φλαμανδικής Βραβάνδης - Brabante Setentrional — Βόρεια Βραβάνδη - Província do Brabante valão — επαρχία Βαλλωνικής Βραβάνδης - Brema — Βρέμη - Brasil, carioca, fluminense, paulista, paulistano — Βραζιλία, Ομόσπονδη Δημοκρατία της Βραζιλίας - patente — δίπλωμα ευρεσιτεχνίας - patente europeia — ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας - BRI — BRI - ácido inorgânico — ανόργανο οξύ - bromo — βρώμιο - brucelose — βρουκέλλωση - Brunei — Μπρουνέι - orçamento comunitário — κοινοτικός προϋπολογισμός - orçamento para a defesa — προϋπολογισμός για την άμυνα - orçamento extraordinário — έκτακτος προϋπολογισμός - ácido orgânico — οργανικό οξύ - orçamento familiar — οικογενειακός προϋπολογισμός - orçamento operacional CECA — επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ - orçamento publicitário — προϋπολογισμός διαφήμισης - orçamento rectificativo — διορθωτικός προϋπολογισμός - Orçamento Social Europeu — ευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός - orçamento suplementar — συμπληρωματικός προϋπολογισμός - inscrição orçamental — εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό - Bulgária — Βουλγαρία - boletim de voto — ψηφοδέλτιο - centro de informação — γραφείο πληροφοριών - mesa de voto — εκλογικό τμήμα - mesa da assembleia — προεδρείο του Κοινοβουλίου - formalidade administrativa — διοικητική διατύπωση - burótica — αυτοματοποίηση γραφείου - butteroil — βουτυρέλαιο - governo-sombra — σκιώδης κυβέρνηση - Abruzos — Αβρουζία - Açores — Αζόρες - cabotagem marítima — θαλάσσια ακτοπλοΐα - cacau — κακάο - cadastro — δημόσιο κτηματολόγιο - quadro — στέλεχος - quadro administrativo — διοικητικό στέλεχος - quadro de linguistas CE — γλωσσικός κλάδος ΕΚ - países ACP — χώρες ΑΚΕ - quadro médio — μεσαίο στέλεχος - quadro superior — ανώτερο στέλεχος - Comecon — ΣΑΟΒ - países Comecon — χώρες του ΣΑΟΒ - café — καφές - caixa de depósitos — ταμιευτήριο - Calábria — Καλαβρία - cálculo de custos — κοστολόγηση - aquisição de propriedade — κτήση κυριότητας - calendário lectivo — ωρολόγιο πρόγραμμα - Camarões — Καμερούν - campanha agrícola — καλλιεργητική περίοδος - Campânia — Καμπανία - campismo — κατασκήνωση - Canadá — Καναδάς - canal do Panamá — Διώρυγα του Παναμά - aquisição de conhecimentos — απόκτηση γνώσεων - cancro — καρκίνος - candidato — υποψήφιος - cana-de-açúcar — ζαχαροκάλαμο - CAO — EAC - Cabo Verde — Πράσινο Ακρωτήριο - aquisição de documentos — απόκτηση τεκμηρίωσης - capacidade de exercício — δικαιοπρακτική ικανότητα - capacidade de carga — ικανότητα φόρτωσης - capacidade contratual — ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως - capacidade de gozo dos direitos — δυνατότητα άσκησης δικαιώματος - veto — αρνησικυρία - processo de consulta — διαδικασία διαβούλευσης - ministério — υπουργείο - eleito local — αιρετός εκπρόσωπος τοπικής αυτοδιοίκησης - região autónoma — αυτόνομη κοινότητα - administração regional — περιφερειακή διοίκηση - intercâmbio científico — επιστημονικές ανταλλαγές - capacidade de produção — παραγωγική ικανότητα - sanção militar — στρατιωτικές κυρώσεις - voluntário internacional — διεθνείς εθελοντές - questão da Cisjordânia — Ζήτημα της Υπεριορδανίας - direito comunitário-direito nacional — κοινοτικό δίκαιο-εθνικό δίκαιο - delegação PE — αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - parecer CES — γνώμη της ΟΚΕ - função pública europeia — δημόσια διοίκηση της Κοινότητας - parecer favorável PE — σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Assembleia Paritária ACP-CE — Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ-ΕΚ - presidente PE — Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - vice-presidente PE — Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - questor PE — Σώμα των Κοσμητόρων - acórdão do Tribunal CE — απόφαση του Δικαστηρίου ΕΚ - movimento contra a Europa — αντιευρωπαϊσμός - fundos estruturais — διαρθρωτικά ταμεία - jurisdição do trabalho — δικαστήριο εργατικών διαφορών - capacidade de armazenamento — δυναμικό αποθήκευσης - arrependido — μεταμεληθείς - zona contígua — παρακείμενη ζώνη - recurso dos particulares — προσφυγή ιδιωτών - situação económica — οικονομική κατάσταση - factor de produção — συντελεστής παραγωγής - pólo de crescimento — πόλος ανάπτυξης - programa de desenvolvimento integrado — ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης - PIM — ΟΜΠ - comércio Norte-Sul — εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου - capacidade de transporte — μεταφορική ικανότητα - capital especulativo — κερδοσκοπικά κεφάλαια - financiamento público — δημόσια χρηματοδότηση - harmonização de preços — εναρμόνιση των τιμών - mercado de capitais — κεφαλαιαγορά - capital de risco — κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου - orçamento geral CE — Γενικός Προϋπολογισμός ΕΚ - prémio cultural — πολιτιστικό βραβείο - anglicanismo — αγγλικανισμός - catolicismo — καθολικισμός - ortodoxia — ορθοδοξία - protestantismo — προτεσταντισμός - parque de diversões — χώρος αναψυχής - profissional da indústria de restaurantes e similares — προσωπικό εστιατορίων - máfia — μαφία - bioética — βιοηθική - sociedade secreta — μυστικές εταιρίες - cultura regional — τοπική πολιτιστική παράδοση - SIDA — AIDS - preço do terreno — τιμή της γης - universidade aberta — ανοικτό πανεπιστήμιο - orçamento para a educação — προϋπολογισμός της εκπαίδευσης - intercâmbio escolar — εκπαιδευτικές ανταλλαγές - Eurydice — Eurydice - reconhecimento dos estudos — αναγνώριση σπουδών - empresa jornalística — επιχείρηση Τύπου - teletexto — teletex - protecção dos dados — προστασία δεδομένων - rede interactiva — αμφίδρομο δίκτυο - produção cinematográfica — κινηματογραφική παραγωγή - indústria dos programas — βιομηχανία προγραμμάτων - co-produção audiovisual — συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων - programa audiovisual — οπτικοακουστικό πρόγραμμα - produção audiovisual — οπτικοακουστική παραγωγή - televisão de grande definição — τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας - videocomunicação — βιντεοεπικοινωνία - política do audiovisual — οπτικοακουστική πολιτική - pirataria audiovisual — ραδιοτηλεπειρατεία - espaço audiovisual europeu — ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος - livre circulação de programas — ελεύθερη διακίνηση προγραμμάτων - tarifa das comunicações — επικοινωνιακά τέλη - direito da informação — δίκαιο των πληροφοριών - informática jurídica — νομικές εφαρμογές πληροφορικής - telecarregamento — μεταφόρτωση προγραμμάτων - tradução automática — αυτόματη μετάφραση - independência energética — ενεργειακή ανεξαρτησία - capital industrial — βιομηχανικό κεφάλαιο - processo de cooperação — διαδικασία συνεργασίας - transferência de competências — μεταφορά αρμοδιότητας - criação de empresas — δημιουργία επιχείρησης - sociedade de serviços — επιχείρηση παροχής υπηρεσιών - empresa de trabalho temporário — επιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού - trabalho ao ecrã — εργασία σε οθόνη - cabotagem rodoviária — οδικές ενδομεταφορές - barcaça — τομέας ποταμοπλοΐας - canal marítimo — θαλάσσια διώρυγα - ligação através do Canal da Mancha — ζεύξη της Μάγχης - tarifa interior — τιμολόγιο εσωτερικών μεταφορών - tarifa internacional — τιμολόγιο διεθνών μεταφορών - tarifa rodoviária — τιμολόγιο οδικών μεταφορών - acto administrativo — διοικητική πράξη - capital social — εταιρικό κεφάλαιο - protecção da floresta — προστασία των δασών - Mar Tirreno — Τυρρηνική Θάλασσα - Mar Adriático — Αδριατική Θάλασσα - Mar da Ligúria — Λιγυρική Θάλασσα - Mar Egeu — Αιγαίο Πέλαγος - Mar Jónico — Ιόνιο Πέλαγος - luta contra os insectos — καταπολέμηση των εντόμων - ordenamento fundiário — γεωργική χωροταξία - regulamentação da pesca — αλιευτικές διατάξεις - controlo da pesca — αλιευτικοί έλεγχοι - legume perene — πολυετές λαχανικό - produto fresco — νωπό προϊόν - norma de qualidade — ποιοτικό πρότυπο - norma de segurança — πρότυπο ασφάλειας - norma técnica — τεχνικό πρότυπο - COST — COST - investigação e desenvolvimento — έρευνα και ανάπτυξη - investigação espacial — διαστημική έρευνα - técnica espacial — διαστημική τεχνική - capital estrangeiro — ξένα κεφάλαια - borracha sintética — συνθετικό ελαστικό - borracha natural — φυσικό ελαστικό - indústria ferroviária — σιδηροδρομικές κατασκευές - carvão de madeira — ξυλάνθρακας - indústria de produtos de luxo — βιομηχανία ειδών πολυτελείας - província autónoma de Bolzano — Αυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο - província autónoma de Trento — Αυτόνομη Επαρχία του Τρέντο - CEACT — CEPT - OICE — INCB - Habitat ONU — Habitat OHE - agente CE — υπάλληλοι ΕΚ - caprino — αιγοειδή - captura acessória — δευτερεύοντα αλιεύματα - captura autorizada — επιτρεπόμενα αλιεύματα - captura de peixe — αλιεύματα ιχθύων - captura por espécie — αλιεύματα κατ' είδος - captura total — συνολικά αλιεύματα - acto comunitário — κοινοτική πράξη - Caraíbas — Νήσοι Καραϊβικής - carboquímica — χημεία του άνθρακα - carbono — άνθρακας - carburante — καύσιμο κινητήρων εσωτερικής καύσεως - carcaça — σφάγιο - Caricom — Caricom - países Caricom — χώρες της Caricom - rede escolar — χάρτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων - cartel — καρτέλ - acto de comércio — εμπορική πράξη - cartografia — χαρτογραφία - fluxo de tesouraria — ταμειακή ροή - catalogação — καταλογογράφηση - Catalunha — Καταλωνία - catálogo — κατάλογος - categoria socioprofissional — κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία - caução eleitoral — καταβολή εγγύησης υποψηφιότητας - acta de reunião — συνεδριακές εργασίες - CCPE — SPC - CDI — CDI - países UE — χώρα ΕΕ - CEAC — CEAC - CEAE — CEAE - CEAO — CEAO - radiação ionizante — ιοντίζουσα ακτινοβολία - sódio — νάτριο - trabalho dos metais — κατεργασία μετάλλων - gás raro — ευγενές αέριο - transplantação de orgãos — μεταμόσχευση οργάνων - transfusão de sangue — μετάγγιση αίματος - detrito metálico — απορρίμματα μετάλλων - eixo comunitário — κοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία - intercâmbio de jovens — ανταλλαγές νέων - partícula elementar — στοιχειώδη σωματίδια - química analítica — αναλυτική χημεία - espectrometria — φασματομετρία - países CEAO — χώρες της CEAO - citologia — κυτταρολογία - cálcio — ασβέστιο - diagnóstico médico — ιατρική διάγνωση - medicina nuclear — πυρηνική ιατρική - membro do Tribunal de Contas CE — Μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΕΚ - segurança dos edifícios — ασφάλεια κτιρίων - Agência Europeia para o Ambiente — Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος - guia de informação — οδηγός - símbolo europeu — ευρωπαϊκά σύμβολα - língua oficial — επίσημη γλώσσα - acidente doméstico — ατυχήματα στο σπίτι - programa comunitário — κοινοτικό πρόγραμμα - floresta tropical — τροπικό δάσος - Convenção de Lomé IV — Σύμβαση Λομέ IV - perturbação electromagnética — ηλεκτρομαγνητική όχληση - mercenário — μισθοφόρος - comemoração — εορτασμός επετείου - ensino da condução — μαθήματα οδήγησης - uso de estimulantes — ντοπάρισμα - Convenção Europeia dos Direitos do Homem — Ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου - CECA — ΕΚΑΧ - Tribunal de Primeira Instância CE — Πρωτοδικείο ΕΚ - condição de reforma — όροι συνταξιοδότησης - fronteira intracomunitária — ενδοκοινοτικά σύνορα - veículo de campismo — τροχόσπιτο - medida antidumping — μέτρα αντιντάμπινγκ - impacto da informática — αντίκτυπος της πληροφορικής - comunicação de dados — κοινοποίηση των δεδομένων - intervenção militar — στρατιωτική επέμβαση - exportação de resíduos — εξαγωγή αποβλήτων - cooperante — εθελοντές για την ανάπτυξη - radiobiologia — ραδιοβιολογία - absentismo — συστηματική απουσία από την εργασία - acto pontifício — παπικό έγγραφο - CEDEAO — CEDEAO - Cedefop — Cedefop - CEEA — ΕΚΑΕ - pessoa solteira — άγαμος - CEMT — CEMT - censura — λογοκρισία - República Centro-Africana — Κεντροαφρικανική Δημοκρατία - centralização da informação — συγκέντρωση των πληροφοριών - região do Centro — Κεντρική Γαλλία - Centro Comum de Investigação — Κοινό Κέντρο Ερευνών ΕΚΑΕ - centro de cálculo — κέντρο μηχανοργάνωσης - centro de documentação — κέντρο τεκμηρίωσης - centro político — Κέντρο - centro distribuidor de bases de dados — υπολογιστής κεντρικής υποστήριξης - cereal alimentar — δημητριακό διατροφής - acção financeira — μετοχή - cereal forrageiro — κτηνοτροφικό σιτηρό - cereal panificável — αρτοποιήσιμο δημητριακό - CERN — CERN - CERS — ESRO - certificado de origem — πιστοποιητικό καταγωγής - guia de trânsito — πιστοποιητικό κυκλοφορίας - certificado sanitário — πιστοποιητικό υγείας - Confederação Europeia dos Sindicatos — CES - acção judicial — αξίωση παροχής εννόμου προστασίας - cessação de actividade — παύση δραστηριότητας - abandono de exploração agrícola — παύση γεωργικής εκμετάλλευσης - cessação de pagamentos — παύση πληρωμών - câmara de comércio e indústria — εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο - assembleia directamente eleita — άμεσα εκλεγμένη Βουλή - assembleia federal — Ομοσπονδιακή Βουλή - assembleia parlamentar — κοινοβουλευτικό σώμα - champanhe — σαμπάνια - mudança social — κοινωνική αλλαγή - mudança tecnológica — τεχνολογική αλλαγή - chaptalização — προσθήκη ζάχαρης στο μούστο - extracção de carvão — ανθρακωρυχείο - carga por eixo — φορτίο ανά άξονα - encargo familiar — οικογενειακό βάρος - carga útil — ωφέλιμο φορτίο - carga — φόρτωση - Carta de Havana — Χάρτης της Αβάνας - Carta das Nações Unidas — καταστατικός χάρτης των Ηνωμένων Εθνών - Carta Social Europeia — ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης - acesso à informação comunitária — πρόσβαση στην κοινοτική πληροφόρηση - acesso à justiça — πρόσβαση στη δικαιοσύνη - acordo ATP — συμφωνία ATP - acordo comercial CE — εμπορική συμφωνία ΕΚ - acordo de cooperação CE — συμφωνία συνεργασίας ΕΚ - Acordo de Schengen — συμφωνία του Σένγκεν - acordo europeu de associação — ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης - acordo provisório CE — προσωρινή συμφωνία ΕΚ - acordo interinstitucional — διοργανική συμφωνία - acordo misto — μικτή συμφωνία - acumulador eléctrico — ηλεκτρικός συσσωρευτής - acervo comunitário — κοινοτικό κεκτημένο - acção civil — αστική αγωγή - acção comunitária — κοινοτική δράση - acção em matéria civil — αγωγή αστικού δικαίου - acção em matéria penal — αγωγή ποινικού δικαίου - acção de responsabilidade civil — αγωγή αποζημίωσης - acção penal — ποινική αγωγή - actividade comunitária — κοινοτική δραστηριότητα - adaptação das perspectivas financeiras — προσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών - adesão a um acordo — προσχώρηση σε συμφωνία - administração da instituição — διοίκηση του οργάνου - África lusófona — Πορτογαλόφωνη Aφρική - África negra — Αφρική νοτίως της Σαχάρας - Agência Europeia de Avaliação dos Medicamentos — Ευρωπαϊκός οργανισμός αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων - Agência Europeia para a Segurança e a Saúde no Trabalho — Ευρωπαϊκός οργανισμός για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία - agressão física — σωματική επίθεση - NAFTA — NAFTA - alergia — αλλεργία - embaixada — πρεσβεία - ordenamento do território — χωροταξία - ex-RDA — πρώην ΛΔΓ - ex-URSS — πρώην ΕΣΣΔ - antiguidade — προϋπηρεσία - antigos países socialistas — πρώην σοσιαλιστικές χώρες - aparelho a gás — συσκευή αερίου - informatização — εφαρμογή της πληροφορικής - aprofundamento da União Europeia — εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Arco Atlântico — Τόξο του Ατλαντικού - arquipélago — αρχιπέλαγος - Arménia — Αρμενία - SAARC — ASACR - elevador — ανελκυστήρας - Ásia Central — Κεντρική Ασία - assembleia parlamentar internacional — κοινοβουλευτική συνέλευση - autonomia administrativa — διοικητική αυτονομία - autorização de venda — άδεια πώλησης - anteprojecto de orçamento das CE — προσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ - avião de combate — μαχητικό αεροσκάφος - Azerbaijão — Αζερμπαϊτζάν - base jurídica — νομική βάση - Bacia do Reno — λεκάνη του Ρήνου - Bielorrússia — Λευκορωσία - beneficiário líquido — κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει - BERD — ΕΤΑΑ - produto dual — αγαθό διπλής χρήσης - bem-estar dos animais — καλή μεταχείριση των ζώων - biótopo — βιότοπος - lavandaria — καθαριστήριο - madeira tropical — τροπική ξυλεία - Bósnia-Herzegovina — Βοσνία-Ερζεγοβίνη - Brandeburgo — Βρανδεβούργο - cabotagem aérea — αεροπορικό καμποτάζ - Quadro Comunitário de Apoio — κοινοτικό πλαίσιο στήριξης - cálculo científico — επιστημονικός υπολογισμός - calendário da UEM — χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ - carreira profissional — επαγγελματική σταδιοδρομία - placa de extensão — κάρτα επέκτασης - cassete audio — κασέτα - CCAN — ΣΒΑΣ - CEI — ΚΑΚ - círculo de qualidade — ομάδα ποιότητας - certificado comunitário — κοινοτική πιστοποίηση - mudança de regime político — αλλαγή πολιτικού καθεστώτος - Carta Comunitária dos Direitos Sociais Fundamentais dos Trabalhadores — Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων - carta europeia — ευρωπαϊκός Χάρτης - carta internacional — διεθνής Χάρτης - cirurgião — χειρουργός - circunstância agravante — επιβαρυντική περίσταση - circunstância atenuante — ελαφρυντική περίσταση - cidadania europeia — ευρωπαϊκή ιθαγένεια - cláusula abusiva — καταχρηστική ρήτρα - cláusula contratual — συμβατική ρήτρα - cláusula de saída — ρήτρα απαλλαγής - COCOM — COCOM - Código Penal — ποινικός κώδικας - codificação do direito comunitário — κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου - coesão económica e social — οικονομική και κοινωνική συνοχή - cabeleireiro e estética — κόμμωση και αισθητική περιποίηση - autarquia local — οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης - organismo regional — οργανισμός περιφερειακής διοίκησης - Comité Conjunto EEE — κοινή επιτροπή ΕΟΧ - Comité Consultivo Conjunto do EEE — κοινή συμβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ - comité de gestão CE — επιτροπή διαχείρισης ΕΚ - comité de regulamentação CE — επιτροπή κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΚ - Comité das Regiões — Επιτροπή Περιφερειών - comité misto CE — μικτή επιτροπή ΕΚ - Comité Parlamentar Misto do EEE — κοινή κοινοβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ - comitologia — επιτροπολογία - comércio de órgãos — εμπόριο οργάνων - comércio de arte — εμπόριο έργων τέχνης - Comunidade flamenga — Φλαμανδική Κοινότητα - Comunidade francófona — Γαλλόφωνη Κοινότητα - Comunidade germanófona — Γερμανόφωνη Κοινότητα - comunidades da Bélgica — κοινότητες του Βελγίου - competência do PE — αρμοδιότητα του ΕΚ - competência institucional CE — αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΚ - concepção assistida por computador — σχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή - confederação patronal — εργοδοτική συνομοσπονδία - confederação sindical — συνδικαλιστική συνομοσπονδία - conferência europeia — ευρωπαϊκή διάσκεψη - conferência intergovernamental CE — διακυβερνητική διάσκεψη ΕΚ - conferência internacional — διεθνής διάσκεψη - Conferência Internacional do Trabalho — Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας - conferência tripartida — τριμερής διάσκεψη - conflito étnico — διένεξη μεταξύ εθνοτήτων - licença para actividade política — άδεια για πολιτικούς λόγους - Conselho de Cooperação do Golfo — Συμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Περσικού Κόλπου - Conselho do EEE — Συμβούλιο του ΕΟΧ - consultadoria e aconselhamento — παροχή συμβουλών και υπηρεσιών εμπειρογνώμονα - consignação de produto poluente — πώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής - consolidação do direito comunitário — συστατική κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου - consulado — προξενείο - contrato de direito administrativo — διοικητική σύμβαση - contrapartida de acordo — αντιπαροχή συμφωνίας - contribuinte líquido — κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει - contribuição PNB — εισφορά ΑΕΠ - controlo fronteiriço — μεθοριακός έλεγχος - controlo dos auxílios estatais — έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων - controlo das exportações — έλεγχος των εξαγωγών - convenção intergovernamental CE — διακυβερνητική σύμβαση ΕΚ - cooperação no âmbito das questões internas — συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων - cooperação aduaneira — τελωνειακή συνεργασία - cooperação ambiental — περιβαλλοντική συνεργασία - cooperação intergovernamental UE — διακυβερνητική συνεργασία ΕΕ - cooperação interinstitucional CE — διοργανική συνεργασία ΕΚ - cooperação interparlamentar — διακοινοβουλευτική συνεργασία - cooperação judiciária UE — δικαστική συνεργασία ΕΕ - cooperação policial — αστυνομική συνεργασία - cooperação policial UE — αστυνομική συνεργασία ΕΕ - cooperativa de habitação — στεγαστικός συνεταιρισμός - coordenação de financiamentos — συντονισμός των χρηματοδοτήσεων - coordenação das políticas UEM — συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ - Corno de África — Κέρας της Αφρικής - Eurocorpo — Ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα - COSAC — COSAC - crime organizado — οργανωμένη εγκληματικότητα - critério de elegibilidade — κριτήριο επιλεξιμότητας - critério de convergência — κριτήριο σύγκλισης - acumulação de rendimentos — σώρευση εισοδημάτων - ciclone — κυκλώνας - declaração de interesse comunitário — δήλωση κοινοτικού ενδιαφέροντος - prazo de edição — προθεσμία έκδοσης - operações de iniciados — αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών - delito ambiental — περιβαλλοντικό έγκλημα - delito sexual — σεξουαλικό έγκλημα - denominação do produto — ονομασία του προϊόντος - denúncia de um acordo — καταγγελία συμφωνίας - despesa agrícola — αγροτική δαπάνη - despesa comunitária — κοινοτική δαπάνη - despesa de funcionamento CE — δαπάνη λειτουργίας ΕΚ - despesa de investigação CE — δαπάνη έρευνας ΕΚ - despesa operacional CE — επιχειρησιακή δαπάνη ΕΚ - despesa estrutural — διαρθρωτική δαπάνη - derrogação ao direito comunitário — παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο - dívida aduaneira — τελωνειακή οφειλή - segunda fase da UEM — δεύτερη φάση της ΟΝΕ - deveres do funcionário — καθήκοντα του υπαλλήλου - diálogo social — κοινωνικός διάλογος - diálogo social comunitário — κοινοτικός κοινωνικός διάλογος - difusão da informação comunitária — διάδοση της κοινοτικής πληροφόρησης - disciplina orçamental CE — δημοσιονομική πειθαρχία ΕΚ - disciplina militar — στρατιωτική πειθαρχία - discriminação em razão da nacionalidade — διάκριση λόγω ιθαγένειας - dispositivo antipoluição — αντιρρυπαντική διάταξη - dados médicos — ιατρικά στοιχεία - dados pessoais — προσωπικά στοιχεία - capacidade processual — δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - direito de asilo — δικαίωμα ασύλου - direito de obrigações — ενοχικό δίκαιο - direito regional — περιφερειακό δίκαιο - direitos do funcionário — δικαιώματα του υπαλλήλου - ecrã — οθόνη - ECU privado — ιδιωτικό Ecu - ensino correccional — εκπαίδευση υπό επιτήρηση - accionariato operário — εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης - efeito de estufa — φαινόμενο θερμοκηπίου - elaboração do direito comunitário — κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου - eleição regional — περιφερειακές εκλογές - embrião e feto — έμβρυο - utilização das línguas — χρήση γλωσσών - treino militar — στρατιωτική εκπαίδευση - equilíbrio institucional CE — θεσμική ισορροπία ΕΚ - equipamento de protecção — προστατευτικός εξοπλισμός - equipamento informático — εξοπλισμός πληροφορικής - equipamento de pressão — εξοπλισμός υπό πίεση - equipamento térmico — θερμικός εξοπλισμός - Eritreia — Ερυθραία - Espaço Económico Europeu — Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος - elaboração do orçamento comunitário — κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού - Estado confessional — θρησκευτικό κράτος - Estado de Direito — κράτος δικαίου - Estado federal — ομοσπονδιακό κράτος - Estado islâmico — ισλαμικό κράτος - Estado laico — λαϊκό κράτος - Estado unitário — ενιαίο κράτος - estudo comparativo — συγκριτική μελέτη - estudo de casos — περιπτωσιολογική μελέτη - Europa dos cidadãos — Ευρώπη των πολιτών - Europol — Europol - execução da pena — εκτέλεση της ποινής - experiência profissional — επαγγελματική πείρα - peritagem judiciária — δικαστική πραγματογνωμοσύνη - extremismo — αδιαλλαξία, εξτρεμισμός - produção assistida por computador — κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή - facilidades para deficientes — μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες - Flevoland — Φλεβολάνδη - função pública internacional — διεθνής δημόσια διοίκηση - funcionário internacional — υπάλληλος διεθνούς οργανισμού - funcionamento institucional — λειτουργία των κοινοτικών οργάνων - Fundação Europeia para a Formação — Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Κατάρτισης - Fundo de Coesão — Ταμείο Συνοχής - fundo do Conselho da Europa — Ταμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης - Fundo Europeu de Investimento — Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων - material de escritório — είδη γραφείου - franquia fiscal — φορολογική ατέλεια - fraude contra a Comunidade — απάτη εις βάρος της Κοινότητας - fronteira externa da Comunidade — εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας - genética — γενετική - greve de fome — απεργία πείνας - Grupo de Visegrado — ομάδα Βίσεγκραντ - Grupo dos 24 — ομάδα των 24 - associação de autarquias — ένωση φορέων τοπικής διοίκησης - Agrupamento Europeu de Interesse Económico — ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού - helicóptero de combate — πολεμικό ελικόπτερο - História Antiga — αρχαία ιστορία - História Contemporânea — σύγχρονη ιστορία - História Medieval — μεσαιωνική ιστορία - História Moderna — νεώτερη ιστορία - horário de abertura do comércio — ώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων - identidade cultural — πολιτιστική ταυτότητα - IFOP — ΧΜΠΑ - imagem de marca — εικόνα-κύρος - imunidade diplomática — διπλωματική ασυλία - infra-estrutura económica — οικονομική υποδομή - iniciativa comunitária — κοινοτική πρωτοβουλία - iniciativa para o crescimento europeu — ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία - insecto — έντομο - instalação de lançamento — εγκατάσταση εκτόξευσης - instalação sanitária — εγκατάσταση ειδών υγιεινής - Instituto Europeu de Administração Pública — Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Δημόσιας Διοίκησης - Instituto Monetário Europeu — Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα - instituição comum EEE — κοινό όργανο ΕΟΧ - instrumento económico para o ambiente — οικονομικό μέσο για το περιβάλλον - intempérie — κακοκαιρία - interligação de sistemas — διασύνδεση συστημάτων - interesse colectivo — συλλογικό συμφέρον - interesse em agir — έννομο συμφέρον - internato escolar — σχολικό οικοτροφείο - Interpol — Ιντερπόλ - intoxicação alimentar — τροφική δηλητηρίαση - judeu — εβραίος - jurisdição — δικαστήριο - jurisdição constitucional — συνταγματικό δικαστήριο - Cazaquistão — Καζακστάν - Quirguizistão — Κιργιζία - Kosovo — Κοσσυφοπέδιο, Κόσοβο - rótulo ecológico — οικολογικό σήμα - lago — λίμνη - leite materno — μητρικό γάλα - lançador espacial — διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας - língua europeia — ευρωπαϊκή γλώσσα - língua minoritária — μειονοτική γλώσσα - língua não-europeia — μη ευρωπαϊκή γλώσσα - língua regional — τοπική γλώσσα - leitor de discos — αναγνώστης δίσκων - Letónia — Λετονία - liberalização do mercado — απελευθέρωση της αγοράς - liberdade aérea — ελεύθερη αεροπλοΐα - Lituânia — Λιθουανία - lei orgânica — οργανικός νόμος - loteamento — οικισμός - antiga República jugoslava da Macedónia — Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας - doença congénita — συγγενής νόσος - doença da nutrição — ασθένεια οφειλόμενη στη διατροφή - doença da pele — δερματική πάθηση - doença do sangue — ασθένεια του αίματος - doença do sistema digestivo — ασθένεια του πεπτικού συστήματος - doença do sistema nervoso — ασθένεια του νευρικού συστήματος - doença endócrina — ενδοκρινική ασθένεια - doença transmissível sexualmente — σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια - mamífero selvagem — άγριο θηλαστικό - manifestação desportiva — αθλητική εκδήλωση - manobras militares — στρατιωτικά γυμνάσια - contrato de prestação de serviços — σύμβαση υπηρεσιών - marca de conformidade CE — σήμανση πιστότητας ΕΚ - matéria de origem animal — ύλη ζωικής προέλευσης - Mecanismo de Taxas de Câmbio do SME — συναλλαγματικός μηχανισμός ΕΝΣ - Mecklemburg-Vorpommern — Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία - assistência médica convencionada — συμβεβλημένη ιατρική - medicina legal — ιατροδικαστική - medicamento de venda livre — φάρμακο που πωλείται ελεύθερα - medicamento para uso veterinário — κτηνιατρικό φάρμακο - Mar Cáspio — Κασπία Θάλασσα - Mar Negro — Μαύρη Θάλασσα - Mar Vermelho — Ερυθρά Θάλασσα - Mercosul — Mercosur - medida nacional de execução — εθνικό μέτρο εκτέλεσης - microrganismo — μικροοργανισμός - meio aquático — υδάτινο περιβάλλον - meio marinho — θαλάσσιο περιβάλλον - missão de inquérito — διερευνητική αποστολή - modem — διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής - Montenegro — Μαυροβούνιο - moralidade da vida política — ηθική της πολιτικής ζωής - negociação de um acordo CE — διαπραγμάτευση συμφωνίας ΕΚ - Uruguai Round — διαπραγμάτευση Ουρουγουάης - nomenclatura combinada — Συνδυασμένη Ονοματολογία - nomenclatura farmacêutica — φαρμακευτική ονοματολογία - não-proliferação de armamentos — μη διάδοση των εξοπλισμών - norma ambiental — περιβαλλοντικό πρότυπο - novas formas de emprego — νέα μορφή απασχόλησης - Observatório Europeu da Droga e da Toxicodependência — Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ναρκωτικών και Τοξικομανίας - Gabinete Comunitário de Marcas Registadas — Κοινοτικό Γραφείο Σημάτων - órgão de cooperação da UE — όργανο συνεργασίας ΕΕ - órgão decisor — όργανο λήψης αποφάσεων - órgão misto CE — μικτό όργανο ΕΚ - organização da saúde — οργάνωση του τομέα της υγείας - Organização Mundial do Comércio — Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου - organização desportiva — αθλητική οργάνωση - organismo comunitário — κοινοτικός οργανισμός - organismo e agência CE — οργανισμός ΕΚ - Usbequistão — Ουζμπεκιστάν - apadrinhamento, patrocínio, patrocínios — χορηγία, χρηματοδότηση - patrocínio comunitário — κοινοτική χορηγία - Parceria para a Paz — σύμπραξη για την ειρήνη - países bálticos — βαλτικές χώρες - países CEI — χώρες της ΚΑΚ - países CCG — χώρες του ΣΣΚΠΚ - país do Mercosul — χώρες της Mercosur - país não-associado — μη συνδεδεμένη χώρα - países terceiros mediterrânicos — μεσογειακές τρίτες χώρες - PECO — ΧΑΚΕ - autorização de poluir negociável — διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης - pessoal civil — πολιτικό προσωπικό - pessoal contratual — συμβασιούχοι - pessoal de enfermagem — νοσηλευτικό προσωπικό - pessoal militar — στρατιωτικό προσωπικό - perspectivas financeiras — δημοσιονομικές προοπτικές - PESC — ΚΕΠΠΑ - filosofia do Direito — φιλοσοφία του δικαίου - queixa à Comissão — υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή - planta daninha — βλαβερό φυτό - planta viva — ζωντανό φυτό - pluralismo dos media — πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας - política comunitária do ambiente — κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική - política cambial única — ενιαία συναλλαγματική πολιτική - política de vistos — πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων διαβατηρίου - política monetária única — ενιαία νομισματική πολιτική - poluente estratosférico — στρατοσφαιρικός ρύπος - população autóctone — αυτόχθονος πληθυσμός - pornografia — πορνογραφία - porta-aviões — αεροπλανοφόρο - procedimento penal — δικαστική δίωξη - Pré-História — προϊστορία - primeira fase da UEM — πρώτη φάση της ΟΝΕ - presidência do Conselho da União Europeia — προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Presidente da Comissão — πρόεδρος της Επιτροπής - imprensa científica — επιστημονικός Τύπος - prova — απόδειξη - prevenção de acidentes — πρόληψη των ατυχημάτων - princípio de reconhecimento mútuo — αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης - princípio da subsidiariedade — αρχή της επικουρικότητας - princípio geral de Direito — γενική αρχή του δικαίου - processo CE de infracção — διαδικασία παράβασης ΕΚ - processo de co-decisão — διαδικασία συναπόφασης - processo de conciliação — διαδικασία συνδιαλλαγής - processo especial — ειδική διαδικασία - produto homeopático — ομοιοπαθητικό προϊόν - produto reciclado — ανακυκλωμένο προϊόν - profissão aduaneira — τελωνειακό επάγγελμα - profissão médica paralela — παράλληλο ιατρικό επάγγελμα - programa legislativo comunitário — κοινοτικό νομοθετικό πρόγραμμα - programa operacional — επιχειρησιακό πρόγραμμα - projecto de interesse comunitário — σχέδιο κοινοτικού ενδιαφέροντος - projecto de orçamento CE — σχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ - promoção da ideia europeia — προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας - protocolo financeiro — χρηματοδοτικό πρωτόκολλο - publicação assistida por computador — έκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή - publicidade dos debates — δημοσιότητα των συζητήσεων - moção de confiança — αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης - questão do Tibete — ζήτημα του Θιβέτ - questão prejudicial — προδικαστικό ερώτημα - recondução de acordo — παράταση συμφωνίας - recurso ao Provedor de Justiça Europeu — προσφυγή στο διαμεσολαβητή ΕΚ - recurso contencioso administrativo — προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια - recurso contencioso comunitário — προσφυγή στην κοινοτική δικαιοσύνη - recurso de anulação CE — προσφυγή ακυρώσεως ΕΚ - recurso de responsabilidade administrativa — προσφυγή διοικητικής ευθύνης - imposto ambiental — περιβαλλοντικό τέλος - reforma económica — οικονομική μεταρρύθμιση - reforma política — πολιτική μεταρρύθμιση - regime aduaneiro comunitário — κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς - regime aduaneiro de exportação — τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής - regime de financiamento comunitário — καθεστώς της κοινοτικής χρηματοδότησης - região alpina — περιφέρεια των Άλπεων - região dependente da pesca — περιφέρεια εξαρτημένη από την αλιεία - região elegível — επιλέξιμη περιφέρεια - região europeia — ευρωπαϊκή περιφέρεια - região industrial em declínio — βιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή - registo civil — δημοτολόγιο - regimento da assembleia — κανονισμός του Κοινοβουλίου - relação administração-administrado — σχέση διοίκησης-διοικουμένου - relações Estado-região — σχέση κράτους-περιφέρειας - relações interinstitucionais CE — διοργανικές σχέσεις ΕΚ - divisão de competências — κατανομή αρμοδιοτήτων - distribuição do financiamento comunitário — κατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης - República da Moldova — Δημοκρατία της Μολδαβίας - República Eslovaca — Σλοβακική Δημοκρατία - rede energética — ενεργειακό δίκτυο - rede informática — δίκτυο πληροφορικής - rede local — τοπικό δίκτυο - rede transeuropeia — διευρωπαϊκό δίκτυο - reserva — κράτηση θέσης - reserva orçamental CE — αποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ - resolução do Parlamento — ψήφισμα του Κοινοβουλίου - recursos IVA — φόρος ΦΠΑ - retenção na fonte — παρακράτηση στην πηγή - revisão de um acordo — αναθεώρηση συμφωνίας - revisão de tratado CE — αναθεώρηση της συνθήκης ΕΚ - revisão das perspectivas financeiras — αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών - papel internacional da União Europeia — διεθνής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης - roedor — τρωκτικό - realismo — βασιλοφροσύνη - saúde animal — υγεία των ζώων - Saxónia — Σαξονία - Sachsen-Anhalt — Σαξονία-Άνχαλτ - ciências médicas — ιατρικές επιστήμες - escultura — γλυπτική - SEBC — ΕΣΚΤ - segredo de Estado — κρατικό απόρρητο - secretariado da instituição — γραμματεία του οργάνου - sector agrícola — γεωργικός τομέας - segurança aérea — ασφάλεια της αεροπλοΐας - segurança e vigilância — ασφάλεια και φύλαξη - segurança marítima — θαλάσσια ασφάλεια - sismo — σεισμός - sensibilização do público — ευαισθητοποίηση του κοινού - servidor da rede — εξυπηρετητής δικτύου - serviço nacional de saúde — εθνικό σύστημα υγείας - local de interesse histórico — ιστορικός χώρος - situação política — πολιτική κατάσταση - Eslovenia, Eslovénia, Eslovênia — Δημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβενία - cuidados de saúde — υγειονομική μέριμνα - cuidados de enfermagem — νοσηλευτική φροντίδα - especialidade médica — ιατρική ειδικότητα - espectáculo com animais — θέαμα με ζώα - estabilizador orçamental — σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού - estatísticas da educação — στατιστικές εκπαίδευσης - chefe de exploração agrícola — επικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης - estatísticas da saúde — στατιστικές υγείας - estatísticas dos transportes — στατιστικές μεταφορών - estatísticas do turismo — στατιστικές τουρισμού - estatuto jurídico europeu — ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς - estimulante — τονωτικό - armazenamento subterrâneo de resíduos — υπόγεια αποθήκευση των απορριμμάτων - estrutura de pesca — αλιευτική διάρθρωση - substância psicotrópica — ψυχότροπη ουσία - apoio ao utilizador — υποστήριξη προς το χρήστη - controlo dos medicamentos — επιτήρηση των φαρμάκων - supervisão multilateral — πολυμερής εποπτεία - associação de municípios — ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης - sistema operativo — λειτουργικό σύστημα - sistema de gestão de base de dados — σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων - sistema de saúde — σύστημα υγείας - sistema judiciário — δικαστικό σύστημα - Tajiquistão — Τατζικιστάν - taxa de intervenção — ποσοστό παρέμβασης - tecnologia dual — τεχνολογία διπλής χρήσης - terminal — τερματικό πληροφορικής - territórios autónomos da Palestina — αυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης - territórios da antiga Jugoslávia — εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας - Turíngia — Θουριγγία - tráfico de pessoas — λαθρεμπόριο προσώπων - tranquilizante — ηρεμιστικό - transformação sob controlo aduaneiro — μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο - transparência administrativa — διοικητική διαφάνεια - transparência do processo de decisão — διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων - transporte de doentes — μεταφορά ασθενών - traumatismo — τραυματισμός - trabalho sazonal — εποχιακή εργασία - Troika Comunitária — κοινοτική τρόικα - terceira fase da UEM — τρίτη φάση της ΟΝΕ - Turquemenistão — Τουρκμενιστάν - tutela administrativa — διοικητική εποπτεία - Ulster-Donegal — Όλστερ-Ντόνεγκαλ - União Política Europeia — ευρωπαϊκή πολιτική ένωση - utilizador informático — χρήστης της πληροφορικής - utilização alternativa de produtos agrícolas — εναλλακτική χρησιμοποίηση γεωργικού προϊόντος - vector de doenças — φορέας ασθένειας - veículo de combate — πολεμικό όχημα - violação do direito comunitário — παράβαση του κοινοτικού δικαίου - instância de recurso — ένδικο μέσο - viajante — επιβάτης - zona sensível — ευαίσθητη ζώνη - líder da oposição — αρχηγός της αντιπολίτευσης - chefe de família — αρχηγός νοικοκυριού - gado — ζωικό κεφάλαιο - Chile — Χιλή - química dos alimentos — χημεία τροφίμων - química industrial — βιομηχανική χημεία - cirurgia — χειρουργική - cloro — χλώριο - escolha orçamental — δημοσιονομικές επιλογές - escolha de tecnologia — τεχνολογικές επιλογές - desemprego — ανεργία, αριθμός των ανέργων, το ποσοστό των ανέργων - desemprego conjuntural — συγκυριακή ανεργία - desemprego disfarçado — λανθάνουσα ανεργία - desemprego de mulheres — ανεργία των γυναικών - desemprego de jovens — ανεργία των νέων - desemprego parcial — μερική ανεργία - desemprego sazonal — εποχική ανεργία - desemprego estrutural — διαρθρωτική ανεργία - desemprego técnico — τεχνική ανεργία - desemprego tecnológico — τεχνολογική ανεργία - abstencionismo — αποχή - actividade da empresa — δραστηριότητα της επιχείρησης - desempregado — άνεργος - cromo — χρώμιο - Chipre — Κύπρος - cidra — μηλίτης - OIM — ΔΟΜ - cimento — τσιμέντο - cinema — κινηματογράφος - boletim informativo, circular, newsletter — εγκύκλιος, ειδησεογραφικό έντυπο - classe dirigente — άρχουσα τάξη - classe inferior — κατώτερη τάξη - classe média — μεσαία τάξη - classe operária — εργατική τάξη - classe rural — αγροτική τάξη - classe alta — ανώτερη τάξη - classificação — ταξινόμηση - cláusula compromissória — ρήτρα διαιτησίας - sistema de repartição — ρήτρα κατανομής - cláusula de protecção — ρήτρα διασφάλισης - actividade não assalariada — αυτοαπασχόληση - clero — κλήρος - clima — κλίμα - climatização — κλιματισμός - fecho de contas — κλείσιμο των λογαριασμών - grupo de reflexão política — πολιτική λέσχη - CMA — WFC - CNUCED — UNCTAD - coligação política — πολιτικός συνασπισμός - cobalto — κοβάλτιο - codificação — κωδικοποίηση - código da estrada — κώδικας οδικής κυκλοφορίας - código de navegação — κώδικας ναυσιπλοΐας - código do trabalho — εργατικός κώδικας - código jurídico — κώδικας - coexistência pacífica — ειρηνική συνύπαρξη - co-financiamento — συγχρηματοδότηση - cogestão — συνδιαχείριση - colaboração orçamental — συνεργασία επί του προϋπολογισμού - cobrança de impostos — είσπραξη φόρου - recolha de dados — συλλογή δεδομένων - colector solar — ηλιακός συλλέκτης - colectivismo — κολλεκτιβισμός - colectividade rural — αγροτική κοινότητα - colectividade urbana — αστική κοινότητα - adaptação escolar — σχολική προσαρμογή - corante alimentar — χρωστική ουσία τροφίμων - corante alimentar artificial — συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων - corante alimentar natural — φυσική χρωστική ουσία - colza — ελαιοκράμβη - carburante, carburantes, Combustíveis, combustível, material com que se aquece — εύφλεκτο υλικό, καύσιμα, καύσιμη ύλη, καύσιμο - combustível de substituição — υποκατάστατο καύσιμο - combustível fóssil — ορυκτά καύσιμα - adaptação social — κοινωνική προσαρμογή - combustível nuclear — πυρηνικό καύσιμο - Comité Agrícola CE — γεωργικές επιτροπές ΕΚ - Comité CE — επιτροπές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Comité Consultivo CE — συμβουλευτική επιτροπή ΕΚ - comissão de trabalhadores — συμβούλιο της επιχείρησης - Comité do Conselho da União Europeia — επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Comité Económico e Social Europeu — Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή - Comité Monetário CE — Νομισματική Επιτροπή ΕΚ - Comité Paritário CE — ισομερής επιτροπή ΕΚ - Comité Permanente CE — μόνιμη επιτροπή ΕΚ - Comité Permanente ONU — Μόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ - Comité Científico CE — επιστημονική επιτροπή ΕΚ - Comité Técnico CE — τεχνική επιτροπή Ε - arbitragem comercial — εμπορική διαιτησία - biblioteca virtual — ηλεκτρονική βιβλιοθήκη - Centro de Tradução dos Órgãos da União Europeia — Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Instituto Comunitário das Variedades Vegetais — Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών - Carta Africana dos Direitos do Homem e dos Povos — Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών - Carta Europeia da Energia — Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας - cláusula social — κοινωνική ρήτρα - CNUAD — UNCED - Comité de Empresa Europeu — ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης - comércio electrónico — ηλεκτρονικό εμπόριο - Instituto Europeu de Normalização — Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης - CEN — CEN - CENELEC — CENELEC - ETSI — ΕTSI - reconhecimento das qualificações profissionais — αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων - controlos de qualidade dos produtos agrícolas — ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων - Tribunal da AECL — Δικαστήριο ΕΖΕΣ - detrito perigoso — επικίνδυνα απόβλητα - depósito legal — νομότυπη κατάθεση - dumping social — κοινωνικό ντάμπινγκ - direito adquirido — κεκτημένο δικαίωμα - economia em transição — μεταβατική οικονομία - edição electrónica — ηλεκτρονική έκδοση - enzima — ένζυμο - espaço social europeu — ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος - grupo dos países mais industrializados — Ομάδα των πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών - GATS — GATS - Grupo do Rio — Ομάδα του Ρίο - instauração da paz — εγκαθίδρυση της ειρήνης - inteligência económica — οικονομική ενημέρωση - jardim zoológico — ζωολογικός κήπος - doença dos peixes — ασθένεια ιχθύων - globalização — παγκοσμιοποίηση - multimédia — πολυμέσα - Instituto de Harmonização do Mercado Interno — Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς - Organização Mundial das Alfândegas — Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων - Órgão de resolução de litígios — Όργανο Επίλυσης Διαφορών - APEC — ΟΣΑΕ - pedofilia — παιδεραστία - princípio da proporcionalidade — αρχή της αναλογικότητας - publicidade comparativa — συγκριτική διαφήμιση - regiões da Finlândia — περιφέρειες της Φινλανδίας - regiões da Suécia — περιφέρειες της Σουηδίας - regulamentação das telecomunicações — κανονισμοί τηλεπικοινωνιών - sociedade da informação — κοινωνία των πληροφοριών - Tratado de Amesterdão — Συνθήκη του Άμστερνταμ - transição económica — οικονομική μετάβαση - TRIMS — TRIMS - TRIPS — TRIPS - UNICE — UNICE - vida profissional — επαγγελματικός βίος - zona do euro — ζώνη ευρώ - Taric — TARIC - CISL — CISL - CEEAC — ΟΚΚΚΑ - EUTELSAT — EUTELSAT - LECE — ΕΣΟΣ - clonagem — κλωνοποίηση - diferendo comercial — εμπορική διαφορά - empresa em dificuldade — προβληματική επιχείρηση - auto-estrada da informação — λεωφόροι των πληροφοριών - intranet — δίκτυο intranet - extranet — δίκτυο extranet - browser, Navegador, Navegadores WWW — λογισμικό πλοήγησης, μπράουζερ, περιηγητής διαδικτύου, σελιδομετρητής, φυλλομετρητής - gestão de documento — διαχείριση κειμένων - GED — ΗΔΔ - OCR — OCR - digitalização — ψηφιοποίηση - Niederösterreich — Niederösterreich - Oberösterreich — Oberösterreich - Burgenland — Burgenland - Kärnten — Καρινθία - Salzburgo — Σάλτσμπουργκ - Estìria — Steiermark - Tirol — Τιρόλο - Vorarlberg — Βόραρλμπεργκ - Viena — Βιένη - país da APEC — χώρες της ΟΣΑΕ - CEEP — ΕΚΔΕ - prazo de pagamento — προθεσμία πληρωμής - pacto de estabilidade — σύμφωνο σταθερότητας - política da juventude — πολιτική για τη νεότητα - política dos consumidores — πολιτική καταναλωτών - política comunitária-política nacional — κοινοτική πολιτική-εθνική πολιτική - Observatório Europeu do Racismo e da Xenofobia — Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας - JAI — ΔΕΥ - discriminação com base na idade — διακρίσεις λόγω ηλικίας - discriminação baseada na orientação sexual — διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού - assistência aos idosos — περίθαλψη ηλικιωμένων - despedimento abusivo — καταχρηστική απόλυση - Estocolmo — Στοκχόλμη - Östra Mellansverige — Östra Mellansverige - Sydsverige — Sydsverige - Norra Mellansverige — Norra Mellansverige - Mellersta Norrland — Mellersta Norrland - Övre Norrland — Övre Norrland - Småland med Öarna — Småland med öarna - Västsverige — Västsverige - Itä-Suomi — Itä-Suomi - Väli-Suomi — Väli-Suomi - Pohjois-Suomi — Pohjois-Suomi - Uusimaa — Uusimaa - Etelä-Suomi — Etelä-Suomi - Ahvenanmaa — Ahvenanmaa - Acordo Social CE — Κοινωνικό Σύμφωνο ΕΚ - discriminação fundada na deficiência — διακρίσεις λόγω αναπηρίας - OLAF — OLAF - simplificação legislativa — απλούστευση της νομοθεσίας - ADN — DNA - imagem de síntese — εικόνα σύνθεσης - método de avaliação — μέθοδος αξιολόγησης - observação — παρατήρηση - princípio de comunitarização — αρχή της κοινοτικοποίησης - responsabilidade do Estado — ευθύνη κράτους μέλους - simulação — προσομοίωση - fiscalização das importações — εποπτεία εισαγωγών - análise comparativa — συγκριτική ανάλυση - análise de causas — ανάλυση αιτίων - análise quantitativa — ποσοτική ανάλυση - licença especial — ειδική άδεια - cooperação reforçada — ενισχυμένη συνεργασία - hipermédia — υπερμέσα - hipertexto — υπερκείμενο - eutanásia — ευθανασία - Palau — Παλάου - Ilha norfolk — Νήσος Νόρφοκ, Νήσος Νόρφολκ - Niue — Νιούε - Tokelau — Τοκελάου - Ceuta — Θέουτα - Melilla — Μελίγια - parecer comunitário — κοινοτική γνώμη - parecer do Tribunal de Contas — γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Carta dos Direitos Fundamentais da União Europeia — χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - défice democrático — δημοκρατικό έλλειμμα - Alto-Representante para a PESC — Ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ - resolução do Conselho da União Europeia — ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - resolução do Conselho Europeu — ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - modo de produção — τρόπος παραγωγής - objectivo de produção — στόχος της παραγωγής - técnica de produção — τεχνολογία παραγωγής - animal transgénico — διαγονιδιακό ζώο - planta transgénica — διαγονιδιακό φυτό - difusão das inovações — διάδοση των καινοτομιών - norma de produção — κανόνας απόδοσης - tecnologia obsoleta — απαρχαιωμένη τεχνολογία - prospectiva tecnológica — τεχνολογική πρόβλεψη - organização da investigação — οργάνωση της έρευνας - descoberta científica — επιστημονική ανακάλυψη - princípio da precaução — αρχή της πρόνοιας - investigação de campo — έρευνα πεδίου - resultado da investigação — αποτελέσματα της έρευνας - rastreabilidade — ιχνηλασιμότητα - agricultura sustentável — βιώσιμη γεωργία - modelo agrícola europeu — ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο - plano agro-ambiental — γεωργοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα - política agrária — κτηματολογική πολιτική - projecto agrícola — γεωργικά έργα - zona agrícola com condicionantes ambientais — γεωργική έκταση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς - perda de colheita — απώλεια συγκομιδής - recenseamento agrícola — γεωργική απογραφή - cultivo irrigado — αρδευτική καλλιέργεια - rotação de culturas — διαδοχική καλλιέργεια - silo — σιλό - cultura energética — ενεργειακή καλλιέργεια - cultura oleaginosa — ελαιούχος καλλιέργεια - zootecnia — ζωοτεχνία - floresta boreal — βόρειο πολικό δάσος - silvicultura sustentável — βιώσιμη δασοκομία - certificação florestal — πιστοποίηση των δασών - política florestal europeia — ευρωπαϊκή δασική πολιτική - EFICS — EFICS - floresta mediterrânica — μεσογειακό δάσος - floresta temperada — εύκρατο δάσος - estatísticas florestais — δασικές στατιστικές - moeda europeia — ευρωπαϊκό νόμισμα - EURIBOR — EURIBOR - taxa de conversão — τιμή μετατροπής - BAD — ΑΤΑ - BCIE — ΤΟΟΚΑ - BDC — ΤΑΚ - crédito agrícola — αγροτική πίστη - programa de estabilidade — πρόγραμμα σταθερότητας - cooperação fiscal europeia — ευρωπαϊκή φορολογική συνεργασία - reforma fiscal — φορολογική μεταρρύθμιση - desemprego dos trabalhadores migrantes — ανεργία διακινούμενων εργαζομένων - formação profissional contínua — συνεχής επαγγελματική κατάρτιση - Comité do Emprego — επιτροπή απασχόλησης ΕΚ - estratégia europeia de emprego — ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση - adaptabilidade do trabalhador — προσαρμοστικότητα εργαζομένου - flexibilidade do trabalho — ευελιξία της εργασίας - qualificação obsoleta — παρωχημένο προσόν - escassez de mão-de-obra — έλλειψη εργατικού δυναμικού - trabalhador polivalente — εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες - recrutamento de trabalhadores de empresas concorrentes — πρόσληψη μισθωτού ανταγωνιστικής επιχείρησης - retrogradação profissional — ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου - Ecofin — Ecofin - país não participante — μη συμμετέχον κράτος - país participante — συμμετέχον κράτος - resistência dos materiais — αντοχή υλικών - avaliação comparativa — συγκριτική αξιολόγηση - comércio equitativo — θεμιτό εμπόριο - concessão de serviços — παραχώρηση υπηρεσιών - contrato comercial — εμπορική σύμβαση - arbitragem comercial internacional — διεθνής εμπορική διαιτησία - assinatura electrónica — ηλεκτρονική υπογραφή - estatísticas comerciais — εμπορικές στατιστικές - exclusão de uma organização internacional — αποκλεισμός από διεθνή οργανισμό - parceria euro-mediterrânica — ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση - avaliação da ajuda — αξιολόγηση της βοήθειας - prevenção de conflitos — πρόληψη των συγκρούσεων - purificação étnica — εθνική εκκαθάριση - arma antipessoal — όπλα κατά προσωπικού - espionagem — κατασκοπία - segredo militar — στρατιωτικό απόρρητο - estatísticas de defesa — στατιστικές άμυνας - análise do solo — εδαφολογική ανάλυση - ciência do espaço — επιστήμη του διαστήματος - bioclimatologia — βιοκλιματολογία - química do solo — χημεία εδάφους - geografia cultural — πολιτιστική γεωγραφία - geografia humana — ανθρωπογεωγραφία - geografia regional — περιφερειακή γεωγραφία - geomorfologia — γεωμορφολογία - sedimentologia — ιζηματολογία - tipo de solo — είδος εδάφους - etnografia — εθνογραφία - sociologia do trabalho — κοινωνιολογία της εργασίας - economia do ambiente — περιβαλλοντική οικονομία - educação ambiental — περιβαλλοντική εκπαίδευση - protecção das águas — προστασία των υδάτων - redução das emissões de gases — μείωση των εκπομπών αερίων - responsabilidade por danos ambientais — ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες - estatísticas do ambiente — στατιστικές περιβάλλοντος - baleia — φάλαινα - ecossistema marinho — θαλάσσιο οικοσύστημα - ecossistema terrestre — χερσαίο οικοσύστημα - foca — φώκια - acidificação — οξίνιση - lama de depuração — ιλύς καθαρισμού λυμάτων - resíduo químico — χημικά απόβλητα - resíduo electrónico — ηλεκτροτεχνικά απόβλητα - resíduo hospitalar — νοσοκομειακά απόβλητα - poluição acidental — ρύπανση λόγω ατυχήματος - poluição local — τοπική ρύπανση - adopção internacional — διεθνής υιοθεσία - conflito de gerações — σύγκρουση γενεών, το χάσμα των γενεών - direito de adopção — δικαίωμα υιοθεσίας - família recomposta — επανασυσταθείσα οικογένεια - poligamia — πολυγαμία - solidariedade familiar — οικογενειακή αλληλεγγύη - política migratória comunitária — ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική - dependência das pessoas idosas — εξάρτηση των ηλικιωμένων - previsão demográfica — δημογραφική πρόβλεψη - substituição das gerações — αντικατάσταση των γενεών - cristão — χριστιανός - muçulmano — μουσουλμάνος - associação europeia - autonomia dos deficientes — αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες - comportamento social — κοινωνική συμπεριφορά - integração dos deficientes — ενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες - pacto social — κοινωνικό σύμφωνο - pornografia infantil — παιδοπορνογραφία - turismo religioso — θρησκευτικός τουρισμός - violência juvenil — νεανική βία - violência na escola — βία στα σχολεία - violência doméstica — ενδοοικογενειακή βία - excepção cultural — πολιτιστική εξαίρεση - identidade europeia — ευρωπαϊκή ταυτότητα - integrismo religioso — ζηλωτισμός - nova religião — νέα θρησκεία - manifestação cultural europeia — ευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση - promoção cultural — πολιτιστική προώθηση - cobertura universal de doença — καθολική ασφαλιστική κάλυψη - direito médico — ιατρικό δίκαιο - erro médico — ιατρικό σφάλμα - doença crónica — χρόνια νόσος - medicamento genérico — φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας - segurança dos alimentos — ασφάλεια των τροφίμων - cuidados paliativos — παρηγορητική αγωγή - auto-regulamentação — αυτορρύθμιση - Código Administrativo — διοικητικός κώδικας - História do Direito — ιστορία του δικαίου - delito não-intencional — έγκλημα άνευ δόλου - assédio moral — ψυχολογική παρενόχληση - impunidade — ακαταδίωκτο - responsabilidade penal dos menores — ποινική ευθύνη των ανηλίκων - turismo sexual — σεξουαλικός τουρισμός - processos judiciais em atraso — εκκρεμείς υποθέσεις - revogação — κατάργηση - competência extraterritorial — εξωεδαφική αρμοδιότητα - independência da justiça — ανεξαρτησία της δικαιοσύνης - jurisdição marítima — θαλάσσια δικαιοδοσία - casamento de conveniência — εικονικός γάμος - Sistema de Informação de Schengen — σύστημα πληροφοριών Σένγκεν - conflito religioso — θρησκευτικός πόλεμος - direito à saúde — δικαίωμα στην υγεία - diversificação energética — ενεργειακή διαφοροποίηση - jazigo de gás — κοίτασμα φυσικού αερίου - rendimento energético — ενεργειακή απόδοση - reserva estratégica — στρατηγικά αποθέματα - jazigo de petróleo — κοίτασμα πετρελαίου - investigação nuclear — πυρηνική έρευνα - alargamento de uma organização internacional — διεύρυνση διεθνούς οργανισμού - integração industrial — βιομηχανική ολοκλήρωση - critério de adesão — κριτήριο προσχώρησης - negociação de adesão — διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως - política de defesa comum — κοινή πολιτική άμυνας - estratégia de pré-adesão — προενταξιακή στρατηγική - Agência Europeia de Informação dos Consumidores — ευρωπαϊκό κέντρο πληροφόρησης των καταναλωτών - microcrédito — μικροπιστώσεις - microfinança — μικροχρηματοδότηση - cindínica — κινδυνική - cosmologia — κοσμολογία - cônjuge auxiliar — συμβοηθών σύζυγος - trabalho ocasional — ευκαιριακή εργασία - vibração mecânica — μηχανική δόνηση - guarda-florestal — δασοφύλακας - Eurojust — Eurojust - mandado de captura europeu — ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης - tratado de adesão à UE — συνθήκη προσχώρησης ΕΕ - Tratado de Nice — συνθήκη της Νίκαιας - ajuda às vítimas — αρωγή των θυμάτων - centro educativo — αναμορφωτήριο - direito das religiões — εσωτερικό δίκαιο των θρησκειών - direito budista — βουδιστικό δίκαιο - direito canónico — κανονικό δίκαιο - direito eclesiástico protestante — προτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο - direito hebraico — εβραϊκό δίκαιο - direito hindu — ινδουιστικό δίκαιο - direito muçulmano — ισλαμικό δίκαιο - perdão fiscal — διαγραφή της φορολογικής οφειλής - construção clandestina — αυθαίρετο κτίσμα - criança da rua — παιδί του δρόμου - holiganismo — χουλιγκανισμός - zona urbana desfavorecida — υποβαθμισμένη αστική ζώνη - medicina de urgência — επείγουσα ιατρική - vandalismo — βανδαλισμός - eugenia — ευγονική - trabalhador pobre — φτωχός εργαζόμενος - radiação não ionizante — μη ιοντίζουσα ακτινοβολία - crescimento da empresa — ανάπτυξη επιχείρησης - fusão internacional — συγχώνευση σε διεθνές επίπεδο - governo das sociedades — εταιρική διακυβέρνηση - rótulo social — κοινωνικό σήμα - aquisição de empresa — εξαγορά επιχείρησης - empresa de inserção — επιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας - nova empresa — νεοσύστατη επιχείρηση - cooperativa europeia — ευρωπαϊκός συνεταιρισμός - qualidade do ensino — ποιότητα της διδασκαλίας - biblioteca parlamentar — κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη - comentário da lei — νομοθετικός σχολιασμός - documento electrónico — ηλεκτρονικό έγγραφο - guia turístico — τουριστικός οδηγός - mediateca — βιβλιοθήκη πολυμέσων - desinformação — παραπληροφόρηση - fornecedor de acesso — παροχέας πρόσβασης - internauta — αυτός που αναζητά πληροφορίες στο διαδίκτυο, χρήστης του διαδικτύου - motor de pesquisa — μηχανή αναζήτησης - política das telecomunicações — πολιτική τηλεπικοινωνιών - videovigilância — τηλεοπτική παρακολούθηση - Criptoanalise, criptoanálise, Cripto análise, Cripto-análise, criptografia — κρυπτογραφία, κρυπτολογία - vírus informático — ιός υπολογιστών - necessidades fundamentais — θεμελιώδεις ανάγκες - relação regiões-União Europeia — σχέσεις περιφέρειας-Ευρωπαϊκής Ένωσης - sector não comercial — μη εμπορικός τομέας - mendicidade — επαιτεία - transferências sociais — μεταβιβαστικές πληρωμές - gelatina — ζελατίνη - complemento alimentar — συμπλήρωμα διατροφής - produto biológico — βιολογικό προϊόν - tijolo — τούβλο - pedra — πέτρα - metal especial — ειδικό μέταλλο - motor diesel — κινητήρας ντίζελ - serração — πριονιστήριο - ajuda à navegação — βοήθημα πλοήγησης - circulação urbana — αστική κυκλοφορία - mobilidade sustentável — βιώσιμη κινητικότητα - sistema de transporte inteligente — ευφυές σύστημα μεταφορών - navegação por satélite — δορυφορική πλοήγηση - assistência em escala — υπηρεσίες εδάφους - Estado confederado — συνομοσπονδιακό κράτος - Estado regional — αυτόνομη περιφέρεια - protocolo — πρωτόκολλο - símbolos do Estado — σύμβολο του κράτους - partido nacionalista — εθνικιστικό κόμμα - partido autonomista — αυτονομιστικό κόμμα - partido extremista — εξτρεμιστικό κόμμα - reforma eleitoral — τροποποίηση του εκλογικού νόμου - inquérito parlamentar — κοινοβουλευτική έρευνα - redacção legislativa — σύνταξη νομοθετικών κειμένων - estatuto do eleito — καθεστώς του αιρετού άρχοντα - administração electrónica — ηλεκτρονική διοίκηση - declaração do governo — δήλωση της κυβέρνησης - governança — διακυβέρνηση - diplomacia parlamentar — κοινοβουλευτική διπλωματία - sanção pecuniária obrigatória — χρηματική ποινή - despejo — έξωση - distribuidor automático — αυτόματο μηχάνημα πώλησης - capital de arranque — κεφάλαιο αρχικής ώθησης - cirurgia estética — αισθητική χειρουργική - perícia médica — ιατρική πραγματογνωμοσύνη - abandono escolar — διακοπή της σχολικής φοίτησης - antena parabólica — παραβολική κεραία - vulgarização científica — επιστημονική εκλαΐκευση - gestão dos conhecimentos — διαχείριση των γνώσεων - administração portuária — λιμενική αρχή - túnel — σήραγγα - externalização — ανάθεση σε τρίτους - acidente químico — χημικό ατύχημα - indústria cosmética — βιομηχανία καλλυντικών - técnicas da construção — μέθοδος κατασκευής - cooperação agrícola — αγροτική συνεργασία - destruição de armas — καταστροφή των όπλων - cooperação em matéria de educação — συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης - indústria do gás — βιομηχανία αερίου - direito internacional do trabalho — διεθνές εργατικό δίκαιο - direito comercial internacional — διεθνές εμπορικό δίκαιο - licença por paternidade — άδεια πατρότητας - trabalho do recluso — εργασία του κρατουμένου - mercado regional — περιφερειακή αγορά - segurança regional — περιφερειακή ασφάλεια - rena — τάρανδος - telemedicina — τηλεϊατρική - contencioso territorial — εδαφική διαφορά - Autoridade Europeia para a Segurança dos Alimentos — Ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων - Constituição Europeia — ευρωπαϊκό σύνταγμα - corpus juris comunitário — κοινοτικό corpus juris - direito de sequência — δικαίωμα παρακολούθησης - peritagem científica — επιστημονική πραγματογνωμοσύνη - impacto social — κοινωνικός αντίκτυπος - ISPA — ISPA - obtenção vegetal — απόκτηση φυτικής ποικιλίας - pós-comunismo — μετακομμουνισμός - saúde genésica — αναπαραγωγική υγεία - serviço universal — καθολική υπηρεσία - Ειδικό διεθνές ποινικό δικαστήριο - visão da Europa — ευρωπαϊκό όραμα - acordo institucional — θεσμική συμφωνία - CEFTA — ΣΕΣΚΕ - CCNR — CCNR - cargo público — δημόσιο αξίωμα - cláusula de consciência — ρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης - coabitação política — συγκατοίκηση - composição de uma comissão parlamentar — σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής - condução de reuniões — διεξαγωγή συνεδρίασης - Tribunal Interamericano dos Direitos do Homem — Παναμερικανικό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων - Tribunal Penal Internacional — Διεθνές ποινικό δικαστήριο - decisão-quadro — απόφαση πλαίσιο - desenvolvimento pessoal — προσωπική ανέλιξη - Estado multiétnico — πολυεθνικό κράτος - Estados Federados da Micronésia — Ηνωμένες Πολιτείες της Μικρονησίας - evacuação da população — εκκένωση πληθυσμού - justiça de proximidade — δικαιοσύνη της γειτονιάς - ética económica — ηθική της οικονομικής ζωής - OPAQ — OPCW - OMT — WTO - organismo de representação agrícola — οργανισμός εκπροσώπησης του αγροτικού τομέα - Parlamento Andino — Κοινοβούλιο των Άνδεων - Parlamento Centro-americano — Κοινοβούλιο της Κεντρικής Αμερικής - países da NAFTA — χώρες της NAFTA - países do Cáucaso — χώρες του Καυκάσου - prática da comunicação — τεχνική της επικοινωνίας - prática da negociação — τεχνική των διαπραγματεύσεων - Parlamento Latino-americano — Κοινοβούλιο της Λατινικής Αμερικής - prática da redacção — τεχνική της σύνταξης - resultado da votação — αποτέλεσμα της ψηφοφορίας - social-democracia — σοσιαλδημοκρατία - estatuto dos membros do Parlamento — καθεστώς των βουλευτών - sistema de informação geográfica — σύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης - tecnologia digital — ψηφιακή τεχνολογία - ALCA — ΠΖΕΣ - Agência Europeia de Reconstrução — Ευρωπαϊκή υπηρεσία για την ανασυγκρότηση - Serviço Alimentar e Veterinário — Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων - polícia de proximidade — αστυνομία της γειτονιάς - delegação interparlamentar — διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία - budista [V4.1] — βουδιστής [V4.1] - ciência militar [V4.1] — στρατιωτική επιστήμη [V4.1] - cantina escolar [V4.1] — κυλικείο σχολείου [V4.1] - concílio [V4.1] — σύνοδος [V4.1] - congresso de um partido [V4.1] — συνέδριο κόμματος [V4.1] - CPLRE [V4.1] — ΣΤΠΑΕ [V4.1] - deveres do cidadão [V4.1] — υποχρεώσεις του πολίτη [V4.1] - direito à integridade física [V4.1] — δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα [V4.1] - direito penal militar [V4.1] — στρατιωτικό ποινικό δίκαιο [V4.1] - direito romano [V4.1] — ρωμαϊκό δίκαιο [V4.1] - reembolso de imposto [V4.1] — επιστροφή φόρων [V4.1] - direito de visita [V4.1] — δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα [V4.1] - enclave territorial [V4.1] — θύλακος [V4.1] - doença renal [V4.1] — νεφρική νόσος [V4.1] - farmácia [V4.1] — φαρμακείο [V4.1] - estação de caminho-de-ferro [V4.1] — σιδηροδρομικός σταθμός [V4.1] - estação rodoviária [V4.1] — σταθμός λεωφορείων [V4.1] - geografia histórica [V4.1] — ιστορική γεωγραφία [V4.1] - hinduísta [V4.1] — ινδουιστής [V4.1] - história universal [V4.1] — παγκόσμια ιστορία [V4.1] - ilustração gráfica [V4.1] — εικονογράφηση [V4.1] - incunábulo [V4.1] — αρχέτυπο [V4.1] - infracção administrativa [V4.1] — διοικητική παράβαση [V4.1] - lei de harmonização [V4.1] — νομοθετική πράξη εναρμόνισης [V4.1] - manifesto [V4.1] — μανιφέστο [V4.1] - manuscrito [V4.1] — χειρόγραφο [V4.1] - metodologia jurídica [V4.1] — μεθοδολογία του δικαίου [V4.1] - mitologia [V4.1] — μυθολογία [V4.1] - movimento antiglobalização [V4.1] — κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης [V4.1] - movimento cultural [V4.1] — πολιτιστικό κίνημα [V4.1] - partido charneira [V4.1] — κόμμα μπαλαντέρ [V4.1] - partido extraparlamentar [V4.1] — εξωκοινοβουλευτικό κόμμα [V4.1] - partido monárquico [V4.1] — βασιλικό κόμμα [V4.1] - partido regionalista [V4.1] — περιφερειακό κόμμα [V4.1] - plano [V4.1] — χάρτης [V4.1] - polícia regional [V4.1] — περιφερειακή αστυνομία [V4.1] - polícia local [V4.1] — τοπική αστυνομία [V4.1] - prestação não contributiva [V4.1] — μη ανταποδοτική παροχή [V4.1] - orçamento local [V4.1] — τοπικός προϋπολογισμός [V4.1] - orçamento regional [V4.1] — περιφερειακός προϋπολογισμός [V4.1] - propaganda política [V4.1] — πολιτική προπαγάνδα [V4.1] - regime presidencial [V4.1] — προεδρικό καθεστώς [V4.1] - religião primitiva [V4.1] — πρωτόγονη θρησκεία [V4.1] - residência de estudantes [V4.1] — φοιτητική εστία [V4.1] - sexualidade [V4.1] — σεξουαλικότητα [V4.1] - sociologia do direito [V4.1] — κοινωνιολογία του δικαίου [V4.1] - sociologia rural [V4.1] — αγροτική κοινωνιολογία [V4.1] - sociologia urbana [V4.1] — αστική κοινωνιολογία [V4.1] - sociologia da educação [V4.1] — κοινωνιολογία της εκπαίδευσης [V4.1] - sociologia política [V4.1] — πολιτική κοινωνιολογία [V4.1] - distribuição de gás [V4.1] — διανομή αερίου [V4.1] - testamento vital [V4.1] — διαθήκη ζωής [V4.1] - texto sagrado [V4.1] — ιερό βιβλίο [V4.1] - videoteca [V4.1] — βιντεοθήκη [V4.1] - direito natural [V4.1] — φυσικό δίκαιο [V4.1] - biometria [V4.1] — βιομετρία [V4.1] - direito à habitação [V4.1] — δικαίωμα στέγασης [V4.1] - força de reacção rápida [V4.1] — δύναμη ταχείας αντίδρασης [V4.1] - populismo [V4.1] — λαϊκισμός [V4.1] - união civil [V4.1] — αστική ένωση [V4.1] - Associação dos Estados das Caraíbas [V4.1] — Ένωση των κρατών της Καραϊβικής [V4.1] - movimento patriótico [V4.1] — πατριωτικό κίνημα [V4.1] - representação permanente junto da União Europeia [V4.1] — μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ [V4.1] - grupo sociocultural — κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες - sindicato de funcionários públicos — δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο - zona franca industrial — βιομηχανική ελεύθερη ζώνη - Ringkøbing — Ρινγκκαίμπινγκ - material audiovisual — οπτικοακουστικό μέσο - Associação Europeia para a Cooperação — Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεργασίας - acordo interprofissional — διεπαγγελματική συμφωνία - Storstrøm — Στορστραίμ - Umm al Quawain — Ουμ αλ Κουάβαιν - oeste de Storebælt — Βεστ φορ Στορμπαίλτ - bonificação de juro — επιδότηση επιτοκίου - co-produção audiovisual — συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων - programa audiovisual — οπτικοακουστικό πρόγραμμα - produção audiovisual — οπτικοακουστική παραγωγή - política do audiovisual — οπτικοακουστική πολιτική - pirataria audiovisual — ραδιοτηλεπειρατεία - espaço audiovisual europeu — ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος - carcaça — σφάγιο - categoria socioprofissional — κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία - Estado-Membro UE — κράτος μέλος ΕΕ - Centro Comum de Investigação — Κοινό Κέντρο Ερευνών - Agência Europeia de Medicamentos — Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων - Bósnia-Herzegovina — Βοσνία-Ερζεγοβίνη - Carta Comunitária dos Direitos Sociais Fundamentais dos Trabalhadores — Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων - comunidades da Bélgica — κοινότητες του Βελγίου - controlo das exportações — έλεγχος των εξαγωγών - fraude contra a União Europeia — απάτη εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης - fronteira externa da União Europeia — εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Observatório Europeu da Droga e da Toxicodependência — Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας - órgão e agência UE — Οργανισμός ή υπηρεσία ΕΕ - Eslováquia — Σλοβακία - CENELEC — CENELEC - Instituto de Harmonização no Mercado Interno — Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς - Taric — TARIC - EUTELSAT — EUTELSAT - Baixa Áustria — Niederösterreich - Alta Áustria — Oberösterreich - Centro-Este da Suécia — Κεντροανατολική Σουηδία - Sul da Suécia — Νότια Σουηδία - Centro-Norte da Suécia — Βορειοκεντρική Σουηδία - Norrland Central — Κεντρική Norrland - Alta Norrland — Άνω Norrland - Småland e Ilhas — Småland και Νήσοι - Oeste da Suécia — Δυτική Σουηδία - Finlândia Oriental — Ανατολική Φινλανδία - Lapónia — Λαπωνία - Finlândia Meridional — Νότια Φινλανδία - ilhas Åland — Νήσοι Ώλαντ - responsabilidade do Estado — ευθύνη κράτους μέλους - parecer do Tribunal de Contas — γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου - EURIBOR — EURIBOR - trabalhador polivalente — εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες - OMT — WTO - budista — βουδιστής - ciência militar — στρατιωτική επιστήμη - cantina escolar — κυλικείο σχολείου - CPLRE — ΣΤΠΑΕ - deveres do cidadão — υποχρεώσεις του πολίτη - direito à integridade física — δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα - direito penal militar — ποινικό στρατιωτικό δίκαιο - direito romano — ρωμαϊκό δίκαιο - reembolso de imposto — επιστροφή φόρων - direito de visita — δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα - doença renal — νεφρική νόσος - farmácia — φαρμακείο - estação de caminho-de-ferro — σιδηροδρομικός σταθμός - estação rodoviária — σταθμός λεωφορείων - geografia histórica — ιστορική γεωγραφία - hinduísta — ινδουιστής - história universal — παγκόσμια ιστορία - ilustração gráfica — εικονογράφηση - incunábulo — αρχέτυπο - infracção administrativa — διοικητική παράβαση - lei de harmonização — νομοθετική πράξη εναρμόνισης - manifesto — μανιφέστο - manuscrito — χειρόγραφο - metodologia jurídica — μεθοδολογία του δικαίου - mitologia — μυθολογία - movimento antiglobalização — κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης - movimento cultural — πολιτιστικό κίνημα - partido charneira — κόμμα μπαλαντέρ - partido extraparlamentar — εξωκοινοβουλευτικό κόμμα - partido monárquico — βασιλικό κόμμα - partido regionalista — περιφερειακό κόμμα - polícia regional — περιφερειακή αστυνομία - polícia local — τοπική αστυνομία - prestação não contributiva — μη ανταποδοτική παροχή - orçamento local — τοπικός προϋπολογισμός - orçamento regional — περιφερειακός προϋπολογισμός - propaganda política — πολιτική προπαγάνδα - regime presidencial — προεδρικό καθεστώς - religião primitiva — πρωτόγονη θρησκεία - residência de estudantes — φοιτητική εστία - sexualidade — σεξουαλικότητα - sociologia do direito — κοινωνιολογία του δικαίου - sociologia rural — αγροτική κοινωνιολογία - sociologia urbana — αστική κοινωνιολογία - sociologia da educação — κοινωνιολογία της εκπαίδευσης - sociologia política — πολιτική κοινωνιολογία - distribuição de gás — διανομή αερίου - testamento vital — διαθήκη ζωής - texto sagrado — ιερό βιβλίο - videoteca — βιντεοθήκη - direito natural — φυσικό δίκαιο - direito à habitação — δικαίωμα στέγασης - força de reacção rápida — δύναμη ταχείας αντίδρασης - populismo — λαϊκισμός - Associação dos Estados das Caraíbas — Ένωση των κρατών της Καραϊβικής - movimento patriótico — πατριωτικό κίνημα - representação permanente junto da União Europeia — μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ - direito militar — στρατιωτικό δίκαιο - método de aprendizagem — μέθοδος εκμάθησης - método mnemotécnico — μνημοτεχνική μέθοδος - teste psicométrico — ψυχομετρικό τεστ - acordo de Cotonu — συμφωνία Κοτονού - regiões da Polónia — περιφέρειες της Πολωνίας - regiões da Eslovénia — περιφέρειες της Σλοβενίας - regiões da República Checa — περιφέρειες της Τσεχικής Δημοκρατίας - regiões da Eslováquia — περιφέρειες της Σλοβακίας - Gorenjska — Gorenjska - Goriška — Goriška - Eslovénia Sudeste — Νοτιοανατολική Σλοβενία - Koroška — Koroška - Notranjsko-kraška — Notranjsko-kraška - Obalno-kraška — Obalno-kraška - Podravska — Podravska - Pomurska — Pomurska - Savinjska — Savinjska - Spodnjeposavska — Spodnjeposavska - Zasavska — Zasavska - Eslovénia Central — Κεντρική Σλοβενία - região de Bratislava — Περιοχή Μπρατισλάβας - região de Trnava — Περιοχή της Trnava - região de Trenčín — Περιοχή της Trenčín - região de Nitra — Περιοχή της Nitra - região de Banská Bystrica — Περιοχή της Banská Bystrica - região de Prešov — Περιοχή της Prešov - região de Košice — Περιοχή της Košice - Boémia do Sul — Νότια Βοημία - Hradec Králové — Hradec Králové - Karlovy Vary — Karlovy Vary - Liberec — Liberec - Morávia do Sul — Νότια Μοραβία - Morávia-Silésia — Μοραβία-Σιλεσία - Olomouc — Olomouc - Pardubice — Pardubice - Pilsen — Pilsen - Praga — Πράγα - Ustí — Ustí - Vysočina — Vysočina - Zlín — Zlín - Boémia Central — Κεντρική Βοημία - região de Žilina — Περιοχή της Žilina - regiões da Estónia — περιφέρειες της Εσθονίας - Estónia do Norte — Βόρεια Εσθονία - Estónia Ocidental — Δυτική Εσθονία - Estónia Central — Κεντρική Εσθονία - Estónia Nordeste — Βόρειοανατολική Εσθονία - Estónia do Sul — Νότια Εσθονία -